Μελετώντας
κανεὶς τὴ ζωὴ τοῦ Κυρίου μας μέσα ἀπὸ τὶς σελίδες τῆς Ἁγίας Γραφῆς
διαπιστώνει πὼς ὑπάρχουν κάποια μικρὰ σημεῖα, κάποιες λεπτομέρειες, ποὺ
ἐκ πρώτης ὄψεως μπορεῖ νὰ φαίνονται ἀσήμαντες, ἂν ὅμως τὶς ἐξετάσει
προσεκτικότερα, θὰ δεῖ πὼς καὶ αὐτὲς οἱ λεπτομέρειες ἔχουν τὴ θέση τους,
τὴ σημασία, τὴν ἀξία τους.
Μιὰ τέτοια συγκλονιστικὴ λεπτομέρεια μᾶς περιγράφει ὁ ἱερὸς εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς.
Μεσάνυχτα Πέμπτης πρὸς Παρασκευὴ ὁ Κύριος βρίσκεται ἐνώπιον τῶν ἀρχιερέων Ἄννα καὶ Καϊάφα. Μόνος. Χωρὶς τὴ συνοδεία, τὴ συμπαράσταση τῶν μαθητῶν, τὴν ὑποστήριξη τοῦ Πέτρου, τὴν ὁποία λίγο πρὶν Τοῦ εἶχε ὑποσχεθεῖ.
Τὴν ἴδια ὥρα, στὸν ἴδιο τόπο, μπροστὰ σὲ μιὰ δούλη αὐτὸς ὁ μαθητής, ὁ Πέτρος, θὰ ἀρνηθεῖ τὸν Κύριο τρεῖς φορές. Καὶ μάλιστα μὲ ὅρκους καὶ ἀναθεματίζοντας καὶ καταρώμενος τὸν ἑαυτό του, εἶπε ὅτι δὲν γνωρίζει τὸν Κύριό του! Ὁ πειρασμὸς ἦταν μεγάλος καὶ τὸ ἁμάρτημα βαρύ. Ἐκείνη τὴ στιγμὴ ἀκούστηκε τὸ λάλημα τοῦ πετεινοῦ. Ἦταν τὸ σημάδι ποὺ εἶχε βάλει ὁ Κύριος γιὰ νὰ τὸν ξυπνήσει. «Οὐ φωνήσει σήμερον ἀλέκτωρ πρὶν ἢ τρὶς ἀπαρνήσῃ μὴ εἰδέναι με» τοῦ εἶχε πεῖ (Λουκ. κβ΄ 34).
Τὴν ἴδια στιγμὴ ὁ Κύριος, εἴτε ἀπὸ τὴν ἀνοικτὴ πόρτα τῆς αἴθουσας ὅπου δικαζόταν, εἴτε ἀπὸ κάποιο παράθυρο τοῦ διαδρόμου ἀπ’ ὅπου Τὸν ὁδήγησαν στὴν ἐπίσημη αἴθουσα τοῦ συνεδρίου, ἔριξε ἕνα βλέμμα στὸν Πέτρο γεμάτο πόνο καὶ συμπάθεια. «Ἐνέβλεψε τῷ Πέτρῳ», σημειώνει ὁ εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς. Βρισκόταν ἐνώπιον τῶν παρανόμων δικαστῶν, δὲν λησμόνησε ὅμως τὸν μαθητή του. Θὰ μποροῦσε, σημειώνει ὁ ἀείμνηστος καθηγητὴς Παναγιώτης Τρεμπέλας, «νὰ τοῦ στρέψῃ ὁριστικῶς τὰ νῶτα καὶ νὰ μὴ ρίψῃ πλέον κανὲν βλέμμα εἰς αὐτόν. Καίτοι δὲ ὁ Πέτρος εἶναι ἤδη ἔνοχος βαρέος ἐγκλήματος, ἐν τούτοις ὁ Ἰησοῦς ἀποφεύγει νὰ τὸν ἐκθέσῃ καὶ νὰ τὸν καταισχύνῃ. Δὲν τοῦ φωνάζει, ἀλλὰ ρίπτει βλέμμα ἐπ’ αὐτοῦ, τὴν σημασίαν τοῦ ὁποίου μόνος ὁ Πέτρος ἠδύνατο νὰ ἐννοήσῃ».
Τὸ βλέμμα τοῦ Κυρίου...
Βλέμμα πόνου. Αὐτὸ τὸ βλέμμα ἦταν ἕνας πολὺ δυνατὸς λόγος πρὸς τὸν μαθητή. Μιλοῦσε γιὰ τὸν πόνο ποὺ τοῦ προξένησε ἡ ἁμαρτία τοῦ Πέτρου. Ἔλεγε ὅτι πονάει καὶ λυπᾶται βαθύτατα ὁ Κύριος γιὰ τὸ κατάντημα τοῦ μαθητῆ.
Ἀλλὰ εἶναι καὶ βλέμμα ἐκπλήξεως καὶ ἐλέγχου. Σὰν νὰ τοῦ ἔλεγε: Ἐσύ, Πέτρε, δὲν μὲ γνωρίζεις; Ἐσὺ ποὺ ἤσουν τρία ὁλόκληρα χρόνια μαζί μου; Ἐσὺ τοῦ ὁποίου πρὶν ἀπὸ λίγο ἔπλυνα τὰ πόδια καὶ ἔδωσα τὸ Σῶμα καὶ τὸ Αἷμα μου; Ἐσὺ ποὺ μὲ διαβεβαίωσες γιὰ τὴ μέχρι θανάτου ἀφοσίωσή σου; Πέτρε! Πόσο ἀσυνεπὴς φάνηκες! Δὲν μπόρεσες νὰ κρατήσεις τὸ λόγο σου! Πόσο χαμηλὰ ἔπεσες ἐσὺ ὁ γενναῖος!
Ἦταν ὅμως καὶ βλέμμα γεμάτο στοργὴ καὶ συμπάθεια. Καὶ στὴν πτώση σου εἶμαι κοντά
σου, Πέτρε, τοῦ ἔλεγε. Καὶ προηγουμένως προσευχήθηκα νὰ μὴ χαθεῖς. Καὶ τώρα ὅμως στὴν ὥρα τῆς ἀδυναμίας σου δὲν σὲ ἀπορρίπτω. Εἶμαι κοντά σου.
Ἦταν τέλος καὶ βλέμμα καθοδηγήσεως. Τοῦ ἔλεγε: Θυμήσου, Πέτρε, τὴν κλίση σου. Θυμήσου τότε ποὺ περπάτη σες πάνω στὰ κύματα καί, ὅταν ἄρχισες νὰ βυθίζεσαι, φώναξες «Κύριε, σῶσόν με». Τότε ἅπλωσα τὸ χέρι μου καὶ σ’ ἔσωσα. Τώρα τὰ χέρια μου εἶναι ἁλυσο δεμένα. Καὶ ὁ κίνδυνος στὸν ὁποῖο βρίσκεσαι, εἶναι ἀσυγκρίτως μεγαλύτερος. Ἁπλώνω λοιπὸν τὸ βλέμμα μου, γιὰ νὰ σὲ βοηθήσω νὰ σηκωθεῖς ἀπὸ τὴ φοβερὴ πτώση σου. Στὸ βάθος τῆς ψυχῆς σου γνωρίζω ὅτι συνεχίζεις νὰ μὲ ἀγαπᾶς. Γι’ αὐτὸ καὶ σὲ καλῶ νὰ ἐπιστρέψεις.
Αὐτὸ τὸ βλέμμα ἦταν μιὰ δυνατὴ πρόσκληση μετανοίας στὸν Πέτρο. Αὐτὸ τὸ βλέμμα ἔμεινε χαραγμένο γιὰ πάντα στὴν καρδιὰ τοῦ μαθητῆ. Κι ἐκεῖνος τὸ δέχθηκε. Ἀμέσως συναισθάνθηκε τὸ ἁμάρτημά του, συναισθάνθηκε τὸ βάθος στὸ ὁποῖο τὸν ἔριξε ἡ αὐτοπεποίθησή του «καὶ ἐξελθὼν ἔξω ἔκλαυσε πικρῶς» (Ματθ. κς΄ 75). Μετανόησε, ἔχυσε πικρά, καυτὰ δάκρυα συντριβῆς, ὁλοκληρωτικῆς μετανοίας.
Ἴσως κάποιες φορὲς βρισκόμαστε καὶ μεῖς στὴ θέση αὐτὴ τοῦ Πέτρου. Βρισκόμαστε:
Ὅταν παραβαίνουμε τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ καὶ τὶς ὑποσχέσεις ποὺ δώσαμε.
Ὅταν γεμίζουμε μὲ ἀπροσεξίες τὴ ζωή μας μ’ αὐτὰ ποὺ λέμε, ποὺ ἀκοῦμε, ποὺ βλέπουμε, ποὺ κάνουμε.
Ὅταν ἀμφιβολίες, ὀλιγοπιστίες καὶ διλήμματα γεμίζουν τὸ ἐσωτερικό μας μπροστὰ στὶς δοκιμασίες, στὶς θλίψεις καὶ στὰ προβλήματα τῆς ζωῆς.
Τότε τὸ βλέμμα τοῦ Κυρίου στρέφεται καὶ σὲ μᾶς. Εἴτε μέσα ἀπὸ τὴν εἰκόνα του, εἴτε ἀπὸ τὸν αἰώνιο λόγο του, εἴτε ἀπὸ τὴ συμβουλὴ τοῦ Πνευματικοῦ μας, εἴτε ἀπὸ τὴ φωνὴ τῆς συνειδήσεώς μας. Αἰσθανόμαστε τὸ βλέμμα του μὲ τὴν ἴδια ἀγάπη καὶ στοργὴ νὰ μᾶς καλεῖ ξανὰ κοντά του, νὰ μᾶς δυναμώνει καὶ νὰ μᾶς στηρίζει γιὰ νὰ βροῦ με πάλι τὸ σωστὸ δρόμο, τὴν ὀρθὴ πορεία μας κοντά του, παιδιὰ δικά του ἀγαπημένα, ξανὰ μαθητές του.
Ἀρκεῖ νὰ τὸ βλέπουμε, νὰ Τὸν πιστεύουμε καὶ νὰ μετανοούμε.
Μιὰ τέτοια συγκλονιστικὴ λεπτομέρεια μᾶς περιγράφει ὁ ἱερὸς εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς.
Μεσάνυχτα Πέμπτης πρὸς Παρασκευὴ ὁ Κύριος βρίσκεται ἐνώπιον τῶν ἀρχιερέων Ἄννα καὶ Καϊάφα. Μόνος. Χωρὶς τὴ συνοδεία, τὴ συμπαράσταση τῶν μαθητῶν, τὴν ὑποστήριξη τοῦ Πέτρου, τὴν ὁποία λίγο πρὶν Τοῦ εἶχε ὑποσχεθεῖ.
Τὴν ἴδια ὥρα, στὸν ἴδιο τόπο, μπροστὰ σὲ μιὰ δούλη αὐτὸς ὁ μαθητής, ὁ Πέτρος, θὰ ἀρνηθεῖ τὸν Κύριο τρεῖς φορές. Καὶ μάλιστα μὲ ὅρκους καὶ ἀναθεματίζοντας καὶ καταρώμενος τὸν ἑαυτό του, εἶπε ὅτι δὲν γνωρίζει τὸν Κύριό του! Ὁ πειρασμὸς ἦταν μεγάλος καὶ τὸ ἁμάρτημα βαρύ. Ἐκείνη τὴ στιγμὴ ἀκούστηκε τὸ λάλημα τοῦ πετεινοῦ. Ἦταν τὸ σημάδι ποὺ εἶχε βάλει ὁ Κύριος γιὰ νὰ τὸν ξυπνήσει. «Οὐ φωνήσει σήμερον ἀλέκτωρ πρὶν ἢ τρὶς ἀπαρνήσῃ μὴ εἰδέναι με» τοῦ εἶχε πεῖ (Λουκ. κβ΄ 34).
Τὴν ἴδια στιγμὴ ὁ Κύριος, εἴτε ἀπὸ τὴν ἀνοικτὴ πόρτα τῆς αἴθουσας ὅπου δικαζόταν, εἴτε ἀπὸ κάποιο παράθυρο τοῦ διαδρόμου ἀπ’ ὅπου Τὸν ὁδήγησαν στὴν ἐπίσημη αἴθουσα τοῦ συνεδρίου, ἔριξε ἕνα βλέμμα στὸν Πέτρο γεμάτο πόνο καὶ συμπάθεια. «Ἐνέβλεψε τῷ Πέτρῳ», σημειώνει ὁ εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς. Βρισκόταν ἐνώπιον τῶν παρανόμων δικαστῶν, δὲν λησμόνησε ὅμως τὸν μαθητή του. Θὰ μποροῦσε, σημειώνει ὁ ἀείμνηστος καθηγητὴς Παναγιώτης Τρεμπέλας, «νὰ τοῦ στρέψῃ ὁριστικῶς τὰ νῶτα καὶ νὰ μὴ ρίψῃ πλέον κανὲν βλέμμα εἰς αὐτόν. Καίτοι δὲ ὁ Πέτρος εἶναι ἤδη ἔνοχος βαρέος ἐγκλήματος, ἐν τούτοις ὁ Ἰησοῦς ἀποφεύγει νὰ τὸν ἐκθέσῃ καὶ νὰ τὸν καταισχύνῃ. Δὲν τοῦ φωνάζει, ἀλλὰ ρίπτει βλέμμα ἐπ’ αὐτοῦ, τὴν σημασίαν τοῦ ὁποίου μόνος ὁ Πέτρος ἠδύνατο νὰ ἐννοήσῃ».
Τὸ βλέμμα τοῦ Κυρίου...
Βλέμμα πόνου. Αὐτὸ τὸ βλέμμα ἦταν ἕνας πολὺ δυνατὸς λόγος πρὸς τὸν μαθητή. Μιλοῦσε γιὰ τὸν πόνο ποὺ τοῦ προξένησε ἡ ἁμαρτία τοῦ Πέτρου. Ἔλεγε ὅτι πονάει καὶ λυπᾶται βαθύτατα ὁ Κύριος γιὰ τὸ κατάντημα τοῦ μαθητῆ.
Ἀλλὰ εἶναι καὶ βλέμμα ἐκπλήξεως καὶ ἐλέγχου. Σὰν νὰ τοῦ ἔλεγε: Ἐσύ, Πέτρε, δὲν μὲ γνωρίζεις; Ἐσὺ ποὺ ἤσουν τρία ὁλόκληρα χρόνια μαζί μου; Ἐσὺ τοῦ ὁποίου πρὶν ἀπὸ λίγο ἔπλυνα τὰ πόδια καὶ ἔδωσα τὸ Σῶμα καὶ τὸ Αἷμα μου; Ἐσὺ ποὺ μὲ διαβεβαίωσες γιὰ τὴ μέχρι θανάτου ἀφοσίωσή σου; Πέτρε! Πόσο ἀσυνεπὴς φάνηκες! Δὲν μπόρεσες νὰ κρατήσεις τὸ λόγο σου! Πόσο χαμηλὰ ἔπεσες ἐσὺ ὁ γενναῖος!
Ἦταν ὅμως καὶ βλέμμα γεμάτο στοργὴ καὶ συμπάθεια. Καὶ στὴν πτώση σου εἶμαι κοντά
σου, Πέτρε, τοῦ ἔλεγε. Καὶ προηγουμένως προσευχήθηκα νὰ μὴ χαθεῖς. Καὶ τώρα ὅμως στὴν ὥρα τῆς ἀδυναμίας σου δὲν σὲ ἀπορρίπτω. Εἶμαι κοντά σου.
Ἦταν τέλος καὶ βλέμμα καθοδηγήσεως. Τοῦ ἔλεγε: Θυμήσου, Πέτρε, τὴν κλίση σου. Θυμήσου τότε ποὺ περπάτη σες πάνω στὰ κύματα καί, ὅταν ἄρχισες νὰ βυθίζεσαι, φώναξες «Κύριε, σῶσόν με». Τότε ἅπλωσα τὸ χέρι μου καὶ σ’ ἔσωσα. Τώρα τὰ χέρια μου εἶναι ἁλυσο δεμένα. Καὶ ὁ κίνδυνος στὸν ὁποῖο βρίσκεσαι, εἶναι ἀσυγκρίτως μεγαλύτερος. Ἁπλώνω λοιπὸν τὸ βλέμμα μου, γιὰ νὰ σὲ βοηθήσω νὰ σηκωθεῖς ἀπὸ τὴ φοβερὴ πτώση σου. Στὸ βάθος τῆς ψυχῆς σου γνωρίζω ὅτι συνεχίζεις νὰ μὲ ἀγαπᾶς. Γι’ αὐτὸ καὶ σὲ καλῶ νὰ ἐπιστρέψεις.
Αὐτὸ τὸ βλέμμα ἦταν μιὰ δυνατὴ πρόσκληση μετανοίας στὸν Πέτρο. Αὐτὸ τὸ βλέμμα ἔμεινε χαραγμένο γιὰ πάντα στὴν καρδιὰ τοῦ μαθητῆ. Κι ἐκεῖνος τὸ δέχθηκε. Ἀμέσως συναισθάνθηκε τὸ ἁμάρτημά του, συναισθάνθηκε τὸ βάθος στὸ ὁποῖο τὸν ἔριξε ἡ αὐτοπεποίθησή του «καὶ ἐξελθὼν ἔξω ἔκλαυσε πικρῶς» (Ματθ. κς΄ 75). Μετανόησε, ἔχυσε πικρά, καυτὰ δάκρυα συντριβῆς, ὁλοκληρωτικῆς μετανοίας.
Ἴσως κάποιες φορὲς βρισκόμαστε καὶ μεῖς στὴ θέση αὐτὴ τοῦ Πέτρου. Βρισκόμαστε:
Ὅταν παραβαίνουμε τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ καὶ τὶς ὑποσχέσεις ποὺ δώσαμε.
Ὅταν γεμίζουμε μὲ ἀπροσεξίες τὴ ζωή μας μ’ αὐτὰ ποὺ λέμε, ποὺ ἀκοῦμε, ποὺ βλέπουμε, ποὺ κάνουμε.
Ὅταν ἀμφιβολίες, ὀλιγοπιστίες καὶ διλήμματα γεμίζουν τὸ ἐσωτερικό μας μπροστὰ στὶς δοκιμασίες, στὶς θλίψεις καὶ στὰ προβλήματα τῆς ζωῆς.
Τότε τὸ βλέμμα τοῦ Κυρίου στρέφεται καὶ σὲ μᾶς. Εἴτε μέσα ἀπὸ τὴν εἰκόνα του, εἴτε ἀπὸ τὸν αἰώνιο λόγο του, εἴτε ἀπὸ τὴ συμβουλὴ τοῦ Πνευματικοῦ μας, εἴτε ἀπὸ τὴ φωνὴ τῆς συνειδήσεώς μας. Αἰσθανόμαστε τὸ βλέμμα του μὲ τὴν ἴδια ἀγάπη καὶ στοργὴ νὰ μᾶς καλεῖ ξανὰ κοντά του, νὰ μᾶς δυναμώνει καὶ νὰ μᾶς στηρίζει γιὰ νὰ βροῦ με πάλι τὸ σωστὸ δρόμο, τὴν ὀρθὴ πορεία μας κοντά του, παιδιὰ δικά του ἀγαπημένα, ξανὰ μαθητές του.
Ἀρκεῖ νὰ τὸ βλέπουμε, νὰ Τὸν πιστεύουμε καὶ νὰ μετανοούμε.