Ο σύγχρονος άνθρωπος θεμελιώνει την ζωή του στα επιτεύγματα του
πολιτισμού και τον εαυτό του, στις ιδέες του, στις αξίες με τις οποίες
μεγάλωσε και αυτές τις οποίες ενστερνίζεται. Ο πολιτισμός γεννά μια
καθημερινότητα. Μας οδηγεί στην ευκολία, στις επιλογές, στις
εναλλακτικές λύσεις. Σημείο κατατεθέν το να μη βαριόμαστε. Να έχουμε
τρόπους ώστε ο χρόνος μας να μην είναι εχθρός αδυσώπητος, όπως συμβαίνει
όταν δεν έχουμε τι να κάνουμε. Οι παλαιότεροι ακολουθούσαν τον χρόνο
και δεν το θεωρούσαν κακό. Είχαν χωρισμένες τις εποχής ανάλογα με τις
εργασίες που μπορούσαν να γίνουν. Κοιμόντουσαν νωρίς και ξυπνούσαν
νωρίς. Ενέτασσαν τις υποχρεώσεις τους, την εργασία τους, τις δουλειές
του σπιτιού, τα μαθήματα του σχολείου στον φυσικό χρόνο και όταν υπήρχε
περιθώριο ασχολούνταν δημιουργικά με δημιουργικές δραστηριότητες που
μπορούσαν να προσφέρουν στο σπίτι ή με συναντήσεις με τους άλλους
ανθρώπους, ώστε να μη λείπει και η κοινωνικότητα από την ζωή τους.
Σήμερα οι άνθρωποι κοιμόμαστε λιγότερο. Έχουμε το πρόγραμμά μας το
οποίο λειτουργεί σε ρυθμούς αυξημένης ταχύτητας, είτε λόγω των μεγάλων
πόλεων, είτε επειδή προσπαθούμε να χωρέσουμε όλο και περισσότερες
εργασίες και δραστηριότητες σ’ αυτό και δείχνουμε ότι θέλουμε να
ελέγξουμε τον χρόνο. Αυτός να μας ακολουθεί και όχι εμείς. Έτσι
γινόμαστε ολοένα και πιο αγχώδεις και έχουμε φόβο για το τι θα κάνουμε
αν δεν υπάρχει άλλη δραστηριότητα. Γκρινιάζουμε περισσότερο οι άνθρωποι
σήμερα και στρεφόμαστε στον εαυτό μας, ο οποίος είναι το κλειδί. Αυτό
δεν είναι κατ’ ανάγκην κακό. Δεν φτάνει όμως για να έχουμε αυθεντικό
προσανατολισμό στην ζωή μας.
Η πίστη στον Θεό μας υπενθυμίζει κάποιες από τις παλαιές, τις
παραδοσιακές αξίες. Ότι χρειάζεται να ακολουθήσουμε λίγο τον χρόνο και
όχι να τρέχουμε πριν από αυτόν. Κι αυτό γίνεται μέσα από τις γιορτές,
αλλά και μέσα από την διαρκή υπενθύμιση ότι η ζωή δεν μπορεί να είναι
στηριγμένη στον εαυτό μας, αλλά στον ακρογωνιαίο λίθο του οικοδομήματος
της ύπαρξής μας που είναι ο Χριστός. Ο απόστολος Παύλος, γράφοντας στους
Εφεσίους, επισημαίνει ότι καλούμαστε να ζήσουμε «εποικοδομηθέντες
επί τω θεμελίω των αποστόλων και προφητών, όντος ακρογωνιαίου αυτού
Ιησού Χριστού, εν ω πάσα οικοδομή συναρμολογουμένη αύξει εις ναόν άγιον
εν Κυρίω» (Εφεσ. 2, 20-21). «Προστεθήκατε κι εσείς στο
οικοδόμημα που έχει θεμέλιο τους αποστόλους και τους προφήτες κι
ακρογωνιαίο λίθο αυτόν τον ίδιο τον Χριστό. Μ’ Αυτόν ολόκληρο το
οικοδόμημα δένεται και μεγαλώνει, ώστε να γίνει ναός άγιος για τον
Κύριο». Ο Χριστός, οι απόστολοι, οι προφήτες είναι πρόσωπα και
διδασκαλίες που φαινομενικά έρχονται από το παρελθόν. Όμως η φρεσκάδα
και η ζωή που δίνουν υπερβαίνει τον χρόνο. Ακολουθώντας τους, νομίζουμε
ότι επιστρέφουμε στο χτες. Στην πράξη όμως είμαστε συνεχώς με το βλέμμα
και στο σήμερα και στο αύριο.
Πρωτίστως η οικοδομή δεν είναι στηριγμένη σε ιδέες ή σε ηθικά
παραγγέλματα αλλά στα Πρόσωπα που έζησαν όπως μας έδειξαν και μας
αποκάλυψαν. Οι Ιουδαίοι, ακούγοντας τον Χριστό να μιλά, αναφωνούσαν ότι
ουδέποτε μίλησε άνθρωπος, όπως Εκείνος. Και δεν μιλούσε μόνο ο Χριστός,
αλλά εξέφραζε την πεμπτουσία του λόγου Του με τα έργα Του. Και ο λόγος
είχε τρεις κυρίως γραμμές: την αγάπη, την μνήμη της σωτηρίας, την
απάντηση σε όλες τις ανάγκες του ανθρώπου. Η αγάπη συνίσταται στην
υπέρβαση της εγωκεντρικής αυτάρκειας, στην ενασχόληση του ανθρώπου με
τον εαυτό του και μόνο. Ο κατά Χριστόν αγαπών ανοίγεται στους άλλους,
τόσο αναφορικά με την προσφορά των υλικών αγαθών, δηλαδή της
ελεημοσύνης, όσο και σε ό,τι έχει να κάνει με την ανθρωπιά, το μοίρασμα,
την ακρόαση των άλλων, την έγνοια, την προσευχή γι’ αυτούς. Έτσι η
αγάπη γίνεται απάντηση σε όλες τις ανάγκες του ανθρώπου. Δίνει κριτήρια
ώστε ο άνθρωπος να γνωρίζει πώς θα υπερβεί τις δυσκολίες του, πώς θα
χειριστεί τις σχέσεις του, πώς θα τιθασεύσει τον ίδιο τον εαυτό και τα
πάθη του, νικώντας το αίσθημα του δικαιώματος. Ο Χριστός όμως μας καλεί
να θυμόμαστε την σωτηρία μας. Την Βασιλεία των ουρανών. Τον θησαυρό εν
ουρανοίς. Την παρουσία του Τριαδικού Θεού, ώστε ζωή και θάνατος να μην
είναι εμπόδια, αλλά περάσματα. Ανάλογη είναι και η διδασκαλία των
αποστόλων και των προφητών, η οποία εκφράζεται μέσα από ένα συνεχές
μετανοείν, δηλαδή μέσα από την ανάγκη μας να επιστρέφουμε στις τρεις
γραμμές που χαράζει ο Χριστός και να βρίσκουμε νόημα ζωής μέσα από
αυτές. Και όλα στην κοινωνία των Προσώπων, όπως αυτή βιώνεται στην
Εκκλησία. Διότι τον Χριστό στην Εκκλησία Τον συναντούμε. Τους
αποστόλους, τους προφήτες, τους αγίους ως εκείνους που εφάρμοσαν τους
λόγους και την πράξη που ο Χριστός έφερε στον κόσμο, είτε πριν, είτε
κατά, είτε μετά την παρουσία Του ανάμεσά μας, στην Εκκλησία τους
συναντούμε.
Αυτός ο δρόμος γεννά μιαν
αλλιώτικη θέαση του χρόνου. Δεν είμαστε πλέον δούλοι του, αλλά ούτε και
προσπαθούμε να κυριαρχήσουμε σ’ αυτόν. Ακολουθούμε τα προγράμματα του
πολιτισμού και του καιρού μας, την ίδια στιγμή όμως αφηνόμαστε όσο το
δυνατόν στον τρόπο με τον οποίο η Εκκλησία ζει τον χρόνο. Ως μία συνεχή
υπόμνηση του Προσώπου του Χριστού, του μηνύματος του Ευαγγελίου, της
πορείας της αγιότητας. Ο λειτουργικός χρόνος, μέσα από τις γιορτές,
αλλά και την μελέτη του λόγου του Θεού, μέσα από την νηστεία και την
μετοχή μας στην θεία Ευχαριστία, μέσα από το μετανοείν διά των
υποδειγμάτων των αγίων, μας κάνει λιγότερο αγχώδεις. Μας δίνει δύναμη να
ξέρουμε ότι ξεκινούμε την κάθε μέρα μας για να αγαπήσουμε περισσότερο,
να απαντήσουμε στους πειρασμούς και τις προκλήσεις της καθημερινότητάς
μας και να θυμόμαστε την σωτηρία μας, βλέποντας τον πλησίον μας,
σχετικοποιώντας την ευχαρίστηση των αγαθών, μειώνοντας το άγχος για ό,τι
μας κρατά δεμένους με τον κόσμο και τον χρόνο του και αποβλέποντας στην
κοινωνία με τον Χριστό που ελεεί και αγιάζει. Έτσι γινόμαστε ναός Θεού
και κατοικεί Εκείνος εντός μας!
Να το διαφορετικό κι ευλογημένο θεμέλιο που μας καθιστά μέλη της Εκκλησίας, ανθρώπους που γνωρίζουμε γιατί ζούμε!