Ἁγίου Ἰωάννου τῆς Κροστάνδης

Ὅλοι μας ἀποστρεφόμαστε τὸν θάνατο. Ὅλοι μας ἀγαποῦμε τὴ ζωή. Ἀλλὰ δὲν μποροῦμε νὰ μετέχουμε στὸ θαῦμα καὶ τὸ μυστήριο τῆς ἀληθινῆς ζωῆς, ἄν δὲν συνδεθοῦμε μὲ τὴν Πηγὴ τῆς ζωῆς, τὸν Κύριό μας Ἰησοῦ.

Στὴ θεία Λειτουργία ὁ Κύριος προσφέρει στοὺς πιστοὺς τὸν ἑαυτό Του, τὸ ἄχραντο Σῶμα Του καὶ τὸ τίμιο Αἷμα Του, καὶ τοὺς μεταδίδει τὴ ζωὴ ποὺ ἀρχίζει ἀπὸ τὴ γῆ καὶ ἐπεκτείνεται στὴν αἰωνιότητα:

«Ὁ τρώγων μου τὴν σάρκα καὶ πίνων μου τὸ αἷμα ἔχει ζωὴν αἰώνιον» (Ἰω. 6, 54). «Ἐγὼ ἦλθον ἵνα ζωὴν ἔχωσι καὶ περισσὸν ἔχωσι» (Ἰω. 10, 10).

Ὅμως ὁ αἴτιος κάθε κακοῦ διάβολος μὲ ὅλα του τὰ δόλια ἐφευρήματα προσπαθεῖ ν᾽ ἀπομακρύνη τοὺς χριστιανοὺς ἀπὸ τὸ Ποτήριο τῆς Ζωῆς, ἐμπνέοντας ὀλιγοπιστία, ψυχρότητα καὶ ἀδιαφορία πρὸς τὸ μέγιστο Μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας, γιὰ νὰ τοὺς κρατᾶ δεσμίους τῆς ἁμαρτίας καὶ τοῦ θανάτου.

Πάντα νὰ συντηροῦμε ἀναμμένη μέσα στὴν καρδιά μας τὴ φλόγα τῆς πίστεως στὸν Ἰησοῦ Χριστὸ καὶ νὰ ἐγκαταλείπουμε τὸν ἑαυτό μας μέσα στὸ πέλαγος τῆς ἀπεριόριστης ἀγάπης Του.

Νὰ συλλογιζώμαστε τὰ θαυμαστὰ ἔργα τῆς Προνοίας Του. Νὰ μελετοῦμε τὸν λόγο Του, τὸ ἅγιο Εὐαγγέλιο. Νὰ σκύβουμε στὸν ἑαυτό μας καὶ νὰ διαπιστώνουμε τὴν πνευματική μας φτώχεια καὶ ἀδυναμία. Νὰ μετανοοῦμε κάθε στιγμὴ γιὰ τὶς πτώσεις μας.

Νὰ ἔχουμε συνεχῆ πνευματικὴ πεῖνα καὶ δίψα γιὰ ἀρετὴ καὶ δικαιοσύνη. «Μακάριοι οἱ πεινῶντες καὶ διψῶντες τὴν δικαιοσύνην, ὅτι αὐτοὶ χορτασθήσονται» (Ματθ. 5, 6).

Νὰ ἀρνηθοῦμε, τέλος, τὶς μάταιες γήινες ἀπολαύσεις ποὺ ἐμποδίζουν τὴν ἀπόλαυσι τῶν οὐρανίων ἀγαθῶν. «Πᾶσαν τὴν βιοτικὴν ἀποθώμεθα μέριμναν».

Αὐτὰ τὰ βαρυσήμαντα λόγια τοῦ Χερουβικοῦ ὕμνου φαίνεται νὰ μὴ συγκινοῦν τὶς καρδιὲς τῶν περισσοτέρων Χριστιανῶν. Τὴν ἀγάπη γιὰ τὸν Θεὸ ἔχει διώξει ἀπὸ τὶς καρδιές μας «ἡ μέριμνα τοῦ αἰῶνος τούτου καὶ ἡ ἀπάτη τοῦ πλούτου» (Ματθ. 13, 22).

Καὶ ἔτσι οἱ ψυχές, στερημένες ἀπὸ πνευματικὴ τροφή, σκληρύνονται καὶ χάνουν κάθε ἰκμάδα ζωῆς.

Τί πιὸ μεγαλειῶδες, πιὸ συγκλονιστικό, πιὸ ἱερὸ καὶ ἅγιο ἀπὸ τὴ θεία Λειτουργία, κατὰ τὴν ὁποία ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς σφαγιάζεται ἀναίμακτα καὶ προσφέρεται στὸ πλάσμα Του;

Κι ὅμως πολλοὶ Χριστιανοὶ περιφρονοῦν αὐτὴ τὴν οὐράνια Μυσταγωγία καὶ δὲν προσέρχονται στὸν Ναὸ ὅταν τελῆται. Ἄλλοι πάλι ἔρχονται μόνον ἀπὸ συνήθεια καὶ στέκονται ράθυμοι, ψυχροί, περιπλανώμενοι μὲ τὴ σκέψη καὶ τὸ βλέμμα. Γιατί;

Διότι ἴσως κατὰ βάθος δὲν πιστεύουν στὸ Μυστήριο, δὲν συλλαμβάνουν τὸ μεγαλεῖο του, τὴ θεουργὸ δύναμί του, τοὺς σωτηρίους καρπούς του.

Διότι δὲν ἔχουν ἀναγεννηθῆ ἀπὸ τὴν πλούσια προσφερομένη χάρι τοῦ Θεοῦ καὶ ὁ ὕπνος τῆς πνευματικῆς ἀδιαφορίας ἔχει βαρύνει τὰ βλέφαρα τῆς ψυχῆς τους.

Ἀδελφοί, «μὴ καθεύδωμεν ὡς καὶ οἱ λοιποί, ἀλλὰ γρηγορῶμεν καὶ νήφωμεν» (Α΄ Θεσ. 5, 6)· «νῦν γὰρ ἐγγύτερον ἡμῶν ἡ σωτηρία ἤ ὅτε ἐπιστεύσαμεν» (Ρωμ. 13, 11).