Δευτέρα 21 Δεκεμβρίου 2015

ΠΡΟΦΗΤΙΚΕΣ ΠΡΟΡΡΗΣΕΙΣ ΤΗΣ ΠΑΛΑΙΑΣ ΔΙΑΘΗΚΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΓΕΝΝΗΣΗ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ


Η κατά σάρκα γέννηση του Κυρίου και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού αποτελεί το κορυφαίο γεγονός της ανθρώπινης ιστορίας, γιατί κατ’ αυτό ανατράπηκε κυριολεκτικά η τάξη της φύσεως με το να γίνει ο άπειρος και αιώνιος Θεός άνθρωπος με σκοπό να σωθεί ο πεπτωκός στην αμαρτία και τη φθορά άνθρωπος και να γίνει κατά χάριν Θεός. 
Ο σαρκωθείς Υιός και Λόγος του Θεού (Ιωάν. α΄ 14) υπάρχει πλέον ως ασφαλής γέφυρα σωτηρίας του ανθρωπίνου γένους, η οποία άγει τους πιστούς στην αιώνια ζωή.
Το μεγάλο και υπέρλογο αυτό γεγονός περιγράφεται στην Καινή Διαθήκη από τους ιερούς Ευαγγελιστές Ματθαίο και Λουκά. Ο ένας συγγραφέας συμπληρώνει τη διήγηση του άλλου, έτσι ώστε να έχουμε μία λεπτομερή εξιστόρηση του γεγονότος.
Ο πρώτος Ευαγγελιστής, ο Ματθαίος, γράφοντας, όπως είναι γνωστό, το Ευαγγέλιό του προς τους Εβραίους παραθέτει πλήθος προφητειών, οι οποίες αναφέρονται στην προσωπικότητα και το έργο του Λυτρωτή. Πράγματι η Παλαιά Διαθήκη είναι γεμάτη από προφητείες, καταπληκτικής καθαρότητας και σαφήνειας για το Μεσσία Χριστό. Ολόκληρο άλλωστε το ιερό αυτό Βιβλίο έχει ως στόχο να αναγγείλει και να προετοιμάσει το ανθρώπινο γένος για την εν Χριστώ σωτηρία.Οι ιεροί συγγραφείς της φωτισθέντες από το Άγιο Πνεύμα (Εβρ. α΄ 1-2) διείδαν και προφήτευσαν με φανταστική ακρίβεια, πριν από εκατοντάδες ή και χιλιάδες χρόνια, τα σωτηριώδη εσχατολογικά γεγονότα, και ιδιαίτερα αυτά που σχετίζονται με το θείο Πρόσωπο του Μεσσία. Οι προφητείες της Παλαιάς Διαθήκης αποτελούν πραγματικά το μόνιμο θαύμα όλών των εποχών, διότι έχουν επαληθευτεί όλες μέχρι τελευταίας λεπτομέρειας.
Η προσμονή όμως κάποιου διακεκριμένου μελλοντικού λυτρωτή δεν ήταν προνόμιο μόνον των Εβραίων, αυτοί απλά είχαν πιο ξεκάθαρες περιγραφές γι’ Αυτόν, λόγω της αποκεκαλυμένης αλήθειας μέσω των Προφητών. Όλοι σχεδόν οι λαοί περίμεναν έναν θεικό σωτήρα, ο οποίος θα τους ελευθέρωνε από το κακό και την ανθρώπινη δυστυχία (βλ. Λάμπρου Σκόντζου, Η Προσμονή των Εθνών της εν Χριστώ Απολυτρώσεως, στην Εφημ. «Εκκλησιαστική Αλήθεια», 16-12-1989). Πιθανότατα ως μακρυνή ανάμνηση της μεγάλης υπόσχεσης του Θεού στους πεπτωκότες πρωτοπλάστους, το «Πρωτοευαγγέλιο» (Γεν. γ΄ 15).

Πρώτη λοιπόν προφητική πρόρρηση της Παλαιάς Διαθήκης για τον Χριστό είναι αυτή που βγαίνει από το στόμα του ιδίου του Θεού αμέσως μετά την μοιραία πτώση του πρώτου ανθρωπίνου ζεύγους, της εθελουσίας ενέγειας του ανθρώπου να αποστατήσει από το Δημιουργό του και να γίνει φορέας του κακού, και που περιγράφεται στο τρίτο κεφάλαιο της Γενέσεως παραστατικότατα. Απευθυνόμενος ο Θεός προς τον αρχέκακο όφι στον οποίο εκρύπτετο ο διάβολος του είπε: «Καί έχθραν θήσω ανά μέσον σού και αναμέσον της γυναικός, και ανά μέσον του σπέρματος αυτής. Καί αυτός σού τηρήσει κεφαλήν και συ τηρήσεις αυτού πτέρναν» (Γεν. γ΄ 15). Αυτή ήταν η πρώτη αναλαμπή της ελπίδος για τη σωτηρία του ανθρώπου και ταυτόχρονα άρχισε από εκείνη τη στιγμή η αρχή του τέλους του κράτους του διαβόλου και της δύναμης του κακού. Σύμφωνα μ’ αυτή ο μελλοντικός Γιός της Γυναίκας έμελλε να συντρίψει το κακό και τον εφευρέτη και ενσαρκωτή του διάβολο. Η μητέρα αυτού του μεγάλου και μυστηριώδους λυτρωτού δεν είναι άλλη από την Παρθένο Μαρία, την Θεοτόκο, η οποία «ασπόρως», «εν γαστρί έχουσα εκ Πνεύματος Αγίου» (Ματθ. α΄ 18), χωρίς τη φυσική μεσολάβηση άρρενος, «έτεκεν τον υιόν αυτής τον πρωτότοκον, και εκάλεσε το όνομα αυτού Ιησούν» (Ματθ. α΄ 25), «ος εστί Χριστός Κύριος, εν πόλει Δαυίδ» (Λουκ. β΄11).

Η νίκη Του επί του διαβόλου υπήρξε καίρια επάνω στο φρικτό Γολγοθά, ο Οποίος διά του απολυτρωτικού του Πάθους, του θανάτου, της εις Άδου καθόδου Του και διά της θριαμβευτικής του Αναστάσεως νίκησε κατά κράτος το διάβολο και κατήργησε για τους πιστούς του το μεγαλύτερό του όπλο το θάνατο. Αυτή η καταπληκτική προφητεία κατέστη η αρχή της υλοποίησης του προαιωνίου σχεδίου του Θεού για τη σωτηρία του ανθρωπίνου γένους, το οποίο προέβλεπε την κλήση του «περιουσίου» λαού, του Ισραηλιτικού, την εκλογή από αυτόν αγίων ανδρών και γυναικών, ως οργάνων Του και διά μέσω αυτού του λαού να προετοιμαστούν τα έθνη να υποδεχτούν την εν Χριστώ σωτηρία.

Οι πρώτες μεγάλες προσωπικότητες, οι οποίες κατεστάθησαν όργανα του σχεδίου του Θεού υπήρξαν οι πατριάρχες Αβραάμ, Ισαάκ και Ιακώβ. Αυτοί είναι οι γενάρχες του «περιουσίου» λαού, και έλαβαν την διαβεβαίωση από το Θεό ότι μέσω αυτών «ενευλογηθήσονται» «πάσαι αι φυλαί της γης» (Γεν. ιβ΄1-3, κστ΄4, κη΄14), διότι ο μελλοντικός λυτρωτής του κόσμου θα είναι κάποιος μακρινός τους απόγονος. Ο εθνικός Βαλαάμ προφήτευσε πως «ανατελεί άστρον εξ Ιακώβ, αναβήσεται άνθρωπος εξ Ισραήλ˙ θραύσει τους αρχηγούς Μωάβ και προνομεύσει πάντας υιούς Σηθ» (Αριθμ. κδ΄17-18). Ο ίδιος ο πατριάρχης Ιακώβ ευλογώντας τα παιδιά του στην επιθανάτια κλίνη, προφήτευσε, ευλογώντας τον υιό του Ιούδα, ότι ο μεγάλος λυτρωτής θα προέλθει από τη γενιά του. «Ουκ εκλείψει άρχων εξ Ιούδα και ηγούμενος εκ των μηρών αυτού, έως αν έλθη ω απόκειται (ο Σηλώ = ο ειρηνοποιός Μεσσίας) και αυτός προσδοκία εθνών» (Γεν. μθ΄ 8-10). Πράγματι τόσο ο Ματθαίος όσο και ο Λουκάς με την παράθεση των γενεαλογιών του Χριστού (Ματθ. α΄, κεφ. Λουκ. γ΄ 21-36) επιβεβαιώνουν αυτή τη σημαντική προφητεία, ο Χριστός κατήγετο από το γένος του Ιούδα.
Ο Κύριος όμως ήλκε την καταγωγή του και από μία άλλη ένδοξη προσωπικότητα, τον μεγάλο βασιλέα Δαυίδ. Ο προφήτης Νάθαν απευθυνόμενος προς τον Δαυίδ προφήτευσε πως «αναστήσω το σπέρμα σου μετά σε, ος έσται εκ της κοιλίας σου, και ετοιμάσω την βασιλείαν αυτού˙ αυτός οικοδομήσει μοι οίκον τω ονόματί μου, και ανορθώσω τον θρόνον αυτού έως εις τον αιώνα» (Α΄ Βασ. ζ΄ 12). Ο ίδιος ο προφητάναξ Δαυίδ ομιλώντας από μέρους του Θεού, προφήτευσε «διαθέμην διαθήκην τοις εκλεκτοίς μου, ώμοσα Δαυίδ τω δούλω μου έως του αιώνος ετοιμάσω το σπέρμα σου και οικοδομήσω εις γενεάν τον θρόνον σου» (Ψαλμ. πθ΄5). Επίσης ο προφήτης Ιερεμίας αργότερα προφήτευσε πως «Ιδού ημέραι έρχονται λέγει Κύριος, και αναστήσω τω Δαυίδ ανατολήν δικαίαν, και βασιλεύσει βασιλεύς και στήσει και ποιήσει κρίμα και δικαιοσύνην επί της γης» (Ιερ. κγ΄5). Πράγματι ο Χριστός ανήκε στον «οίκο και της πατριάς Δαυίδ» (Λουκ. β΄4), κι αυτό ήταν πασίγνωστο, διότι ακόμα και ο θεραπευθείς τυφλός από τον Κύριο τον απεκάλεσε «υιό Δαυίδ» (Λουκ. ιη΄36) καθώς και οι όχλοι τον προσφωνούσαν «Κύριος Υιός Δαυίδ» (Ματθ. η΄ 31). Η μεγαλύτερη απόδειξη όμως είναι ότι ο Ιωσήφ και η Μαρία υποχρεώθηκαν από τις ρωμαικές αρχές να μεταβούν «εις την ιδίαν πόλιν...εις την Ιουδαίαν εις πόλιν Δαυίδ, ήτις καλείται Βηθλεέμ...απογράψασθαι» (Λουκ. β΄ 3-5).

Ο μεγάλος προφήτης Δανιήλ προφήτευσε περί το 550 π.Χ. και καθόρισε επακριβώς το χρόνο της γεννήσεως του Μεσσία «και γνώση και συνήσεις από εξόδου λόγον του αποκριθήναι και του οικοδομήσαι Ιερουσαλήμ έως Χριστού εβδομάδες επτά και εβδομάδες εξήκοντα δύο» (Δαν. θ΄ 25). Οι Πατέρες της Εκκλησίας μας με κατάλληλο υπολογισμό με βάση την προφητεία του Δανιήλ έφτασαν στο έτος 4 π.Χ. που θεωρείται το πραγματικό έτος της γέννησης του Κυρίου.
Αυτός που προείδε ξεκάθαρα τον Μεσσία παντός άλλου είναι ο προφήτης Ησαίας (περ. 750 π.Χ.). Ο θεηγόρος αυτός προφήτης περιέγραψε με καταπληκτικές λεπτομέρεις τη φύση, την προσωπικότητα και το έργο του Μεσσία. Προείπε την υπερφυσική γέννησή του από την Παρθένο χωρίς τη μεσολάβηση ανδρός, «Δώσει λέγει Κύριος αυτός σημείον˙ ιδού η παρθένος εν γαστρί έξει και τέξεται υιόν και καλέσεις το όνομα αυτού Εμμανουήλ» (Ησ. ζ΄14). Ο Ευαγγελιστής Ματθαίος καταχώρησε αυτούσια την προφητεία αυτή στη διήγησή του για τη γέννηση του Σωτήρα, ως εκπλήρωση του ρηθέντος «υπό του Κυρίου διά του προφήτου» (Ματθ. α΄ 22) και στη συνέχεια αναλύει το όνομα Εμμανουήλ «ο έστι μεθερμηνευόμενον μεθ’ ημών ο Θεός» (στ. 23). Καί συνεχίζει ο μεγάλος προφήτης περιγράφοντας τη θεία φύση του Μεσσία, «Παιδίον εγεννήθη ημίν, υιός και εδόθη ημίν˙ ου η αρχή εγεννήθη επί του ώμου αυτού και καλείται το όνομα αυτού μεγάλης βουλής άγγελος, θαυμαστός σύμβουλος, Θεός ισχυρός, εξουσιαστής, άρχων ειρήνης, πατήρ του μέλλοντος αιώνος» (Ησ. θ΄ 6) και «Μεγάλη η αρχή αυτού και της ειρήνης αυτού ουκ έστι όριον. Επί τον θρόνον Δαυίδ και την βασιλείαν αυτού κατορθώσαι αυτήν και αντιλαβέσθαι αυτής κρίματι και εν δικαιοσύνη από του νυν και εις τον αιώνα» (Ησ. θ΄ 7).
Είναι τόσο σαφής ο προφήτης που δε χρειάζεται κανένα σχόλιο, ο Μεσσίας είναι ο σαρκωμένος Υιός και Λόγος του Θεού (Ιωάν. α΄ 14). Η γέννηση του Λυτρωτή – Μεσσία κατά τον Ησαία θα γίνει αθόρυβα, χωρίς διαγγελείς και τυμπανοκρουσίες, όπως ταιριάζει σε ένα τόσο σημαντικό πρόσωπο, όπως το φύτρωμα ενός φυτού, «εξελεύσεται (ως) ράβδος εκ της ρίζης Ιεσσαί και ως άνθος εκ της ρίζης αναβήσεται» (Ησ. ια΄ 1) κάτι ανάλογο με την προφητεία του Ψαλμωδού, περί του αθορύβου ερχομού του Μεσσία, «ως υετός επί πόκον και ωσεί σταγών η στάζουσα επί της γην» (Ψαλμ. οα΄6).
Η προσκύνηση των Μάγων της Ανατολής προφητεύτηκε από τον Ησαία επακριβώς και μάλιστα αντλούμε πληρέστερες πληροφορίες γι’ αυτούς (π.χ. για την καταγωγή τους) για τις οποίες σιωπούν τα Ευαγγέλια. «Βασιλείς θαρσεί και νήσοι δώρα προσοίσουσι, βασιλείς Αράβων και Σαβά δώρα προσάξουσι. Καί προσκυνήσουσιν αυτώ πάντες οι βασιλείς της γης. Καί δοθήσεται αυτώ εκ του χρυσίου της Αραβίας» και «πάντες εκ Σοβά ήξουσι φέροντες χρυσίον και λίβανον οίσουσι και λίθον τίμιον και το σωτήριον Κυρίου ευαγγελιούνται» (Ησ. ξ΄ 6). Ο Ματθαίος επαληθεύει το γεγονός πως «Ιδού μάγοι από ανατολών παρεγένοντο...και ελθόντες εις την οικίαν είδον το παιδίον μετά Μαρίας της μητρός αυτού, πεσόντες προσεκύνησαν αυτώ, και ανοίξαντες τους θησαυρούς αυτών προσήνεγκαν αυτώ δώρα, χρυσόν και λίβανον και σμύρναν» (Ματθ. β’ 1-11).

Ο προφήτης Ιερεμίας (περ. 620 π.Χ.) προφήτευσε τη φοβερή σφαγή των αθώων νηπίων από το θηριώδη βασιλιά Ηρώδη, τονίζοντας τον τρομερό θρήνο και κοπτετό που επακολούθησε κατόπιν, «Φωνή εν Ραμά ηκούσθη θρήνου και κλαυθμού και οδυρμού Ραχήλ αποκλαιομένη ουκ ήθελε παύσασθαι επί τοις υιοίς αυτής ότι ουκ εισίν» (Ιερ. λη’15). Ο Ευαγγελιστής Ματθαίος, ο οποίος διέσωσε το τραγικό αυτό γεγονός, παραθέτει την καταπληκτική αυτή προφητεία (Ματθ. β’ 16-18). Επίσης ο προφήτης Ωσηέ (περ. 750 π.Χ.) προφήτευσε τη φυγή της αγίας οικογενείας στην Αίγυπτο, ύστερα από την προειδοποίηση του Αγγέλου, για να μη κατασφαχθεί το θείο Βρέφος, λέγοντας «εξ Αιγύπτου εκάλεσα τον υιόν μου» (Ωσ. ια’ 1), την οποία προφητεία επαναλαμβάνει και ο Ματθαίος «ίνα πληρωθή το ρηθέν υπό του Κυρίου διά του προφήτου λέγοντος» (Ματθ. β’ 15).
Αυτές είναι οι βασικές προφητείες της Παλαιάς Διαθήκης για τη γέννηση του Σωτήρα Χριστού, αλλά δεν είναι οι μόνες γι’ Αυτόν. Ολόκληρο το ιερό αυτό βιβλίο είναι ένα προοίμιο της σωτηρίας του ανθρωπίνου γένους. Τα γεγονότα τα οποία έλαβαν χώρα, σχετίζονται με την ιερή ιστορία της σωτηρίας και της πραγματώσεως του θείου σχεδίου, και εκτίθενται σ’ αυτό από τους θεόπνευστους συγγραφείς, οδήγησαν την ανθρώπινη ιστορία στο μεγαλύτερό της συμβεβηκός, στην Ενανθρώπιση του Υιού και Λόγου του Θεού. Αυτός ο προσανατολισμός του ιστορικού γίγνεσθαι της προχριστιανικής εποχής προς το κορυφαίο αυτό γεγονός, είναι άξιος θαυμασμού από κάθε σοβαρό μελετητή, διότι ενώ στην ουσία υλοποιήθηκε το περί της σωτηρίας του κόσμου σχέδιο του Θεού, σε καμία περίπτωση δεν παραβιάστηκε η ανθρώπινη ελευθερία.
Το θείο Πρόσωπο του Μεσσία – Λυτρωτή υπήρξε για τον αρχαίο κόσμο και ιδιαίτερα για τον Ισραηλιτικό λαό η ισχυρότερη «προσδοκία» (Γεν. μθ’ 10) όλων των εποχών. Η ευλογημένη γέννησή Του χώρησε στην ανθρώπινη ιστορία στα δύο, στην προ Χριστού εποχή της πτώσεως, αλλά και της προετοιμασίας του κόσμου για τη σωτηρία, και στην μετά Χριστόν εποχή της χάριτος, της ευλογίας και του αγιασμού.