Δευτέρα 31 Οκτωβρίου 2022

TO ΣΚΟΤΑΔΙ ΤΗΣ ΑΜΑΡΤΙΑΣ

Σκοτάδι είναι το κακό. Θάνατος είναι. Νύχτα είναι. Μια κατάσταση τόσο κακή, που μας κάνει και δεν βλέπουμε εκείνα που θα έπρεπε να τα βλέπαμε και δεν κάνουμε τίποτε από εκείνα που ήταν το πιο καλό για μας να τα κάναμε! (Αγ. Ιωάννης ο Χρυσόστομος)

Ο Χριστός βαδίζει αργά μέσα στην ιστορία. Αργά σαν βαθύ ποτάμι, που κάποιο παιδί θα το νόμιζε ακίνητο, αλλά που ο άνθρωπος δεν θα μπορούσε να του φτιάξει φράγμα. Αργά σαν σιτάρι, που σπέρνεις το φθινόπωρο και το χειμώνα νομίζεις ότι είναι νεκρό. Ακόμα δεν ήρθε η άνοιξη για το σπόρο του Χριστού.

Ο δρόμος Του είναι δύσκολος. Γι’ αυτό βαδίζει αργά. Πορεύεται μέσα από λακκούβες αίματος, μέσα από το σκοτάδι των αμαρτιών, και μέσα από τα αγκάθια των ληστών. Είναι στενός ο δρόμος Του και πολλοί πεσμένοι αμαρτωλοί βρίσκονται στον γκρεμό και στις δυο πλευρές του δρόμου Του. Εκείνος πρέπει να σκύβει και στις δυο πλευρές, να τους σηκώνει και να τους τραβά πίσω Του και να περπατά προς τα μπρος. Γι’ αυτό βαδίζει αργά.

Βαδίζει αργά, γιατί το πλήρωμά Του είναι μακριά. Το πλήρωμά Του εκτείνεται στα πέρατα της ιστορίας και η θέση Του είναι στα έσχατα…(Αγ. Νικόλαος Βελιμίροβιτς)

«Βλέπω ενα σκότος που έρχεται να καλύψη την γην μαζί με μία μεγάλην οργήν. Βλέπω συγχρόνως ότι το φως έγινε σκότος βαθύ, το δε σκότος έγινεν αμέτρητον σκότος. Ω είς ποιόν σκότος βαδίζομεν!» († π.Φιλόθεος Ζερβάκος)

Η Ρωσίδα γερόντισσα Μακαρία (+18 Ιουνίου 1993)είπε: (Εντός παρενθέσεως η ημερομηνία που το είπε.)

– Στους σκοτεινούς ανθρώπους αρέσει να μαυρίζουν την γη, ενώ οι δυνάμεις του κακού πολλαπλασιάζονται. Σύντομα ο καθένας θα ξέρει αυτήν την δουλειά (σ.σ. την μαγεία). Όλα τα ακάθαρτα πνεύματα θα συγκεντρωθούν γύρω από τον κακό (δηλ. τον Διάβολο). Θα τους συγκεντρώσει και θα αρχίσουν. Η ζωή θα είναι άσχημη (28 Οκτωβρίου 1987)

– Οι μάγοι θα καλύψουν όλο τον κόσμο με το σκοτάδι, ενώ χωρίς ήλιο τίποτα δεν θα μεγαλώνει. (18 Φεβρουαρίου 1988)

 – Ὄχι, ἀδέρφια μου. Ἡ ἁμαρτία δὲν θὰ νική­σῃ. Μέσα στὴν κολασμένη καὶ σατανικὴ γενεά μας, στὸ σκοτάδι αὐτό, ὑ­πάρχει φῶς, ἐλπίδα, ἄγκυρα, σωσίβιο. Ποιό εἶ­­νε; Ἂν κάποιος ἀνάμεσά σας, ἄντρας ἢ γυναίκα, εἶνε πολὺ ἁμαρτωλὸς κ᾽ ἔχῃ χρόνια νὰ ἐξομο­λογηθῇ, τοῦ λέω· Ἄνοιξε τὰ αὐτιά σου κι ἄκου­σε σήμερα μιὰ γλυκειὰ φωνή. Σοῦ μιλάει ὁ Χριστὸς καὶ σοῦ λέει· «Θάρσει, τέκνον», ἔχε θάρ­ρος, παιδί μου· «ἀφέωνταί σοι αἱ ἁμαρτίαι σου». Μιὰ σταγόνα ἀπὸ τὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ μας μπο­ρεῖ νὰ κάψῃ τὶς ἁμαρτίες ὅλου τοῦ κόσμου.

Φτάνει πιὰ ἡ ἁμαρτία. Ἀρκετὰ δουλέψαμε γιὰ τὸν διάβολο. Τώρα νὰ γυρίσουμε στὸ Χριστὸ καὶ σὰν τὴν πόρνη νὰ φιλή­σουμε τὰ πανά­χραντα πόδια του. Κι ὅταν μιὰ μέρα πεθάνου­με, νὰ μᾶς ἀξιώσῃ ὁ Θεὸς νὰ σφραγίσουμε τὰ χείλη μας μὲ τὰ λόγια «Μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ σου» (Λουκ. 23,42).

(† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος)

 

ΑΣ ΜΑΘΟΥΜΕ ΝΑ ΕΚΤΙΜΟΥΜΕ ΤΟΝ ΑΝΘΡΩΠΟ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ ΑΠΟ ΤΑ ΠΛΟΥΤΗ

 

 
Άγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς
 
Ιδού έρχεται ή ημέρα τον Κυρίου γεμάτη θυμό και οργή… και ή δικαία αύτη οργή του θα καταστήσει έρημη την οικουμένη και θα καταστρέψει τούς αμαρτωλούς… Όσοι δε απομείνουν από αυτή τη καταστροφή, θα είναι λιγότεροι και σπανιότεροι απ’ ότι είναι το έξορυσσόμενο και σκεπασμένο από χώματα χρυσάφι. (Ησαΐας 13, 9-12).
 
Πολλοί άνθρωποι δεν καταλαβαίνουν πώς υπάρχει άνεμος, μέχρι ότου φυσήξει ό άνεμος. Άλλοι δεν σκέφτονται πώς υπάρχει φως, μέχρι να νυχτώσει. Έτσι και πολλοί χριστιανοί δεν πίστευαν πώς υπάρχει Θεός, μέχρι πού φύσηξε ό δυνατός άνεμος του πολέμου. Μήτε πού σκέφτηκαν το Θεό, όσο τούς έλουζε το φως της ειρήνης και ή ζωή τούς χαμογελούσε. Αλλά, σαν ξέσπασε ή λαίλαπα του πολέμου, και το σκοτάδι του κακού σκέπασε τον κόσμο, τότε θυμήθηκαν το Θεό. Τότε, δεν μπορούσαν να σκεφτούν τίποτε άλλο παρά μόνο το Θεό.

Ή ήμερα του Κυρίου! Στην Αγία Γραφή ήμερα του Κυρίου ονομάζεται ή ήμερα εκείνη, πού για τούς ανθρώπους είναι νύχτα φρικτή, γεμάτη αίμα, καπνό, φόβο, τρόμο, πυρετό, κραυγές και φωτιά. Αυτή ή ήμερα λέγεται στο ιερό βιβλίο του Θεού ήμερα του Κυρίου. Αναρωτιέστε πώς συμβαίνει αυτό και γιατί έρχεται αυτή ή ήμερα;

Μέσα στις άγριες συνθήκες του αφόρητου πόνου και της φωτιάς οι καλοζωισμένοι άνθρωποι οδηγούνται στην πλήρη επίγνωση, πώς ό Θεός είναι «τα πάντα» και ό άνθρωπος ένα «τίποτε». Οι περήφανοι άνθρωποι γνωρίζουν την ντροπή, οι αλαζόνες σκύβουν το κεφάλι τους κάτω στη γη, οι πλούσιοι περπατούνε με τσέπες άδειες, οι άρχοντες αναζητούν ακόμη και κάποιον δούλο για συντροφιά, οι αξιωματικοί του στρατού χάνουν τα παράσημα τους, οι αμέριμνοι ιερείς κλαίνε μπροστά στους κατεστραμμένους ναούς, και οι άπληστες για χρήματα γυναίκες ετοιμάζουν για γεύμα το πιο λιτό φαγητό.
 
Όλοι τους αναλογίζονται τη μεγαλοσύνη του Δημιουργού και τη μηδαμινότητα του άνθρωπου.
Κατανοείτε, λοιπόν, για ποιό λόγο αυτή ή τρομακτική νύχτα ονομάζεται ήμερα του Κυρίου.

Ονομάζεται ήμερα του Κυρίου, επειδή φανερώνεται ό Θεός. Όσο καιρό ξημερώνει ή απλή καθημερινή ήμερα, ό άνθρωπος δε μνημονεύει το Θεό. Αντίθετα, τα πάντα βάζει πάνω από το Θεό, ακόμη και τον εαυτό του. Όσο ξημερώνει ή απλή καθημερινή ήμερα γελάει περιπαικτικά με όσους εκκλησιάζονται και χλευάζει αυτούς πού τον καλούν στην εκκλησία για να προσευχηθεί. Όταν όμως φτάνει ή ήμερα του Κυρίου, όλοι επιστρέφουν στο Θεό, αναγνωρίζουν την εξουσία Του, ρωτάνε για το πού βρίσκεται ή εκκλησία, δείχνουν σεβασμό στους ιερείς, αναζητούν θεολογικά βιβλία να διαβάσουν, αναστενάζουν, αισχύνονται για το παρελθόν τους, μετανιώνουν για τις αμαρτίες τους. Την ήμερα του Κυρίου οι άνθρωποι προσφέρουν βοήθεια στους φτωχούς, επισκέπτονται τούς ασθενείς, νηστεύουν και κοινωνούν. Αρχίζουν να σκέφτονται το θάνατο πού πλησιάζει και αναλογίζονται την άλλη ζωή, εκεί πού ή ήμερα του Κυρίου είναι διαφορετική.

Εκεί στην άλλη ζωή, ή ήμερα του Κυρίου είναι ευλογημένη, φωτεινή και αιώνια.
Την ήμερα του Κυρίου στην άλλη ζωή, ό άνθρωπος θα είναι πιο σπάνιος και πιο ακριβός και από το πιο ατόφιο και πιο ακριβό χρυσάφι.
 
Αδελφοί μου, αναρωτιέστε για ποιό λόγο επιτρέπει ό Θεός να έρχονται τόσες δυσκολίες στον κόσμο; Ό Θεός επιτρέπει τόσες δυσκολίες, για να αποκτήσει ό άνθρωπος πάλι την αξία του, για να αξίζει ό άνθρωπος περισσότερο και από το πιο καθαρό και πιο ακριβό χρυσάφι.

Αδελφοί μου, γνωρίζετε, για ποιό λόγο επέτρεψε ό Ουράνιος Θεός, για δεύτερη φορά, να ξεσπάσει αυτός ό παγκόσμιος πόλεμος, ή φρίκη του οποίου μπορεί να συγκριθεί με την κόλαση; Επειδή ή αξία του άνθρωπου ήταν μικρότερη από την άξια του χρυσού. Και αυτό είναι κάτι πού είναι αντίθετο με το σχέδιο του Θεού για τον άνθρωπο. Και ότι δεν είναι σύμφωνο με την πρόνοια του Θεού, πρέπει να ραγίσει, να γκρεμιστεί, να πεθάνει, να χαθεί.
 
Στη χώρα μας το χρυσάφι απέκτησε μεγαλύτερη αξία από τον άνθρωπο. Γι’ αυτό το λόγο και ή χώρα μας χτυπήθηκε από το φρικτό μαστίγιο του πολέμου. Για να μάθουμε να σεβόμαστε το Θεό πάνω από τον άνθρωπο και τον άνθρωπο περισσότερο από το χρυσάφι.

Όταν υπήρχε το κράτος της Σερβίας, οι σημαντικοί άνθρωποι κατοικούσαν σε μικρά σπίτια. Αλλά όταν το κράτος της Σερβίας διαλύθηκε και ιδρύθηκε το κράτος της Γιουγκοσλαβίας, οι μικροί και ασήμαντοι άνθρωποι πήγαν να ζήσουν σε μεγάλα παλάτια. Ολόκληρος ό στρατός του Καραγεώργη της Σερβίας, πού ξεκίνησε την επανάσταση εναντίον των Τούρκων, μπορούσε να χωρέσει στο παλάτι ενός πλούσιου. Ό λαός βλέποντας την κατάσταση αυτή γκρίνιαζε αλλά σιγά σιγά και ό ίδιος, έχοντας αυτό το παράδειγμα, έπραττε το ίδιο πού έπρατταν οι πλούσιοι, οι όποιοι εκτός πού ήταν φιλάργυροι, ήταν και μισάνθρωποι. Εξαιτίας των χρημάτων σκοτώθηκαν άνθρωποι, κάηκαν σπίτια, τελέστηκαν γάμοι γρήγορα χωρίς αγάπη λόγω συμφέροντος, διαλύθηκαν γάμοι και οικογένειες, δημιουργήθηκαν πολλά κόμματα, μάλωσαν αδέλφια, διαπομπεύτηκε το σερβικό όνομα, καταδιώχτηκε ή πίστη στο Θεό, προδόθηκαν τα ιερά, πουλήθηκε ή πατρίδα.

Να για ποιους λόγους λοιπόν, έπρεπε να έρθει ή φοβερή «ημέρα του Κυρίου», αδελφοί μου, και σε μας. Τώρα πού ήρθε ή ήμερα του Κυρίου, ας είμαστε ευλογημένοι και ας μάθουμε να εκτιμάμε τον άνθρωπο περισσότερο από το χρυσό και από τα πλούτη, περισσότερο από το φεγγάρι και τα αστέρια, περισσότερο από το σύμπαν, πού ό Δημιουργός παρέδωσε στον άνθρωπο. Αν το μαθαίναμε αυτό πριν, τότε δεν θα παθαίναμε τίποτε. Θα ήμασταν δυνατοί, θα ζούσαμε ειρηνικά, γαλήνια, με αγάπη, με σεβασμό στον συνάνθρωπο μας, δοξάζοντας τον Τριαδικό Θεό. Αυτού ή δόξα εις τούς αιώνας των αιώνων. Αμήν.


Η ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΕΙΝΑΙ ΜΕΓΑΛΟ ΔΩΡΟ,ΑΛΛΑ ΚΑΙ ΦΡΙΚΤΟ!

 

Γέροντος Σωφρονίου τοῦ Ἔσσεξ

Δυό μοναχοί συνομιλοῦσαν γιά τή σωτηρία. Ὁ ἕνας ἔλεγε:

– Ἡ ψυχή μου δέν μπορεῖ νά συμβιβαστεῖ μέ τή σκέψη ὅτι κάποιος θά χαθεῖ αἰώνια. Νομίζω πώς ὁ Κύριος θά βρεῖ τρόπο νά τούς σώσει ὅλους.

Ὁ ἄλλος ἀπάντησε:

– Οἱ ἅγιοι Πατέρες λένε ὅτι ὁ Θεός μποροῦσε νά δημιουργήσει τόν ἄνθρωπο χωρίς τή συνέργειά του, ἀλλά νά τόν σώσει χωρίς τή συμφωνία καί τή συνέργεια τοῦ ἰδίου τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἀδύνατο.

Ἡ σωτηρία καί ἡ ἀπώλεια βρίσκονται στήν ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου.

Ὁ πρῶτος:

– Νομίζω ὅτι ὁ Θεός μέ τό πλῆθος τῆς ἀγάπης Του θά ὑπερβεῖ τήν ἀντίσταση τοῦ κτίσματος, χωρίς νά καταλύσει τήν ἐλευθερία του.

Ὁ δεύτερος:

– Μοῦ φαίνεται πώς δέν πρέπει νά ξεχνᾶμε ὅτι ἡ ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου εἶναι δυνητικά τόσο μεγάλη, πού καί στό ἐπίπεδο τοῦ αἰώνιου Εἶναι μπορεῖ νά προσδιοριστεῖ ἀρνητικά ἀπέναντι στό Θεό.

Ὅσοι δέν τό γνωρίζουν αὐτό ἤ τό λησμονοῦν ἤ τρέφονται μέ «ὠριγενικό γάλα».

– Ἀλλά, πραγματικά, αὐτό εἶναι μωρία!

– Ναί, μωρία.

-Τί λοιπόν νά κάνουμε;

– Ὁ Θεός θέλει νά σωθοῦν ὅλοι, καί ἐμεῖς πρέπει νά σκεφτόμαστε τή σωτηρία ὅλων καί νά προσευχόμαστε γιά ὅλους. Ἀλλά οὔτε ἡ ἀποκάλυψη οὔτε ἡ πείρα μας μᾶς δίνουν βάση νά ἰσχυριστοῦμε ὅτι ὅλοι θά σωθοῦν.

Ἡ ἐλευθερία εἶναι μεγάλο δῶρο, ἀλλά φρικτό.

ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΣΤΑΧΥΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΣΥΝ ΑΥΤΩ ΜΑΡΤΥΡΗΣΑΝΤΕΣ


 


Τη μνήμη του Αγίου Στάχυ και των συν Αυτώ Μαρτυρησάντων τιμά σήμερα, 31 Οκτωβρίου, η Εκκλησία μας. Οι Άγιοι Στάχυς, Απελλής, Αμπλίας, Ουρβανός, Νάρκισσος και Αριστόβουλος άνηκαν στους εβδομήκοντα Αποστόλους του Κυρίου και όλοι τους υπήρξαν «Χριστού ευωδία τώ Θεώ εν τοίς σωζομένοις» (Β’ προς Κορινθίους, Β’ 15). Δηλαδή ευωδιά Χριστού, ευχάριστη στο Θεό, και ευωδία μεταξύ των σωζόμενων πυύ άκουγαν απ’ αυτούς το σωτήριο μήνυμα του Ευαγγελίου.
 Ο Άγιος Στάχυς έγινε πρώτος επίσκοπος Βυζαντίου, και αφού διάνυσε 16 χρόνια στο αποστολικό κήρυγμα, ειρηνικά αναπαύθηκε εν Κυρίω.
Ο Άγιος Απελλής έγινε επίσκοπος Ηράκλειας και πολλούς έφερε στη χριστιανική πίστη.
Ο Άγιος Αμπλίας έγινε επίσκοπος Οδυσσουπόλεως και ο Ουρβανός, επίσκοπος Μακεδονίας. Επειδή και οι δύο γκρέμιζαν τα είδωλα, θανατώθηκαν μαρτυρικά.
Ο Άγιος Νάρκισσος χειροτονήθηκε επίσκοπος Αθηνών. Η αλήθεια, όμως, του Ευαγγελίου, την οποία δίδασκε με ζήλο, εξήγειρε τους ειδωλολάτρες, με αποτέλεσμα να τον βασανίσουν και να παραδώσει την ψυχή του μαρτυρικά.
Ο Άγιος Αριστόβουλος, και αυτός υπήρξε επίσκοπος και πέθανε ειρηνικά, κηρύττοντας μέχρι τέλους της ζωής του το Χριστό.
Απολυτίκιο:
Ήχος πλ. α’. Τον συνάναρχον Λόγον.
Την κιθάραν του Πνεύματος την έξάχορδον, την μελωδήσασαν κόσμω τας υπέρ νουν δωρεάς, ως έκφάντορας Χριστού άνευφημήσωμεν, Στάχυν Άμπλίαν Άπελλήν συν Ναρκίσσω, Ούρβανόν, και Άριστόβουλον άμα’ ως γαρ Απόστολοι θείοι, χάριν αίτούνται ταις ψυχαίς ημών.

Κυριακή 30 Οκτωβρίου 2022

Η ΓΕΥΣΗ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ!

 

Η γεύση της αγάπης!

«Η είναι δύσκολη στην εφαρμογή» λένε πολλοί. «Τι γίνεται, όταν η αγάπη είναι μονόπλευρη;» ρωτούν πάλι οι ίδιοι.

Όταν έχεις βιώσει την αγάπη, όταν την έχεις δώσει, όταν την έχει πάρει, τότε σίγουρα έχεις γευθεί την αγάπη. Η γλυκιά γεύση της αγάπης σε κυριεύει, σε αναζωογονεί, σε δυναμώνει.

Αυτή η γεύση δεν ξεχνιέται. Αν ξεχαστεί, σημαίνει ότι κάτι άλλο ήταν, εκτός από αγάπη.

Αυτή η γεύση της αγάπης σε κάνει να θυσιάσεις ακόμη και τον εαυτό σου, σε κάνει να αντέχεις την αδικία, την προσβολή, σε κάνει να υπομένεις.

Αυτή η γεύση της αγάπης σε κάνει να δίνεις, χωρίς να περιμένεις ανταπόδοση.

Αυτή η γεύση της αγάπης σε κάνει να μιλάς γι’ αυτήν και να την μεταδίδεις.

Αυτή η γεύση της αγάπης σου φανερώνει πόσο εύκολο είναι να αγαπάς και να επιμένεις να αγαπάς, παρά τις δυσκολίες που αντιμετωπίζεις.

Αυτή η γεύση της αγάπης σου αποκαλύπτει πόσο ανούσια, μικρά, ανώφελα είναι όλα χωρίς την αγάπη και τι αξία παίρνουν όταν καλύπτονται απ’ αυτήν.

Αυτή η γεύση της αγάπης αποκτάται μόνο με την αγάπη.

Έχουμε χάσει την γεύση της, όμως, γιατί ξεχάσαμε να αγαπούμε. Προβάλλουμε δικαιολογίες μονίμως για να μην αγαπήσουμε. Νομίζουμε ότι για να αγαπήσεις πρέπει και να αγαπηθείς, αλλιώς σταματάς την προσπάθεια. Πόσο λάθος!

Δεν καταλαβαίνεις ότι όλα αυτά σε απομακρύνουν από την αγάπη και σου στερούν την γεύση της. Στερημένος ο άνθρωπος από την αγάπη, την αναζητά, γιατί είναι βασικό συστατικό της φύσης του. Δυστυχώς, δυσκολεύεται να την βρει. Αυτό του προκαλεί ταραχή. Του φαίνεται πλέον κάτι ξένο, απόμακρο, πολύ δύσκολο. Του έχει λείψει η γεύση της, ενώ οι δικαιολογίες που προβάλλει τον κρατούν μακριά της.

Άνθρωπε, πίεσε τον εαυτό σου και κάνε την υπέρβαση! Κοίτα πίσω από τον τοίχο του εγωισμού σου. Εκεί την έχεις κρύψει και σε περιμένει για να την γευθείς και πάλι, να νιώσεις ξανά άνθρωπος της αγάπης, όπως σε έπλασε με αγάπη η ίδια η Αγάπη, ο Θεός. Μόνο να αγαπάς!

+Αρχιμανδρίτης Βαρθολομαίος
Καθηγούμενος Ι.Μ. Εσφιγμένου Αγίου Όρους

ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΖΗΝΟΒΙΟΣ ΚΑΙ ΖΗΝΟΒΙΑ

 

 


Τη μνήμη των Αγίων Ζηνοβίου και Ζηνοβίας, των αδελφών τιμά σήμερα, 30 Οκτωβρίου, η Εκκλησία μας. Οι Άγιοι Ζηνόβιος και Ζηνοβία έζησαν και μαρτύρησαν την εποχή του Διοκλητιανού. Τα δύο αδέρφια κατάγονταν από τις Αίγες της Κιλικίας και προέρχονταν από οικογένεια πλούσια και ευσεβή.
 Ο Ζηνόβιος ήταν ιατρός και εξασκούσε την επιστήμη του αφιλοκερδώς. Τα δύο αδέρφια ασκούσαν μεγάλο φιλανθρωπικό έργο και αυτό προκάλεσε την οργή των ειδωλολατρών και συγκεκριμένα του ηγεμόνα Λυσία, ο οποίος διέταξε τη σύλληψη του Ζηνόβιου.
Κατά τη διάρκεια της φυλάκισης του προσήλθε οικειοθελώς στις αρχές και η αδερφή του η Ζηνοβία με την επιθυμία να συμμαρτυρήσει με τον αδελφό της. Και οι δύο θανατώθηκαν με αποκεφαλισμό κατόπιν βασανιστηρίων το 285 μ.Χ.
Σημείωση: Κατ, άλλη εκδοχή ο Ζηνόβιος μαρτύρησε επί Διοκλητιανού.  Γεννήθηκε από γονείς ευσεβείς τον Ζηνόδοτο και τη Θέκλα, και πως, όταν μεγάλωσε έγινε επίσκοπος Αιγών, επιτελώντας πολλά θαύματα.
Απολυτίκιο:
Ήχος δ’. Ταχύ προκατάλαβε.
Ως θείοι αυτάδελφοι ομονοούντες καλώς, Ζηνόβιε ένδοξε και Ζηνοβία σεμνή, συμφώνως αθλήσατε όθεν και των στεφανών των αφθάρτων τυχόντες, δόξης ακαταλύτου ηξιώθητε, άμα εκλάμποντες τοις εν κόσμω χάριν ιάσεων.

Σάββατο 29 Οκτωβρίου 2022

ΥΠΕΡ ΕΜΑΥΤΟΥ ΟΥ ΚΑΥΧΗΣΟΜΑΙ ΕΙ ΜΗ ΕΝ ΤΑΙΣ ΑΣΘΕΝΕΙΑΙΣ ΜΟΥ


 «Ὅτι ἡρπάγη εἰς τὸν παράδεισον καὶ ἤκουσεν ἄρρητα ῥήματα, ἃ οὐκ ἐξὸν ἀνθρώπῳ λαλῆσαι. Ὑπὲρ τοῦ τοιούτου καυχήσομαι, ὑπὲρ δὲ ἐμαυτοῦ οὐ καυχήσομαι εἰ μὴ ἐν ταῖς ἀσθενείαις μου» (ΒΚορ. 12, 4-5). 

«Μεταφέρθηκε ξαφνικὰ στὸν παράδεισο κι ἄκουσε λόγια ποὺ δὲν μπορεῖ οὔτε ἐπιτρέπεται νὰ τὰ πεῖ ἄνθρωπος. Γι’ αὐτὸν τὸν ἄνθρωπο θὰ καυχηθῶ· γιὰ τὸν ἑαυτό μου ὅμως δὲν θὰ καυχηθῶ, παρὰ μόνο γιὰ τὶς ταλαιπωρίες μου» 

            Οι άνθρωποι καυχιόμαστε για τις επιτυχίες μας στη ζωή, στον έρωτα, στα γράμματα, στην εργασία, στα υλικά αγαθά, στην αποδοχή μας από τους άλλους, ιδίως στους καιρούς της εικονικής πραγματικότητας. Μας φαίνεται αδιανόητο να καυχηθούμε για συμπτώματα που ο κόσμος και ο πολιτισμός μας τα θεωρούν ήττες, όπως για παράδειγμα την ασθένεια και την ταλαιπωρία. Αντίθετα, το ξορκίζουμε, για να φύγουν όσο το δυνατόν μακρύτερα από εμάς. Θέλουμε συνήθως γεγονότα χαράς να διαπνέουν την προσωπική μας πορεία και αυτό έχει ως αποτέλεσμα να δυσκολευόμαστε πολύ να αποδεχθούμε ότι υπάρχει και η σκοτεινή πλευρά του φεγγαριού. Την απωθούμε, αλλά και λυπόμαστε γι’ αυτήν. Είναι ανθρώπινο. Ας μην ξεχνούμε ότι ο Χριστός ενώπιον του θανάτου του φίλου Του Λαζάρου δάκρυσε. Ενώπιον του δικού Του θανάτου είχε αγωνία στην Γεθσημανή. Υπερέβη την ήττα επάνω στον Σταυρό κυρίως με συγχώρηση, σιωπή και προσευχή. Η τελευταία του φράση όμως ήταν διπλή: το «τετέλεσται» του πόνου, αλλά και της ολοκλήρωσης του έργου της σωτηρίας των ανθρώπων, όπως και το «πάτερ, εις χείρας σου παραθήσομαι το πνεύμα μου», της εμπιστοσύνης και της αγάπης, την ώρα της εξόδου Του από αυτόν τον κόσμο. Αυτά τα στοιχεία αποτελούν σημεία πολύτιμα και για την δική μας ανάγκη να αποδεχθούμε τις ήττες στις οποίες μας οδηγούν ο χρόνος, η φθορά, χωρίς να μας στερούν την ελπίδα της ανάστασης και της αιωνιότητας.

            Ο απόστολος Παύλος όμως μάς βοηθά ως πιστούς να δούμε και μιαν άλλη προοπτική. Γράφοντας στους Κορινθίους, διηγείται με έμμεσο τρόπο την εμπειρία του Παραδείσου που έζησε, σαν να μην ήταν ο ίδιος. Διηγείται την έκστασή του από τα μέτρα του χρόνου και του κόσμου, χωρίς να μπορεί να είναι βέβαιος αν το σώμα του συμμετείχε σ’ αυτήν, την αρπαγή του στην βασιλεία του Θεού, τα λόγια και την πληρότητα της χαράς που ένιωσε ακούγοντάς τα, δηλαδή την κοινωνία του λόγου, της όρασης, της μετοχής της ύπαρξης στην σχέση με τον Χριστό, ως πρόγευσης της βασιλείας των ουρανών. Όμως ο απόστολος των εθνών δεν αφήνει τον εαυτό του στην παρούσα ζωή να καυχηθεί για τα επιτεύγματά του, για την δόξα την οποία λαμβάνει επειδή μιλά για τον Θεό, βαπτίζει ανθρώπους, ιδρύει Εκκλησίες, συμβουλεύει και καθοδηγεί, ξεκαθαρίζοντας την αλήθεια της πίστης. Καυχάται για την σχέση με τον Χριστό, καυχάται όμως και για τις ασθένειες του, για ό,τι δηλαδή οι υπόλοιποι απορρίπτουμε.

            Σπουδαίος αυτός ο λόγος για μας τους χριστιανούς του καιρού μας. Από την μία να καυχόμαστε διότι ο Χριστός μας αγαπά, διότι μας περιμένει η ανάσταση και η ζωή, η μετοχή μας στην χαρά της βασιλείας, ακόμη και μέσα από τον πόνο του θανάτου κάθε μορφής. Από την άλλη, να καυχόμαστε στις ασθένειές μας, στις δοκιμασίες μας, στη  φαινομενική μας ήττα ότι τα στοιχεία αυτά έρχονται στην ζωή για να μην υπερηφανευόμαστε, για να μην αισθανόμαστε πώς ό,τι πετυχαίνουμε στην ζωή είναι αρκετό για να μας καταξιώνει. Μας υπενθυμίζουν τις αμαρτίες μας, που νομίζουμε ότι δεν υπάρχουν. Μας δείχνουν ότι χρειάζεται η κάθαρση διά της υπομονής. Η συναίσθηση της φθοράς, για να επιζητούμε την χάρη του Θεού. Ότι τελικά μέσα στις αδυναμίες, τις ασθένειες, τον θάνατο ακόμη, ο Θεός δεν μας λησμονεί, ότι γίνεται ο βοηθός μας και κάνει την ήττα νίκη της ζωής και της ελπίδας.

            Χρειάζεται κουράγιο. Να πάρουμε βαθιά ανάσα, να προσευχηθούμε, να νιώσουμε ότι ο καθένας μας, με αυτό που είναι, έχει μια αποστολή μεγάλη στην ζωή: να φανερώνει τον Χριστό, να αγαπά, να αντέχει, να επιστρέφει από τα πάθη και τα λάθη και να εμπιστεύεται. Τα υπόλοιπα είναι η δωρεά της αγιότητας, καθώς ο Χριστός δεν πρόκειται να μας εγκαταλείψει. 

π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός

ΣΧΟΛΙΟ ΣΤΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΤΟΥ ΠΛΟΥΣΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΦΤΩΧΟΥ ΛΑΖΑΡΟΥ

 

Το σημερινό ευαγγέλιο μας μιλάει για έναν πλούσιο άνθρωπο που δεν έβλεπε μ’ αυτόν τον τρόπο τα υπάρχοντά του, αλλά μ’ έναν εντελώς διαφορετικό τρόπο. Γι’ αυτό το λόγο όμως βασανίστηκε τόσο πολύ, που η καρδιά μας παγώνει στο άκουσμα των βασάνων του και οι τρίχες του κεφαλιού μας σηκώνονται όρθιες και μόνο από την περιγραφή τους. Είπε ο Κύριος: «Άνθρωπός τις δε ην πλούσιος, και ενεδιδύσκετο πορφύραν και βύσσον ευφραινόμενος καθ’ ημέραν λαμπρώς. πτωχός δέ τις ην ονόματι Λάζαρος, ος εβέβλητο προς τον πυλώνα αυτού ηλκωμένος και επιθυμών χορτασθήναι από των ψιχίων των πιπτόντων από της τραπέζης του πλουσίου· αλλά και οι κύνες ερχόμενοι απέλειχον τα έλκη αυτού» (Λουκ. ιστ’ 19-21). Αυτή είναι μια φοβερή εικόνα που περιγράφει την επίγεια ανισότητα. Σταθείτε όμως. Αργότερα θα δούμε μια φοβερή εικόνα της ουράνιας ανισότητας. Πόσο αντίθετη παράθεση! Από τη μια ο πλούσιος άνθρωπος, ντυμένος με πορφύραν και βύσσον, με κόκκινα, πορφυρά ενδύματα και με πολυτελή λινό χιτώνα. Από την άλλη ένας ζητιάνος, γεμάτος πληγές, έλκη. Από τη μια μεριά ο άνθρωπος που κάνει παρέα με άλλους σαν κι αυτόν, δηλαδή πλούσιους, καλοθρεμμένους, χαρούμενους κι ευτυχισμένους. Από την άλλη ένας άνθρωπος που μόνη παρέα του είχε τα σκυλιά. Από τη μια χλιδή, υγεία και γεμάτα στομάχια. Από την άλλη φτώχεια, αρρώστια και πείνα. Στη μια μεριά τα τραγούδια κι οι χοροί αντιλαλούσαν στο στερέωμα. Από την άλλη η σιωπηλή ελπίδα για ένα ψίχουλο ψωμί, μια άλαλη παρακολούθηση του ιδρώτα να τρέχει από το σώμα του, μια άδηλη αναμονή του θανάτου. Βουβός και άρρωστος. Το ευαγγέλιο δε μας λέει ότι ο Λάζαρος ζήτησε ποτέ βοήθεια, όπως κάνουν οι άλλοι ζητιάνοι. Αυτός γύρευε να κορέσει την πείνα του μόνο από τα ψίχουλα που έπεφταν από το τραπέζι του πλούσιου, χωρίς ποτέ του να μιλήσει. Μιλούσε με κάποιους στην καρδιά του, μα ποτέ με τη γλώσσα του. Τι θα μπορούσε να πει με τη γλώσσα για τη φτώχεια του, αφού όλο το σώμα του ήταν τριγυρισμένο από σκυλιά; Κι αυτό μιλούσε από μόνο του κι ήταν πολύ πιο εύγλωττο από πολλά λόγια.

Ας προσέξουμε εδώ ένα πολύ σπουδαίο σημείο: Ο Κύριος δεν αναφέρει το όνομα του πλουσίου, μας δίνει όμως το όνομα του φτωχού, του ζητιάνου. Το όνομα του πλουσίου δεν αναφέρεται καθόλου στην παραβολή, μας είναι άγνωστο, ενώ ο Λάζαρος αναφέρεται και στη γη και στον ουρανό. Τι σημαίνει αυτό; Δεν είναι κάτι εντελώς αντίθετο από τη συνηθισμένη πρακτική των ανθρώπων, που θα ήταν ν’ αναφερθεί το όνομα του πλουσίου και ν’ αγνοηθεί το όνομα του φτωχού ή, ακόμα κι αν αυτό ήταν γνωστό, να μην αναφερθεί καθόλου για να μην ενοχλήσει; Οι φτωχοί βαδίζουν ή έρπουν ανάμεσα στους ανθρώπους σαν ανώνυμες σκιές που πετάγονται ξαφνικά σαν ζητιάνοι, ενώ τα ονόματα των πλουσίων αντηχούν ακόμα και μέσα στα βασιλικά παλάτια, τραγουδιούνται στα έπη, γράφονται στην ιστορία, αναφέρονται στα μέσα επικοινωνίας και χαράζονται σε μνημεία.

Αυτός ακριβώς είναι ο λόγος που ο Κύριος δεν αναφέρει το όνομα του πλουσίου: για να μην τιμήσει ιδιαίτερα κάποιον που οι άνθρωποι τιμούν πολύ· για να ξεκαθαρίσει πως η κρίση του Θεού διαφέρει και συνήθως είναι εντελώς αντίθετη από την κρίση των ανθρώπων για να δείξει πώς αμείβει ο ουρανός τους ανθρώπους. Παραλείποντας το όνομα του πλουσίου όμως, αποκάλυψε κι ένα ουράνιο μυστήριο. Το όνομα τέτοιου πλούσιου θα είναι άγνωστο στον ουρανό. Δε θ’ αναφερθεί μαζί με τους αγγέλους και τους αγίους. Θα διαγραφεί από το Βιβλίο της Ζωής. Θα μπορούσε ο Κύριος να δώσει κάποιο όνομα στον πλούσιο, όπως έκανε και για το φτωχό. Αλλά δεν είχε καμία πρόθεση να το προφέρει με τ’ άγια χείλη Του, για να μην τον αναζωογονήσει κατά κάποιο τρόπο, αφού είχε διαγραφεί από το Βιβλίο της Ζωής.

Οφείλουμε να παρατηρήσουμε πως ο Κύριος φρόντισε ιδιαίτερα να μην αναφέρει τα ονόματα του Ηρώδη, του Πιλάτου ή του Καϊάφα. «Είπατε τη αλώπεκα ταύτη» (Λουκ. ιγ’ 32), είπε για τον Ηρώδη, χωρίς να πει τ’ όνομά του. Πολύ νωρίτερα ο Θεός είχε πει για τους αμαρτωλούς με τον Ψαλμωδό: «ουδ’ ού μη μνησθώ των ονομάτων αυτών διά χειλέων μου» (Ψαλμ. ιε’ 4). Για τους δικαίους όμως είπε ο Κύριος Ιησούς: «χαίρετε δε ότι τα ονόματα υμών εγράφη εν τοις ουρανοίς» (Λουκ. ι’ 20). Τοποθετεί τη χαρά αυτή πάνω από κάθε άλλη χαρά, παραπάνω κι από τη χαρά που ένιωθαν οι απόστολοι όταν διαπίστωσαν πως τα πνεύματα υποτάσσονται σ’ αυτούς.

Τι κακό έκανε ο άνθρωπος αυτός, ώστε ο Κύριος να μην αναφέρει τ’ όνομά Του; Ο Κύριος δεν τον κατηγόρησε ούτε για κλοπή, ούτε για ψεύδη ή για μοιχεία, για έγκλημα ή γι’ απιστία στο Θεό, ούτε για τον τρόπο που απόκτησε τα πλούτη του. Για ποιο λόγο λοιπόν τον κατηγόρησε ο Κύριος; Μα η ζωντανή κατηγορία έστεκε μπροστά στην πύλη του αρχοντικού του. Δεν ήταν γραμμένη σε χαρτί με μελάνι, αλλά με πληγές και έλκη στο σώμα του ζωντανού ανθρώπου.

Ο πλούσιος είχε σίγουρα όλα τα πάθη και τις κακίες που αναπόφευκτα κουβαλούν μαζί τους τα πλούτη στον ελαφρόμυαλο άνθρωπο. Αυτός που κάθε μέρα ντύνεται με λαμπρότητα, τρώει και πίνει πλουσιοπάροχα και ξοδεύει τον καιρό του σε ηδονές και απολαύσεις, δεν έχει μέσα του θέση για το φόβο του Θεού. Δεν μπορεί να συγκρατήσει τη γλώσσα του από το κουτσομπολιό, το στομάχι του από την πολυφαγία και την καρδιά του από την υπερηφάνεια και τη ματαιότητα, την καταφρόνηση των άλλων και την απαξίωση των πραγμάτων του Θεού. Όλ’ αυτά οδηγούν αναπόφευκτα τον άνθρωπο στη φιληδονία, στην απάτη, στην εκδικητικότητα, στο έγκλημα και στην απόρριψη του Θεού. Καμιά απ’ αυτές τις αμαρτίες και τις κακίες όμως δεν ανέφερε ο Κύριος για τον πλούσιο. Από την παραβολή μόνο μια ανομία είναι καθαρή για τον πλούσιο: η υπερβολική περιφρόνησή του για το φτωχό Λάζαρο, για την αρρώστια και τη φτώχεια του.

Αν ο Λάζαρος ήταν υγιής άνθρωπος, ντυμένος στα μεταξωτά και παρουσιαζόταν στην πύλη, οπωσδήποτε θα τον υποδεχόταν ο πλούσιος και θα τον καλούσε στο τραπέζι του. Θα τον υποδεχόταν και θα τον καλούσε σαν άνθρωπο. Ο πλούσιος όμως δεν έβλεπε και δεν αναγνώριζε κάποιον άνθρωπο στο Λάζαρο, μέσα στη φτώχεια και τις πληγές του. Περιφρονούσε το πλάσμα αυτό του Θεού σα να μην υπήρχε καθόλου. Γύριζε αλλού τα μάτια του για να μη τον βλέπει και μολύνει την δράση του. Τα πλούτη του τα λογάριαζε αποκλειστικά δικά του, όχι σαν δανεικά που είχε πάρει από το Θεό. Το τάλαντο που του έδωσε ο Θεός το έθαψε στη γη του κορμιού του κι έτσι κανένας άλλος δεν ωφελήθηκε απ’ αυτό. Η καρδιά του ήταν δοσμένη «εν κραιπάλη και μέθη» (Λουκ. κα’ 34). Ο πνευματικός κόσμος κι οι πνευματικές αξίες δεν υπήρχαν γι’ αυτόν. Έβλεπε μόνο με τα σωματικά του μάτια, άκουγε μόνο με τα σωματικά του αυτιά και ζούσε αποκλειστικά με αφοσίωση στα σαρκικά πράγματα.

Η ψυχή του πλούσιου ήταν γεμάτη πληγές, όπως ήταν και το σώμα του Λάζαρου. Η ψυχή του ήταν η πραγματική εικόνα του σώματος του Λάζαρου και το σώμα του Λάζαρου η αληθινή εικόνα της ψυχής του. Έτσι ο Θεός έβαλε δυο ανθρώπους στη γη για να γίνουν ο ένας καθρέφτης του άλλου. Ο ένας ζούσε στο μέγαρο κι ο άλλος στην πύλη. Η εξωτερική λαμπρότητα του πλούσιου καθρέφτιζε την εσωτερική κατάσταση του Λάζαρου. Η εξωτερική εμφάνιση των πληγών του Λάζαρου καθρέφτιζε την εσωτερική κατάσταση του πλούσιου. Ήταν απαραίτητο ν’ απαριθμήσει ο Κύριος όλες τις αμαρτίες του πλούσιου; Μα ήταν ολοφάνερες με την πρώτη ματιά και μάλιστα καθεμιά απ’ αυτές. Η έλλειψη συμπάθειας του πλούσιου προς το Λάζαρο τράβηξε την κουρτίνα της ψυχής του και φανερώθηκε αμέσως -στα μάτια, στ’ αυτιά, στη μύτη και τη γλώσσα- ο βόρβορος που είχε μέσα του.

Αυτή είναι η εικόνα δυο ανθρώπων που ζούνε στη γη: του ενός το όνομα είναι πασίγνωστο στους ανθρώπους κι αναφέρεται πάντα με συμπάθεια· του άλλου το όνομα δεν το ξέρει κανένας, μα ούτε κι ενδιαφέρεται να το μάθει. Και τώρα θα δούμε την εικόνα των δύο αυτών ανθρώπων στον ουρανό.

«Εγένετο δε αποθανείν τον πτωχόν και απενεχθήναι αυτόν υπό των αγγέλων εις τον κόλπον Αβραάμ· απέθανε δε και ο πλούσιος και ετάφη. και εν τω άδη επάρας τους οφθαλμούς αυτού, υπάρχων εν βασάνοις, ορά τον Αβραάμ από μακρόθεν και Λάζαρον εν τοις κόλποις αυτού» (Λουκ. ιστ’ 22, 23). Οι πλούσιοι πεθαίνουν όπως κι οι φτωχοί. Κανένας δε γεννήθηκε στον κόσμο αυτόν για να ζήσει αιώνια. Ο κόσμος αυτός είναι φθαρτός και περιμένει το τέλος του. Οι πλούσιοι πεθαίνουν αφήνοντας έναν αναστεναγμό γι’ αυτόν τον κόσμο. Οι φτωχοί αφήνουν έναν αναστεναγμό για το μέλλοντα κόσμο. Αφήνοντας τον κόσμο αυτόν ο πλούσιος εγκατέλειψε τη λαμπρότητα, την πολυτέλεια και τις ηδονές του. Ο Λάζαρος άφησε τον κόσμο αυτό και μαζί του άφησε την πείνα, τις πληγές και τα σκυλιά.

Ας δούμε τώρα το θερισμό του Θεού. Όταν πέθανε ο Λάζαρος, άγγελοι παρέλαβαν την ψυχή του και την οδήγησαν στον παράδεισο. Όταν πέθανε ο πλούσιος, οι άγγελοι έφυγαν με άδεια χέρια από το νεκροκράβατό του. Από μια φανερά σάπια ρίζα, οι άγγελοι βρήκαν και έδρεψαν ένα υπέροχο και ώριμο φρούτο. Από το άλλο δέντρο, που ήταν καταπράσινο και ευσκιόφυλλο, δε βρήκαν κανένα καρπό. «Παν ουν δένδρον μη ποιούν καρπόν καλόν εκκόπτεται και εις πυρ βάλλεται» (Λουκ. θ’ 9).

Τα προφητικά αυτά λόγια εκπληρώθηκαν απόλυτα στον άσπλαχνο πλούσιο. Ξεριζώθηκε τόσο σωματικά όσο και ψυχικά. Το σώμα του το έρριξαν στον τάφο, για να λιώσει εκεί. Η ψυχή του πήγε στην κόλαση, για να καίγεται εκεί. Οι άγγελοι δε μαζεύτηκαν γύρω από το νεκρικό του κρεβάτι, αφού ήξεραν πως εκεί δεν περίμεναν τίποτα. Τη θέση των αγγέλων πήραν οι δαίμονες κι οι άνθρωποι, για να τον θάψουν. Οι δαίμονες έθαψαν την ψυχή του στην κόλαση κι οι άνθρωποι το σώμα του στη γη.

Οι άνθρωποι, όπως ήταν φυσικό, αντέδρασαν διαφορετικά στο θάνατο του πλούσιου απ’ ό,τι σ’ εκείνον του φτωχού Λάζαρου, όπως γινόταν κι όταν ζούσαν. Ο θάνατος του πλούσιου έγινε αμέσως γνωστός παντού κι όλη η πόλη μαζεύτηκε στην κηδεία του. Το παγωμένο σώμα του το ξαναέντυσαν με πορφυρά και πολυτελή λινά ρούχα, το τοποθέτησαν σε φέρετρο φτιαγμένο από σπάνια ξύλα και μέταλλα και το περιέφεραν στην πόλη σε χρυσή άμαξα που έσυραν άλογα με μαύρες σέλες. Κατά κάποιο τρόπο απαιτούσαν έτσι την έκφραση λύπης για κάποιον που, με τη ζωή του, σκόρπισε τον οίκτο του ουρανού. Πίσω από τη νεκροφόρα ακολουθούσε το πλήθος των φίλων του, των συγγενών και των δούλων του, που όλοι τους ήταν ντυμένοι με πένθιμα μαύρα ρούχα. Ακολουθούσαν ποιόν; Έναν άνθρωπο που δεν έδινε ούτε τα περισσεύματα από το τραπέζι του σ’ έναν πεινασμένο ζητιάνο. Η πόλη ολόκληρη βγήκε για την κηδεία του, να εκφράσει το σεβασμό του σ’ αυτόν τον έξοχο συμπολίτη και ν’ ακούσει τις ομιλίες που εκθείαζαν τις αρετές του κι όλα όσα είχε κάνει για την πόλη, το έθνος και για την ανθρωπότητα γενικότερα. Άκουσαν όλοι λόγια όμορφα σαν τα πορφυρά ρούχα, απαλά σαν το εξαιρετικό λινό που φορούσε το νεκρό σώμα, που τώρα δεν είχε ανάγκη ούτε ένα ψίχουλο από το τραπέζι αυτού του κόσμου. Λόγια που ήταν τόσο ψεύτικα, όσο κι η ζωή του ανθρώπου αυτού. Λόγια τόσο κενά όσο η ψυχή του, που ήταν άμοιρη καλών έργων.

Τελικά έχωσαν στη γη το σώμα που ήταν ντυμένο στα πορφυρά και στα πολυτελή λινά. Κι εκεί δεν το έλειχαν τα σκυλιά, αλλά το καταβρόχθιζαν τα σκουλήκια. Πάνω στον τάφο, στον τάφο εκείνου που είχε χάσει το στεφάνι της αιώνιας δόξας, τοποθετήθηκαν στεφάνια με λουλούδια. Πάνω στον τάφο έβαλαν και μια ακριβή πέτρινη στήλη, όπου ήταν χαραγμένο το όνομα του ανθρώπου που δεν ήταν γραμμένο στο βιβλίο της ζωής. Κανένας από τις χιλιάδες ανθρώπους που έλαβαν μέρος στην τελετή αυτή όμως, δεν ήξερε ότι η ψυχή του ανθρώπου αυτού βρισκόταν ήδη στην κόλαση.

Από την άλλη πλευρά τώρα, τι είδους κηδεία να είχε ο φτωχός Λάζαρος; Θα έμοιαζε μάλλον με τον ενταφιασμό κάποιου σκύλου που βρέθηκε νεκρός στο δρόμο. Θα πρέπει να υπήρχε κάποια κρατική εξουσία για ν’ αναλάβει τους νεκρούς ζητιάνους που πέθαιναν στο δρόμο και να τους θάψει. Κι αυτό για διάφορους λόγους, αλλά κυρίως για τους εξής δύο: πρώτα για τον κίνδυνο να ξεσχίσουν τα σκυλιά το σώμα του και να το σκορπίσουν στην αγορά και δεύτερο, από το φόβο μη μυρίσει και μολύνει έτσι την πόλη. Όπως και νά ‘χαν τα πράγματα, το σώμα έπρεπε να μεταφερθεί το συντομότερο έξω από την πόλη και να ενταφιαστεί, γιατί το πτώμα αυτό, που ήταν γεμάτο πληγές και ντυμένο με ράκη, ενοχλούσε την όραση των περαστικών. Το μόνο που φρόντιζαν όλοι, ήταν η καλοπέραση των κατοίκων της πόλης. Η παρουσία του φτωχού ανθρώπου τους ενοχλούσε όλους, τόσο όσο ζούσε όσο κι όταν πέθανε. Οι αρχές δεν έχωναν τη μύτη τους σε τέτοια δυσάρεστα πράγματα, γι’ αυτό και δεν προσπαθούσαν να βρουν και να πληρώσουν ανθρώπους για να εκτελέσουν το δυσάρεστο αυτό καθήκον. Αυτό που περνούσε από στόμα σε στόμα, ήταν: Κάποιος ζητιάνος πέθανε· ποιος θα τον θάψει; Ποιος θα πληρώσει γι’ αυτό; Ποιος ήταν αυτός; Και μια ανόητη ερώτηση: Ποιος θα ήξερε και θα θυμόταν το όνομα του ζητιάνου;

Πόσο μεγάλη ήταν η διαφορά ανάμεσα στους δυο αυτούς ανθρώπους, από την αξία που είχαν στα μάτια των άλλων; Ο ουρανός όμως δε νοιάζεται πολύ για την κρίση των ανθρώπων. Δε νοιάζεται αν οι άνθρωποι επαινούν ή περιφρονούν, αν ανταμείβουν με μετάλλια ή αν καταδικάζουν. Η εκτίμηση των ανθρώπων φτάνει μόνο ως τον τάφο εκείνων που πέθαναν. Μετά την ψυχή την αναλαμβάνει ο ουρανός και κάνει τη δική του εκτίμηση. Γι’ αυτό κι ο πλούσιος άνθρωπος που ντυνόταν με πανάκριβα ρούχα πήγε κατευθείαν στην κόλαση, ενώ ο Λάζαρος με τα έλκη ανέβηκε στον παράδεισο.

«Και εν τω άδη επάρας τους οφθαλμούς αυτού, υπάρχων εν βασάνοις, ορά τον Αβραάμ από μακρόθεν και Λάζαρον εν τοις κόλποις αυτού» (Λουκ. ιστ’ 22, 23). Αυτή θα ήταν ίσως η πρώτη φορά από τότε που γεννήθηκε, που ο πλούσιος σήκωσε τα μάτια του προς τον ουρανό. Στη γη κοίταζε μόνο τον εαυτό του και τον κόσμο γύρω του. Δεν είχε φροντίδες κι ανάγκες και γι’ αυτό δε σήκωνε ψηλά τα μάτια του. Το ίδιο κάνουμε σήμερα και πολλοί από μας, γι’ αυτό έχουμε και την παροιμία που λέει: «Χωρίς βάσανα, προσευχή δε γίνεται!» Χίλιες φορές νά ‘ναι ευλογημένα τα βάσανα που μας βρίσκουν σ’ αυτή τη ζωή και μας αναγκάζουν να σηκώσουμε τα μάτια και την καρδιά μας στον Κύριο. Αν ο πλούσιος δεν είχε εξορκίσει τα βάσανα στη γη και δεν τ’ απέφευγε με τα γέλια και τις διασκεδάσεις, ίσως νά ‘χε σηκώσει όσο ζούσε τα μάτια του στον ουρανό και νά ‘χε γλιτώσει από την κόλαση. Τώρα όμως βρισκόταν στην κόλαση, απ’ όπου μάταια σήκωσε τα μάτια του στον ουρανό.

Ο σοφός Σολομών είχε πει: «Αγαθός θυμός υπέρ γέλωτα, ότι εν κακία ανθρώπου αγαθυνθήσεται καρδία» (Εκκλησ. ζ’ 3). Ο πλούσιος είχε απολαύσει τη ζωή του, ήταν ευτυχισμένος, γι’ αυτό και δεν τον άγγιξε ο φόβος του Θεού. Όταν από την κόλαση σήκωσε τα μάτια του, είδε τον Αβραάμ από μακρόθεν και Λάζαρον εν τοις κόλποις αυτού. Η παραβολή λέει πως τον είδε από μακρόθεν, για να δείξει πως η κόλαση βρίσκεται μακριά από τον παράδεισο, όπου είναι η κατοικία των δικαίων. Ο Αβραάμ ήταν ο κατά σάρκα γενάρχης των Ιουδαίων. Με τη δικαιοσύνη του έγινε προπάτορας όλων των δικαίων που με την πίστη, την υπακοή και την ταπείνωσή τους ευαρέστησαν στο Θεό κι έκαναν το θέλημά Του. Ο Λάζαρος βρισκόταν στους κόλπους του Αβραάμ. Τι σημαίνει αυτό; Με τους κόλπους του Αβραάμ ο Κύριος υποδηλώνει το ήρεμο καταφύγιο όλων των δικαίων, τους οποίους ανέπαυσε ο Θεός μετά τις καταιγίδες της ζωής στη γη.

Ωσότου έρθει ο Χριστός στη γη, οι Ιουδαίοι είχαν τον Αβραάμ ως τον καλλίτερο των δικαίων. Κι ο Κύριος την παραβολή αυτή την έλεγε στους Ιουδαίους. Με την έλευση του Χριστού στον κόσμο, ήταν φυσικό να εξελιχτούν πολλοί άνθρωποι πιο δίκαιοι από τον Αβραάμ στη βασιλεία του Θεού. Ο Κύριος δεν υποσχέθηκε στον Αβραάμ πως θα τον βάλει σε κάποιο θρόνο για να κρίνει τις δώδεκα φυλές του Ισραήλ, όπως έκανε στους αποστόλους (βλ. Λουκ. κβ’ 30). Σαν απόγονος του Σημ όμως ο Αβραάμ ήταν ο πρώτος που θ’ αξιωνόταν να μπει στη βασιλεία του Θεού (βλ. Λουκ. ιγ’ 28), όπου, μαζί του θα ήταν κι όλοι οι άλλοι δίκαιοι, οι κακοποιημένοι και θανατωμένοι προφήτες, οι αφοσιωμένοι βασιλιάδες κι άλλοι θεάρεστοι άνθρωποι.

Στη χορεία των δικαίων, μαζί με τον Αβραάμ, τον Ισαάκ, τον Ιακώβ, τον Ιωσήφ, τους προφήτες Ηλία και Ελισαίο, το δίκαιο Ιώβ και τον ένδοξο Δαβίδ, προσχώρησε κι ο Λάζαρος, ο φτωχός ζητιάνος που σ’ όλη του τη ζωή υπόμεινε καρτερικά την πείνα, τη γυμνότητα, την περιφρόνηση, την αρρώστια και τα έλκη που αιμορραγούσαν. Κανένας απ’ αυτούς που ζούσαν σ’ αυτή τη φωτεινή χώρα, στον τόπο της ειρήνης και της ανεκλάλητης χαράς, δεν έφτασε εκεί με τα επίγεια πλούτη και τις διασκεδάσεις του, τα επιτεύγματα και την εξουσία του, το βασιλικό στέμμα και την ευγενική καταγωγή του, αλλά μόνο με τη σταθερή κι ακλόνητη πίστη κι ελπίδα του στο Θεό, την υποταγή του στο θεϊκό θέλημα ή με την υπομονή και την έγκαιρη μετάνοια.

Ο Θεός δεν αποβλέπει στην κοινωνική θέση του ανθρώπου στον κόσμο. Προσέχει μόνο την καρδιά μας. Στη βασιλεία Του θα μπουν εκείνοι που έχουν βασιλικές ψυχές, όχι βασιλικά στέμματα· αυτοί που είναι πλούσιοι στην αγάπη και την πίστη, όχι σε χρήματα και κτήματα· όσοι κατέχουν τη σοφία Θεού κι όχι τη σοφία του κόσμου· αυτοί που έχουν χαρούμενες και ιλαρές καρδιές, όχι οι άλλοι που ο μόνος τρόπος που χαίρεται η καρδιά τους είναι ν’ ακούνε μουσική και να χορεύουν, εκείνοι που η καρδιά τους χαίρεται κοντά στο Θεό, όπως λέει κι ο Ψαλμωδός: «Η καρδία μου και η σαρξ μου ηγαλλιάσαντο επί Θεόν ζώντα» (Ψαλμ. πγ’ 3).

Τι έκανε ο αμαρτωλός άνθρωπος όταν είδε από μακριά το Λάζαρο κοντά στον Αβραάμ, τον ίδιο Λάζαρο που με το όνομά του δεν ήθελε να μολύνει τα χείλη του στη γη; «και αυτός φωνή σας είπε· πάτερ Αβραάμ, ελέησόν με και πέμψον Λάζαρον ίνα βάψη το άκρον του δακτύλου αυτού ύδατος και καταψύξη την γλώσσαν μου, ότι οδυνώμαι εν τη φλογί ταύτη» (Λουκ. ιστ’ 24). Δε θά ‘βρισκε λόγια κανείς για να περιγράφει καλύτερα τον τρόμο και τα βάσανα του αμαρτωλού στην κόλαση. Όταν ο άνθρωπος πεινάει λίγο, αναζητά κρέας ή ψάρι για να κορέσει την πείνα του. Όταν πεθαίνει της πείνας, είναι ευχαριστημένος αν βρει μια χούφτα βελανίδια, για να συγκρατήσει την ψυχή μέσα στο σώμα του. Πόσο πιο φοβερή πρέπει να ήταν η φωτιά της κόλασης όπου καιγόταν ο πλούσιος! Κι αυτό φαίνεται από το γεγονός ότι δε ζήτησε πάγο, έναν κουβά ή έστω ένα ποτήρι νερό, αλλά μόνο ένα βρεγμένο δάχτυλο. Μόνο μια σταγόνα νερό στο ακροδάχτυλο, για να δροσίσει τη γλώσσα του που καιγόταν. Αχ, αδελφοί μου! Αν οι άνθρωποι πίστευαν τουλάχιστο πως ο Χριστός δεν ήρθε στη γη για να επεκτείνει το βασίλειο του ψεύδους ή για να κάνει ένα πράγμα να φαίνεται μεγαλύτερο απ’ ό,τι πραγματικά είναι, τότε η μοναδική αυτή ευαγγελική παραβολή Του θα ήταν αρκετή για να σωθούν όλοι οι άνθρωποι που ζουν στη γη. Προσέξτε πως ο άνθρωπος αυτός, που στη ζωή του δεν ήξερε τι σημαίνει έλεος κι ευσπλαχνία, ζητούσε τώρα το έλεος από τα βάθη της κόλασης. Κοιτάξτε έπειτα τον εαυτό σας, βαθμολογήστε τον όλοι εσείς που όχι μόνο δεν έχετε έλεος, αλλά καλλιεργείτε μέσα σας ασπλαχνία προς τους φτωχούς και τους απόρους. Ίσως πολύ σύντομα κραυγάσετε κι εσείς για έλεος όπως ο πλούσιος, από εκεί που δεν μπορεί να εισχωρήσει ούτε μια ακτίνα ελέους, στον αιώνα τον άπαντα.

«Είπε δε Αβραάμ· τέκνον, μνήσθητι ότι απέλαβες συ τα αγαθά σου εν τη ζωή σου, και Λάζαρος ομοίως τα κακά· νυν δε ώδε παρακαλείται, συ δε οδυνάσαι· και επί πάσι τούτοις μεταξύ ημών και υμών χάσμα μέγα εστήρικται, όπως οι θέλοντες διαβήναι ένθεν προς υμάς μη δύνωνται, μηδέ οι εκείθεν προς ημάς διαπερώσιν» (Λουκ. ιστ’ 25, 26). Ο Αβραάμ απευθύνθηκε στον αμαρτωλό με μια ευγενική λέξη. Τον ονόμασε τέκνον. Αυτό δείχνει πως στην ουράνια βασιλεία υπάρχει απόλυτη απουσία του κακού. Με το λόγο αυτό ο Αβραάμ ήθελε επίσης να θυμίσει στον απόγονό του πως ανήκαν στην ίδια φυλή, πως ο πλούσιος είχε μπροστά του παραδείγματα δίκαιων κι ενάρετων ανθρώπων από τον ίδιο τον Αβραάμ, αλλά κι από άλλους δίκαιους. Επομένως θα μπορούσε να είχε σωθεί κι αυτός από τα βάσανα της κόλασης όταν είχε την ευκαιρία στη γη. Δεν μπορούσε όμως ν’ ανταποκριθεί στο αίτημα του αμαρτωλού για δυο λόγους: πρώτο, επειδή την κατάσταση των πραγμάτων είχε κρίνει η θεία δικαιοσύνη και δεύτερο, επειδή σ’ εκείνον τον κόσμο δεν υπάρχει δρόμος ή γέφυρα για να περάσουν οι άνθρωποι από τα ενδιαιτήματα των δικαίων στον τόπο κόλασης των αμαρτωλών. Αν κάποιον αμαρτωλό, με τις προσευχές της Εκκλησίας στη γη, τον μεταφέρει ο Θεός από την κόλαση στον παράδεισο πριν από την Τελική Κρίση, αυτό είναι μυστικό του Θεού, όπου δεν μπορεί να παρέμβει ο Αβραάμ. Υπενθύμισε μόνο στον πρώην πλούσιο, που τώρα ήταν πιο φτωχός από τον φτωχότερο ζητιάνο στον κόσμο, πως στην επίγεια ζωή του είχε όλα όσα ήθελε. Έτσι, αφού ενόσω ζούσε δεν αποζητούσε κανένα από τ’ αγαθά του ουρανού και δεν είχε δώσει ούτε ένα μικρό ψίχουλο για να τα κερδίσει, αλλ’ ούτε κι έχυσε ένα δάκρυ γι’ αυτά, σημαίνει πως όλη την ανταμοιβή του την εισέπραξε στη ζωή αυτή. Ο Λάζαρος, αντίθετα, στην παροδική αυτή ζωή του έλαβε μόνο βάσανα, πόνους και περιφρόνηση, επιζητούσε με δάκρυα μόνο τα ουράνια αγαθά και τώρα τ’ απολαμβάνει. Όπως είπε ο Κύριος, «μακάριοι οι πενθούντες, ότι αυτοί παρακληθήσονται» (Ματθ. ζ’ 4). Κι αλλού πάλι είπε ο ίδιος: «υμείς… λυπηθήσεσθε, αλλ’ η λύπη υμών εις χαράν γενήσεται» (Ιωάν. ιστ’ 20) και «ουαί υμίν οι γελώντες νυν, ότι πενθήσετε και κλαύσετε» (Λουκ. στ’ 25).

Όταν ο αμαρτωλός συνειδητοποίησε πως ο Αβραάμ απάντησε δίκαια στην πρώτη του ερώτηση, επανήλθε με μιαν άλλη: «Είπε δε· ερωτώ ουν σε, πάτερ, ίνα πέμψης αυτόν εις τον οίκον του πατρός μου· έχω γαρ πέντε αδελφούς· όπως διαμαρτύρεται αυτοίς, ίνα μη και αυτοί έλθωσιν εις τον τόπον τούτον της βασάνου» (Λουκ. ιστ’ 27, 28). Πώς προκλήθηκε αυτή η ξαφνική συμπάθεια για τους άλλους και το ενδιαφέρον του για τη σωτηρία τους; Δεν ήταν συμπάθεια και έλεος αυτό που ένιωσε, αλλά μάλλον μια προσπάθεια για ένα νοτισμένο ακροδάχτυλο, ώστε να ελαφρώσει τα βάσανά του. Αποκάλυψε έτσι μιαν άλλη αμαρτία του: τον σκανδαλισμό των άλλων. Βρισκόταν στην κόλαση όχι μόνο επειδή φέρθηκε άσπλαχνα στο Λάζαρο, αλλ’ επειδή με τον ελαφρόμυαλο βίο του είχε δώσει κακό παράδειγμα στ’ αδέρφια του, οδηγώντας τα έτσι στην καταστροφή και τον όλεθρο κι ανοίγοντας και γι’ αυτά το δρόμο προς την κόλαση. Ο σκανδαλισμός των άλλων είναι μεγάλη αμαρτία. Το να γλιστράει κάποιος και να τραβά ταυτόχρονα κι άλλους μαζί του αξίζει μεγαλύτερη τιμωρία, απ’ ότι όταν γλιστράει κανείς και πέφτει μόνος του. Ακούστε τα φοβερά λόγια που χρησιμοποίησε ο Κύριος για εκείνους που γίνονται αιτία σκανδαλισμού: «Λυσιτελεί αυτώ ει λίθος μυλικός περίκειται περί τον τράχηλον αυτού και έρριπται εις την θάλασσαν, ή ίνα σκανδαλίση ένα των μικρών τούτων» (Λουκ. ιζ’ 2). Φαίνεται πως τ’ αδέρφια του πλούσιου μάλλον ήταν μικρότερα από τον ίδιον, γι’ αυτό κι ήθελε να πάει ο Λάζαρος κοντά του και να συγχωρήσει εκείνον πρώτα και μετά να εκθέσει την αμαρτία του στ’ αδέρφια του. Τότε οι φλόγες θα ήταν ηπιότερες και τα κολαστήρια ελαφρύτερα. Η έκκληση αυτή που έκανε στον Αβραάμ δεν αφορούσε τόσο τ’ αδέρφια του, όσο τον ίδιο τον εαυτό του.

«Λέγει αυτώ Αβραάμ· έχουσι Μωυσέα και τους προφήτας· ακουσάτωσαν αυτών ο δε είπεν ουχί, πάτερ Αβραάμ, αλλ’ εάν τις εκ νεκρών πορευθή προς αυτούς, μετανοήσουσιν· είπε δε αυτώ· ει Μωυσέως και των προφητών ουκ ακούουσιν, ουδέ εάν τις εκ νεκρών αναστή πεισθήσονται» (Λουκ. ιστ’ 29-31). Ο Αβραάμ δεν μπορούσε ούτε και στη δεύτερη παράκληση του πλούσιου ν’ ανταποκριθεί. Κι έδωσε καθαρές και πειστικές δικαιολογίες γι’ αυτό. Τι νόημα θα είχε να ξαναγυρίσει ο Λάζαρος στον κόσμο και να προειδοποιήσει τους ανθρώπους τι τους περιμένει μετά το θάνατό τους, αφού ο Μωυσής κι οι προφήτες είχαν πει όλα όσα έπρεπε να κάνουν για να σωθούν; Χιλιάδες χιλιάδων άνθρωποι σώθηκαν όχι από μαρτυρίες νεκρών, αλλά ζωντανών. Όταν λοιπόν τόσες χιλιάδες άνθρωποι σώθηκαν ακούγοντας το Μωυσή και τους προφήτες, έτσι μπορούν να σωθούν και τ’ αδέρφια σου.

Μάταια προσπάθησε πάλι ο πλούσιος να επαναλάβει την έκκλησή του, ενισχύοντάς την με τα λόγια: εάν τις εκ νεκρών πορευθή προς αυτούς, μετανοήσουσιν. Ο Αβραάμ απέρριψε πάλι το αίτημά του με καθαρά επιχειρήματα. Τι θα τους ωφελούσε η παρουσία κι η μαρτυρία του Λάζαρου, αν δεν άκουγαν το Μωυσή και τους προφήτες; Ο Μωυσής, ο Ησαΐας κι ο Ηλίας δεν είδαν το Θεό και μίλησαν στους ανθρώπους στο όνομά Του; Αν λοιπόν τ’ αδέρφια του δεν άκουσαν και δεν πίστεψαν αυτούς, πως θα πίστευαν στο Λάζαρο αν εμφανιζόταν μπροστά τους; Πρώτ’ απ’ όλα ποιος ήταν ο Λάζαρος; Ένας άνθρωπος που δεν τους ενδιέφερε καθόλου όσο ζούσε, όπως δεν ενδιέφερε και τον αδερφό τους. Έπειτα, μάλλον δε θα είχαν ακούσει καθόλου για το θάνατο του Λάζαρου. Όταν είχαν δει το πρόσωπό του καλυμμένο από έλκη, θα τον αναγνώριζαν τώρα που θα τους παρουσιαζόταν με δόξα, να αστράφτει σαν άγγελος; Πότε είχαν ακούσει τη φωνή του, για να την αναγνωρίσουν τώρα; Πότε είχαν ακούσει την ιστορία της ταλαίπωρης ζωής του, για να την ξέρουν τώρα; Δε θά ‘λεγαν ότι «αυτό είναι οπτασία» ή «φάντασμα» ή «οφθαλμαπάτη»; Τι ωφέλησε τον Σαούλ η εμφάνιση του Σαμουήλ «εκ νεκρών» (Α’ Βασ. κη’ 11-14);

***

Η απάντηση του Αβραάμ δεν βοήθησε καθόλου τον αμαρτωλό στην κόλαση. Θα μπορούσε σήμερα βέβαια να βοηθήσει εκείνους που επικαλούνται τα πνεύματα των νεκρών για ν’ ανακαλύψουν τα μυστήρια του ουρανού, με το πρόσχημα πως αυτό ενδεχομένως θα ενίσχυε την πίστη τους. Δεν υπάρχει πραγματικά καλλίτερος τρόπος να κάνεις έναν άνθρωπο παρανοϊκό και να τον στείλεις στην κόλαση. Ο πνευματισμός είναι πτήση από το φως στο σκοτάδι, η αναζήτηση του φωτός μέσα στο βαθύ σκότος. Εκείνοι που επικαλούνται τα πνεύματα για να βρουν την αλήθεια, φανερώνουν καθαρά πως δεν πιστεύουν στον Κύριο Ιησού. Πώς λογικοί άνθρωποι μπορούν να πιστεύουν στα πνεύματα των θείων και των γειτόνων τους, όταν κανένας δεν ξέρει αν τα πνεύματα είναι πραγματικά των ανθρώπων που επικαλούνται; Κι οι άνθρωποι αυτοί δεν πιστεύουν στην αλήθεια του παντοδύναμου Θεού. Πώς μπορούν οι θείες κι οι γείτονες, τα μέντιουμ κι οι μάγοι, να βεβαιώσουν τα λόγια τους; Ο Χριστός βεβαίωσε τα λόγια Του με το Αίμα Του, καθώς και με το αίμα αμέτρητων χιλιάδων πιστών αντρών και γυναικών, που το έδωσαν για το λόγο Του. Οι Ιουδαίοι όχι μόνο είδαν την ψυχή του αναστημένου Λάζαρου, του αδερφού της Μάρθας και της Μαρίας, μα είδαν και το σώμα του. Και όμως όχι μόνο δεν πίστεψαν, αλλά γύρευαν να θανατώσουν το Λάζαρο, για να μην μαρτυρήσει την αλήθεια (βλ. Ιωάν. ι’ 11). Οι Ιουδαίοι είχαν δει και την κόρη του Ιαείρου ν’ ανασταίνεται, όπως και το γιο της χήρας της Ναΐν. Γιατί λοιπόν δεν πίστεψαν;

Οι Ιουδαίοι είδαν πολλούς από τους νεκρούς τους να βγαίνουν από τους τάφους τους στην Ανάσταση του Χριστού. Γιατί λοιπόν δεν πίστεψαν; Τελικά αναγνώρισαν το ακαταμάχητο και αδιάσειστο γεγονός της ανάστασης του Χριστού, αντί όμως να πιστέψουν, εκείνοι δωροδόκησαν τους φύλακες για να κρύψουν την αλήθεια και ν’ αναφέρουν ψέματα. Δεν είναι αρκετά αυτά για να μας κάνουν να πιστέψουμε; Αν θέλουμε περισσότερες μαρτυρίες από τους νεκρούς, έχουμε τον Αβραάμ, το Λάζαρο και τον αμαρτωλό πλούσιο. Έχουμε εδώ μαρτυρίες από τον παράδεισο κι από την κόλαση, μαρτυρίες που επιβεβαιώνει όχι κάποιο πρόσωπο, αλλά ο ίδιος ο Κύριος Ιησούς. Όποιος από μας κι αν έβλεπε με τα ίδια του τα μάτια τον παράδεισο και την κόλαση κι άκουγε τη συνομιλία του Αβραάμ με τον άσπλαχνο πλούσιο, δύσκολα θα μπορούσε να πιστέψει τα μάτια και τ’ αυτιά του, όσο με το γεγονός ότι αυτά τα πιστοποιεί ο ίδιος ο Κύριος Ιησούς Χριστός, που γνωρίζει όλα τα μυστήρια. Είχε δει κι είχε ακούσει όλα όσα διηγήθηκε σ’ εμάς με την παραβολή Του. Και τώρα γνωρίζουμε την αλήθεια. Αν την είχαμε δει μόνοι μας, ίσως και ν’ αμφιβάλαμε, να νομίζαμε πως πρόκειται για κάποια οπτασία, παραίσθηση. Εκείνος όμως είδε και άκουσε. Δεν μπορούσε ούτε ν’ απατήσει ούτε ν’ απατηθεί.

Αδελφοί μου! Δεν μπορούμε παρά να πιστεύουμε περισσότερο Εκείνον, παρά τον ίδιο μας τον εαυτό. Το ζητάει αυτό από μας. Είναι η πρώτη απαίτησή Του στο ευαγγέλιο, το να πιστέψουμε δηλαδή περισσότερο Εκείνον παρά τον εαυτό μας. Να τον πιστέψουμε περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον, είτε ζωντανός είναι αυτός είτε νεκρός. Το ίδιο δε γίνεται με τον οδηγό σ’ ένα ταξίδι και στους ταξιδιώτες που τον ακολουθούν; Δεν απαιτεί κι αυτός να τον ακολουθούν οι ταξιδιώτες και να μην αναζητούν με το άπειρο μάτι τους να βρουν δικό τους δρόμο; Διαφορετικά εκείνοι θ’ ακολουθήσουν λάθος οδηγό που, για δικούς του λόγους, θα ισχυριστεί πως ξέρει κάποιο συντομότερο κι ευκολότερο δρόμο. Ο Χριστός είναι ο Οδηγός στο δρόμο προς τη Βασιλεία Του, στο δρόμο που κανένας άλλος δεν ξέρει τόσο καλά όσο Εκείνος. Πρέπει να πιστεύουμε στο Χριστό περισσότερο απ’ ό,τι στα δικά μας πλανεμένα μάτια κι αυτιά και στη δική μας ολέθρια αντίληψη. Εκείνος, για να μην πλανηθούμε από διάφορα ύποπτα πνεύματα και οπτασίες, άνοιξε για χάρη μας τον παράδεισο και την κόλαση. Έδωσε την άδεια στους νεκρούς να μας πληροφορήσουν τι είναι απαραίτητο για τη σωτηρία μας. Κι αυτό έγινε μπροστά Του, ώστε να βεβαιωθούμε για την αλήθεια σε ό,τι αφορά στον άλλο κόσμο. Άφησε τους νεκρούς να μας φανερώσουν μόνο την αλήθεια που μας είναι απαραίτητο να μάθουμε, ώστε να μη μιμηθούμε την ασπλαχνία του πλούσιου, αλλά την υπομονή του Λάζαρου, την πίστη και την ελπίδα του. Να μη λογαριάζουμε τίποτα δικό μας σ’ αυτόν τον κόσμο, αλλά να βλέπουμε όλα όσα έχουμε σαν δάνειο από το Θεό για τη σωτηρία τη δική μας και των δικών μας ανθρώπων.

Δόξα και αίνος στον Κύριο Ιησού, μαζί με τον Πατέρα και το Άγιο Πνεύμα, την ομοούσια και αδιαίρετη Τριάδα, τώρα και πάντα και στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.

  Αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς

ΤΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ 30/10/22-ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑ ΙΣΤ' 19-31

 

Παραβολή του πλουσίου και του πτωχού Λαζάρου - Κυριακή Ε' Λουκά

Πρεσβυτέρου Ανδρέα Παπαμιχαήλ

Πρωτότυπο Κείμενο

Εἶπεν ὁ Κύριος· Ἄνθρωπός τις ἦν πλούσιος, καὶ ἐνεδιδύσκετο πορφύραν καὶ βύσσον εὐφραινόμενος καθ᾿ ἡμέραν λαμπρῶς. Πτωχὸς δέ τις ἦν ὀνόματι Λάζαρος, ὃς ἐβέβλητο πρὸς τὸν πυλῶνα αὐτοῦ ἡλκωμένος καὶ ἐπιθυμῶν χορτασθῆναι ἀπὸ τῶν ψιχίων τῶν πιπτόντων ἀπὸ τῆς τραπέζης τοῦ πλουσίου· ἀλλὰ καὶ οἱ κύνες ἐρχόμενοι ἀπέλειχον τὰ ἕλκη αὐτοῦ. Ἐγένετο δὲ ἀποθανεῖν τὸν πτωχὸν καὶ ἀπενεχθῆναι αὐτὸν ὑπὸ τῶν ἀγγέλων εἰς τὸν κόλπον Ἀβραάμ· ἀπέθανε δὲ καὶ ὁ πλούσιος καὶ ἐτάφη. Καὶ ἐν τῷ ᾅδῃ ἐπάρας τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτοῦ, ὑπάρχων ἐν βασάνοις, ὁρᾷ τὸν Ἀβραὰμ ἀπὸ μακρόθεν καὶ Λάζαρον ἐν τοῖς κόλποις αὐτοῦ. Καὶ αὐτὸς φωνήσας εἶπε· πάτερ Ἀβραάμ, ἐλέησόν με καὶ πέμψον Λάζαρον ἵνα βάψῃ τὸ ἄκρον τοῦ δακτύλου αὐτοῦ ὕδατος καὶ καταψύξῃ τὴν γλῶσσάν μου, ὅτι ὀδυνῶμαι ἐν τῇ φλογὶ ταύτῃ. Εἶπε δὲ Ἀβραάμ· τέκνον, μνήσθητι ὅτι ἀπέλαβες σὺ τὰ ἀγαθά σου ἐν τῇ ζωῇ σου, καὶ Λάζαρος ὁμοίως τὰ κακά· νῦν δὲ ὧδε παρακαλεῖται, σὺ δὲ ὀδυνᾶσαι· καὶ ἐπὶ πᾶσι τούτοις μεταξὺ ἡμῶν καὶ ὑμῶν χάσμα μέγα ἐστήρικται, ὅπως οἱ θέλοντες διαβῆναι ἔνθεν πρὸς ὑμᾶς μὴ δύνωνται, μηδὲ οἱ ἐκεῖθεν πρὸς ἡμᾶς διαπερῶσιν. Εἶπε δέ· ἐρωτῶ οὖν σε, πάτερ, ἵνα πέμψῃς αὐτὸν εἰς τὸν οἶκον τοῦ πατρός μου· ἔχω γὰρ πέντε ἀδελφούς· ὅπως διαμαρτύρηται αὐτοῖς, ἵνα μὴ καὶ αὐτοὶ ἔλθωσιν εἰς τὸν τόπον τοῦτον τῆς βασάνου. Λέγει αὐτῷ Ἀβραάμ· ἔχουσι Μωυσέα καὶ τοὺς προφήτας· ἀκουσάτωσαν αὐτῶν. Ὁ δὲ εἶπεν· οὐχί, πάτερ Ἀβραάμ, ἀλλ᾿ ἐάν τις ἀπὸ νεκρῶν πορευθῇ πρὸς αὐτούς, μετανοήσουσιν. Εἶπε δὲ αὐτῷ· εἰ Μωυσέως καὶ τῶν προφητῶν οὐκ ἀκούουσιν, οὐδὲ ἐάν τις ἐκ νεκρῶν ἀναστῇ πεισθήσονται.

Νεοελληνική Απόδοση

Είπε ο Κύριος: Κάποιος άνθρωπος ήταν πλούσιος, φορούσε πολυτελή ρούχα και το τραπέζι του κάθε μέρα ήταν λαμπρό. Κάποιος φτωχός όμως, που τον έλεγαν Λάζαρο, ήταν πεσμένος κοντά στην πόρτα του σπιτιού του πλουσίου, γεμάτος πληγές, και προσπαθούσε να χορτάσει από τα ψίχουλα που έπεφταν από το τραπέζι του πλουσίου. Έρχονταν και τα σκυλιά και του έγλειφαν τις πληγές. Κάποτε πέθανε ο φτωχός, και οι άγγελοι τον πήγαν κοντά στον Αβραάμ. Πέθανε κι ο πλούσιος και τον έθαψαν. Στον άδη που ήταν και βασανιζόταν, σήκωσε τα μάτια του και είδε από μακριά τον Αβραάμ και κοντά του τον Λάζαρο. Τότε φώναξε ο πλούσιος και είπε: «πατέρα μου Αβραάμ, σπλαχνίσου με και στείλε το Λάζαρο να βρέξει με νερό την άκρη του δάχτυλού του και να μου δροσίσει τη γλώσσα, γιατί υποφέρω μέσα σ’ αυτή τη φωτιά». Ο Αβραάμ όμως του απάντησε: «παιδί μου, θυμήσου ότι εσύ απόλαυσες την ευτυχία στη ζωή σου, όπως κι ο Λάζαρος τη δυστυχία. Τώρα λοιπόν αυτός χαίρεται εδώ, κι εσύ υποφέρεις. Κι εκτός απ’ όλα αυτά, υπάρχει ανάμεσά μας μεγάλο χάσμα, ώστε αυτοί που θέλουν να διαβούν από ‘δώ σ’ εσάς να μην μπορούν∙ ούτε οι από εκεί να περάσουν σ’ εμάς». Είπε πάλι ο πλούσιος: «τότε σε παρακαλώ, πατέρα, στείλε τον στο σπίτι του πατέρα μου, να προειδοποιήσει τους πέντε αδερφούς μου, ώστε να μην έρθουν κι εκείνοι σ’ αυτόν εδώ τον τόπο των βασάνων. Ο Αβραάμ του λέει: «έχουν τα λόγια του Μωυσή και των προφητών· ας υπακούσουν σ’ αυτά». «Όχι, πατέρα μου Αβραάμ», του λέει εκείνος, «δεν αρκεί∙ αλλά αν κάποιος από τους νεκρούς πάει σ’ αυτούς, θα μετανοήσουν». Του λέει τότε ο Αβραάμ: «αν δεν υπακούνε στα λόγια του Μωυσή και των προφητών, ακόμη κι αν αναστηθεί κάποιος από τους νεκρούς, δεν πρόκειται να πεισθούν».

O ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ 30/10/22-ΠΡΟΣ ΚΟΡΙΝΘΙΟΥΣ ΙΑ' 31-ΙΒ'9

 Ο Απόστολος Παύλος: Ο αληθινά Μεγάλος

Πρεσβυτέρου Φιλίππου Φιλίππου

Πρωτότυπο Κείμενο

Ἀδελφοί, ὁ Θεὸς καὶ πατὴρ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ οἶδεν, ὁ ὢν εὐλογητὸς εἰς τοὺς αἰῶνας, ὅτι οὐ ψεύδομαι. Ἐν Δαμασκῷ ὁ ἐθνάρχης Ἀρέτα τοῦ βασιλέως ἐφρούρει τὴν Δαμασκηνῶν πόλιν πιάσαι με θέλων, καὶ διὰ θυρίδος ἐν σαργάνῃ ἐχαλάσθην διὰ τοῦ τείχους καὶ ἐξέφυγον τὰς χεῖρας αὐτοῦ. Καυχάσθαι δὴ οὐ συμφέρει μοι· ἐλεύσομαι γὰρ εἰς ὀπτασίας καὶ ἀποκαλύψεις Κυρίου. Οἶδα ἄνθρωπον ἐν Χριστῷ πρὸ ἐτῶν δεκατεσσάρων· εἴτε ἐν σώματι οὐκ οἶδα, εἴτε ἐκτὸς τοῦ σώματος οὐκ οἶδα, ὁ Θεὸς οἶδεν· ἁρπαγέντα τὸν τοιοῦτον ἕως τρίτου οὐρανοῦ. Καὶ οἶδα τὸν τοιοῦτον ἄνθρωπον· εἴτε ἐν σώματι εἴτε ἐκτὸς τοῦ σώματος οὐκ οἶδα, ὁ Θεὸς οἶδεν· ὅτι ἡρπάγη εἰς τὸν παράδεισον καὶ ἤκουσεν ἄρρητα ρήματα, ἃ οὐκ ἐξὸν ἀνθρώπῳ λαλῆσαι. Ὑπὲρ τοῦ τοιούτου καυχήσομαι, ὑπὲρ δὲ ἐμαυτοῦ οὐ καυχήσομαι εἰ μὴ ἐν ταῖς ἀσθενείαις μου. Ἐὰν γὰρ θελήσω καυχήσασθαι, οὐκ ἔσομαι ἄφρων· ἀλήθειαν γὰρ ἐρῶ· φείδομαι δὲ μή τις εἰς ἐμὲ λογίσηται ὑπὲρ ὃ βλέπει με ἢ ἀκούει τι ἐξ ἐμοῦ. Καὶ τῇ ὑπερβολῇ τῶν ἀποκαλύψεων ἵνα μὴ ὑπεραίρωμαι, ἐδόθη μοι σκόλοψ τῇ σαρκί, ἄγγελος σατᾶν, ἵνα με κολαφίζῃ ἵνα μὴ ὑπεραίρωμαι. Ὑπὲρ τούτου τρὶς τὸν Κύριον παρεκάλεσα ἵνα ἀποστῇ ἀπ᾿ ἐμοῦ· καὶ εἴρηκέ μοι· ἀρκεῖ σοι ἡ χάρις μου· ἡ γὰρ δύναμίς μου ἐν ἀσθενείᾳ τελειοῦται. Ἥδιστα οὖν μᾶλλον καυχήσομαι ἐν ταῖς ἀσθενείαις μου, ἵνα ἐπισκηνώσῃ ἐπ᾿ ἐμὲ ἡ δύναμις τοῦ Χριστοῦ.

Νεοελληνική Απόδοση

Αδελφοί, o Θεός και Πατέρας του Κυρίου μας Ιησού Χριστού –ας είναι ευλογημένο το όνομά του στους αιώνες– ξέρει ότι δε λέω ψέματα. Στη Δαμασκό, ο διοικητής-εκπρόσωπος του βασιλιά Αρέτα έβαλε φρουρούς σε όλη την πόλη για να με συλλάβει. Μέσα όμως από ένα άνοιγμα του τείχους με κατέβασαν με καλάθι και ξέφυγα από τα χέρια του. Δε με συμφέρει βέβαια να καυχηθώ· θα το κάνω όμως, γιατί πρόκειται για οράματα κι αποκαλύψεις που μου χάρισε ο Κύριος. Ξέρω έναν άνθρωπο πιστό, ο οποίος πριν από δεκατέσσερα χρόνια ανυψώθηκε μέχρι και τον τρίτο ουρανό –δεν ξέρω αν ήταν με το σώμα του ή χωρίς το σώμα, αυτό ο Θεός το ξέρει. Ξέρω ότι αυτός ο άνθρωπος –ή ήταν με το σώμα ή χωρίς το σώμα δεν το ξέρω, ο Θεός το ξέρει– μεταφέρθηκε ξαφνικά στον παράδεισο κι άκουσε λόγια που δεν μπορεί ούτε επιτρέπεται να τα πει άνθρωπος. Γι’ αυτόν τον άνθρωπο θα καυχηθώ· για τον εαυτό μου όμως δε θα καυχηθώ, παρά μόνο για τις ταλαιπωρίες μου. Άμα θελήσω, λοιπόν, να καυχηθώ, δε θα φανώ ανόητος, γιατί θα πω την αλήθεια. Το αποφεύγω όμως, μήπως εξαιτίας του μεγαλείου των αποκαλύψεων, με θεωρήσει κανείς παραπάνω απ’ αυτό που βλέπει ή ακούει από μένα. Για να μην υπερηφανεύομαι όμως, ο Θεός μού έδωσε ένα αγκάθι στο σώμα μου, έναν υπηρέτη τού σατανά να με ταλαιπωρεί, ώστε να μην υπερηφανεύομαι. Γι’ αυτό το αγκάθι τρεις φορές παρακάλεσα τον Κύριο να το διώξει από πάνω μου. Η απάντησή του ήταν: «Σου αρκεί η χάρη μου, γιατί η δύναμή μου φανερώνεται στην πληρότητά της μέσα σ’ αυτή την αδυναμία σου». Με περισσότερη ευχαρίστηση, λοιπόν, θα καυχηθώ για τις ταλαιπωρίες μου, για να κατοικήσει μέσα μου η δύναμη του Χριστού.

ΕΥΚΟΛΟΣ Ο ΔΡΟΜΟΣ ΤΟΥ ΚΑΚΟΥ,ΔΥΣΚΟΛΟΣ Ο ΔΡΟΜΟΣ ΤΟΥ ΑΓΑΘΟΥ

 

παπα Γιώργης Δορμπαράκης

«Όσο εύκολα αλλάζουν και ξεπέφτουν οι ευθείς, τόσο δύσκολα μπορούν να μεταβληθούν οι αντίθετοι, οι πονηροί» (Άγιος Ιωάννης Κλίμακος, λόγ. κδ΄ 11).

Η τρεπτότητα είναι χαρακτηριστικό της ανθρώπινης φύσης. Μόνον ο Θεός είναι άτρεπτος και απολύτως αναλλοίωτος – ο μόνος όντως πιστός.

Δεν αναφερόμαστε στα κτιστά πνεύματα, αγγέλους και δαίμονες: και αυτοί μετά την πτώση του πρώτου αγγέλου, του εωσφόρου, καταστάθηκαν μερικώς άτρεπτοι: οι μεν άγγελοι παγιωμένοι στο αγαθό, οι δε δαίμονες παγιωμένοι στο πονηρό και κακό.

Τι τραγικότητα όμως για τον άνθρωπο! Η τροπή προς το πονηρό είναι απείρως ευκολότερη από την τροπή προς το αγαθό, προς τον Θεό.

Να είσαι δημιούργημα του Θεού, να σε διακρατεί με τη γεμάτη αγάπη Πρόνοιά Του, να σου δίνει διαρκώς ώθηση προς τον αληθινό σκοπό σου: τη ζωντανή σχέση σου μαζί Του, κι εσύ να ρέπεις αδιάκοπα προς το αντίθετο!

Τι μυστήριο περικλείει την ελευθερία του ανθρώπου! Ποιος μπορεί να εξηγήσει αυτό που λογικά δεν μπορεί να κατανοηθεί με τίποτε;

Το ’δειξε η δημιουργία του ανθρώπου: με μόνη την υποκίνηση του Πονηρού, ο άνθρωπος δείχνει ανυπακοή προς τον Πατέρα και Πλάστη του· το ’δειξε όλη η πορεία της πρώτης αποκάλυψης στην Παλαιά Διαθήκη: ο εκλεκτός Ισραήλ διαρκώς αμφισβητεί και αντιδρά στις επεμβάσεις του Θεού· το βεβαίωσε με τον πιο περίτρανο τρόπο ο ερχομός του Χριστού, του Ίδιου του Θεού ως ανθρώπου: οι άνθρωποι Τον περιφρόνησαν, Τον αμφισβήτησαν, Τον σταύρωσαν!

Κι έκτοτε το ίδιο: «ούτος κείται εις πτώσιν και ανάστασιν πολλών και εις σημείον αντιλεγόμενον»! «Οι ίδιοι ουκ έλαβον Αυτόν»!

Το βλέπουμε κι εμείς στην καθημερινότητά μας: πιο εύκολα στρεφόμαστε προς το κακό. Το κακό, με ωραίο ασφαλώς περιτύλιγμα, μας ελκύει  περισσότερο. Αυτό που λέει ο στίχος του λαϊκού άσματος: «είναι γλυκό το πιοτό της αμαρτίας», φαίνεται να ισχύει και για μας.

Τι γίνεται λοιπόν; Υπάρχουν ασφαλώς εξηγήσεις, αλλά δεν επαρκούν για μία πλήρη απάντηση. Για παράδειγμα: η ροπή προς το κακό λειτουργεί εγγενώς πια προς τη φύση μας, φτιάχνοντας μία δεύτερη φύση, τη συνήθεια.

Πόσο εύκολα μπορούμε να αντισταθούμε σε ό,τι έχουμε κακώς συνηθίσει;

Τα πάθη έπειτα: οι δυνάμεις δηλαδή της ψυχής μας που λόγω ακριβώς της κακής συνήθειας έχουν διαστρεβλωθεί, έχοντας σύμμαχο και το ίδιο το σώμα μας: νιώθουν την ηδονή που τους δημιουργεί η πονηρία και η αμαρτία.

Πόσο εύκολα μπορούμε να αντιπαλέψουμε με αυτό που μας είναι τόσο ευχάριστο;

Κι όμως!  Είναι τόσο αναγκαία η στροφή τελικώς προς τον ανηφορικό δρόμο της αρετής, κατά τον Κύριο, διότι είναι η μόνη που οδηγεί στη ζωή. Ο άλλος δρόμος είναι ο δρόμος του θανάτου.

Κι έχουμε δύο ισχυρότατους συμμάχους για να πάρουμε τον δρόμο αυτό: Πρώτον, τη βοήθεια του ίδιου του Κυρίου – δεν παλεύουμε μόνοι! Και δεύτερον, όσο επιμένουμε και συνηθίζουμε στο αγαθό, τόσο πια αυτό γίνεται η τρυφή και η απόλαυσή μας.

Η ΑΓΙΑ ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ Η ΡΩΜΑΙΑ

 



Τη μνήμη της Οσίας Αναστασίας της Ρωμαίας τιμά σήμερα, 29 Οκτωβρίου, η Εκκλησία μας. Η Οσία Αναστασία έζησε στα χρόνια του Δεκίου (κατ’ άλλους του Διοκλητιανού) και Bαλλεριανού και καταγόταν από τη Ρώμη. Όταν πέθαναν οι πλούσιοι γονείς της, διαμοίρασε την περιουσία που κληρονόμησε στους φτωχούς και αποσύρθηκε σε μοναστήρι.
Όταν τη συνέλαβε ο ηγεμόνας Πρόβος (περί το 256 μ.Χ.), υπενθύμισε στην Αναστασία την ανθηρή νεότητα της, για την οποία θα έπρεπε να αρνηθεί το Χριστό.
Τότε, δυναμική υπήρξε η απάντηση της Αναστασίας: «Εγώ, είπε, μία ωραιότητα και νεότητα γνωρίζω, εκείνη που δίνει ο Χριστός στις πιστές και γενναίες ψυχές, που προτιμούν γι’ Αυτόν το θάνατο αντί άλλων εγκόσμιων αγαθών, όταν αυτά προτείνονται για την προδοσία του Θεού τους. Πλούτη είχα άφθονα.
Δεν τα θέλησα. Αλλά το Χριστό μου τον θέλω και απ’ Αυτόν καμία δύναμη δε θα μπορέσει να με χωρίσει. Αν αμφιβάλλεις, δοκίμασε».
Εξαγριωμένος από την απάντηση ο Πρόβος, τη μαστίγωσε στο πρόσωπο και την άπλωσε σε αναμμένα κάρβουνα. Έπειτα, την κρέμασε και της έσκισε το σώμα. Μετά έκοψε τους μαστούς της, ξερίζωσε τα νύχια της και τελικά την αποκεφάλισε. Έτσι, η Αναστασία πήρε τον αμαράντινο στέφανο του μαρτυρίου.
Απολυτίκιο:
Ήχος δ’. Ταχύ προκατάλαβε
Ασκήσει εκλάμψασα ώσπερ παρθένος σεμνή αθλήσεως αίμασι την της αγνείας στολήν ενθέως εφοίνιξας όθεν, Αναστασία, ως οσία και μάρτυς, χάριτας ιαμάτων αποστράπτεις εν κόσμω πρεσβεύουσα τω Σωτήρι υπέρ των ψυχών ημών.

Παρασκευή 28 Οκτωβρίου 2022

ΜΕ ΟΠΛΑ ΑΛΛΑ...

 

Η προσφορά της Εκκλησίας στον πόλεμο του 1940

Πολεμιστές ήταν κι εκείνοι, οπλισμένοι με όπλα άλλα, πιο μεγάλα. «Επιστρατεύτηκαν» μαζί με όλους τους Έλληνες, όταν τον Οκτώβριο του 1940 η παράλογη αξίωση του υπερφίαλο Άξονα, Ιταλίας-Γερμανίας, σήμανε πόλεμο, στις καρδιές τους.

Ζούσαν δίπλα στο στρατιώτη την κάθε κακουχία του μετώπου… την πείνα, τη δίψα, την παγωνιά.

Πολεμούσαν κοντά του με τα δικά τους όπλα, που δεν σκορπούσαν θάνατο, αλλά έδιναν ζωή: Παρακλήσεις στην Υπέρμαχο Στρατηγό, να διασώζει από κινδύνους το λαό Της.

Κηρύγματα που έριχναν το φως του λόγου του Θεού στις ψυχές των μαχητών. Ιερά Εξομολόγηση, που εξάλειφε τα κρίματά τους και τους ετοίμαζε για την Κοινωνία του Θεού στη γη και στον ουρανό.

Το σπουδαιότερο όμως έργο αυτών των στρατιωτικών Ιερέων ήταν η Θεία Λειτουργία.

Μέσα σ’ ένα στρατιωτικό αντίσκηνο ή στην ύπαιθρο, πάντα επάνω στο Ιερό Αντιμήνσιο* τελούσαν για το στράτευμα το Μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας, που έφερνε τον Χριστό ανάμεσά τους και μέσα τους και όχι σπάνια τους χάριζε δυνατή εμπειρία της παντοδυναμίας και της θαυματουργίας Του.

Όπως εκείνη τη φορά, που όπως μαρτυρούσε ο μακαριστός πατήρ Χαραλάμπης, τελούσε ο ίδιος τη Θεία Λειτουργία με ένα λόχο του 22ου Συντάγματος Πεζικού στο οποίο και υπηρετούσε.

Μέσα στη φρίκη του πολέμου, οι στρατιώτες απελάμβαναν τη μακαριότητα της «Ευλογημένης Βασιλείας…» του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος.

Υμνούσαν τον Άγιο, Ισχυρό, Αθάνατο Θεό, μαθήτευαν στα θεία Του λόγια, Τον ικέτευαν για τη σωτηρία τους κι ακουμπούσαν στην πατρική προστασία Του τους αγαπημένους τους…

Ξαφνικά το βάθος του ορίζοντα σκοτεινιάζει. Πλησιάζει ένα σμήνος βομβαρδιστικά, μαζί του και η απειλή του θανάτου.

Οι πάντοτε ανίκητοι από το φόβο στρατιώτες, ακίνητοι τώρα, περιφρονώντας το θρασύδειλο εχθρό, περιμένουν να υποδεχθούν τον Βασιλέα των όλων, σαν τα Χερουβείμ.

Η Θεία Λειτουργία προχωρεί. Τα βομβαρδιστικά πλησιάζουν επικίνδυνα, πετούν επάνω από τα κεφάλια τους.

Εκείνοι μένουν στητοί σαν λυγερές οξιές. Συμμετέχουν με ευλάβεια στη Θεία Ιερουργία. Όλοι.

Οι βόμβες αρχίζουν να πέφτουν, περνούν ξυστά από μπροστά τους και χωρίς να τους αγγίξουν, κατευθύνονται-σαν νά ‘ταν στοχευμένες- στη γειτονική χαράδρα, από μια αόρατη αλλά όχι άγνωστη δύναμη.

«Συ ει ο Θεός, ο ποιών θαυμάσια μόνος» ομολογούν και Τον δοξολογούν, όταν μόλις τελειώνει ο βομβαρδισμός, συγκλονισμένοι διαπιστώνουν πως ήταν ζωντανοί και γεροί. Όλοι.

«Ρουθούνι δεν άνοιξε…»

Ο Θεός είναι μαζί μας, και η νίκη θά ‘ναι δική μας, επανελάμβανε κατασυγκινημένος ο στρατιωτικός Ιερέας τους.

Δόξαζε κι ευχαριστούσε ευγνώμονα τον «δυνατόν εν πολέμοις Κύριον» και συνέχισε να συμπολεμεί με τα παιδιά της Ελλάδας, τια τη λευτεριά της.

Ήταν ένας από τους 87 στρατιωτικούς Ιερείς που έγραψαν τότε πάνω στα βουνά της Πίνδου, μια ακόμη σελίδα στην ιστορία της προσφοράς της Εκκλησίας στην Πατρίδα.

Μ.

*Τετράγωνο ύφασμα που εικονίζει την Αποκαθήλωση, τον Πανάγιο Τάφο του Κυρίου και έχει αποτυπωμένη τη φράση «Θυσιαστήριον θείον ιερόν του τελείσθαι τας θείας ιερουργίας».

Το Αντιμήνσιο-όταν τοποθετείται σε Άγια Τράπεζα που δεν έχει εγκαινιασθεί-πρέπει να έχει ραμμένα στην άκρη Άγια Λείψανα μάρτυρος.

"ΛΥΠΗΘΗΚΑ ΝΑ ΤΟΝ ΧΑΛΑΣΩ"

 



 Στον πανηγυρικό λόγο που εκφώνησε ο Στρατής Μυριβήλης αναφέρει και ένα ωραίο επεισόδιο. Ο σπουδαίος λογοτέχνης μας είχε εξασφαλίσει άδεια από το Γενικό Επιτελείο για να ανεβεί τις παγωμένες αετοράχες της Πίνδου και να παρευρεθεί θεατής στον πανεθνικό συναγερμό του Σαράντα. Είδε πολλά και θαυμαστά. Διαβάζω: «Ένας φαντάρος έπιασε αιχμάλωτο έναν Ιταλό λοχία, την ώρα που ο λόχος του δέχτηκε στα σκοτεινά την αιφνιδιαστική επίθεση. Ο Ιταλός ετοιμαζόταν να τον μαχαιρώσει στα μουλωχτά με την ξιφολόγχη του. Έπιασε το χέρι του, το δάγκωσε και τον αφόπλισε.
-“Πώς σου ήρθε και δεν τον σκότωσες μες στην νύχτα;”, τον ρώτησα.
-“Να σας πω” μου είπε. “Εκείνη την ώρα, έτσι που με ξάφνιασε, ετοιμαζόμουν να του την φέρω. Οι σύντροφοί του, που μας είχαν κάνει τον αιφνιδιασμό, το ‘βαλαν στα πόδια και τον άφησαν. Όπου τόνε κοίταξα στη φέξη της φωτιστικής ρουκέτας. Ήταν όμορφο παλληκάρι. Λυπήθηκα να τον χαλάσω”. Και γέλασε σαν παιδί για την αδυναμία του.  Φαντάζομαι πως μόνο ένας Έλληνας πολεμιστής, ανάμεσα σε όλους τους πολεμιστές του κόσμου, μπορούσε να κάνει κάτι τέτοιο. Και η φράση που μεταχειρίστηκε ήταν τόσο ωραία. Είπε “λυπήθηκα να τον χαλάσω”. Υπάρχουν ευτυχισμένες στιγμές , που ένα άτομο, ξαφνικά συγκεντρώνει και εκφράζει την ευγένεια ενός λαού, μιας ολάκερης φυλής».

ΗΤΑΝ ΚΙ ΑΥΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΔΙΚΑ ΜΑΣ

 

του πατρός Δημητρίου Μπόκου

«Η μάνα κράταε τα βουνά, όρθιος να στέκει ο γιος της» (Νικηφ. Βρεττάκος).

Δεν ήταν μόνο η Σπαρτιάτισσα μάνα που προέπεμπε τον γιο της στον πόλεμο δίνοντάς του την ασπίδα και λέγοντας: «Ή ταν ή επί τας». Ή θα την φέρεις πίσω (νικητής) ή θα σε φέρουν πάνω σ’ αυτήν (νεκρό).

Δεν ήταν μόνο η Σουλιώτισσα που πολέμησε ισοδύναμα στο πλευρό του άντρα της με το σπαθί και το τουφέκι.

Δεν ήταν μόνο η Μεσολογγίτισσα που άντεξε το αφόρητο μαρτύριο της πείνας και στην ηρωική έξοδο,με το παιδί στην αγκαλιά και το σπαθί στο χέρι, εξόρμησε για ελευθερία ή θάνατο.

Ήταν και η Ελληνίδα του ’40.Που κράτησε τη σκυτάλη μιας ιστορίας μακράς και ένδοξης επάξια, με υψηλό φρόνημα φιλοπατρίας και βαθύ αίσθημα ανθρωπιάς. Δεν πολέμησαν μόνο οι στρατιώτες μας στα χιονισμένα της Ηπείρου βουνά. Το έθνος ολόκληρο στάθηκε στο πλευρό τους. Και πιο πολύ οι γυναίκες. Από τη μια άκρη της γης μας ως την άλλη. Αλλά περισσότερο και ηρωικότερα από όλες, οι γυναίκες της Πίνδου. Που βρέθηκαν κι αυτές στης μάχης τη φωτιά, στην πρώτη σχεδόν γραμμή με τους φαντάρους.

Είναι αυτές που κράτησαν ζωντανή τη γραμμή του ανεφοδιασμού, όταν κάθε άλλο μέσο αποδείχτηκε ατελέσφορο. Κατάφεραν να περάσουν φορτωμένες βαριά εκεί που δεν μπορούσε να περάσει τίποτε άλλο, ούτε το μουλάρι. Με κόπο ανείπωτο μέσα στα χιόνια. Αποστάσεις μισής ή μιας ώρας τις έκαναν σε διπλάσιο ή και περισσότερο χρόνο.

Δεν ήταν μόνο οι αδιάβατες ανηφόρες και το βαρύ φορτίο με τα πυρομαχικά και τα τρόφιμα. Ήταν και οι σφαίρες και οι οβίδες. Γίνονταν μάχες εκεί κοντά που περνούσαν. «Κάθε τόσο σταματούσαμε για να προφυλαχτούμε», διηγούνται. «Στην αρχή φοβόμασταν. Έπειτα πια συνηθίσαμε και τις πολλές εκρήξεις από οβίδες και τα σφυρίγματα από σφαίρες. Γελούσαμε και πειραζόμασταν η μια με την άλλη, που μας έτυχε να πολεμάμε». Ακόμα και μια 88χρονη κουβάλησε!

Συνήθως όμως έτρεχαν οι νιες, που είχαν μικρά παιδιά. Άλλη τρία, άλλη τέσσερα. «Εγώ είχα πέντε, και το μεγαλύτερο μόλις οχτώ χρονών! Τα παρατήσαμε όμως και πήγαμε στη μεταφορά. Μία κλείδωσε το μικρό σε μια καλύβα για να βοηθήσει τον στρατό.

Μένοντας τα παιδιά μας μόνα τους έβαλαν τα κλάματα. Οι κρότοι από τις οβίδες και τα πολυβόλα τα φόβισαν περισσότερο. Σφίξαμε όμως όλες την καρδιά μας. Παρατήσαμε τα παιδιά μας στον φόβο και στο κλάμα και πήγαμε να βοηθήσουμε τα άλλα τα παιδιά. Αυτά που πολεμούσαν. Δεν τα ξέραμε, αλλά ήταν κι αυτά παιδιά δικά μας».Αλήθεια, ποιος θα μπορούσε να νικήσει τέτοιες ψυχές;

«Κι οι μάνες τα κοφτά γκρεμνά σαν Παναγιές τ’ ανέβαιναν»,λέει έξοχα ο ποιητής. Σκαρφάλωναν σε κορφές 2.000 και 2.500 μέτρων φορτωμένες πολεμοφόδια.Και στο κατέβασμα κουβαλούσαν τραυματίες. Τραυματίες δικούς μας,αλλά που και που και Ιταλούς, που έμεναν με το στόμα ανοιχτό μπροστά στην τόση ανθρωπιά.

Θαύμα απίστευτο γι’ αυτούς που τράφηκαν με την απανθρωπιά του φασισμού. Καταλάβαιναν πως δεν νικιέται ο λαός, που μέσα του χτυπάει μιας τέτοιας μάνας η καρδιά. Της μάνας που έχει τη δύναμη να βλέπει και τον εχθρό ακόμα σαν δικό της παιδί. Που δεν έμαθε να μεταφράζει τη γνήσια φιλοπατρία σε φυλετισμό.

Η Ελληνίδα του ’40 έδωσε μαθήματα λαμπρού ηρωισμού, βαθειάς ανθρωπιάς. Απλώνει όμως τώρα τη σκυτάλη του γένους σε μας. Έχουμε το σθένος να την κρατήσουμε;

Η ΑΓΙΑ ΣΚΕΠΗ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ




Την ανάμνησης του Θαύματος της Αγίας Σκέπης της Θεοτόκου τιμά σήμερα, , η Εκκλησία μας. Σήμερα κατά την διάρκεια της Θείας Λειτουργίας θα διαβαστεί το παρακάτω απόσπασμα:
«Τη αυτή ημέρα την ανάμνησιν ποιούμεθα της Αγίας Σκέπης της Υπεραγίας Δεσποίνης ημών Θεοτόκου και Αειπαρθένου Μαρίας ήτοι του Ιερού Αυτής Μαφορίου, του εν τω σορώ του Ιερού Ναού των Βλαχερνών, ότε ο Όσιος Ανδρέας ο διά Χριστόν σαλός κατείδεν εφηπλωμένην Αυτήν άνωθεν και πάντας τους ευσεβείς περισκέπουσαν.»
Λόγω λοιπόν, των πολλών Θαυμάτων από την Παναγία, που ανέφεραν οι Έλληνες στρατιώτες στον Ελληνοϊταλικό πόλεμο το 1940, η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος με απόφασή της το 1952, καθιέρωσε να εορτάζεται η Αγία Σκέπη της Θεοτόκου αντί για την 1η Οκτωβρίου, στις 28 Οκτωβρίου.
Η εορτή της Αγίας Σκέπης της Θεοτόκου η οποία τελούταν από παλαιοτάτων χρόνων την 1η Οκτωβρίου, ήταν ανάμνηση του θαύματος το οποίο είδε ο Όσιος Ανδρέας. Κατά τη διάρκεια μιας αγρυπνίας στο παρεκκλήσι της «Αγίας Σορού» του ναού των Βλαχερνών στην Κωνσταντινούπολη, ο Όσιος Ανδρέας είδε την Θεοτόκο να προχωράει από τις βασιλικές πύλες προς το θυσιαστήριο ανάμεσα σε λευκοφόρους Αγίους, από τους οποίους ξεχώριζαν ο Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος και ο Άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος. Όταν έφτασε στο θυσιαστήριο γονάτισε και προσευχόταν για πολλή ώρα, κλαίγοντας και παρακάλωντας τον Υιό Της για την σωτηρία του κόσμου.
Όταν ολοκλήρωσε την δέησή Της, έβγαλε από το κεφάλι της το αστραφτερό μαφόριο, που φορούσε και με μία κίνηση το άπλωσε σαν σκεπή επάνω από το εκκλησίασμα. Έτσι απλωμένο το έβλεπε για αρκετή ώρα ο Όσιος Ανδρέας μαζί με τον Επιφάνιο, που τον συνόδευε. Όσο φαινόταν εκεί η Θεοτόκος, φαινόταν και η Ιερή Εσθήτα να σκορπίζει τη Χάρη της. Όταν Εκείνη άρχισε να ανεβαίνει προς τον ουρανό, άρχισε και η Αγία Σκέπη να μαζεύεται και σιγά – σιγά να χάνεται. Το Ιερό αυτό μαφόριο που φυλασσόταν εκεί συμβόλιζε την Χάρη και την προστασία που παρέχει η Παναγία στους πιστούς.
Απολυτίκιο:
Της Σκέπης σου Παρθένε, αvuμνούμεν τας χαρίτας, ην ως φωτοφόρον νεφέλην, εφαπλοίς υπέρ έννοιαν, και σκέπεις τον λαόν σου νοερώς, εκ πάσης των εχθρών επιβουλης. Σε γαρ σκέπην και προστάτιν και βοηθόν, κεκτήμεθα βοώντες σοι. Δόξα τοις μεγαλείοις σου Αγνή, δόξα τη θεία Σκέπη σου, δόξα τη προς ημάς σου, προμηθεία Άχραντε.