Παρασκευή 3 Ιανουαρίου 2025
Εάν στην Εκκλησία μοίραζαν χρυσό...
Εκείνος θα φροντίσει όλες τις δικές σας μικρές στεναχώριες
Όπου είναι η καρδιά σου, εκεί είναι και ο θησαυρός σου…
Τι απασχολεί το μυαλό σου πιο πολύ; Τι καταλαμβάνει τον περισσότερο χρόνο της μέριμνάς σου;
Αυτό είναι και το σημαντικό για σένα.
Μπορεί να λες πως έχεις προτεραιότητα τον άντρα σου, τη γυναίκα σου, τα παιδιά σου, τον Θεό…
Αν όμως όλη τη μέρα ξοδεύεις την ενέργειά σου για δουλειές, λεφτά, παλιοπαρέες, μεθύσια, σεξ και πληρωμές, αυτά είναι ο θησαυρός σου. Μην γελιέσαι…
Και ας θέλεις να λες πως αγαπάς. Και ας θέλεις να λες πως είσαι εντάξει.
Και για να σε προλάβω. Γιατί ξέρω ότι οι μέριμνες της ζωής είναι πολλές και μπορεί να μου πεις πως δεν υπάρχει χρόνος…
Έχεις δει ποτέ νέο άνθρωπο ερωτευμένο;
Μπορεί να είναι στο τρέξιμο όλη μέρα, μπορεί να καταπιάνεται με πράγματα ένα σωρό, αλλά το μυαλό και η καρδιά του είναι στο πρόσωπο που αγαπάει…
Εξέτασε τον εαυτό σου, και δες λοιπόν, που είναι δοσμένη η καρδιά σου. Όπου η καρδιά, εκεί και ο θησαυρός σου….
Ο ΠΡΟΦΗΤΗΣ ΜΑΛΑΧΙΑΣ
Πρώτον, διότι, όσα προφήτευε, αμέσως τα επιβεβαίωνε στο λαό θείος άγγελος. Και το παράδοξο ήταν ότι τον άγγελο δεν τον έβλεπαν οι ανάξιοι, αλλά μόνο οι άξιοι, τη φωνή του όμως, την άκουγαν και οι άξιοι και οι ανάξιοι.
Ο δεύτερος λόγος γι’ αυτή του την ονομασία ήταν ότι ή όλη σωματική του εμφάνιση είχε τέλεια αρμονία και μεγαλοπρέπεια.
Ο τρίτος λόγος και σπουδαιότερος ήταν ότι, από νέος ακόμα, έκανε ζωή ενάρετη και ηθικά άμεμπτη.
Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Ἀγγελώνυμον κλῆσιν πλουτήσας ἔνδοξε, ἀγγελομίμητον βίον ἐπολιτεύσω ἐν γῇ, Μαλαχία Προφητῶν τὸ ἀκροθίνιον· ὅθεν Ἀγγέλους ἐαχηκώς, συλλαλοῦντας νοερῶς, ἐπλήσθης ἀΰλου δόξης, καὶ τῶν μελλόντων τὴν γνῶσιν, διατυποῖς πρὸς φωτισμὸν ἡμῶν.
Πέμπτη 2 Ιανουαρίου 2025
Τα λόγια μας εκφράζουν το είναι μας
Μητρ. Λεμεσού Γέροντα Αθανασίου
Ξέρετε, θα καταλάβετε τον εαυτό σας από το στόμα σας.
Το στόμα μας είναι αυτό που εκφράζει την καρδιά μας. Είναι το πρώτο πράγμα! Δεν θα δείρεις τον άλλον άνθρωπο, δεν θα τον κλωτσήσεις, δεν θα τον δαγκώσεις, δεν θα τον τσιμπήσεις, τι θα του κάνεις; Θα του πεις λόγια…
Μπορεί να μην του πεις τίποτα το ιδιαίτερα προσβλητικό. Ακόμα και ο τρόπος που θα του το πεις όμως και εκείνη η κουβέντα που είναι τόσο λεπτή αλλά είναι σαν το νυστέρι του χειρούργου που μπήκε και ανοίγει διάπλατα το σώμα σου, έτσι μπορεί να είναι μια κουβέντα.
Τα λόγια μας είναι αυτά που εκφράζουν το είναι μας, ό,τι έχουμε μέσα μας. Το τι θα πεις, το πως θα το πεις είναι το πρώτο δείγμα της δουλειάς που γίνεται μέσα μας.
Παρατείνεται και σήμερα η ζωή μας. Κάτι να κερδίσουμε πριν σχολάσει το πανηγύρι...
Όσιος Παναής της Λύσης
Άγιος Παΐσιος: «Να εύχεστε χρόνια πολλά και ευάρεστα στο Θεό» – Η χριστιανική κατανόηση των ευχών
του Πρωτ. Γεωργίου Δορμπαράκη
«’Οταν ευχεσθε σε κάποιον για την ονομαστική τον γιορτή (ή καί για οτιδήποτε άλλο, συμπληρώνουμε), να του λέτε: Σον ευχόμαστε χρόνια πολλά καί εόάρεστα στο Θεό».(Ίερομ. Χριστοδούλου, Ό Γέρων Παΐσιος, σελ. 237).
Ή αξία καί σημασία των ευχών.
Κατά πρώτον, αξίζει να σημειώσουμε το πόσο σημαντικό είναι να ευχόμαστε καλά πράγματα για τους συνανθρώπους μας.’Αν ή κατάρα «πιάνει» πολλές φορές, πού σημαίνει ότι το πονηρό περιεχόμενο της καρδίας μας μπορεί να επιδράσει αρνητικά στους άλλους, το ίδιο κι ακόμη περισσότερο μπορεί να επιδράσει ή ευχή μας καί ό καλός μας λόγος. Καί τούτο γιατί το καλό, ως προερχόμενο από τον παντοδύναμο Θεό, είναι ισχυρότερο από το κακό καί ή θε-τική στάση μας απέναντι στους άλλους, όπως φανερώνεται από τίς ευχές μας, μπορεί να λειτουργήσει ως χάδι καί βάλσαμο στις ψυχές τους.
Προϋπόθεση βεβαίως γι’ αυτό είναι ότι οί ευχές μας ανταποκρίνονται στίς προθέσεις μας, δηλ. ευχόμαστε στους άλλους, γιατί πραγματικά καί αληθινά τους αγαπάμε ή τέλος πάντων τους συμπαθούμε. Διαφορετικά οι ευχές μας είναι υποκριτικές, γεγονός πού εύκολα το επισημαίνει ό πλησίον μας πού τίς δέχεται.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αρνητικής καί θετικής αντίδρασης σε κατάρα καί ευλογία αντίστοιχα είναι το γνωστό περιστατικό, πού καταγράφεται στο Γεροντικό, από τη ζωή του οσίου Μακαρίου. Κάποτε, λέγει ή ιστορία, ό υποτακτικός του οσίου συνάντησε στο δρόμο του έναν ειδωλολάτρη ιερέα, τον όποιον απερίσκεπτα έβρισε, χαρακτηρίζοντας τον σατανά. Εκείνος τόσο θύμωσε από την άνεπάντεχη προσβολή, πού έσπασε το ραβδί του στίς πλάτες του καλόγερου, αφήνοντας τον μισοπεθαμένο. Σέ λίγο φάνηκε κι ό όσιος Μακάριος, ό όποιος συναντώντας τον ειδωλολάτρη ιερέα έσπευσε να τον χαιρετίσει καί να του ευχηθεί. Εκείνος κοντοστάθηκε σαστισμένος καί ρώτησε: – Τι καλό είδες σε μένα, άββα, καί μου μιλάς έτσι; -Σέ βλέπω πού τρέχεις, του είπε ό όσιος, καί λυπάμαι πού δεν έχεις ακόμη καταλάβει πώς μάταια κοπιάζεις.
Κατανύχτηκε ή ψυχή του ειδωλολάτρη από τα γεμάτα αγάπη λόγια του οσίου καί γι’ αυτό τον χαρακτήρισε άνθρωπο του Θεού, εν αντιθέσει με τον άλλο κακόγερο, όπως του είπε, πού του κακομίλησε. Τελικά, το συναπάντημα αυτό ήταν ή αφορμή για τη μεταστροφή του ειδωλολάτρη στο Χριστιανισμό, άφού προηγουμένως ζήτησε καί τη συγγνώμη του οσίου για την κακομεταχείριση του μαθητή καί υποτακτικού του.»Ωστε ό λόγος ό καλός, όπως καί οί ευχές πού ανταλλάσσουμε τίς ημέρες των μεγάλων εορτών, κάνει τον κακό καλό, ενώ ό κακός λόγος καί τον καλόν ακόμη τον ερεθίζει. Τα «χρόνια πολλά καί ή καλή χρονιά» λοιπόν έχουν ά-ξία και σημασία, έστω κι αν ίσως δεν το καταλαβαίνουμε όσο πρέπει.
2. Ή χριστιανική κατανόηση των ευχών.
Χρειάζεται όμως να προχωρήσουμε σ’ αυτό πού επισημαίνει ό γέρων Παΐσιος: ή ευχή μας για χρόνια πολλά σε κάποιον να συμπληρώνεται καί με το «εύάρεστα στο Θεό». Γιατί άραγε έκανε την παρατήρηση αυτή ό άγιος Γέροντας; Μα ασφαλώς, γιατί ήξερε ότι το καλό τότε μόνον είναι πράγματι καλό, όταν σχετίζεται με το Θεό. Εκείνος είναι ή απόλυτη και μοναδική πηγή του, όπως το βεβαίωσε καί το άψευδές στόμα του Κυρίου: «Ουδείς αγαθός, ειμή εις, ό Θεός» (Ματθ. 19,18)! Χωρίς συσχέτιση του άγαθού καί κάλου με το Θεό, παίρνει αυτό τέτοιο περιεχόμενο, ανάλογο με το υλικό πού έχει κανείς στη ψυχή καί την καρδιά του. Κι όταν λείπει ό Θεός από την ψυχή του ανθρώπου, τότε είναι γεμάτη αυτή από κακίες καί πάθη και δαιμονικές ενέργειες, άρα και το θεωρούμενο καλό από το συγκεκριμένο αυτό άνθρωπο, σταματά να είναι καί γνησίως καί αληθινά καλό.
Ετσι ή ευχή «καλή χρονιά» πράγματι έχει νόημα καί είναι αληθινή, όταν κατανοείται ως εύάρεστη στο Θεό. Καί εύάρεστο στο Θεό γίνεται εκείνο πού τελεί εν υπακοή προς το θέλημα Του, άρα καλή θα είναι ή χρονιά για τον καθένα μας, όταν την κάθε στιγμή μας τη ζούμε έτσι, ώστε να τηρούμε το θέλημα Εκείνου. Ποιο είναι το θέλημα του Θεού, τώρα, με το όποιο πρέπει να γεμίζουμε το χρόνο μας; Ή πίστη μας σ’ Αυτόν καί ή αγάπη μας στον κάθε συνάνθρωπο μας. «Αυτή εστίν ή εντολή τον Θεού’ ίνα πιστεύσωμεν τω ονόματι τον υιου Αυτού καί άγαπώμεν αλλήλους» (Α’ Ίω.3, 23).
Στή διπλή αυτή εντολή συμπυκνώνεται κάθε επιμέρους εντολή του Θεού,
κι αυτό θα πει ότι, όταν ό Χριστιανός εύχεται εκ καρδίας «Χρόνια πολλά
καί καλή χρονιά»,είναι σαν να λέει: «Είθε να ζήσεις πολλά χρόνια, με
εναπόθεση της ζωής σου στα χέρια του Θεού, μακριά από άγχη,στενοχώριες,
μελαγχολίες, καταθλίψεις, φοβίες, γιατί όλααυτά δείχνουν όλιγοπιστία ή
απιστία στο Θεό. Καί παράλληλα να διαθέσεις τη ζωή σου στην εξυπηρέτηση
του συνανθρώπου σου, γενόμενος αρωγός στην κάθε δύσκολη στιγμή του,
κλαίγοντας στο κλάμα του καί χαίροντας στη χαρά του, γιατί αυτό θα πει
αγάπη».
Με τα δεδομένα αυτά οί ευχές πού λέγονται στην αρχή της κάθε
χρονιάς, αφενός αποκαλύπτουν την ποιότητα της χριστιανικής μας
συνειδήσεως, αφετέρου μπορούν να γίνουν το ερέθισμα για ένα δικό μας
βαθύτερο προβληματισμό, πού θα πρέπει να μας οδηγεί σε μεγαλύτερη
συναίσθηση του εαυτού μας, αλλά καί της θέσης καί του ρόλου μας μέσα
στον κόσμο πού βρεθήκαμε. Κι ή θέση μας και ό ρόλος μας δεν είναι να
είμαστε ανεύθυνοι καί χωρίς σκοπό, μα πλήρως εξαρτημένοι από το Θεό,
παραθέτοντας συνεχώς «εαυτούς καί αλλήλους καί πασαν την ζωήν ημών
Χριστω τω Θεώ».
3. Ό χρόνος δόθηκε προς μετάνοια.
Τα παραπάνω είναι απόρροια της χριστιανικής θεωρήσεως του χρόνου. Κατανοούμε το χρόνια πολλά ως εύάρεστα στο Θεό, γιατί ό χρόνος δεν είναι μια άσκοπη ροή γεγονότων καί καταστάσεων. Μια τέτοια αντίληψη είναι καρπός απιστίας προς τον παντοδύναμο καί αιώνιο προσωπικό Θεό. Ό χρόνος, σύμφωνα με την πίστη μας, δόθηκε και δίνεται ως δωρεά από το Θεό στον άνθρωπο, προκειμένου να τον αξιοποιεί αυτός για τη σωτηρία του. «Εξαγοραζόμενοι τον καιρόν – κατά τον απόστολο – ότι αί ήμέραι πονηραί εισί(Έφ. 5,16).Με άλλα λόγια ό Θεός επιτρέπει να ζούμε, να παρατείνεται δηλ. μέσα στο χρόνο ή ζωή μας, για να μετανοούμε: να μεταστρεφόμαστε προς ό,τι ζήτα το πανάγιο θέλημα Του «άποστυγουντες το πονηρόν, κολλώμενοι τω άγαθώ» (Ρωμ. 12,9). Ό λόγος του Πνεύματος του Θεού δια στόματος Ιωάννη του Θεολόγου είναι σαφής: «»Εδωκα χρόνον, ίνα μετανοήση» (Άποκ. 2,21). Κι ό απόστολος Παύλος ερμηνεύοντας τη μακροθυμία του Θεού προς τον άμαρτάνοντα άνθρωπο σημειώνει: «Το χρηστόν του Θεού εις μετάνοιαν σε άγει» (Ρωμ. 2,4). Κατά συνέπεια, ζούμε για ν’ αυξάνουμε τη σχέση μας με το Χριστό. Κάθε άλλη επιλογή του ανθρώπου αποτελεί προσβολή του Θεού και βλασφημία προς το άγιο θέλημα Του.
4. Ή χαρά για τον καινούργιο χρόνο.
‘Ετσι ό μόνος πού μπορεί να χαίρεται για τον ερχομό κάθε φορά του νέου χρόνου, είναι ό πιστός Χριστιανός. Μόνον ό Χριστιανός μπορεί να βλέπει το χρόνο όχι ως πορεία προς το θάνατο, άλλ’ ως πορεία, όπως είπαμε, προς μεγαλύτερη σχέση με τον κατεξοχήν αγαπημένο του, το Χριστό.
Και φτάνει μάλιστα ό καθόλα συνεπής πιστός, ό άγιος, να επιθυμεί για το λόγο αυτό καί τον ίδιο θάνατο.
Ό απόστολος Παύλος καί πάλι σημειώνει στους Φιλιππησίους: «’Εχω την έπιθυμίαν εις το άναλύσαι καί συν Χριστώ είναι» (1,23). ‘Ηθελε να φύγει από τη ζωή αύτη, όχι γιατί μισούσε τον κόσμο καί τη ζωή, αλλά γιατί αγαπούσε περισσότερο την πηγή της ζωής, το Χριστό και τη Βασιλεία Του. Κι ό άγιος Ιωάννης της Κλίμακος επισημαίνει; «Ό άγιος επιθυμεί κάθε ώρα το θάνατο». Για το Χριστιανό λοιπόν υπάρχουν λόγοι χαράς για τον ερχομό του νέου χρόνου: τον φέρνει πιο κοντά στον αρχηγό της πίστης Του!
Είναι ακατανόητη όμως η χαρά του απίστου και εκτός της Εκκλησίας ανθρώπου για τον καινούργιο χρόνο. Γιατί γιορτάζει αυτός; Επειδή θα έλθει μια ώρα γρηγορότερα στο θάνατο; Διότι στην πραγματικότητα ό κάθε νέος χρόνος είναι καί μια μείωση της επί γης ζωής του’ μια ανάσα πιο κοντά στη φθορά. ‘Ισως λοιπόν για το λόγο αυτό να ξενυχτάνε πολλοί γλεντώντας την παραμονή της Πρωτοχρονιάς; επειδή επιθυμούν να διασκεδάσουν τον υποσυνείδητο φόβο τους με τον επερχόμενο θάνατο.’Ετσι κι αλλιώς όμως! Για τους Χριστιανούς ό χρόνος έχει νόημα και σκοπό. Κι είμαστε ευτυχείς πού ό Θεός εν Χριστώ μας έχει δώσει τη χάρη να κατανοούμε την αλήθεια αυτή. Απομένει καί να την ενεργοποιούμε στη ζωή μας!
Ο ΟΣΙΟΣ ΣΕΡΑΦΕΙΜ ΤΟΥ ΣΑΡΩΦ
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Χριστῷ ἐκ νεότητος ἀκολουθήσας θερμῶς, εὐχαῖς καὶ δεήσεσιν, ἐν τῇ ἐρήμῳ Σαρώφ, ὡς ἄσαρκος ἤσκησας· ὅθεν τοῦ Παρακλήτου, δεδεγμένος τὴν χάριν, ὤφθης τῆς Θεοτόκου, θεοφόρος θεράπων· διὸ σε μακαρίζομεν, Σεραφεὶμ Πάτερ Ὅσιε.
Τετάρτη 1 Ιανουαρίου 2025
Η ιστορία της Bασιλόπιτας είναι μια ιστορία που συνέβηκε περίπου πριν 1500 χρόνια στην πόλη Καισαρεία της Καππαδοκίας..
Η ιστορία της Bασιλόπιτας είναι μια ιστορία που συνέβηκε περίπου πριν 1500 χρόνια στην πόλη Καισαρεία της Καππαδοκίας, στη Μικρά Ασία.
Ο Μέγας Βασίλειος ήταν δεσπότης της Καισαρείας και ζούσε αρμονικά με τους συνανθρώπους του, με αγάπη, κατανόηση και αλληλοβοήθεια.
Κάποια μέρα όμως, ένας αχόρταγος στρατηγός – τύραννος της περιοχής, ζήτησε να του δοθούν όλοι οι θησαυροί της πόλης της Καισαρείας, αλλιώς θα πολιορκούσε την πόλη για να την κατακτήσει και να την λεηλατήσει.
Ο Μέγας Βασίλειος ολόκληρη τη νύχτα προσευχόταν να σώσει ο Θεός την πόλη. Ξημέρωσε η νέα μέρα και ο στρατηγός αποφασισμένος με το στρατό του περικύκλωσε αμέσως την Καισαρεία.
Μπήκε με την ακολουθία του και ζήτησε να δει το Δεσπότη, ο οποίος βρισκόταν στο ναό και προσευχόταν. Με θράσος και θυμό ο αδίστακτος στρατηγός απαίτησε το χρυσάφι της πόλης καθώς και ότι άλλο πολύτιμο υπήρχε στην πόλη. Ο Μέγας Βασίλειος απάντησε ότι οι άνθρωποι της πόλης του δεν είχαν τίποτε άλλο πέρα από πείνα και φτώχια, δεν είχαν να δώσουν τίποτε αξιόλογο στον άρπαγα στρατηγό.
Ο στρατηγός με το που άκουσε αυτά τα λόγια θύμωσε ακόμα περισσότερο και άρχισε να απειλεί τον Μέγα Βασίλειο ότι θα τον εξορίσει πολύ μακριά από την πατρίδα του ή κι ακόμη μπορεί να τον σκοτώσει.
Οι Xριστιανοί της Καισαρείας αγαπούσαν πολύ το Δεσπότη τους και θέλησαν να τον βοηθήσουν. Μάζεψαν λοιπόν από τα σπίτια τους ότι χρυσαφικά είχαν και του τα πρόσφεραν, ώστε δίνοντάς τα στο σκληρό στρατηγό να σωθούν. Στο μεταξύ ο ανυπόμονος στρατηγός κόντευε να σκάσει από το κακό του. Διέταξε αμέσως το στρατό του να επιτεθεί στο φτωχό λαό της πόλης.
Ο Δεσπότης, ο Μέγας Βασίλειος, που ήθελε να προστατέψει την πόλη του προσευχήθηκε και μετά παρουσίασε στο στρατηγό ότι χρυσαφικά είχε μαζέψει μέσα σε ένα σεντούκι. Τη στιγμή όμως που ο στρατηγός πήγε να ανοίξει το σεντούκι και να αρπάξει τους θησαυρούς, με το που ακούμπησε τα χέρια του πάνω στα χρυσαφικά έγινε το θαύμα! Όλοι οι συγκεντρωμένοι είδαν μια λάμψη και αμέσως μετά έναν λαμπρό καβαλάρη να ορμάει με το στρατό του επάνω στον σκληρό στρατηγό και τους δικούς του. Σε ελάχιστο χρόνο ο κακός στρατηγός και οι δικοί του αφανίστηκαν. Ο λαμπρός καβαλάρης ήταν ο Άγιος Μερκούριος και στρατιώτες του οι άγγελοι.
Έτσι σώθηκε η πόλη της Καισαρείας.
Τότε ο Μέγας Βασίλειος βρέθηκε σε δύσκολη θέση! Θα έπρεπε να μοιράσει τα χρυσαφικά στους κατοίκους της πόλης και η μοιρασιά να είναι δίκαιη, δηλαδή να πάρει ο καθένας ό,τι ήταν δικό του. Αυτό ήταν πολύ δύσκολο. Προσευχήθηκε λοιπόν ο Μέγας Βασίλειος και ο Θεός τον φώτισε τι να κάνει. Κάλεσε τους διακόνους και τους βοηθούς του και τους είπε να ζυμώσουν ψωμάκια, όπου μέσα στο καθένα ψωμάκι θα έβαζαν και λίγα χρυσαφικά. Όταν αυτά ετοιμάστηκαν, τα μοίρασε σαν ευλογία στους κατοίκους της πόλης της Καισαρείας.
Στην αρχή όλοι παραξενεύτηκαν, μα η έκπληξή τους ήταν ακόμη μεγαλύτερη όταν κάθε οικογένεια έκοβε το ψωμάκι αυτό κι έβρισκε μέσα τα χρυσαφικά της.
Ήταν λοιπόν ένα ξεχωριστό ψωμάκι, η βασιλόπιτα που έφερνε στους ανθρώπους χαρά κι ευλογία μαζί. Από τότε φτιάχνουμε κι εμείς τη βασιλόπιτα με το φλουρί μέσα, την πρώτη μέρα του χρόνου, τη μέρα του Αγίου Βασιλείου!
Η βασιλόπιτα έχει πάντα την πρώτη θέση στο Πρωτοχρονιάτικο τραπέζι, πλάι στους κουραμπιέδες, τα μελομακάρονα, τις δίπλες και τα άλλα γλυκά.
Η ΠΑΙΔΕΙΑ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ
Στην αρχή του νέου χρόνου η Εκκλησία γιορτάζει διπλά. Μας υπενθυμίζει την περιτομή του Χριστού, την υποταγή του νεογέννητου Θεανθρώπου στο έθιμο της Παλαιάς Διαθήκης, με το οποίο λαμβάνει κατά άνθρωπον ταυτότητα, ότι ανήκει στον εβραϊκό λαό, ότι είναι ιστορικό πρόσωπο με σάρκα και οστά, χωρίς όμως να εξαντλεί την πορεία του και το ενδιαφέρον του για τους ανθρώπους στα στενά πλαίσια του ιουδαϊκού εθνικισμού, καθώς ο Θεός γίνεται άνθρωπος για όλους. Φέρνει όμως ενώπιόν μας και τη μορφή του Μεγάλου Βασιλείου, μιας μοναδικής προσωπικότητας, που μάς δείχνει, εκτός των άλλων, ότι υπάρχει ο δρόμος που περνά από τον συνάνθρωπο, για να φτάσει στον Θεό, και αντίστροφα.
Στο Εξαποστειλάριο του Όρθρου της εορτής διαβάζουμε το εξής εξαιρετικό: «φιλοσοφίας έρωτι περιέτεμες, πάτερ, το της ψυχής σου κάλυμμα, και τω κόσμω εδείχθης ως ήλιος τοις θαύμασι και πιστώς κατηύγασας τας διανοίας Θεόφρον, της Τριάδος ο λάτρις, ω Βασίλειε σοφέ, και μύστης της Θεοτόκου». Ο ύμνος αυτός μας δείχνει τον δρόμο για μια αλλιώτικη παιδεία του χρόνου. Την αγάπη για τη φιλοσοφία, που γίνεται θεολογία. Ο αληθινά σοφός προσθέτει στη γνώση του για τον κόσμο τη Θεογνωσία. Και σε αντιπαράθεση με το κάλυμμα των ματιών με το οποίο ο Μωυσής και οι Εβραίοι στο όρος Σινά προσέγγιζαν τον Θεό στην Παλαιά Διαθήκη, κόβει το κάλυμμα της ψυχής. Τώρα ο Θεός είναι προσιτός και μεθεκτός. Για να Τον ζήσει η ψυχή μας, χρειάζεται εκείνο το ελάχιστο σημάδι αφιέρωσης, που είναι η μετοχή στη ζωή της Εκκλησίας, για να μπορούμε κι εμείς να γίνουμε φως, ώστε να φωτίζουμε και να φωτιζόμαστε. Χωρίς όμως λατρεία του Τριαδικού Θεού και μύηση στον τρόπο της Παναγίας, δηλαδή στην υπακοή στο θέλημα του Θεού, στην αγάπη που ελευθερώνει, στην πίστη που είναι εμπιστοσύνη, όλα μένουν στον κόσμο τούτο.
Αν αξιοποιήσουμε τον χρόνο της ζωής μας ως ευκαιρία αγώνα για την αρετή, αν αναζητήσουμε τον Θεό στα πρόσωπα των συνανθρώπων μας, αν υπομείνουμε στις δυσκολίες, αποδεχόμενοι το θέλημα και την πρόνοια του Θεού για μας, αν διαλέξουμε την αγάπη στη ζωή της Εκκλησίας, τότε βιώνουμε την παιδεία του πνευματικού κόπου, που γίνεται για μας ένα μικρό θαύμα. Αν νιώθουμε την παρουσία του Θεού, τότε μοιραζόμαστε το φως της πίστης με τους συνανθρώπους μας. Και θα αντέξουμε στα δύσκολα, ενώ θα έχουμε μέτρο στα ευχάριστα. Θα ανήκουμε στην ιστορία αυτού του κόσμου, στην ταυτότητα του λαού που επέτρεψε ο Θεός να γεννηθούμε, αλλά και θα βλέπουμε στον κάθε άνθρωπο την εικόνα του Θεού και η αγάπη θα μας δίνει νόημα ζωής. Αυτή η παιδεία δεν σταματά στα βιβλία. Είναι ο τρόπος του χρόνου στην Εκκλησία. Τον χρειαζόμαστε.
π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός
Σε αυτούς που μας ρωτάνε γιατί ξαναγυρνάμε στον Παπαδιαμάντη και τον Κόντογλου….
Σε αυτούς που μας ρωτάνε γιατί ξαναγυρνάμε στον Παπαδιαμάντη και τον Κόντογλου και τον Μωραϊτίδη αυτές τις μέρες, για να νιώσουμε Χριστούγεννα αληθινά, ορθόδοξα, ρωμέικα.
Γιατί στα δικά μας παραμύθια δεν θα αφήναμε το κοριτσάκι με τα σπίρτα να πεθάνει μόνο του στην παγωνιά, αλλά θα το παίρναμε στο σπίτι μας να μοιραστούμε ο,τι έχουμε. Και αν δεν έφταναν για εμάς θα του τα χαλαλίζαμε όλα.
Γιατί στα μέρη μας κατεβαίνουν οι Άγγελοι να ακούσουν τα βυζαντινά μεγαλυνάρια της Παναγιάς και είναι το ίδιο καταδεκτικοί είτε ψάλλονται στην ταβέρνα είτε σε ένα μακρινό ξωκκλήσι.
Γιατί οι Ώρες των Χριστουγέννων είναι ακολουθία στην Εκκλησία και όχι Ώρες αναμονής του Σάντα Κλος.
Γιατί σε αυτά τα κιτάπια όλοι οι αμαρτωλοί είναι άγιοι και όλοι οι άγιοι θεοί. Δεν κρατάμε κακία σε κανέναν, ούτε τον στηλιτεύουμε για την πολιτεία του. Γιατί οι καλλικαντζαροι ,τα ξωτικά και οι τριβόλοι δεν αγαπάνε τους ανθρώπους, ούτε τους φτιάχνουν δώρα, αλλά χαλάνε την τάξη της αρμονικής τους Ησυχίας.Και με το αλαλάζον χάος εμείς δεν συμφιλιωνόμαστε.
Γιατί όλα είναι ταπεινά σαν το λιβάνι και ότι είναι υψηλό δεν είναι αξιοθαύμαστο αλλά μας πνίγει.
Γιατί οι τσοπάνηδες είναι σαν ασκητές και οι θαλασσινοί μεγαλόπρεποι σαν πατριάρχες.
Γιατί η Φύση είναι Εκκλησία και οι εκκλησίες ζωγραφιές του ουρανού.
Γιατί οι γυναίκες είναι σεβαστές και τεράστιες μέσα στις αδυναμίες τους και δεν επιβάλλουν την ανωτερότητα τους.
Γιατί την Νύχτα των Χριστουγέννων δεν έρχονται τα πνεύματα να τρομοκρατήσουν τον Σκρουτζ για τις αμαρτίες του, ούτε να αποδώσουν δικαιοσύνη, βασανίζοντας την αξιοθρήνητη ψυχή του.
Αλλα το φιλάγαθο και συμπαθές ορθόδοξο πνεύμα που δεν κρίνει μα συμπάσχει με όλη την εννοια της λέξης, στεκεται στοργικά πάνω από όλους τους καημούς και πάθη του κόσμου και σκεπάζει αδιάκριτα τον βασανισμένο από την αμαρτία με την χιόνα την πάλλευκη της ησυχαστικής χριστιανικής συμπάθειας και συγχώρεσης. Διά να μη παρασταθή γυμνός και τετραχηλισμένος, αυτός και η ζωή του και αι πράξεις του, ενώπιον του Κριτού, του Παλαιού Ημερών, του Τρισαγίου.
Άγιος Παΐσιος: «Να εύχεστε χρόνια πολλά και ευάρεστα στο Θεό» – Η χριστιανική κατανόηση των ευχών
του Πρωτ. Γεωργίου Δορμπαράκη
«’Οταν ευχεσθε σε κάποιον για την ονομαστική τον γιορτή (ή καί για οτιδήποτε άλλο, συμπληρώνουμε), να του λέτε: Σον ευχόμαστε χρόνια πολλά καί εόάρεστα στο Θεό».(Ίερομ. Χριστοδούλου, Ό Γέρων Παΐσιος, σελ. 237).
Ή αξία καί σημασία των ευχών.
Κατά πρώτον, αξίζει να σημειώσουμε το πόσο σημαντικό είναι να ευχόμαστε καλά πράγματα για τους συνανθρώπους μας.’Αν ή κατάρα «πιάνει» πολλές φορές, πού σημαίνει ότι το πονηρό περιεχόμενο της καρδίας μας μπορεί να επιδράσει αρνητικά στους άλλους, το ίδιο κι ακόμη περισσότερο μπορεί να επιδράσει ή ευχή μας καί ό καλός μας λόγος. Καί τούτο γιατί το καλό, ως προερχόμενο από τον παντοδύναμο Θεό, είναι ισχυρότερο από το κακό καί ή θε-τική στάση μας απέναντι στους άλλους, όπως φανερώνεται από τίς ευχές μας, μπορεί να λειτουργήσει ως χάδι καί βάλσαμο στις ψυχές τους.
Προϋπόθεση βεβαίως γι’ αυτό είναι ότι οί ευχές μας ανταποκρίνονται στίς προθέσεις μας, δηλ. ευχόμαστε στους άλλους, γιατί πραγματικά καί αληθινά τους αγαπάμε ή τέλος πάντων τους συμπαθούμε. Διαφορετικά οι ευχές μας είναι υποκριτικές, γεγονός πού εύκολα το επισημαίνει ό πλησίον μας πού τίς δέχεται.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αρνητικής καί θετικής αντίδρασης σε κατάρα καί ευλογία αντίστοιχα είναι το γνωστό περιστατικό, πού καταγράφεται στο Γεροντικό, από τη ζωή του οσίου Μακαρίου. Κάποτε, λέγει ή ιστορία, ό υποτακτικός του οσίου συνάντησε στο δρόμο του έναν ειδωλολάτρη ιερέα, τον όποιον απερίσκεπτα έβρισε, χαρακτηρίζοντας τον σατανά. Εκείνος τόσο θύμωσε από την άνεπάντεχη προσβολή, πού έσπασε το ραβδί του στίς πλάτες του καλόγερου, αφήνοντας τον μισοπεθαμένο. Σέ λίγο φάνηκε κι ό όσιος Μακάριος, ό όποιος συναντώντας τον ειδωλολάτρη ιερέα έσπευσε να τον χαιρετίσει καί να του ευχηθεί. Εκείνος κοντοστάθηκε σαστισμένος καί ρώτησε: – Τι καλό είδες σε μένα, άββα, καί μου μιλάς έτσι; -Σέ βλέπω πού τρέχεις, του είπε ό όσιος, καί λυπάμαι πού δεν έχεις ακόμη καταλάβει πώς μάταια κοπιάζεις.
Κατανύχτηκε ή ψυχή του ειδωλολάτρη από τα γεμάτα αγάπη λόγια του οσίου καί γι’ αυτό τον χαρακτήρισε άνθρωπο του Θεού, εν αντιθέσει με τον άλλο κακόγερο, όπως του είπε, πού του κακομίλησε. Τελικά, το συναπάντημα αυτό ήταν ή αφορμή για τη μεταστροφή του ειδωλολάτρη στο Χριστιανισμό, άφού προηγουμένως ζήτησε καί τη συγγνώμη του οσίου για την κακομεταχείριση του μαθητή καί υποτακτικού του.»Ωστε ό λόγος ό καλός, όπως καί οί ευχές πού ανταλλάσσουμε τίς ημέρες των μεγάλων εορτών, κάνει τον κακό καλό, ενώ ό κακός λόγος καί τον καλόν ακόμη τον ερεθίζει. Τα «χρόνια πολλά καί ή καλή χρονιά» λοιπόν έχουν ά-ξία και σημασία, έστω κι αν ίσως δεν το καταλαβαίνουμε όσο πρέπει.
2. Ή χριστιανική κατανόηση των ευχών.
Χρειάζεται όμως να προχωρήσουμε σ’ αυτό πού επισημαίνει ό γέρων Παΐσιος: ή ευχή μας για χρόνια πολλά σε κάποιον να συμπληρώνεται καί με το «εύάρεστα στο Θεό». Γιατί άραγε έκανε την παρατήρηση αυτή ό άγιος Γέροντας; Μα ασφαλώς, γιατί ήξερε ότι το καλό τότε μόνον είναι πράγματι καλό, όταν σχετίζεται με το Θεό. Εκείνος είναι ή απόλυτη και μοναδική πηγή του, όπως το βεβαίωσε καί το άψευδές στόμα του Κυρίου: «Ουδείς αγαθός, ειμή εις, ό Θεός» (Ματθ. 19,18)! Χωρίς συσχέτιση του άγαθού καί κάλου με το Θεό, παίρνει αυτό τέτοιο περιεχόμενο, ανάλογο με το υλικό πού έχει κανείς στη ψυχή καί την καρδιά του. Κι όταν λείπει ό Θεός από την ψυχή του ανθρώπου, τότε είναι γεμάτη αυτή από κακίες καί πάθη και δαιμονικές ενέργειες, άρα και το θεωρούμενο καλό από το συγκεκριμένο αυτό άνθρωπο, σταματά να είναι καί γνησίως καί αληθινά καλό.
Ετσι ή ευχή «καλή χρονιά» πράγματι έχει νόημα καί είναι αληθινή, όταν κατανοείται ως εύάρεστη στο Θεό. Καί εύάρεστο στο Θεό γίνεται εκείνο πού τελεί εν υπακοή προς το θέλημα Του, άρα καλή θα είναι ή χρονιά για τον καθένα μας, όταν την κάθε στιγμή μας τη ζούμε έτσι, ώστε να τηρούμε το θέλημα Εκείνου. Ποιο είναι το θέλημα του Θεού, τώρα, με το όποιο πρέπει να γεμίζουμε το χρόνο μας; Ή πίστη μας σ’ Αυτόν καί ή αγάπη μας στον κάθε συνάνθρωπο μας. «Αυτή εστίν ή εντολή τον Θεού’ ίνα πιστεύσωμεν τω ονόματι τον υιου Αυτού καί άγαπώμεν αλλήλους» (Α’ Ίω.3, 23).
Στή διπλή αυτή εντολή συμπυκνώνεται κάθε επιμέρους εντολή του Θεού,
κι αυτό θα πει ότι, όταν ό Χριστιανός εύχεται εκ καρδίας «Χρόνια πολλά
καί καλή χρονιά»,είναι σαν να λέει: «Είθε να ζήσεις πολλά χρόνια, με
εναπόθεση της ζωής σου στα χέρια του Θεού, μακριά από άγχη,στενοχώριες,
μελαγχολίες, καταθλίψεις, φοβίες, γιατί όλααυτά δείχνουν όλιγοπιστία ή
απιστία στο Θεό. Καί παράλληλα να διαθέσεις τη ζωή σου στην εξυπηρέτηση
του συνανθρώπου σου, γενόμενος αρωγός στην κάθε δύσκολη στιγμή του,
κλαίγοντας στο κλάμα του καί χαίροντας στη χαρά του, γιατί αυτό θα πει
αγάπη».
Με τα δεδομένα αυτά οί ευχές πού λέγονται στην αρχή της κάθε
χρονιάς, αφενός αποκαλύπτουν την ποιότητα της χριστιανικής μας
συνειδήσεως, αφετέρου μπορούν να γίνουν το ερέθισμα για ένα δικό μας
βαθύτερο προβληματισμό, πού θα πρέπει να μας οδηγεί σε μεγαλύτερη
συναίσθηση του εαυτού μας, αλλά καί της θέσης καί του ρόλου μας μέσα
στον κόσμο πού βρεθήκαμε. Κι ή θέση μας και ό ρόλος μας δεν είναι να
είμαστε ανεύθυνοι καί χωρίς σκοπό, μα πλήρως εξαρτημένοι από το Θεό,
παραθέτοντας συνεχώς «εαυτούς καί αλλήλους καί πασαν την ζωήν ημών
Χριστω τω Θεώ».
3. Ό χρόνος δόθηκε προς μετάνοια.
Τα παραπάνω είναι απόρροια της χριστιανικής θεωρήσεως του χρόνου. Κατανοούμε το χρόνια πολλά ως εύάρεστα στο Θεό, γιατί ό χρόνος δεν είναι μια άσκοπη ροή γεγονότων καί καταστάσεων. Μια τέτοια αντίληψη είναι καρπός απιστίας προς τον παντοδύναμο καί αιώνιο προσωπικό Θεό. Ό χρόνος, σύμφωνα με την πίστη μας, δόθηκε και δίνεται ως δωρεά από το Θεό στον άνθρωπο, προκειμένου να τον αξιοποιεί αυτός για τη σωτηρία του. «Εξαγοραζόμενοι τον καιρόν – κατά τον απόστολο – ότι αί ήμέραι πονηραί εισί(Έφ. 5,16).Με άλλα λόγια ό Θεός επιτρέπει να ζούμε, να παρατείνεται δηλ. μέσα στο χρόνο ή ζωή μας, για να μετανοούμε: να μεταστρεφόμαστε προς ό,τι ζήτα το πανάγιο θέλημα Του «άποστυγουντες το πονηρόν, κολλώμενοι τω άγαθώ» (Ρωμ. 12,9). Ό λόγος του Πνεύματος του Θεού δια στόματος Ιωάννη του Θεολόγου είναι σαφής: «»Εδωκα χρόνον, ίνα μετανοήση» (Άποκ. 2,21). Κι ό απόστολος Παύλος ερμηνεύοντας τη μακροθυμία του Θεού προς τον άμαρτάνοντα άνθρωπο σημειώνει: «Το χρηστόν του Θεού εις μετάνοιαν σε άγει» (Ρωμ. 2,4). Κατά συνέπεια, ζούμε για ν’ αυξάνουμε τη σχέση μας με το Χριστό. Κάθε άλλη επιλογή του ανθρώπου αποτελεί προσβολή του Θεού και βλασφημία προς το άγιο θέλημα Του.
4. Ή χαρά για τον καινούργιο χρόνο.
‘Ετσι ό μόνος πού μπορεί να χαίρεται για τον ερχομό κάθε φορά του νέου χρόνου, είναι ό πιστός Χριστιανός. Μόνον ό Χριστιανός μπορεί να βλέπει το χρόνο όχι ως πορεία προς το θάνατο, άλλ’ ως πορεία, όπως είπαμε, προς μεγαλύτερη σχέση με τον κατεξοχήν αγαπημένο του, το Χριστό.
Και φτάνει μάλιστα ό καθόλα συνεπής πιστός, ό άγιος, να επιθυμεί για το λόγο αυτό καί τον ίδιο θάνατο.
Ό απόστολος Παύλος καί πάλι σημειώνει στους Φιλιππησίους: «’Εχω την έπιθυμίαν εις το άναλύσαι καί συν Χριστώ είναι» (1,23). ‘Ηθελε να φύγει από τη ζωή αύτη, όχι γιατί μισούσε τον κόσμο καί τη ζωή, αλλά γιατί αγαπούσε περισσότερο την πηγή της ζωής, το Χριστό και τη Βασιλεία Του. Κι ό άγιος Ιωάννης της Κλίμακος επισημαίνει; «Ό άγιος επιθυμεί κάθε ώρα το θάνατο». Για το Χριστιανό λοιπόν υπάρχουν λόγοι χαράς για τον ερχομό του νέου χρόνου: τον φέρνει πιο κοντά στον αρχηγό της πίστης Του!
Είναι ακατανόητη όμως η χαρά του απίστου και εκτός της Εκκλησίας ανθρώπου για τον καινούργιο χρόνο. Γιατί γιορτάζει αυτός; Επειδή θα έλθει μια ώρα γρηγορότερα στο θάνατο; Διότι στην πραγματικότητα ό κάθε νέος χρόνος είναι καί μια μείωση της επί γης ζωής του’ μια ανάσα πιο κοντά στη φθορά. ‘Ισως λοιπόν για το λόγο αυτό να ξενυχτάνε πολλοί γλεντώντας την παραμονή της Πρωτοχρονιάς; επειδή επιθυμούν να διασκεδάσουν τον υποσυνείδητο φόβο τους με τον επερχόμενο θάνατο.’Ετσι κι αλλιώς όμως! Για τους Χριστιανούς ό χρόνος έχει νόημα και σκοπό. Κι είμαστε ευτυχείς πού ό Θεός εν Χριστώ μας έχει δώσει τη χάρη να κατανοούμε την αλήθεια αυτή. Απομένει καί να την ενεργοποιούμε στη ζωή μας!
Τρία ερωτήματα στην είσοδο του νέου χρόνου
“Χαίρων ἀνεκήρυξας τό Εὐαγγέλιον τῆς βασιλείας, Βασίλειε” (στιχηρόν προσόμοιον του Εσπερινού της εορτής σε ήχο δ᾽)
Τρία ερωτήματα τα οποία ζητούν απάντηση μάς θέτει, μεταξύ άλλων, η είσοδός μας στον νέο χρόνο. Και είναι αληθινή ευλογία το ότι κάθε καινούργια χρονιά συνδέεται με την εκκλησιαστική ζωή με δύο σπουδαίες γιορτές: την περιτομή του Χριστού, στην οποία ο Κύριος επέδειξε σεβασμό στα ανθρώπινα έθιμα, τα συνδεδεμένα με την θρησκεία, για να δείξει ότι είναι τέλειος άνθρωπος, εκτός από τέλειος Θεός, και την μνήμη του Μεγάλου Βασιλείου, του ξεχωριστού Αγίου και πατρός της Εκκλησίας μας, η ζωή του οποίο αποτελεί απάντηση στα τρία αυτά ερωτήματα. Και ο λόγος του ιερού υμνογράφου, ο οποίος συνδέει το όνομα του Αγίου Βασιλείου με την βασιλεία του Θεού, αλλά και μας υπενθυμίζει τι σημαίνει Ευαγγέλιο, αλλά και η διακήρυξή του, δίνει μία συνολική πρόταση ζωής, που κάνει τον χρόνο να έχει νόημα, πέρα από το εφήμερο.
Το πρώτο ερώτημα είναι: γιατί ζούμε; γιατί μας δίδεται ο χρόνος; Το ερώτημα έχει συγκλονιστική διάσταση, καθότι η είσοδός μας στον χρόνο και την ζωή είναι ένα γεγονός ανελευθερίας σε προσωπικό επίπεδο. Κανείς δεν μας ρώτησε αν θέλαμε να γεννηθούμε. Την στιγμή που “ἐκ τοῦ μή ὄντος” έρχόμαστε στο “εἶναι”δεν υπάρχει ελευθερία και δικαίωμα. Ο χρόνος αφ᾽ εαυτού του δεν είναι επιλογή μας. Κι όμως καλούμαστε να τον ζήσουμε. Υπάρχει απάντηση στο “γιατί”. Και η απάντηση είναι αγάπη και βασιλεία. Μας δόθηκε η ζωή που συνδέεται με τον χρόνο από τον Θεό που μας αγαπά. Και η αγάπη δημιουργεί, γεννά ζωή, γεννά πρόσωπα. Μαζί με τον Θεό μάς δόθηκε η ζωή και από τους κατά σάρκα γονείς μας, από τους ανθρώπους ως συνδημιουργούς της αγάπης. Η ζωή όμως δεν είναι απλώς για να την ζήσουμε. Είναι για να την ζήσουμε βρίσκοντας την βασιλεία του Θεού. “Βασιλεύω” σημαίνει αγαπώ και μοιράζομαι ό,τι είμαι και ό,τι έχω με τους άλλους, διακονώντας τους, όχι για να τους εξουσιάζω, ούτε απλώς για να συν-υπάρχω και να συν-οδοιπορώ, αλλά για να βιώνω κάθε στιγμή την ζωή ως αγάπη. Γι’ αυτό οι αυθεντικοί βασιλιάδες δεν ήταν οι εξουσιαστές και οι τύραννοι, αλλά εκείνοι που έμεναν στην καρδιά του λαού τους επειδή τον αγαπούσαν και νοιάζονταν γι’ αυτόν. Γι’ αυτό και ο Θεός είναι βασιλεύς πάντων των αιώνων και δημιουργός. Γιατί είναι Αγάπη. Και η Εκκλησία είναι ο τρόπος και η εμπειρία της αγάπης, όπου ο Θεός στο πρόσωπο του Χριστού μάς δίδεται λειτουργικά ως αγάπη, ως Σώμα και Αίμα. Όπου στο πρόσωπο κάθε συνανθρώπου, κάθε αδελφού βλέπουμε τον Χριστό. Όπου ζούμε τον χρόνο ως καιρό βασιλείας, καιρό αγάπης κάθε στιγμή.
Το δεύτερο ερώτημα είναι γιατί πεθαίνουμε; Και πάλι δεν θα μας ρωτήσει κανείς αν θέλουμε να πεθάνουμε. Ο χρόνος της παρούσης ζωής, της κτιστότητας, περιλαμβάνει εκτός από την είσοδο και την έξοδό μας από αυτόν. Στο τεράστιο αυτό γιατί, που απασχολεί κάθε ύπαρξη, έρχεται και πάλι η πίστη να δώσει απάντηση. Ο χρόνος μάς δίδεται ως Ευαγγέλιο, ως είδηση και αγγελία χαράς στο πρόσωπο του Χριστού και της βασιλείας Του, “ἦς οὐκ ἔσται τέλος”. Ο θάνατος για όσους πιστεύουμε στον Χριστό δεν είναι απόγνωση, ούτε συμβιβασμός. Χριστός ετέχθη, Χριστός περιετμήθη, Χριστός εβαπτίσθη, Χριστός εδίδαξε, Χριστός εθαυματούργησε, Χριστός έπαθε, Χριστός Ανέστη, Χριστός ανελήφθη, Χριστός πάλιν έρχεται. Ο Χριστός είναι το Ευαγγέλιο που μας λυτρώνει από τον θάνατο και μας δίδει χαρά. Ο Χριστός που προσέλαβε όλα τα ανθρώπινα, δίχα αμαρτίας, ακόμη και τον θάνατο μας καλεί να δούμε τον χρόνο ως κοινωνία μαζί Του, να Τον συναντήσουμε στην γιορτή της Εκκλησίας όχι εφήμερα, αλλά συνεχώς, να Τον συναντήσουμε στα πρόσωπα των συνανθρώπων μας, των Αγίων και των αμαρτωλών, να Τον συναντήσουμε ως αγάπη, συγχώρηση, ανάσταση από κάθε μορφή θανάτου, πνευματικό, σωματικό, αιώνιο, και να πιστέψουμε ότι η χαρά του Ευαγγελίου δεν νικιέται από τον θάνατο.
Το τρίτο ερώτημα είναι τι κάνουμε για να έχει η ζωή μας νόημα που ξεπερνά το πρόσκαιρο; Ο κόσμος και η φιλοσοφία του έχουν πολλές προτάσεις, οι οποίες όμως σταματούν στην έξοδο από την ζωή. Οι άλλες θρησκείες μιλούν κάποτε για μεταθανάτια πραγματικότητα, που δεν συμπεριλαμβάνει όμως τον σύνολο άνθρωπο, αλλά μόνο το πνεύμα του. Ακόμη και οι δύο άλλες μονοθεϊστικές θρησκείες, ο Ιουδαϊσμός και το Ισλάμ, που πιστεύουν στην ανάσταση, δεν αφήνουν περιθώριο για όλους τους ανθρώπους να ελπίσουν ότι ως εικόνες Θεού έχουν περιθώριο. Μόνοι οι δικοί τους μπορεί να σωθούν κι εκεί χωρίς Χριστό. Η πίστη μας όμως δίνει και πάλι την απάντηση. Είναι η κήρυξη. Ο χρόνος μάς δίδεται για να διακηρύξουμε την εν ημίν ελπίδα λόγοις και έργοις. Όχι ως αγγαρεία για να αποφύγουμε μια κάποια κόλαση Ούτε ως ανταμοιβή εγωισμού και περηφάνειας, ως ένα δούναι και λαβείν. Μας δίδεται για να διακηρύξουμε τον τρόπο της αγάπης, λειτουργώντας προφητικά, ελπιδοφόρα, με την δοξολογία του Θεού για όλα όσα μάς έδωσε, για την πλάση, την ανάπλαση, την ανάσταση. Και η κήρυξη είναι για όλους τους ανθρώπους. Είναι για την σύνολη ύπαρξη. Είναι μία πρόσκληση συνάντησης στην αγάπη. Είναι μία φωνή μέσα μας που μας ζητά να μη σταματήσουμε στιγμή να καταγγέλουμε τοις πάσι τον Χριστό που σώζει, θεώνοντας όποιον ελεύθερα Τον ακολουθήσει.
Αυτή η στάση ζωής κρύβει σταυρό. Έχει οδύνη και ωδίνες. Η οδύνη πηγάζει από την θέαση του κόσμου στον οποίο ζούμε. Από την θέαση του διασπασμένου εαυτού μας. Όταν βλέπουμε από την μία μια καρδιά που θέλει να τα ελέγξει όλα και δεν μπορεί, ότι γέμει παθών και ήττας και θλίβεται μπροστά στον θάνατο κάθε μορφής. Κι από την άλλη, να έχουμε την επιθυμία “Χριστόν ἐνεδύσασθαι”, μόνο που ο έτερος νόμος εν τοις μέλεσιν ημών μάς κλέβει την χαρά. ΚΙ όμως, το παράδειγμα των Αγίων μας είναι η χαρά. Διότι άγιος είναι αυτός που ζει τον Χριστό στην καρδιά του ως βασιλεία, ευαγγέλιο και κήρυξη. Και αλλάζει έτσι η θέαση του κόσμου εντός τους. Παλεύουν να γεννήσουν τον Χριστό στις καρδιές των άλλων, όσον πόνο κι αν αυτό έχει, όσον σταυρό, όσον κόπο. Και ένας λόγος ακούγεται μέσα τους. Όπως ο Χριστός, έτσι κι εκείνοι και έτσι κι εμείς, αν ακολουθούμε το παράδειγμά τους, “ἐξήλθομεν νικῶντες καί ἵνα νικήσωμεν” (Ἀποκ. 6,2)!
Αυτή ήταν η οδός του Μεγάλου Βασιλείου. Οδός βασιλείας και αφιέρωσης λειτουργικής στον Χριστό ως θησαυρό της ζωής του. Οδός Ευαγγελίου, δηλαδή βίωση της ζωής ως αγάπης, συγχώρησης και ανάστασης από τον θάνατο κάθε μορφής. Οδός κήρυξης του Χριστού, λόγοις και έργοις. Ένειμε τα χαρίσματά του, τους κόπους του, την πίστη του τοις πάσι. Πόνεσε, γέννησε καρπούς πνευματικούς, τα κατά πνεύμα παιδιά του, τα κείμενά του, την θεολογία του, την φιλανθρωπία του, την όλη ζωή, ακόμη και τον θάνατό του, απαντώντας στα τρία ερωτήματα: Γιατί γεννήθηκα; Από αγάπη και να αγαπώ ως βασιλεύς. Γιατί πεθαίνω; Για να αναστηθώ από αγάπη, νικώντας εν Χριστώ την φθορά του χρόνου, το κακό, τον θάνατο. Τι να κάνω; Να διακηρύξω τον Χριστό με κάθε δύναμη και κάθε αδυναμία της ύπαρξής μου, πρωτίστως όμως με την χαρά ότι δεν είμαι μόνος μου!
Αυτή είναι η οδός του χρόνου στην Εκκλησία!
Ο ΜΕΓΑΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ
Η δε υπόλοιπη ποιμαντορική δράση του, υπήρξε απαράμιλλη, κτίζοντας την περίφημη «Βασιλειάδα», συγκρότημα με ευαγή ιδρύματα, όπου βρήκαν τροφή και περίθαλψη χιλιάδες πάσχοντες κάθε ηλικίας, γένους και φυλής. Ήταν μια «νέα πόλη» έξω από τη Καισάρεια και περιελάμβανε πτωχοτροφείο, ορφανοτροφείο, γηροκομείο, ξενοδοχείο και νοσοκομείο.
«Εἰς πᾶσαν τήν γῆν ἐξῆλθεν ὁ φθόγγος σου, ὡς δεξαμένην τόν λόγον σου• δι' οὗ θεοπρεπῶς ἐδογμάτισας, τήν φύσιν τῶν ὄντων ἐτράνωσας, τά ταῶν ἀνθρώπων ἤθη κατεκόσμησας, Βασίλειον ἱεράτευμα, Πάτερ ὅσιε, Χριστόν τον Θεόν ἱκέτευε, δωρήσθαι ἡμῖν το μέγα ἔλεος.»
H ΠΕΡΙΤΟΜΗ ΤΟΥ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ
ΠΕΡΙΤΟΜΗ ΤΟΥ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ
Σάρκα ὀκταήμερος ὡς βροτός, ὁ τῶν ὅλων Κτίστης, περιτέμνεται νομικῶς, τὴν ἐξ ἀκρασίας, ἡμῶν κακίαν τέμνων· αὐτοῦ τὴν ἀγαθότητα μεγαλύνωμεν.