Παρασκευή 29 Νοεμβρίου 2019

ΤΟ ΧΕΡΙ ΠΟΥ ΔΙΝΕΙ




Ἐσεῖς ποὺ βρήκατε τὸν ἄνθρωπό σας κι ἔχετε ἕνα χέρι νὰ σᾶς σφίγγει τρυφερά, ἕναν ὦμο ν’ ἀκουμπᾶτε τὴν πίκρα σας, ἕνα κορμὶ νὰ ὑπερασπίζει τὴν ἔξαψή σας…
κοκκινίσατε ἄραγε γιὰ τὴν τόση εὐτυχία σας,
ἔστω καὶ μιὰ φορά;
Εἴπατε νὰ κρατήσετε ἑνὸς λεπτοῦ σιγὴ
γιὰ τοὺς ἀπεγνωσμένους;
Ἕ­να αἰχ­μη­ρό­τα­το βέ­λος ρί­χνει κα­τευ­θεί­αν στὴν καρ­διὰ τῆς βο­λι­κῆς μας ἐ­πα­νά­παυ­σης ὁ ποι­η­τὴς Ντί­νος Χρι­στι­α­νό­που­λος μὲ τοὺς στί­χους αὐ­τούς. Ποι­ὸς κά­θε­ται νὰ σκε­φθεῖ τὸν ἄλ­λο, τὴ στιγ­μὴ ποὺ ἐ­μεῖς εἴ­μα­στε μιὰ χα­ρά;
Κι ὅ­μως αὐ­τὴ θά ’­πρε­πε νὰ εἶ­ναι ἡ μό­νι­μη ἀ­γω­νί­α καὶ ἀ­νη­συ­χί­α μας. Πῶς γί­νε­ται νὰ χαι­ρό­μα­στε τὴ ζω­ή μας ἀ­νέ­με­λα, ὅ­ταν ἄλ­λοι πα­ρα­δί­πλα ὑ­πο­φέ­ρουν; Ἡ ἀ­δι­α­φο­ρί­α δὲν μπο­ρεῖ νὰ ἔ­χει θέ­ση στὴ ζω­ὴ τοῦ Χρι­στια­νοῦ. Χρι­στια­νὸς ση­μαί­νει νὰ εἶ­σαι τοῦ Χρι­στοῦ. Καὶ ὁ Χρι­στὸς ἔ­ζη­σε μό­νο γιὰ τοὺς ἄλ­λους. Κα­θό­λου γιὰ τὸν ἑ­αυ­τό του. «Ἑ­αυ­τὸν ἐ­κέ­νω­σεν» (Φιλ. 2, 7). Τὸν σταύ­ρω­σε γιὰ μᾶς.
Ἔ­δει­ξε μὲ τὸν τρό­πο αὐ­τό, ὅ­τι ἀ­ξί­α δὲν ἔ­χει μιὰ ζω­ὴ μὲ κα­λο­πέ­ρα­ση, ἀλ­λὰ μιὰ ζω­ὴ προ­σφο­ρᾶς στὸν ἄλ­λο. Ὕ­ψι­στο σκο­πό της, βα­θύ­τα­το νό­η­μά της, ἀ­πό­λυ­τη πλη­ρό­τη­τά της ὅ­ρι­σε τὴν ἀ­γά­πη.
Μὰ ἐ­μεῖς δι­α­στρέ­ψα­με καὶ τὸ πε­ρι­ε­χό­με­νο τῆς ἀ­γά­πης. Στὸν δι­κό μας κό­σμο, ὅ­που κέν­τρο βά­λα­με τὸν ἑ­αυ­τό μας, ἀ­κό­μα καὶ ἡ ἀ­γά­πη δὲν εἶ­ναι ἀ­κρι­βῶς ἀ­γά­πη. «Ἡ ἀ­γά­πη γιὰ τὸν συ­νάν­θρω­πό μας δὲν εἶ­ναι τά­χα ἐ­πι­τα­κτι­κὴ ἀ­νάγ­κη γιὰ μιὰ και­νούρ­για ἰ­δι­ο­κτη­σί­α;»
Εἶ­ναι ὁ Νί­τσε αὐ­τὸς ποὺ ἀ­να­ρω­τι­έ­ται. Καὶ συ­νε­χί­ζει τὴ σκέ­ψη του, λέ­γον­τας ὅ­τι σὲ μιὰ τέ­τοι­α ἀ­γά­πη συμ­βαί­νει ὅ,τι καὶ σὲ κά­θε μας ἐ­πι­θυ­μί­α γιὰ ὁτιδήποτε και­νούρ­γιο: «Κου­ρα­ζό­μα­στε μὲ τὸ πα­λιό, γιὰ ὅ,τι γνω­ρί­ζου­με κα­λὰ καὶ σί­γου­ρα. Ἔ­χου­με ἀ­νάγ­κη νὰ τεν­τώ­σου­με τὰ χέ­ρια μας ἀ­κό­μα πιὸ μα­κριά. Καὶ τὸ πιὸ ὄ­μορ­φο το­πί­ο, ὅ­ταν τὸ ζή­σου­με, ὅ­ταν τὸ ἔ­χου­με μπρο­στὰ στὰ μά­τια μας γιὰ τρεῖς ὁ­λό­κλη­ρους μῆ­νες, μᾶς κου­ρά­ζει, δὲν εἴ­μα­στε βέ­βαι­οι γιὰ τὴν ἀ­γά­πη μας γι’ αὐ­τό. Κά­ποι­α ἄλ­λη μα­κρι­νὴ ὄ­χθη, μᾶς τρα­βά­ει πε­ρισ­σό­τε­ρο. Γε­νι­κό­τε­ρα, μιὰ κα­το­χὴ μει­ώ­νε­ται μὲ τὴ χρή­ση».
Μιὰ ἀ­γά­πη λοι­πὸν ποὺ εἶ­ναι ἐ­πι­τα­κτι­κὴ ἀ­νάγ­κη ἰ­δι­ο­κτη­σί­ας, κα­το­χῆς τοῦ ἄλ­λου γιὰ εὐ­χα­ρί­στη­ση τοῦ ἑ­αυ­τοῦ μας, γρήγορα κα­ταν­τά­ει πράγ­μα βα­ρε­τό. Δὲν ὑ­πάρ­χει εὐ­χα­ρί­στη­ση, ποὺ νὰ μὴ γί­νε­ται μὲ τὸν χρό­νο ἀ­νια­ρή. Γίνεται βαρετὸς ὁ ἄλλος καὶ πρέπει νὰ ἀντικαθίσταται συνεχῶς, ὅταν, ἀντὶ νὰ τὸν κάνουμε ἀποδέκτη τῆς ἀγάπης μας, τὸν μεταβάλλουμε σὲ ἁπλὸ ὄργανο τῆς εὐχαρίστησής μας. Εἶ­ναι ἡ κα­τά­ρα τῆς ἐ­γω­κεν­τρι­κῆς μας ἀ­να­ζή­τη­σης. Νὰ μὴ σταματάει πο­τέ. Νὰ ψά­χνει ἀ­κό­ρε­στη γιὰ νέ­ους τρόπους καὶ εἴ­δη εὐ­χα­ρί­στη­σης.
Μὰ εἶ­ναι κά­τι δι­α­φο­ρε­τι­κὸ ἡ ἀ­γά­πη ποὺ προ­σφέ­ρε­ται, τὸ χέ­ρι ποὺ δί­νεις γιὰ νὰ στη­ρι­χτεῖ κά­ποι­ος ἐ­πά­νω του, ὄχι γιὰ νὰ πάρεις κάτι ἐσύ. Ὅταν ἀ­γα­πᾶς τὸν ἄλλο γιὰ ὅ,τι ἀκριβῶς εἶναι αὐτὸς ὁ ἄλλος, ὄ­χι γιὰ δική σου εὐ­χα­ρί­στη­ση. Αὐτὸ εἶναι κά­τι ποὺ θὰ σὲ γε­μί­ζει πάν­το­τε χα­ρά. Μιὰ ἐμ­πει­ρί­α ποὺ θὰ πα­ρα­μέ­νει ζων­τα­νή, ἀ­ξέ­χα­στη, ἀ­κό­μα κι ὅ­ταν ὅ­λα βου­λιά­ξουν στῆς λή­θης τὸν ἀ­πύθμενο βυ­θό. Τὸ πε­ρι­γρά­φει ὄ­μορ­φα ὁ ποι­η­τής:
Κι ἔπειτα τὰ χρόνια θὰ περάσουν
ὄγκοι βουνῶν καὶ πέτρας θὰ παρεμβληθοῦν
θὰ ξεχαστοῦνε ὅλα
ὅπως ξεχνιέται τὸ καθημερινὸ φαΐ
ποὺ μᾶς κρατάει ὀρθούς.
Ὅλα, ἔξω ἀπὸ κείνη τὴ στιγμὴ
ποὺ μέσα στὸ συνωστισμὸ τοῦ ὑπόγειου τρένου
κρατήθηκες στὸ μπράτσο μου.
(Τί­τος Πα­τρί­κιος)
Ἐμεῖς προσφέρουμε τὸ μπράτσο μας σὲ ὅποιον τὸ χρειάζεται νὰ κρατηθεῖ; Τί μᾶς ἐμ­πο­δί­ζει νά ΄ναι γε­μά­τη ἡ ζω­ή μας ἀ­πὸ ὄ­μορ­φες στιγ­μὲς προ­σφο­ρᾶς; Μό­νο αὐ­τὲς ἔ­χουν ἀ­ξί­α πολύτιμη, θὰ πα­ρα­μεί­νουν αἰ­ώ­νια στὴ μνή­μη τοῦ Θε­οῦ, ὅταν ὅλα τὰ ἄλλα ξεχαστοῦν. Τὸ χέ­ρι ποὺ προ­σφέ­ρε­ται γιὰ ἀ­γά­πη, γρά­φει ἀ­νε­ξί­τη­λα τὸ ὄ­νο­μά μας στὸ Βι­βλί­ο τῆς Ζω­ῆς. Ἐ­νῶ τὸ χέ­ρι ποὺ δὲν τὸ ἔ­μα­θε αὐ­τό, σβή­νει γιὰ πάν­τα τὸ ὄ­νο­μά μας ἀ­πὸ τὴ μνή­μη τοῦ Θε­οῦ. Και­ρὸς νὰ δι­δά­ξου­με καλὰ στὸ χέ­ρι μας τὸ μά­θη­μα αὐτό, νὰ γρά­φει χω­ρὶς λά­θη τῆς ἀγάπης τὴ σω­τή­ρια γρα­φή.
Ὁ Κύ­ριός μας τρέ­χει, ἐπείγεται ν’ ἁ­πλώ­σει τὰ χέ­ρια του πά­νω στὸν σταυ­ρό, νὰ μᾶς ἀγκαλιάσει ὅλους, νὰ μᾶς σώσει. Ἂς βι­α­στοῦ­με ν’ ἁ­πλώ­σου­με τὰ χέ­ρια μας κι ἐ­μεῖς μὲ σταυ­ρι­κὴ δι­ά­θε­ση σὲ ὅ­σους τὰ χρει­ά­ζον­ται. «Κύ­ρι­ε, τὰς χεῖ­ρας ἡ­μῶν ἔ­κτει­νον πρὸς ἐρ­γα­σί­αν τῶν ἐν­το­λῶν σου».
Του π. Δημητρίου Μπόκου