“Η υπερηφάνεια εκφράζεται με την εξουδένωση του πλησίον, την αναιδή φανέρωση των κόπων μας, τον εσωτερικό μας αυτοέπαινο, το μίσος των ελέγχων, κυρίως όμως με την άρνηση της βοήθειας του Θεού και την εξύψωση της δικής μας ικανότητας” (άγιος Ιωάννης της Κλίμακος)
Οι κρίσεις στις ανθρώπινες σχέσεις έχουν στη ρίζα τους τον υπερήφανο χαρακτήρα. Δεν είναι μόνο το ποιος έχει δίκιο ή η απαίτηση ο άλλος να με καταλάβει. Είναι και το ότι δεν θέλω να παραδεχτώ πάθη και λάθη. Ακόμη κι αν αναγκαστώ, η κίνηση είναι ένας ελιγμός που ουδόλως δηλώνει μετάνοια. Γιατί ο υπερήφανος επιλέγει να κρατά τον εαυτό του ψηλά, διότι νιώθει πως αν ζητήσει συγγνώμη, αν δώσει το μήνυμα ότι δεν είναι αλάθητος, τότε αυτό κλονίζει την ατσαλάκωτη εικόνα του, κλονίζει το “φαίνεσθαί” του, κλονίζει το δικαίωμα της εξουσίας, διότι αυτός που εξουσιάζει θεωρητικά κατέχει την αλήθεια σε ό,τι πράττει και την υπηρετεί, ειδάλλως δεν μπορούν οι άλλοι να του έχουν εμπιστοσύνη.
Ο υπερήφανος νιώθει την ανάγκη να αυτοεπιβεβαιώνεται. Η οδός αυτή περνά από την σύγκριση με τον πλησίον. Ο άλλος δεν είναι συμπληρωματικός μου, αλλά ανταγωνιστής μου. Και πρέπει να αποδεικνύω την ανωτερότητα της γνώμης, της γνώσης, της σωματικής υπεροχής, της επιτυχίας μας ή αν κάτι τέτοιο δεν υφίσταται, θα πρέπει ο άλλος να μειωθεί, ώστε να μην μην με ξεπερνά. Οι περιστάσεις φταίνε αν κάπου υστερώ. Όσοι με αδικούν ή δεν με προσέχουν ή με φθονούν. Και γι’ αυτό θα πρέπει να κάνω επίδειξη του βιογραφικού μου, των κόπων μου, των γνώσεών μου και να απαιτώ δόξα και τιμή. Και όταν κάποιος με ελέγχει για τυχόν σφάλματα και ελλείψεις, δεν βλέπω τι μου λέει, αλλά ποιος είναι. Συγκρίνοντας, φτάνω στο συμπέρασμα ότι είναι μικρός για να μου υποδείξει τι πρέπει και τι δεν πρέπει. Ότι έχει κάνει κι εκείνος λάθη. Ότι εγώ δεν οφείλω να διορθωθώ, διότι κατά βάθος αυτός δεν δικαιούται να μιλά για μένα. Η εξουσιαστικότητα στην αποκορύφωσή της. Γονιός, σύζυγος, πολιτικός, επιστήμονας, εκκλησιαστικός, εκπαιδευτικός: πόσο ψηλά είμαι, ώστε ουδείς να με αγγίζει!
Το χειρότερο είναι η άρνησή μας να δούμε την παρουσία του Θεού στην ζωή μας: ότι αυτό που έχουμε το λάβαμε είτε ως έμφυτο χάρισμα είτε ως δωρεά μέσα από περιστάσεις και πρόσωπα που ο Θεός επέτρεψε να συναντήσουμε, ώστε ο κόπος μας να ευλογηθεί. Και όταν η ζωή μας είναι εγκλωβισμένη στην απολυτότητα του “εγώ”, η υπερηφάνεια θα φέρει αναπόφευκτα ήττες, συντριβές, καταρρεύσεις, καθώς όλα τα αποθέματα προτερημάτων, αγαθών, δόξας κάποια στιγμή θα τελειώσουν και θα πέσουμε μαζί με τον πειρασμό, τον πατέρα της υπερηφάνειας, στην απώλεια της παντοδυναμίας και της εξουσίας μας, άλλοτε από ανθρώπους, άλλοτε από την φθορά της φύσης, άλλοτε από τον χρόνο.
Το δυσκολότερο στον υπερήφανο είναι η άρνησή του να αγαπήσει πιο πάνω από τον εαυτό του, κάτι που τον χωρίζει και από αυτούς που τον αγαπούνε ή θέλουν να τον αγαπούνε. Γι’ αυτό και από την νεότητά μας χρειάζεται αγώνας για περιορισμό, εκκοπή του θελήματος. Η αναφορά στον Θεό, αλλά και η συμβουλευτική, κάποτε με αυστηρότητα, των γονέων μπορούν να μας δώσουν μέτρο, ώστε να πορευθούμε με την αίσθηση ότι η χάρις δίδεται στους ταπεινούς.
π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός