῞Ενα
παιδαγωγικὸ θαυμαστὸ γεγονὸς συνέβη κάποτε στοὺς Πατέρες τῆς Μονῆς, ποὺ
ἔγινε γνωστὸ καὶ στοὺς περιοίκους, οἱ ὁποῖοι καὶ τὸ διηγοῦνται.
Οἱ
Μοναχοὶ πήγαιναν κι ἔσπερναν στὰ πεδινὰ Μετόχια τῆς Μονῆς σιτάρι, γιὰ
νὰ ἐξοικονομοῦν τὸ ψωμὶ τῆς χρονιᾶς καὶ γιὰ νὰ ἔχουν νὰ φιλοξενοῦν καὶ
νὰ βοηθοῦν τοὺς φτωχούς.
Κάποτε
ἐπῆγαν κι ἔσπειραν σιτάρι στὸν «Ἅη-Θανάση», ἕνα Μετόχι τῆς Μονῆς. Ἦρθε
τὸ Σάββατο τὸ ἀπόγευμα καὶ τοὺς ἔμεινε ἄσπαρτη μιὰ λωρίδα ἀπὸ τὸ κτῆμα.
Ἕνας
ἀπὸ τοὺς Μοναχούς, μὲ τὴν σκέψη νὰ μὴν ξαναρθοῦν πάλι γιὰ κεῖνο τὸ λίγο
ποὺ ἔμεινε, παρασύρθηκε καὶ τὸ ἔσπειρε χαράματα τῆς Κυριακῆς!
Ὅταν ἦρθε ὁ καιρὸς τοῦ θερισμοῦ, πρόσεξαν πὼς σ᾿ αὐτὴν τὴν λωρίδα, ποὺ σπάρθηκε Κυριακή, τὸ σιτάρι ἦταν διπλάσιο σὲ ὕψος!
Τοὺς ἔκανε ἐντύπωσι καὶ ὁμολόγησαν στὸν Ἡγούμενο, ἕναν φωτισμένο καὶ ἁγιασμένο ἄνθρωπο, τί εἶχε συμβεῖ.
Ἐκεῖνος,
πρὸς μεγάλη ἔκπληξή τους, ἔδωσε ἐντολὴ νὰ μὴν τὸ θερίσουν τὸ κομμάτι
αὐτό, ἀλλὰ ἀφοῦ θερίσουν τὸ ὑπόλοιπο κτῆμα, νὰ τὸ κάψουν!
Ἔτσι κι ἔκαναν.
Τὴν στιγμὴ ὅμως ποὺ καιγόταν τὸ σιτάρι τῆς ἁμαρτίας, κάτι ἔσκασε τόσο δυνατά, σὰν νὰ ἦταν δυναμίτις!
Τρόμαξαν οἱ Μοναχοὶ καὶ κατάλαβαν τὴν παγίδα τοῦ κακοῦ καὶ τὴν ἁμαρτία.
Ὁ
ἔνοχος μετανοημένος, ἀφοῦ ἐνημέρωσε τὸν Γέροντα, ζήτησε συγχώρηση καὶ
ἀπεφάσισε, ὅσο κι ἂν εἶναι ἀνάγκη, τὴν Κυριακὴ νὰ τὴν φυλάει ἀπὸ
ἐργασία.