“Πλὴν ἀγαπᾶτε τοὺς ἐχθροὺς ὑμῶν καὶ ἀγαθοποιεῖτε καὶ δανείζετε μηδὲν ἀπελπίζοντες, καὶ ἔσται ὁ μισθὸς ὑμῶν πολύς, καὶ ἔσεσθε υἱοὶ ὑψίστου, ὅτι αὐτὸς χρηστός ἐστιν ἐπὶ τοὺς ἀχαρίστους καὶ πονηρούς” (Λουκ. 6, 35)
“Αντίθετα, εσείς ν’ αγαπάτε τους εχθρούς σας, να κάνετε το καλό και να δανείζετε, χωρίς να περιμένετε να πάρετε πίσω τίποτα. Έτσι, ο Θεός, που είναι καλός ακόμα και με τους αχάριστους και τους κακούς, θα σας ανταμείψει με το παραπάνω και θα σας κάνει τα παιδιά του”
“Μηδέν απελπίζοντες”. Ο λόγος αυτός του Χριστού στην επί του όρους ομιλία έρχεται να συναντήσει ένα μεγάλο πρόβλημα των καιρών μας. Είναι η απελπισία που διακατέχει πολλούς ανθρώπους, διότι τα πράγματα στην ζωή τους δεν πηγαίνουν όπως θα τα ήθελαν. Το κενό νόηματος. Ο φόβος του θανάτου. Η αποτυχία στις σχέσεις. Ένα αίσθημα μοναξιάς. ΟΙ δοκιμασίες. Η απελπισία που οδηγεί στην κατάθλιψη. Στην αυτοκτονία κάποτε. Σε μία αίσθηση ότι η ζωή δεν έχει τελικά αξία, διότι μόνο τα όνειρά μας την καθιστούν σημαντική. Συνήθως η απελπισία μένει ως απότοκο μεγάλων προσδοκιών από τους άλλους και τον κόσμο. Είναι η αντίληψη ότι ο κόσμος μας χρωστά. Και οι άνθρωποι αναζητούμε παρηγοριά στην φαρμακευτική αγωγή, στα ταξίδια, στις αγορές, στην ηδονή. Πίσω όμως από την απελπισία κρύβεται η αδυναμία μας, η αναποφασιστικότητά μας να αγαπήσουμε, να μοιραστούμε ακόμη και την ήττα μας, η απιστία μας στον Θεό, ο Οποίος επιτρέπει τις δοκιμασίες μας για να ξαναδούμε την ζωή μέσα στην προοπτική της σωτηρίας μας, δηλαδή στην προοπτική της αποκατάστασης του νόηματος της ύπαρξής μας. Κληθήκαμε για να αγαπούμε.
“Μηδέν απελπίζοντες”. Ο ευαγγελικός λόγος όμως έχει και μία άλλη διάσταση. Είναι η απελπισία που προκαλούμε εμείς στους άλλους. Με το θέλημά μας που απαιτούμε να εκπληρωθεί από αυτούς. Από την αδυναμία μας να συγκαταβούμε στις δικές τους πτώσεις και αδυναμίες. Με την άρνησή μας να δώσουμε ευκαιρίες. Με το μπέρδεμα ανάμεσα στου τι είναι όριο και τι είναι καταδυνάστευση. Με το να μη νιώθουμε την αγάπη τους. Με το να κλείνουμε τα μάτια της ψυχής μας στην μόνη αλήθεια που είναι αδιάψευστη: ότι καμιά εξουσία δεν μπορεί να νικήσει τον θάνατο. ΚΙ έτσι, έχοντας αναγάγει το νόημα της ζωής στην επικράτηση, ακόμη κι όταν αρχικά κάνουμε το καλό, περιμένουμε την ανταπόδοσή του με τέτοιον τρόπο που πνίγουμε τους άλλους.
Οι άλλοι δεν είναι για να προβάλουμε σ’ αυτούς την εικόνα μας. Δεν είναι για επίδειξη. Οι άλλοι είναι για να τους αγαπούμε και, ανθρώπινο και όμορφο, να μας αγαπούνε. Ακόμη όμως κι αν η αγάπη τους δεν είναι αυτή που θα θέλαμε ή είναι πρόσκαιρη, συμφεροντολογική ή και ανύπαρκτη, εντούτοις ο αυθεντικός χριστιανός λειτουργεί στην προοπτική ότι η ζωή ξεκινά και καταλήγει στο Α της αρχής και στο Ω του τέλους του ρήματος “αγαπώ”. Τότε θα συγχωρήσουμε, ακόμη κι αυτούς που μας δυσκολεύουν, όχι με ψέματα ή επιδείξεις μεγαλοκαρδίας, αλλά με λόγο αληθινό και έργα στην πράξη, όσο χρόνο κι αν χρειαστεί αυτή η διαδικασία. Τότε δεν θα απελπίσουμε, αλλά θα νουθετήσουμε. Δεν θα υπερβάλλουμε αλλά θα παιδαγωγούμε. Δεν θα διώχνουμε, αλλά θα στηρίζουμε, θα συνοδοιπορούμε. Θα κρατούμε από το χέρι τον άλλο, με ειλικρίνεια και όχι με ψέμα, με την αλήθεια που χρειάζεται, όχι όμως με επίδειξη υπερηφάνειας. Με το μέτρο της ταπεινής αγάπης που δίνει ο Χριστός.
“Μηδέν απελπίζοντες”. Σε μία εποχή στην οποία υπάρχει θυμός, ένταση, φόβος, ιδεολογική διαπάλη, ένα αίσθημα ότι ο κόσμος δεν χρειάζεται τον Χριστό και την Εκκλησία, η πίστη γίνεται αληθινή παρηγοριά, η αγάπη ανα-νοηματοδοτεί τις ανθρώπινες σχέσεις και η κοινότητα της Εκκλησίας δίνει την ευκαιρία μίας άλλης ποιότητας ζωής. Μπορεί η αγάπη που συγχωρεί, που δίνει δεύτερες ευκαιρίες να κάνει αυτόν που αγαπά να αισθάνεται τον πειρασμό της αδικίας, της κόπωσης, της ματαιότητας, όμως ο Χριστός δίνει δύναμη. Και όσοι απελπίζονται, χρειάζονται την παρηγοριά μιας κοινότητας στην οποία θα νιώσουν ότι ανεξάρτητα από τα όποια λάθη της ζωής, υπάρχει η αγάπη.
π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός