Παρασκευή 3 Ιανουαρίου 2025

Εάν στην Εκ­κλη­σία μοί­ρα­ζαν χρυ­σό...


Εάν στην Εκ­κλη­σία μοί­ρα­ζαν χρυ­σό, δεν θα μου έλε­γες θα έρθω αύ­ριο στην Εκ­κλη­σία, αλλά θα ερ­χό­σουν σή­με­ρα στην Εκ­κλη­σία τρέ­χον­τας! Επει­δή όμως δεν σου προ­σφέ­ρει ο με­γά­λος Δω­ρη­τής ''ύ­λη'', αλλά κα­θα­ρό­τη­τα ψυ­χής, πλά­θεις ένα σωρό δι­καιο­λο­γί­ες και προ­φά­σεις για να μην πας στην Εκ­κλη­σία, ενώ έπρε­πε να προ­στρέ­ξεις να πά­ρεις το Δώρο αυτό.
Μέγας Βασίλειος

Εκείνος θα φροντίσει όλες τις δικές σας μικρές στεναχώριες

 



"Εκείνος που φροντίζει να ανατείλει αύριο το πρωί ο ήλιος στην συγκεκριμένη ώρα και στο συγκεκριμένο δευτερόλεπτο, θα φροντίσει όλες τις δικές σας μικρές στεναχώριες.Περισσοτερη πίστη,λιγότερη στεναχώρια."
Άγιος Νικόλαος Βελιμιροβιτς

Όπου είναι η καρδιά σου, εκεί είναι και ο θησαυρός σου…

 

Τι απασχολεί το μυαλό σου πιο πολύ; Τι καταλαμβάνει τον περισσότερο χρόνο της μέριμνάς σου;

Αυτό είναι και το σημαντικό για σένα.

Μπορεί να λες πως έχεις προτεραιότητα τον άντρα σου, τη γυναίκα σου, τα παιδιά σου, τον Θεό…

Αν όμως όλη τη μέρα ξοδεύεις την ενέργειά σου για δουλειές, λεφτά, παλιοπαρέες, μεθύσια, σεξ και πληρωμές, αυτά είναι ο θησαυρός σου. Μην γελιέσαι…

Και ας θέλεις να λες πως αγαπάς. Και ας θέλεις να λες πως είσαι εντάξει.

Και για να σε προλάβω. Γιατί ξέρω ότι οι μέριμνες της ζωής είναι πολλές και μπορεί να μου πεις πως δεν υπάρχει χρόνος…

Έχεις δει ποτέ νέο άνθρωπο ερωτευμένο;

Μπορεί να είναι στο τρέξιμο όλη μέρα, μπορεί να καταπιάνεται με πράγματα ένα σωρό, αλλά το μυαλό και η καρδιά του είναι στο πρόσωπο που αγαπάει…

Εξέτασε τον εαυτό σου, και δες λοιπόν, που είναι δοσμένη η καρδιά σου. Όπου η καρδιά, εκεί και ο θησαυρός σου….

Ελευθεριάδης Γ. Ελευθέριος

Ο ΠΡΟΦΗΤΗΣ ΜΑΛΑΧΙΑΣ


Προφήτης Μαλαχίας

Ο Προφήτης Μαλαχίας ήταν ένας από τους 12 μικρούς λεγόμενους προφήτες. Γεννήθηκε από τη φυλή του Λευΐ, εν Σοφαίς κατά τους χρόνους που επέστρεψαν οι Εβραίοι στην Ιερουσαλήμ από την αιχμαλωσία της Βαβυλώνας. Έζησε περί τον 5ο π.Χ. αιώνα, κατά τους χρόνους του Νεεμία και εργάστηκε στην Ιερουσαλήμ μετά τον Προφήτη Αγγαίο και τον Ζαχαρία. Πήρε το όνομα Μαλαχίας – που ελληνικά σημαίνει άγγελος για τρεις λόγους:
Πρώτον, διότι, όσα προφήτευε, αμέσως τα επιβεβαίωνε στο λαό θείος άγγελος. Και το παράδοξο ήταν ότι τον άγγελο δεν τον έβλεπαν οι ανάξιοι, αλλά μόνο οι άξιοι, τη φωνή του όμως, την άκουγαν και οι άξιοι και οι ανάξιοι.
Ο δεύτερος λόγος γι’ αυτή του την ονομασία ήταν ότι ή όλη σωματική του εμφάνιση είχε τέλεια αρμονία και μεγαλοπρέπεια.
Ο τρίτος λόγος και σπουδαιότερος ήταν ότι, από νέος ακόμα, έκανε ζωή ενάρετη και ηθικά άμεμπτη.
Αυτό το απέδειξε, όταν βρέθηκε στη θέση να ελέγξει και πραγματικά, ήλεγξε με σφοδρότητα τον ίδιο του το λαό και τους Ιερείς ακόμα του Ισραήλ, για τις ανομίες και τις ασέβειές τους. Ο Θεός αξίωσε τον προφήτη Μαλαχία να προφητεύσει και τον ερχομό του Προδρόμου του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, για την προπαρασκευή του έργου Του. Έτσι, η ζωή του προφήτη μας δείχνει, πως κάποιος μπορεί να γίνει επίγειος άγγελος, με τη χάρη του Θεού. Ο προφήτης Μαλαχίας πέθανε ειρηνικά, σχετικά νέος και τάφηκε στο τόπο των πατέρων του.
Ἀπολυτίκιον (Κατέβασμα)
Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Ἀγγελώνυμον κλῆσιν πλουτήσας ἔνδοξε, ἀγγελομίμητον βίον ἐπολιτεύσω ἐν γῇ, Μαλαχία Προφητῶν τὸ ἀκροθίνιον· ὅθεν Ἀγγέλους ἐαχηκώς, συλλαλοῦντας νοερῶς, ἐπλήσθης ἀΰλου δόξης, καὶ τῶν μελλόντων τὴν γνῶσιν, διατυποῖς πρὸς φωτισμὸν ἡμῶν.

Πέμπτη 2 Ιανουαρίου 2025

Τα λόγια μας εκφράζουν το είναι μας

 

Ξέρετε, θα καταλάβετε τον εαυτό σας από το στόμα σας.

Το στόμα μας είναι αυτό που εκφράζει την καρδιά μας. Είναι το πρώτο πράγμα! Δεν θα δείρεις τον άλλον άνθρωπο, δεν θα τον κλωτσήσεις, δεν θα τον δαγκώσεις, δεν θα τον τσιμπήσεις, τι θα του κάνεις; Θα του πεις λόγια…

Μπορεί να μην του πεις τίποτα το ιδιαίτερα προσβλητικό. Ακόμα και ο τρόπος που θα του το πεις όμως και εκείνη η κουβέντα που είναι τόσο λεπτή αλλά είναι σαν το νυστέρι του χειρούργου που μπήκε και ανοίγει διάπλατα το σώμα σου, έτσι μπορεί να είναι μια κουβέντα.

Τα λόγια μας είναι αυτά που εκφράζουν το είναι μας, ό,τι έχουμε μέσα μας. Το τι θα πεις, το πως θα το πεις είναι το πρώτο δείγμα της δουλειάς που γίνεται μέσα μας.

Παρατείνεται και σήμερα η ζωή μας. Κάτι να κερδίσουμε πριν σχολάσει το πανηγύρι...


Είδαμε και σήμερα τον ήλιο. Είμαστε και σήμερα στη ζωή. Δόξα Σοι ο Θεός! Σηκωθήκαμε από τον ύπνο, έχουμε τον αέρα, τον ήλιο, τ' αγαθά του Θεού! Παρατείνεται και σήμερα η ζωή μας. Κάτι να κερδίσουμε πριν σχολάσει το πανηγύρι, κάτι να ψωνίσουμε, κάτι να προσθέσουμε στον πλούτο της ψυχής μας. Και τί άλλο; Τη Βασιλεία του Θεού που βιάζεται. Όλα τ' άλλα θα λογιστούν φθαρτά και πρόσκαιρα.
Όσιος Παναής της Λύσης

Άγιος Παΐσιος: «Να εύχεστε χρόνια πολλά και ευάρεστα στο Θεό» – Η χριστιανική κατανόηση των ευχών


του Πρωτ. Γεωργίου Δορμπαράκη

«’Οταν ευχεσθε σε κάποιον για την ονομαστική τον γιορτή (ή καί για οτιδήποτε άλλο, συμπληρώνου­με), να του λέτε: Σον ευχόμαστε χρόνια πολλά καί εόάρεστα στο Θεό».(Ίερομ. Χριστοδούλου, Ό Γέρων Παΐσιος, σελ. 237).

Ή αξία καί σημασία των ευχών.

Κατά πρώτον, αξίζει να σημειώσουμε το πόσο σημαντι­κό είναι να ευχόμαστε καλά πράγματα για τους συνανθρώ­πους μας.’Αν ή κατάρα «πιάνει» πολλές φορές, πού σημαί­νει ότι το πονηρό περιεχόμενο της καρδίας μας μπορεί να επιδράσει αρνητικά στους άλλους, το ίδιο κι ακόμη περισ­σότερο μπορεί να επιδράσει ή ευχή μας καί ό καλός μας λόγος. Καί τούτο γιατί το καλό, ως προερχόμενο από τον παντοδύναμο Θεό, είναι ισχυρότερο από το κακό καί ή θε-τική στάση μας απέναντι στους άλλους, όπως φανερώνεται από τίς ευχές μας, μπορεί να λειτουργήσει ως χάδι καί βάλ­σαμο στις ψυχές τους.

Προϋπόθεση βεβαίως γι’ αυτό είναι ότι οί ευχές μας αν­ταποκρίνονται στίς προθέσεις μας, δηλ. ευχόμαστε στους άλλους, γιατί πραγματικά καί αληθινά τους αγαπάμε ή τέ­λος πάντων τους συμπαθούμε. Διαφορετικά οι ευχές μας εί­ναι υποκριτικές, γεγονός πού εύκολα το επισημαίνει ό πλη­σίον μας πού τίς δέχεται.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα αρνητικής καί θετικής αν­τίδρασης σε κατάρα καί ευλογία αντίστοιχα είναι το γνω­στό περιστατικό, πού καταγράφεται στο Γεροντικό, από τη ζωή του οσίου Μακαρίου. Κάποτε, λέγει ή ιστορία, ό υπο­τακτικός του οσίου συνάντησε στο δρόμο του έναν ειδωλο­λάτρη ιερέα, τον όποιον απερίσκεπτα έβρισε, χαρακτηρί­ζοντας τον σατανά. Εκείνος τόσο θύμωσε από την άνεπάντεχη προσβολή, πού έσπασε το ραβδί του στίς πλάτες του καλόγερου, αφήνοντας τον μισοπεθαμένο. Σέ λίγο φάνηκε κι ό όσιος Μακάριος, ό όποιος συναντώντας τον ειδωλολά­τρη ιερέα έσπευσε να τον χαιρετίσει καί να του ευχηθεί. Ε­κείνος κοντοστάθηκε σαστισμένος καί ρώτησε: – Τι καλό είδες σε μένα, άββα, καί μου μιλάς έτσι; -Σέ βλέπω πού τρέ­χεις, του είπε ό όσιος, καί λυπάμαι πού δεν έχεις ακόμη κα­ταλάβει πώς μάταια κοπιάζεις.

Κατανύχτηκε ή ψυχή του ειδωλολάτρη από τα γεμάτα αγάπη λόγια του οσίου καί γι’ αυτό τον χαρακτήρισε άν­θρωπο του Θεού, εν αντιθέσει με τον άλλο κακόγερο, όπως του είπε, πού του κακομίλησε. Τελικά, το συναπάντημα αυ­τό ήταν ή αφορμή για τη μεταστροφή του ειδωλολάτρη στο Χριστιανισμό, άφού προηγουμένως ζήτησε καί τη συγγνώ­μη του οσίου για την κακομεταχείριση του μαθητή καί υπο­τακτικού του.»Ωστε ό λόγος ό καλός, όπως καί οί ευχές πού ανταλ­λάσσουμε τίς ημέρες των μεγάλων εορτών, κάνει τον κακό καλό, ενώ ό κακός λόγος καί τον καλόν ακόμη τον ερεθί­ζει. Τα «χρόνια πολλά καί ή καλή χρονιά» λοιπόν έχουν ά-ξία και σημασία, έστω κι αν ίσως δεν το καταλαβαίνουμε ό­σο πρέπει.

2. Ή χριστιανική κατανόηση των ευχών.

Χρειάζεται όμως να προχωρήσουμε σ’ αυτό πού επιση­μαίνει ό γέρων Παΐσιος: ή ευχή μας για χρόνια πολλά σε κάποιον να συμπληρώνεται καί με το «εύάρεστα στο Θεό». Γιατί άραγε έκανε την παρατήρηση αυτή ό άγιος Γέροντας; Μα ασφαλώς, γιατί ήξερε ότι το καλό τότε μόνον είναι πράγματι καλό, όταν σχετίζεται με το Θεό. Εκείνος είναι ή απόλυτη και μοναδική πηγή του, όπως το βεβαίωσε καί το άψευδές στόμα του Κυρίου: «Ουδείς αγαθός, ειμή εις, ό Θε­ός» (Ματθ. 19,18)! Χωρίς συσχέτιση του άγαθού καί κάλου με το Θεό, παίρνει αυτό τέτοιο περιεχόμενο, ανάλογο με το υλικό πού έχει κανείς στη ψυχή καί την καρδιά του. Κι ό­ταν λείπει ό Θεός από την ψυχή του ανθρώπου, τότε είναι γεμάτη αυτή από κακίες καί πάθη και δαιμονικές ενέργειες, άρα και το θεωρούμενο καλό από το συγκεκριμένο αυτό άν­θρωπο, σταματά να είναι καί γνησίως καί αληθινά καλό.

Ετσι ή ευχή «καλή χρονιά» πράγματι έχει νόημα καί είναι αληθινή, όταν κατανοείται ως εύάρεστη στο Θεό. Καί εύάρεστο στο Θεό γίνεται εκείνο πού τελεί εν υπακοή προς το θέλημα Του, άρα καλή θα είναι ή χρονιά για τον καθένα μας, όταν την κάθε στιγμή μας τη ζούμε έτσι, ώστε να τηρούμε το θέλημα Εκείνου. Ποιο είναι το θέλημα του Θεού, τώρα, με το όποιο πρέπει να γεμίζουμε το χρόνο μας; Ή πί­στη μας σ’ Αυτόν καί ή αγάπη μας στον κάθε συνάνθρωπο μας. «Αυτή εστίν ή εντολή τον Θεού’ ίνα πιστεύσωμεν τω ονόματι τον υιου Αυτού καί άγαπώμεν αλλήλους» (Α’ Ίω.3, 23).

Στή διπλή αυτή εντολή συμπυκνώνεται κάθε επιμέ­ρους εντολή του Θεού, κι αυτό θα πει ότι, όταν ό Χριστια­νός εύχεται εκ καρδίας «Χρόνια πολλά καί καλή χρονιά»,είναι σαν να λέει: «Είθε να ζήσεις πολλά χρόνια, με εναπό­θεση της ζωής σου στα χέρια του Θεού, μακριά από άγχη,στενοχώριες, μελαγχολίες, καταθλίψεις, φοβίες, γιατί όλααυτά δείχνουν όλιγοπιστία ή απιστία στο Θεό. Καί παράλληλα να διαθέσεις τη ζωή σου στην εξυπηρέτηση του συν­ανθρώπου σου, γενόμενος αρωγός στην κάθε δύσκολη στιγ­μή του, κλαίγοντας στο κλάμα του καί χαίροντας στη χαρά του, γιατί αυτό θα πει αγάπη».
Με τα δεδομένα αυτά οί ευχές πού λέγονται στην αρχή της κάθε χρονιάς, αφενός αποκαλύπτουν την ποιότητα της χριστιανικής μας συνειδήσεως, αφετέρου μπορούν να γί­νουν το ερέθισμα για ένα δικό μας βαθύτερο προβληματι­σμό, πού θα πρέπει να μας οδηγεί σε μεγαλύτερη συναίσθη­ση του εαυτού μας, αλλά καί της θέσης καί του ρόλου μας μέσα στον κόσμο πού βρεθήκαμε. Κι ή θέση μας και ό ρό­λος μας δεν είναι να είμαστε ανεύθυνοι καί χωρίς σκοπό, μα πλήρως εξαρτημένοι από το Θεό, παραθέτοντας συνε­χώς «εαυτούς καί αλλήλους καί πασαν την ζωήν ημών Χριστω τω Θεώ».

3. Ό χρόνος δόθηκε προς μετάνοια.

Τα παραπάνω είναι απόρροια της χριστιανικής θεωρή­σεως του χρόνου. Κατανοούμε το χρόνια πολλά ως εύάρεστα στο Θεό, γιατί ό χρόνος δεν είναι μια άσκοπη ροή γε­γονότων καί καταστάσεων. Μια τέτοια αντίληψη είναι καρ­πός απιστίας προς τον παντοδύναμο καί αιώνιο προσωπικό Θεό. Ό χρόνος, σύμφωνα με την πίστη μας, δόθηκε και δί­νεται ως δωρεά από το Θεό στον άνθρωπο, προκειμένου να τον αξιοποιεί αυτός για τη σωτηρία του. «Εξαγοραζόμενοι τον καιρόν – κατά τον απόστολο – ότι αί ήμέραι πονηραί εισί(Έφ. 5,16).Με άλλα λόγια ό Θεός επιτρέπει να ζούμε, να παρατεί­νεται δηλ. μέσα στο χρόνο ή ζωή μας, για να μετανοούμε: να μεταστρεφόμαστε προς ό,τι ζήτα το πανάγιο θέλημα Του «άποστυγουντες το πονηρόν, κολλώμενοι τω άγαθώ» (Ρωμ. 12,9). Ό λόγος του Πνεύματος του Θεού δια στόμα­τος Ιωάννη του Θεολόγου είναι σαφής: «»Εδωκα χρόνον, ίνα μετανοήση» (Άποκ. 2,21). Κι ό απόστολος Παύλος ερ­μηνεύοντας τη μακροθυμία του Θεού προς τον άμαρτάνοντα άνθρωπο σημειώνει: «Το χρηστόν του Θεού εις μετάνοιαν σε άγει» (Ρωμ. 2,4). Κατά συνέπεια, ζούμε για ν’ αυ­ξάνουμε τη σχέση μας με το Χριστό. Κάθε άλλη επιλογή του ανθρώπου αποτελεί προσβολή του Θεού και βλασφημία προς το άγιο θέλημα Του.

4. Ή χαρά για τον καινούργιο χρόνο.

‘Ετσι ό μόνος πού μπορεί να χαίρεται για τον ερχομό κάθε φορά του νέου χρόνου, είναι ό πιστός Χριστιανός. Μόνον ό Χριστιανός μπορεί να βλέπει το χρόνο όχι ως πο­ρεία προς το θάνατο, άλλ’ ως πορεία, όπως είπαμε, προς με­γαλύτερη σχέση με τον κατεξοχήν αγαπημένο του, το Χρι­στό.

Και φτάνει μάλιστα ό καθόλα συνεπής πιστός, ό ά­γιος, να επιθυμεί για το λόγο αυτό καί τον ίδιο θάνατο.

Ό απόστολος Παύλος καί πάλι σημειώνει στους Φιλιππησίους: «’Εχω την έπιθυμίαν εις το άναλύσαι καί συν Χρι­στώ είναι» (1,23). ‘Ηθελε να φύγει από τη ζωή αύτη, όχι γιατί μισούσε τον κόσμο καί τη ζωή, αλλά γιατί αγαπούσε περισσότερο την πηγή της ζωής, το Χριστό και τη Βασι­λεία Του. Κι ό άγιος Ιωάννης της Κλίμακος επισημαίνει; «Ό άγιος επιθυμεί κάθε ώρα το θάνατο». Για το Χριστιανό λοιπόν υπάρχουν λόγοι χαράς για τον ερχομό του νέου χρόνου: τον φέρνει πιο κοντά στον αρχηγό της πίστης Του!

Είναι ακατανόητη όμως η χαρά του απίστου και εκτός της Εκκλησίας ανθρώπου για τον καινούργιο χρόνο. Γιατί γιορτάζει αυτός; Επειδή θα έλθει μια ώρα γρηγορότερα στο θάνατο; Διότι στην πραγματικότητα ό κάθε νέος χρό­νος είναι καί μια μείωση της επί γης ζωής του’ μια ανάσα πιο κοντά στη φθορά. ‘Ισως λοιπόν για το λόγο αυτό να ξε­νυχτάνε πολλοί γλεντώντας την παραμονή της Πρωτοχρο­νιάς; επειδή επιθυμούν να διασκεδάσουν τον υποσυνείδητο φόβο τους με τον επερχόμενο θάνατο.’Ετσι κι αλλιώς όμως! Για τους Χριστιανούς ό χρόνος έχει νόημα και σκοπό. Κι είμαστε ευτυχείς πού ό Θεός εν Χριστώ μας έχει δώσει τη χάρη να κατανοούμε την αλήθεια αυτή. Απομένει καί να την ενεργοποιούμε στη ζωή μας!

Ο ΟΣΙΟΣ ΣΕΡΑΦΕΙΜ ΤΟΥ ΣΑΡΩΦ



Σήμερα τιμούμε τη μνήμη του , που γεννήθηκε στο Κουρσκ της Ρωσίας στις 19 Ιουλίου 1759 μ.Χ. και ονομάσθηκε Πρόχορος. Οι γονείς του, Ισίδωρος και Αγάθη Μοσνίν, ήταν ευκατάστατοι έμποροι. Ο πατέρας του είχε εργοστάσια πλινθοποιίας και παράλληλα αναλάμβανε την ανέγερση πέτρινων οικοδομημάτων, ναών και σπιτιών.

Κάποτε άρχισε να χτίζει στο Κουρσκ ένα ναό προς τιμήν του Οσίου Σεργίου του Ραντονέζ, του Θαυματουργού, αλλά ξαφνικά το 1762 μ.Χ., πεθαίνει, αφήνοντας στην σύζυγό του τη μέριμνα για την ολοκλήρωση του ναού. Ο Πρόχορος κληρονόμησε τις αρετές των γονέων του και ιδίως την ευσέβειά τους.
Σε ηλικία δέκα ετών άρχισε να μαθαίνει με ζήλο τα ιερά γράμματα, αλλά αρρώστησε ξαφνικά βαριά χωρίς ελπίδα αναρρώσεως. Στην κρισιμότερη καμπή της ασθένειας είδε στον ύπνο του την Παναγία, η οποία υποσχέθηκε ότι θα τον επισκεφθεί και θα τον θεραπεύσει. Πράγματι, έτυχε μια μέρα να γίνεται λιτανεία και να περνά έξω από την οικία του μικρού άρρωστου παιδιού, η θαυματουργή εικόνα της Θεοτόκου. Τη στιγμή εκείνη έπιασε δυνατή βροχή. Η λιτανεία σταμάτησε και η εικόνα μεταφέρθηκε στην αυλή της οικίας του Προχόρου, μέχρι να περάσει η μπόρα. Τότε η μητέρα του Αγάθη, κατέβασε το άρρωστο παιδί της και το πέρασε κάτω από την εικόνα. Από την ημέρα εκείνη η υγεία του βελτιώθηκε μέχρι που αποκαταστάθηκε τελείως.
Νέος εγκαταλείπει το πατρικό του σπίτι, στην πόλη Κουρσκ, και έρχεται να μονάσει στη μονή του Σάρωφ. Η δοκιμασία του προκειμένου να γίνει Μοναχός διαρκεί οκτώ χρόνια. Στις 13 Αυγούστου του 1786 μ.Χ. κείρεται Μοναχός με το όνομα Σεραφείμ. Σε δύο μήνες χειροτονείται Διάκονος.
Περιφρουρούμενος με το ταπεινό φρόνημα ο Διάκονος Σεραφείμ, ανέρχεται στην Πνευματική ζωή «ἐκ δυνάμεως εἰς δύναμιν». Ως Διάκονος παραμένει όλη την ημέρα στο Μοναστήρι, διακονεί στις Ακολουθίες, τηρεί με ακρίβεια τους μοναστηριακούς κανονισμούς και εκτελεί τα διακονήματά του. Το βράδυ όμως απομακρύνεται στο δάσος, στο ερημικό του κελί, όπου διέρχεται τις νυκτερινές ώρες με προσευχή, και πολύ πρωί επιστρέφει πάλι στο μοναστήρι.
Στις 2 Σεπτεμβρίου 1793 μ.Χ. χειροτονείται Ιερεύς και αποδύεται με μεγαλύτερο ζήλο και αγάπη στον Πνευματικό αγώνα. Τώρα πλέον δεν τον ικανοποιεί ο βαρύς για τους άλλους μόχθος της κοινοβιακής ζωής, δηλαδή η κοινή προσευχή, η νηστεία, η υπακοή, η ακτημοσύνη. Μέσα του φουντώνει η δίψα για πιο υψηλές Πνευματικές ασκήσεις. Εγκαταλείπει λοιπόν, με την ευλογία του Ηγουμένου, τη Μονή και αποσύρεται μέσα στο πυκνό δάσος του Σάρωφ. Περνά εκεί δεκαπέντε χρόνια σε τέλεια απομόνωση, με αυστηρή νηστεία, αδιάλειπτη προσευχή, μελέτη του Θείου Λόγου και σωματικούς κόπους. Για χίλιες ημέρες και χίλιες νύκτες μιμείται του παλιούς στυλίτες της Εκκλησίας. Ανεβασμένος σε μία πέτρα και με τα χέρια υψωμένα στον ουρανό, προσεύχεται: «Ὁ Θεὸς ἰλάσθητι μοὶ τῷ ἁμαρτωλῷ».
Τελειώνοντας την αναχωρητική ζωή επανέρχεται στη Μονή του Σάρωφ και κλείνεται σαν σε μνήμα στην απομόνωση για άλλα δεκαπέντε χρόνια. Για τα πρώτα πέντε βάζει τον εαυτό του στον κανόνα της σιωπής. Με την αδιάλειπτη προσευχή φωτίζει ολόκληρος από την Θεία Χάρη και αξιώνεται να ζήσει Πνευματικές αναβάσεις και αν δει θεϊκά οράματα. Μετά τον εγκλεισμό, ώριμος πλέον στην Πνευματική ζωή και γέροντας στην ηλικία, αφιερώνεται στη διακονία του πλησίον, του ελάχιστου αδελφού. Με την αυστηρή ασκητική ζωή του και την φωτεινή μορφή του είχε προσελκύσει γύρω του πλήθος Χριστιανών, που τον αγαπούσαν και πίστευαν ακράδαντα στην θαυματουργική δύναμη των αγίων του προσευχών. Πλούσιοι και φτωχοί, διάσημοι και άσημοι συνέρρεαν καθημερινά στο κελί του, για να λάβουν την ευλογία του και την Πνευματική καθοδήγηση για τη ζωή τους. Τους δεχόταν όλους με αγάπη και όταν έβλεπε τα πρόσωπά τους αναφωνούσε: «Χαρά μου!».
Εξομολογούσε πολλούς, θεράπευε ασθενείς, ενώ σε άλλους έδιδε να ασπασθούν τον σταυρό που είχε κρεμασμένο στο στήθος του ή την εικόνα που είχε στο τραπέζι του κελιού του. Σε πολλούς πρόσφερε ως ευλογία αντίδωρο, αγίασμα ή παξιμάδια, άλλους τους σταύρωνε στο μέτωπο με λάδι από το καντήλι, ενώ μερικούς τους αγκάλιαζε και τους ασπαζόταν λέγοντας: «Χριστὸς Ἀνέστη!».
Την 1η Ιανουαρίου 1833 μ.Χ., ημέρα Κυριακή, ο Όσιος ήλθε για τελευταία φορά στο Ναό του νοσοκομείου των Αγίων Ζωσιμά και Σαββατίου. Άναψε κερί σε όλες τις εικόνες και τις ασπάσθηκε. Μετάλαβε των Αχράντων Μυστηρίων και μετά το τέλος της Θείας Λειτουργίας ζήτησε συγχώρεση από όλους τους αδελφούς, τους ευλόγησε, τους ασπάσθηκε και παρηγορητικά τους είπε: «Σώζεσθε, μὴν ἀκηδιᾶτε, ἀγρυπνεῖτε καὶ προσεύχεσθε. Στέφανοι μᾶς ἑτοιμάζονται». Ο Μοναχός Παύλος πρόσεξε ότι ο Όσιος εκείνη την ημέρα πήγε τρεις φορές στον τόπο που είχε υποδείξει για τον ενταφιασμό του. Καθόταν εκεί και κοίταζε αρκετή ώρα στη γη. Το βράδυ τον άκουσε να ψάλλει στο κελί του Πασχαλινούς ύμνους: «Ἀνάστασιν Χριστοῦ θεασάμενοι….», «Φωτίζου, φωτίζου ἡ νέα Ἱερουσαλήμ….», «Ὤ, Πάσχα τὸ μέγα καὶ ἱερώτατον, Χριστέ….».
Ο Όσιος κοιμήθηκε με ειρήνη στις 2 Ιανουαρίου 1833 μ.Χ. Οι μοναχοί τον είδαν με το λευκό ζωστικό, γονατιστό σε στάση προσευχής μπροστά στην εικόνα της Θεοτόκου, ασκεπή, με το χάλκινο σταυρό στο λαιμό και με τα χέρια στο στήθος σε σχήμα σταυρού. Νόμιζαν ότι τον είχε πάρει ο ύπνος.
Τα ιερά λείψανά του εξαφανίστηκαν κατά την περίοδο της Οκτωβριανής επαναστάσεως και ξαναβρέθηκαν το 1990 μ.Χ., στην Αγία Πετρούπολη. Το 1991 μ.Χ. επέστρεψαν στην μονή Ντιβέγιεβο.
Ἀπολυτίκιον 
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Χριστῷ ἐκ νεότητος ἀκολουθήσας θερμῶς, εὐχαῖς καὶ δεήσεσιν, ἐν τῇ ἐρήμῳ Σαρώφ, ὡς ἄσαρκος ἤσκησας· ὅθεν τοῦ Παρακλήτου, δεδεγμένος τὴν χάριν, ὤφθης τῆς Θεοτόκου, θεοφόρος θεράπων· διὸ σε μακαρίζομεν, Σεραφεὶμ Πάτερ Ὅσιε.

Τετάρτη 1 Ιανουαρίου 2025

Η ιστορία της Bασιλόπιτας είναι μια ιστορία που συνέβηκε περίπου πριν 1500 χρόνια στην πόλη Καισαρεία της Καππαδοκίας..

 

Η ιστορία της Bασιλόπιτας είναι μια ιστορία που συνέβηκε περίπου πριν 1500 χρόνια στην πόλη Καισαρεία της Καππαδοκίας, στη Μικρά Ασία.

Ο Μέγας Βασίλειος ήταν δεσπότης της Καισαρείας και ζούσε αρμονικά με τους συνανθρώπους του, με αγάπη, κατανόηση και αλληλοβοήθεια.

Κάποια μέρα όμως, ένας αχόρταγος στρατηγός – τύραννος της περιοχής, ζήτησε να του δοθούν όλοι οι θησαυροί της πόλης της Καισαρείας, αλλιώς θα πολιορκούσε την πόλη για να την κατακτήσει και να την λεηλατήσει.

Ο Μέγας Βασίλειος ολόκληρη τη νύχτα προσευχόταν να σώσει ο Θεός την πόλη. Ξημέρωσε η νέα μέρα και ο στρατηγός αποφασισμένος με το στρατό του περικύκλωσε αμέσως την Καισαρεία.

Μπήκε με την ακολουθία του και ζήτησε να δει το Δεσπότη, ο οποίος βρισκόταν στο ναό και προσευχόταν. Με θράσος και θυμό ο αδίστακτος στρατηγός απαίτησε το χρυσάφι της πόλης καθώς και ότι άλλο πολύτιμο υπήρχε στην πόλη. Ο Μέγας Βασίλειος απάντησε ότι οι άνθρωποι της πόλης του δεν είχαν τίποτε άλλο πέρα από πείνα και φτώχια, δεν είχαν να δώσουν τίποτε αξιόλογο στον άρπαγα στρατηγό.

Ο στρατηγός με το που άκουσε αυτά τα λόγια θύμωσε ακόμα περισσότερο και άρχισε να απειλεί τον Μέγα Βασίλειο ότι θα τον εξορίσει πολύ μακριά από την πατρίδα του ή κι ακόμη μπορεί να τον σκοτώσει.

Οι Xριστιανοί της Καισαρείας αγαπούσαν πολύ το Δεσπότη τους και θέλησαν να τον βοηθήσουν. Μάζεψαν λοιπόν από τα σπίτια τους ότι χρυσαφικά είχαν και του τα πρόσφεραν, ώστε δίνοντάς τα στο σκληρό στρατηγό να σωθούν. Στο μεταξύ ο ανυπόμονος στρατηγός κόντευε να σκάσει από το κακό του. Διέταξε αμέσως το στρατό του να επιτεθεί στο φτωχό λαό της πόλης.

Ο Δεσπότης, ο Μέγας Βασίλειος, που ήθελε να προστατέψει την πόλη του προσευχήθηκε και μετά παρουσίασε στο στρατηγό ότι χρυσαφικά είχε μαζέψει μέσα σε ένα σεντούκι. Τη στιγμή όμως που ο στρατηγός πήγε να ανοίξει το σεντούκι και να αρπάξει τους θησαυρούς, με το που ακούμπησε τα χέρια του πάνω στα χρυσαφικά έγινε το θαύμα! Όλοι οι συγκεντρωμένοι είδαν μια λάμψη και αμέσως μετά έναν λαμπρό καβαλάρη να ορμάει με το στρατό του επάνω στον σκληρό στρατηγό και τους δικούς του. Σε ελάχιστο χρόνο ο κακός στρατηγός και οι δικοί του αφανίστηκαν. Ο λαμπρός καβαλάρης ήταν ο Άγιος Μερκούριος και στρατιώτες του οι άγγελοι.

Έτσι σώθηκε η πόλη της Καισαρείας.

Τότε ο Μέγας Βασίλειος βρέθηκε σε δύσκολη θέση! Θα έπρεπε να μοιράσει τα χρυσαφικά στους κατοίκους της πόλης και η μοιρασιά να είναι δίκαιη, δηλαδή να πάρει ο καθένας ό,τι ήταν δικό του. Αυτό ήταν πολύ δύσκολο. Προσευχήθηκε λοιπόν ο Μέγας Βασίλειος και ο Θεός τον φώτισε τι να κάνει. Κάλεσε τους διακόνους και τους βοηθούς του και τους είπε να ζυμώσουν ψωμάκια, όπου μέσα στο καθένα ψωμάκι θα έβαζαν και λίγα χρυσαφικά. Όταν αυτά ετοιμάστηκαν, τα μοίρασε σαν ευλογία στους κατοίκους της πόλης της Καισαρείας.

Στην αρχή όλοι παραξενεύτηκαν, μα η έκπληξή τους ήταν ακόμη μεγαλύτερη όταν κάθε οικογένεια έκοβε το ψωμάκι αυτό κι έβρισκε μέσα τα χρυσαφικά της.

Ήταν λοιπόν ένα ξεχωριστό ψωμάκι, η βασιλόπιτα που έφερνε στους ανθρώπους χαρά κι ευλογία μαζί. Από τότε φτιάχνουμε κι εμείς τη βασιλόπιτα με το φλουρί μέσα, την πρώτη μέρα του χρόνου, τη μέρα του Αγίου Βασιλείου!

Η βασιλόπιτα έχει πάντα την πρώτη θέση στο Πρωτοχρονιάτικο τραπέζι, πλάι στους κουραμπιέδες, τα μελομακάρονα, τις δίπλες και τα άλλα γλυκά.

Η ΠΑΙΔΕΙΑ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ

 
             


   Κάθε καινούργιος χρόνος μοιάζει με ευκαιρία για ένα νέο ξεκίνημα στη ζωή μας. Αυτοκριτική, επανεξέταση στόχων, κάποια κρυφά όνειρα που ελπίζουμε ότι θα πραγματωθούν, καθώς θέλουμε ο χρόνος να είναι σύμμαχός μας στο να νιώθουμε ότι η ζωή είναι στα χέρια μας. Ανταλλάσσουμε ευχές για υγεία, διότι, κατά βάθος, καταλαβαίνουμε ότι ο χρόνος δεν έχει γυρισμό και τα σημάδια του επάνω μας αυξάνουν. Όμως θα θέλαμε η ζωή να είναι γεμάτη από χαρά και παρόλο που ο πολιτισμός μας θεοποιεί το εγώ, εντούτοις αφήνουμε χώρο και για τους άλλους. Κανείς δεν θέλει μόνος του να πορεύεται στη ζωή, ακόμη κι αν δεν είναι έτοιμος να μοιραστεί, να θυσιάσει, να αφήσει κατά μέρος την προτεραιότητα του εαυτού του.
                Στην αρχή του νέου χρόνου η Εκκλησία γιορτάζει διπλά. Μας υπενθυμίζει την περιτομή του Χριστού, την υποταγή του νεογέννητου Θεανθρώπου στο έθιμο της Παλαιάς Διαθήκης, με το οποίο λαμβάνει κατά άνθρωπον  ταυτότητα, ότι ανήκει στον εβραϊκό λαό, ότι είναι ιστορικό πρόσωπο με σάρκα και οστά, χωρίς όμως να εξαντλεί την πορεία του και το ενδιαφέρον του για τους ανθρώπους στα στενά πλαίσια του ιουδαϊκού εθνικισμού, καθώς ο Θεός γίνεται άνθρωπος για όλους.  Φέρνει όμως ενώπιόν μας και τη μορφή του Μεγάλου Βασιλείου, μιας μοναδικής προσωπικότητας, που μάς δείχνει, εκτός των άλλων, ότι υπάρχει ο δρόμος που περνά από τον συνάνθρωπο, για να φτάσει στον Θεό, και αντίστροφα.
                Στο Εξαποστειλάριο του Όρθρου της εορτής διαβάζουμε το εξής εξαιρετικό: «φιλοσοφίας έρωτι περιέτεμες, πάτερ, το της ψυχής σου κάλυμμα, και τω κόσμω εδείχθης ως ήλιος τοις θαύμασι και πιστώς κατηύγασας τας διανοίας Θεόφρον, της Τριάδος ο λάτρις, ω Βασίλειε σοφέ, και μύστης της Θεοτόκου». Ο ύμνος αυτός μας δείχνει τον δρόμο για μια αλλιώτικη παιδεία του χρόνου. Την αγάπη για τη φιλοσοφία, που γίνεται θεολογία. Ο αληθινά σοφός προσθέτει στη γνώση του για τον κόσμο τη Θεογνωσία. Και σε αντιπαράθεση με το κάλυμμα των ματιών με το οποίο ο Μωυσής και οι Εβραίοι στο όρος Σινά προσέγγιζαν τον Θεό στην Παλαιά Διαθήκη, κόβει το κάλυμμα της ψυχής. Τώρα ο Θεός είναι προσιτός και μεθεκτός. Για να Τον ζήσει η ψυχή μας, χρειάζεται εκείνο το ελάχιστο σημάδι αφιέρωσης, που είναι η μετοχή στη ζωή της Εκκλησίας, για να μπορούμε κι εμείς να γίνουμε φως, ώστε να φωτίζουμε και να φωτιζόμαστε. Χωρίς όμως λατρεία του Τριαδικού Θεού και μύηση στον τρόπο της Παναγίας, δηλαδή στην υπακοή στο θέλημα του Θεού, στην αγάπη που ελευθερώνει, στην πίστη που είναι εμπιστοσύνη, όλα μένουν στον κόσμο τούτο.
          Αν αξιοποιήσουμε τον χρόνο της ζωής μας ως ευκαιρία αγώνα για την αρετή, αν αναζητήσουμε τον Θεό στα πρόσωπα των συνανθρώπων μας, αν υπομείνουμε στις δυσκολίες, αποδεχόμενοι το θέλημα και την πρόνοια του Θεού για μας, αν διαλέξουμε την αγάπη στη ζωή της Εκκλησίας, τότε βιώνουμε την παιδεία του πνευματικού κόπου, που γίνεται για μας ένα μικρό θαύμα. Αν νιώθουμε την παρουσία του Θεού, τότε μοιραζόμαστε το φως της πίστης με τους συνανθρώπους μας. Και θα αντέξουμε στα δύσκολα, ενώ θα έχουμε μέτρο στα ευχάριστα. Θα ανήκουμε στην ιστορία αυτού του κόσμου, στην ταυτότητα του λαού που επέτρεψε ο Θεός να γεννηθούμε, αλλά και θα βλέπουμε στον κάθε άνθρωπο την εικόνα του Θεού και η αγάπη θα μας δίνει νόημα ζωής. Αυτή η παιδεία δεν σταματά στα βιβλία. Είναι ο τρόπος του χρόνου στην Εκκλησία. Τον χρειαζόμαστε.

π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός

Σε αυτούς που μας ρωτάνε γιατί ξαναγυρνάμε στον Παπαδιαμάντη και τον Κόντογλου….

 


Σε αυτούς που μας ρωτάνε γιατί ξαναγυρνάμε στον Παπαδιαμάντη και τον Κόντογλου και τον Μωραϊτίδη αυτές τις μέρες, για να νιώσουμε Χριστούγεννα αληθινά, ορθόδοξα, ρωμέικα.

Γιατί στα δικά μας παραμύθια δεν θα αφήναμε το κοριτσάκι με τα σπίρτα να πεθάνει μόνο του στην παγωνιά, αλλά θα το παίρναμε στο σπίτι μας να μοιραστούμε ο,τι έχουμε. Και αν δεν έφταναν για εμάς θα του τα χαλαλίζαμε όλα.

Γιατί στα μέρη μας κατεβαίνουν οι Άγγελοι να ακούσουν τα βυζαντινά μεγαλυνάρια της Παναγιάς και είναι το ίδιο καταδεκτικοί είτε ψάλλονται στην ταβέρνα είτε σε ένα μακρινό ξωκκλήσι.

Γιατί οι Ώρες των Χριστουγέννων είναι ακολουθία στην Εκκλησία και όχι Ώρες αναμονής του Σάντα Κλος.

Γιατί σε αυτά τα κιτάπια όλοι οι αμαρτωλοί είναι άγιοι και όλοι οι άγιοι θεοί. Δεν κρατάμε κακία σε κανέναν, ούτε τον στηλιτεύουμε για την πολιτεία του. Γιατί οι καλλικαντζαροι ,τα ξωτικά και οι τριβόλοι δεν αγαπάνε τους ανθρώπους, ούτε τους φτιάχνουν δώρα, αλλά χαλάνε την τάξη της αρμονικής τους Ησυχίας.Και με το αλαλάζον χάος εμείς δεν συμφιλιωνόμαστε.

Γιατί όλα είναι ταπεινά σαν το λιβάνι και ότι είναι υψηλό δεν είναι αξιοθαύμαστο αλλά μας πνίγει.

Γιατί οι τσοπάνηδες είναι σαν ασκητές και οι θαλασσινοί μεγαλόπρεποι σαν πατριάρχες.

Γιατί η Φύση είναι Εκκλησία και οι εκκλησίες ζωγραφιές του ουρανού.

Γιατί οι γυναίκες είναι σεβαστές και τεράστιες μέσα στις αδυναμίες τους και δεν επιβάλλουν την ανωτερότητα τους.

Γιατί την Νύχτα των Χριστουγέννων δεν έρχονται τα πνεύματα να τρομοκρατήσουν τον Σκρουτζ για τις αμαρτίες του, ούτε να αποδώσουν δικαιοσύνη, βασανίζοντας την αξιοθρήνητη ψυχή του.

Αλλα το φιλάγαθο και συμπαθές ορθόδοξο πνεύμα που δεν κρίνει μα συμπάσχει με όλη την εννοια της λέξης, στεκεται στοργικά πάνω από όλους τους καημούς και πάθη του κόσμου και σκεπάζει αδιάκριτα τον βασανισμένο από την αμαρτία με την χιόνα την πάλλευκη της ησυχαστικής χριστιανικής συμπάθειας και συγχώρεσης. Διά να μη παρασταθή γυμνός και τετραχηλισμένος, αυτός και η ζωή του και αι πράξεις του, ενώπιον του Κριτού, του Παλαιού Ημερών, του Τρισαγίου.

π.Παντελεήμων Κρούσκος

Άγιος Παΐσιος: «Να εύχεστε χρόνια πολλά και ευάρεστα στο Θεό» – Η χριστιανική κατανόηση των ευχών

 


του Πρωτ. Γεωργίου Δορμπαράκη

«’Οταν ευχεσθε σε κάποιον για την ονομαστική τον γιορτή (ή καί για οτιδήποτε άλλο, συμπληρώνου­με), να του λέτε: Σον ευχόμαστε χρόνια πολλά καί εόάρεστα στο Θεό».(Ίερομ. Χριστοδούλου, Ό Γέρων Παΐσιος, σελ. 237).

Ή αξία καί σημασία των ευχών.

Κατά πρώτον, αξίζει να σημειώσουμε το πόσο σημαντι­κό είναι να ευχόμαστε καλά πράγματα για τους συνανθρώ­πους μας.’Αν ή κατάρα «πιάνει» πολλές φορές, πού σημαί­νει ότι το πονηρό περιεχόμενο της καρδίας μας μπορεί να επιδράσει αρνητικά στους άλλους, το ίδιο κι ακόμη περισ­σότερο μπορεί να επιδράσει ή ευχή μας καί ό καλός μας λόγος. Καί τούτο γιατί το καλό, ως προερχόμενο από τον παντοδύναμο Θεό, είναι ισχυρότερο από το κακό καί ή θε-τική στάση μας απέναντι στους άλλους, όπως φανερώνεται από τίς ευχές μας, μπορεί να λειτουργήσει ως χάδι καί βάλ­σαμο στις ψυχές τους.

Προϋπόθεση βεβαίως γι’ αυτό είναι ότι οί ευχές μας αν­ταποκρίνονται στίς προθέσεις μας, δηλ. ευχόμαστε στους άλλους, γιατί πραγματικά καί αληθινά τους αγαπάμε ή τέ­λος πάντων τους συμπαθούμε. Διαφορετικά οι ευχές μας εί­ναι υποκριτικές, γεγονός πού εύκολα το επισημαίνει ό πλη­σίον μας πού τίς δέχεται.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα αρνητικής καί θετικής αν­τίδρασης σε κατάρα καί ευλογία αντίστοιχα είναι το γνω­στό περιστατικό, πού καταγράφεται στο Γεροντικό, από τη ζωή του οσίου Μακαρίου. Κάποτε, λέγει ή ιστορία, ό υπο­τακτικός του οσίου συνάντησε στο δρόμο του έναν ειδωλο­λάτρη ιερέα, τον όποιον απερίσκεπτα έβρισε, χαρακτηρί­ζοντας τον σατανά. Εκείνος τόσο θύμωσε από την άνεπάντεχη προσβολή, πού έσπασε το ραβδί του στίς πλάτες του καλόγερου, αφήνοντας τον μισοπεθαμένο. Σέ λίγο φάνηκε κι ό όσιος Μακάριος, ό όποιος συναντώντας τον ειδωλολά­τρη ιερέα έσπευσε να τον χαιρετίσει καί να του ευχηθεί. Ε­κείνος κοντοστάθηκε σαστισμένος καί ρώτησε: – Τι καλό είδες σε μένα, άββα, καί μου μιλάς έτσι; -Σέ βλέπω πού τρέ­χεις, του είπε ό όσιος, καί λυπάμαι πού δεν έχεις ακόμη κα­ταλάβει πώς μάταια κοπιάζεις.

Κατανύχτηκε ή ψυχή του ειδωλολάτρη από τα γεμάτα αγάπη λόγια του οσίου καί γι’ αυτό τον χαρακτήρισε άν­θρωπο του Θεού, εν αντιθέσει με τον άλλο κακόγερο, όπως του είπε, πού του κακομίλησε. Τελικά, το συναπάντημα αυ­τό ήταν ή αφορμή για τη μεταστροφή του ειδωλολάτρη στο Χριστιανισμό, άφού προηγουμένως ζήτησε καί τη συγγνώ­μη του οσίου για την κακομεταχείριση του μαθητή καί υπο­τακτικού του.»Ωστε ό λόγος ό καλός, όπως καί οί ευχές πού ανταλ­λάσσουμε τίς ημέρες των μεγάλων εορτών, κάνει τον κακό καλό, ενώ ό κακός λόγος καί τον καλόν ακόμη τον ερεθί­ζει. Τα «χρόνια πολλά καί ή καλή χρονιά» λοιπόν έχουν ά-ξία και σημασία, έστω κι αν ίσως δεν το καταλαβαίνουμε ό­σο πρέπει.

2. Ή χριστιανική κατανόηση των ευχών.

Χρειάζεται όμως να προχωρήσουμε σ’ αυτό πού επιση­μαίνει ό γέρων Παΐσιος: ή ευχή μας για χρόνια πολλά σε κάποιον να συμπληρώνεται καί με το «εύάρεστα στο Θεό». Γιατί άραγε έκανε την παρατήρηση αυτή ό άγιος Γέροντας; Μα ασφαλώς, γιατί ήξερε ότι το καλό τότε μόνον είναι πράγματι καλό, όταν σχετίζεται με το Θεό. Εκείνος είναι ή απόλυτη και μοναδική πηγή του, όπως το βεβαίωσε καί το άψευδές στόμα του Κυρίου: «Ουδείς αγαθός, ειμή εις, ό Θε­ός» (Ματθ. 19,18)! Χωρίς συσχέτιση του άγαθού καί κάλου με το Θεό, παίρνει αυτό τέτοιο περιεχόμενο, ανάλογο με το υλικό πού έχει κανείς στη ψυχή καί την καρδιά του. Κι ό­ταν λείπει ό Θεός από την ψυχή του ανθρώπου, τότε είναι γεμάτη αυτή από κακίες καί πάθη και δαιμονικές ενέργειες, άρα και το θεωρούμενο καλό από το συγκεκριμένο αυτό άν­θρωπο, σταματά να είναι καί γνησίως καί αληθινά καλό.

Ετσι ή ευχή «καλή χρονιά» πράγματι έχει νόημα καί είναι αληθινή, όταν κατανοείται ως εύάρεστη στο Θεό. Καί εύάρεστο στο Θεό γίνεται εκείνο πού τελεί εν υπακοή προς το θέλημα Του, άρα καλή θα είναι ή χρονιά για τον καθένα μας, όταν την κάθε στιγμή μας τη ζούμε έτσι, ώστε να τηρούμε το θέλημα Εκείνου. Ποιο είναι το θέλημα του Θεού, τώρα, με το όποιο πρέπει να γεμίζουμε το χρόνο μας; Ή πί­στη μας σ’ Αυτόν καί ή αγάπη μας στον κάθε συνάνθρωπο μας. «Αυτή εστίν ή εντολή τον Θεού’ ίνα πιστεύσωμεν τω ονόματι τον υιου Αυτού καί άγαπώμεν αλλήλους» (Α’ Ίω.3, 23).

Στή διπλή αυτή εντολή συμπυκνώνεται κάθε επιμέ­ρους εντολή του Θεού, κι αυτό θα πει ότι, όταν ό Χριστια­νός εύχεται εκ καρδίας «Χρόνια πολλά καί καλή χρονιά»,είναι σαν να λέει: «Είθε να ζήσεις πολλά χρόνια, με εναπό­θεση της ζωής σου στα χέρια του Θεού, μακριά από άγχη,στενοχώριες, μελαγχολίες, καταθλίψεις, φοβίες, γιατί όλααυτά δείχνουν όλιγοπιστία ή απιστία στο Θεό. Καί παράλληλα να διαθέσεις τη ζωή σου στην εξυπηρέτηση του συν­ανθρώπου σου, γενόμενος αρωγός στην κάθε δύσκολη στιγ­μή του, κλαίγοντας στο κλάμα του καί χαίροντας στη χαρά του, γιατί αυτό θα πει αγάπη».
Με τα δεδομένα αυτά οί ευχές πού λέγονται στην αρχή της κάθε χρονιάς, αφενός αποκαλύπτουν την ποιότητα της χριστιανικής μας συνειδήσεως, αφετέρου μπορούν να γί­νουν το ερέθισμα για ένα δικό μας βαθύτερο προβληματι­σμό, πού θα πρέπει να μας οδηγεί σε μεγαλύτερη συναίσθη­ση του εαυτού μας, αλλά καί της θέσης καί του ρόλου μας μέσα στον κόσμο πού βρεθήκαμε. Κι ή θέση μας και ό ρό­λος μας δεν είναι να είμαστε ανεύθυνοι καί χωρίς σκοπό, μα πλήρως εξαρτημένοι από το Θεό, παραθέτοντας συνε­χώς «εαυτούς καί αλλήλους καί πασαν την ζωήν ημών Χριστω τω Θεώ».

3. Ό χρόνος δόθηκε προς μετάνοια.

Τα παραπάνω είναι απόρροια της χριστιανικής θεωρή­σεως του χρόνου. Κατανοούμε το χρόνια πολλά ως εύάρεστα στο Θεό, γιατί ό χρόνος δεν είναι μια άσκοπη ροή γε­γονότων καί καταστάσεων. Μια τέτοια αντίληψη είναι καρ­πός απιστίας προς τον παντοδύναμο καί αιώνιο προσωπικό Θεό. Ό χρόνος, σύμφωνα με την πίστη μας, δόθηκε και δί­νεται ως δωρεά από το Θεό στον άνθρωπο, προκειμένου να τον αξιοποιεί αυτός για τη σωτηρία του. «Εξαγοραζόμενοι τον καιρόν – κατά τον απόστολο – ότι αί ήμέραι πονηραί εισί(Έφ. 5,16).Με άλλα λόγια ό Θεός επιτρέπει να ζούμε, να παρατεί­νεται δηλ. μέσα στο χρόνο ή ζωή μας, για να μετανοούμε: να μεταστρεφόμαστε προς ό,τι ζήτα το πανάγιο θέλημα Του «άποστυγουντες το πονηρόν, κολλώμενοι τω άγαθώ» (Ρωμ. 12,9). Ό λόγος του Πνεύματος του Θεού δια στόμα­τος Ιωάννη του Θεολόγου είναι σαφής: «»Εδωκα χρόνον, ίνα μετανοήση» (Άποκ. 2,21). Κι ό απόστολος Παύλος ερ­μηνεύοντας τη μακροθυμία του Θεού προς τον άμαρτάνοντα άνθρωπο σημειώνει: «Το χρηστόν του Θεού εις μετάνοιαν σε άγει» (Ρωμ. 2,4). Κατά συνέπεια, ζούμε για ν’ αυ­ξάνουμε τη σχέση μας με το Χριστό. Κάθε άλλη επιλογή του ανθρώπου αποτελεί προσβολή του Θεού και βλασφημία προς το άγιο θέλημα Του.

4. Ή χαρά για τον καινούργιο χρόνο.

‘Ετσι ό μόνος πού μπορεί να χαίρεται για τον ερχομό κάθε φορά του νέου χρόνου, είναι ό πιστός Χριστιανός. Μόνον ό Χριστιανός μπορεί να βλέπει το χρόνο όχι ως πο­ρεία προς το θάνατο, άλλ’ ως πορεία, όπως είπαμε, προς με­γαλύτερη σχέση με τον κατεξοχήν αγαπημένο του, το Χρι­στό.

Και φτάνει μάλιστα ό καθόλα συνεπής πιστός, ό ά­γιος, να επιθυμεί για το λόγο αυτό καί τον ίδιο θάνατο.

Ό απόστολος Παύλος καί πάλι σημειώνει στους Φιλιππησίους: «’Εχω την έπιθυμίαν εις το άναλύσαι καί συν Χρι­στώ είναι» (1,23). ‘Ηθελε να φύγει από τη ζωή αύτη, όχι γιατί μισούσε τον κόσμο καί τη ζωή, αλλά γιατί αγαπούσε περισσότερο την πηγή της ζωής, το Χριστό και τη Βασι­λεία Του. Κι ό άγιος Ιωάννης της Κλίμακος επισημαίνει; «Ό άγιος επιθυμεί κάθε ώρα το θάνατο». Για το Χριστιανό λοιπόν υπάρχουν λόγοι χαράς για τον ερχομό του νέου χρόνου: τον φέρνει πιο κοντά στον αρχηγό της πίστης Του!

Είναι ακατανόητη όμως η χαρά του απίστου και εκτός της Εκκλησίας ανθρώπου για τον καινούργιο χρόνο. Γιατί γιορτάζει αυτός; Επειδή θα έλθει μια ώρα γρηγορότερα στο θάνατο; Διότι στην πραγματικότητα ό κάθε νέος χρό­νος είναι καί μια μείωση της επί γης ζωής του’ μια ανάσα πιο κοντά στη φθορά. ‘Ισως λοιπόν για το λόγο αυτό να ξε­νυχτάνε πολλοί γλεντώντας την παραμονή της Πρωτοχρο­νιάς; επειδή επιθυμούν να διασκεδάσουν τον υποσυνείδητο φόβο τους με τον επερχόμενο θάνατο.’Ετσι κι αλλιώς όμως! Για τους Χριστιανούς ό χρόνος έχει νόημα και σκοπό. Κι είμαστε ευτυχείς πού ό Θεός εν Χριστώ μας έχει δώσει τη χάρη να κατανοούμε την αλήθεια αυτή. Απομένει καί να την ενεργοποιούμε στη ζωή μας!

Τρία ερωτήματα στην είσοδο του νέου χρόνου

 

Τρία ερωτήματα τα οποία ζητούν απάντηση μάς θέτει, μεταξύ άλλων, η είσοδός μας στον νέο χρόνο. Και είναι αληθινή ευλογία το ότι κάθε καινούργια χρονιά συνδέεται με την εκκλησιαστική ζωή με δύο σπουδαίες γιορτές: την περιτομή του Χριστού, στην οποία ο Κύριος επέδειξε σεβασμό στα ανθρώπινα έθιμα, τα συνδεδεμένα με την θρησκεία, για να δείξει ότι είναι τέλειος άνθρωπος, εκτός από τέλειος Θεός, και την μνήμη του Μεγάλου Βασιλείου, του ξεχωριστού Αγίου και πατρός της Εκκλησίας μας, η ζωή του οποίο αποτελεί απάντηση στα τρία αυτά ερωτήματα. Και ο λόγος του ιερού υμνογράφου, ο οποίος συνδέει το όνομα του Αγίου Βασιλείου με την βασιλεία του Θεού, αλλά και μας υπενθυμίζει τι σημαίνει Ευαγγέλιο, αλλά και η διακήρυξή του, δίνει μία συνολική πρόταση ζωής, που κάνει τον χρόνο να έχει νόημα, πέρα από το εφήμερο.

Το πρώτο ερώτημα είναι: γιατί ζούμε; γιατί μας δίδεται ο χρόνος; Το ερώτημα έχει συγκλονιστική διάσταση, καθότι η είσοδός μας στον χρόνο και την ζωή είναι ένα γεγονός ανελευθερίας σε προσωπικό επίπεδο. Κανείς δεν μας ρώτησε αν θέλαμε να γεννηθούμε. Την στιγμή που “ἐκ τοῦ μή ὄντος” έρχόμαστε στο “εἶναι”δεν υπάρχει ελευθερία και δικαίωμα. Ο χρόνος αφ᾽ εαυτού του δεν είναι επιλογή μας. Κι όμως καλούμαστε να τον ζήσουμε. Υπάρχει απάντηση στο “γιατί”. Και η απάντηση είναι αγάπη και βασιλεία. Μας δόθηκε η ζωή που συνδέεται με τον χρόνο από τον Θεό που μας αγαπά. Και η αγάπη δημιουργεί, γεννά ζωή, γεννά πρόσωπα. Μαζί με τον Θεό μάς δόθηκε η ζωή και από τους κατά σάρκα γονείς μας, από τους ανθρώπους ως συνδημιουργούς της αγάπης. Η ζωή όμως δεν είναι απλώς για να την ζήσουμε. Είναι για να την ζήσουμε βρίσκοντας την βασιλεία του Θεού. “Βασιλεύω” σημαίνει αγαπώ και μοιράζομαι ό,τι είμαι και ό,τι έχω με τους άλλους, διακονώντας τους, όχι για να τους εξουσιάζω, ούτε απλώς για να συν-υπάρχω και να συν-οδοιπορώ, αλλά για να βιώνω κάθε στιγμή την ζωή ως αγάπη. Γι’ αυτό οι αυθεντικοί βασιλιάδες δεν ήταν οι εξουσιαστές και οι τύραννοι, αλλά εκείνοι που έμεναν στην καρδιά του λαού τους επειδή τον αγαπούσαν και νοιάζονταν γι’ αυτόν. Γι’ αυτό και ο Θεός είναι βασιλεύς πάντων των αιώνων και δημιουργός. Γιατί είναι Αγάπη. Και η Εκκλησία είναι ο τρόπος και η εμπειρία της αγάπης, όπου ο Θεός στο πρόσωπο του Χριστού μάς δίδεται λειτουργικά ως αγάπη, ως Σώμα και Αίμα. Όπου στο πρόσωπο κάθε συνανθρώπου, κάθε αδελφού βλέπουμε τον Χριστό. Όπου ζούμε τον χρόνο ως καιρό βασιλείας, καιρό αγάπης κάθε στιγμή.

Το δεύτερο ερώτημα είναι γιατί πεθαίνουμε; Και πάλι δεν θα μας ρωτήσει κανείς αν θέλουμε να πεθάνουμε. Ο χρόνος της παρούσης ζωής, της κτιστότητας, περιλαμβάνει εκτός από την είσοδο και την έξοδό μας από αυτόν. Στο τεράστιο αυτό γιατί, που απασχολεί κάθε ύπαρξη, έρχεται και πάλι η πίστη να δώσει απάντηση. Ο χρόνος μάς δίδεται ως Ευαγγέλιο, ως είδηση και αγγελία χαράς στο πρόσωπο του Χριστού και της βασιλείας Του, “ἦς οὐκ ἔσται τέλος”. Ο θάνατος για όσους πιστεύουμε στον Χριστό δεν είναι απόγνωση, ούτε συμβιβασμός. Χριστός ετέχθη, Χριστός περιετμήθη, Χριστός εβαπτίσθη, Χριστός εδίδαξε, Χριστός εθαυματούργησε, Χριστός έπαθε, Χριστός Ανέστη, Χριστός ανελήφθη, Χριστός πάλιν έρχεται. Ο Χριστός είναι το Ευαγγέλιο που μας λυτρώνει από τον θάνατο και μας δίδει χαρά. Ο Χριστός που προσέλαβε όλα τα ανθρώπινα, δίχα αμαρτίας, ακόμη και τον θάνατο μας καλεί να δούμε τον χρόνο ως κοινωνία μαζί Του, να Τον συναντήσουμε στην γιορτή της Εκκλησίας όχι εφήμερα, αλλά συνεχώς, να Τον συναντήσουμε στα πρόσωπα των συνανθρώπων μας, των Αγίων και των αμαρτωλών, να Τον συναντήσουμε ως αγάπη, συγχώρηση, ανάσταση από κάθε μορφή θανάτου, πνευματικό, σωματικό, αιώνιο, και να πιστέψουμε ότι η χαρά του Ευαγγελίου δεν νικιέται από τον θάνατο.

Το τρίτο ερώτημα είναι τι κάνουμε για να έχει η ζωή μας νόημα που ξεπερνά το πρόσκαιρο; Ο κόσμος και η φιλοσοφία του έχουν πολλές προτάσεις, οι οποίες όμως σταματούν στην έξοδο από την ζωή. Οι άλλες θρησκείες μιλούν κάποτε για μεταθανάτια πραγματικότητα, που δεν συμπεριλαμβάνει όμως τον σύνολο άνθρωπο, αλλά μόνο το πνεύμα του. Ακόμη και οι δύο άλλες μονοθεϊστικές θρησκείες, ο Ιουδαϊσμός και το Ισλάμ, που πιστεύουν στην ανάσταση, δεν αφήνουν περιθώριο για όλους τους ανθρώπους να ελπίσουν ότι ως εικόνες Θεού έχουν περιθώριο. Μόνοι οι δικοί τους μπορεί να σωθούν κι εκεί χωρίς Χριστό. Η πίστη μας όμως δίνει και πάλι την απάντηση. Είναι η κήρυξη. Ο χρόνος μάς δίδεται για να διακηρύξουμε την εν ημίν ελπίδα λόγοις και έργοις. Όχι ως αγγαρεία για να αποφύγουμε μια κάποια κόλαση Ούτε ως ανταμοιβή εγωισμού και περηφάνειας, ως ένα δούναι και λαβείν. Μας δίδεται για να διακηρύξουμε τον τρόπο της αγάπης, λειτουργώντας προφητικά, ελπιδοφόρα, με την δοξολογία του Θεού για όλα όσα μάς έδωσε, για την πλάση, την ανάπλαση, την ανάσταση. Και η κήρυξη είναι για όλους τους ανθρώπους. Είναι για την σύνολη ύπαρξη. Είναι μία πρόσκληση συνάντησης στην αγάπη. Είναι μία φωνή μέσα μας που μας ζητά να μη σταματήσουμε στιγμή να καταγγέλουμε τοις πάσι τον Χριστό που σώζει, θεώνοντας όποιον ελεύθερα Τον ακολουθήσει.

Αυτή η στάση ζωής κρύβει σταυρό. Έχει οδύνη και ωδίνες. Η οδύνη πηγάζει από την θέαση του κόσμου στον οποίο ζούμε. Από την θέαση του διασπασμένου εαυτού μας. Όταν βλέπουμε από την μία μια καρδιά που θέλει να τα ελέγξει όλα και δεν μπορεί, ότι γέμει παθών και ήττας και θλίβεται μπροστά στον θάνατο κάθε μορφής. Κι από την άλλη, να έχουμε την επιθυμία “Χριστόν ἐνεδύσασθαι”, μόνο που ο έτερος νόμος εν τοις μέλεσιν ημών μάς κλέβει την χαρά. ΚΙ όμως, το παράδειγμα των Αγίων μας είναι η χαρά. Διότι άγιος είναι αυτός που ζει τον Χριστό στην καρδιά του ως βασιλεία, ευαγγέλιο και κήρυξη. Και αλλάζει έτσι η θέαση του κόσμου εντός τους. Παλεύουν να γεννήσουν τον Χριστό στις καρδιές των άλλων, όσον πόνο κι αν αυτό έχει, όσον σταυρό, όσον κόπο. Και ένας λόγος ακούγεται μέσα τους. Όπως ο Χριστός, έτσι κι εκείνοι και έτσι κι εμείς, αν ακολουθούμε το παράδειγμά τους, “ἐξήλθομεν νικῶντες καί ἵνα νικήσωμεν” (Ἀποκ. 6,2)!

Αυτή ήταν η οδός του Μεγάλου Βασιλείου. Οδός βασιλείας και αφιέρωσης λειτουργικής στον Χριστό ως θησαυρό της ζωής του. Οδός Ευαγγελίου, δηλαδή βίωση της ζωής ως αγάπης, συγχώρησης και ανάστασης από τον θάνατο κάθε μορφής. Οδός κήρυξης του Χριστού, λόγοις και έργοις. Ένειμε τα χαρίσματά του, τους κόπους του, την πίστη του τοις πάσι. Πόνεσε, γέννησε καρπούς πνευματικούς, τα κατά πνεύμα παιδιά του, τα κείμενά του, την θεολογία του, την φιλανθρωπία του, την όλη ζωή, ακόμη και τον θάνατό του, απαντώντας στα τρία ερωτήματα: Γιατί γεννήθηκα; Από αγάπη και να αγαπώ ως βασιλεύς. Γιατί πεθαίνω; Για να αναστηθώ από αγάπη, νικώντας εν Χριστώ την φθορά του χρόνου, το κακό, τον θάνατο. Τι να κάνω; Να διακηρύξω τον Χριστό με κάθε δύναμη και κάθε αδυναμία της ύπαρξής μου, πρωτίστως όμως με την χαρά ότι δεν είμαι μόνος μου!

Αυτή είναι η οδός του χρόνου στην Εκκλησία!

Πρωτοπρεσβύτερος Θεμιστοκλής Μουρτζανός

Ο ΜΕΓΑΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ

http://upload.wikimedia.org/wikipedia/commons/thumb/9/92/Basil-the-Great.jpg/250px-Basil-the-Great.jpg
«...τα των ανθρώπων ήθη κατεκόσμησας»
Με τη φράση αυτή, το απολυτίκιο, απόλυτα επιτυχημένα, τονίζει την κοινωνική προσφορά του Αγίου Βασιλείου, που με τη θεία διδασκαλία του στόλισε με αρετές τα ήθη και τη ζωή των ανθρώπων.
Ο Μέγας αυτός πατέρας και διδάσκαλος της Ορθόδοξης Εκκλησίας γεννήθηκε το 329 στη Νεοκαισάρεια του Πόντου στο χωριό Άννησα και μεγάλωσε στην Καισάρεια της Καππαδοκίας. Είχε 8 αδέρφια, 3 αγόρια και πέντε κορίτσια. Από τα 4 αγόρια τα 3 έγιναν επίσκοποι (ο Βασίλειος Καισαρείας, ο Γρηγόριος Νύσσης και ο Πέτρος Σεβάστειας) και το ένα μοναχός (ο Ναυκράτιος). Από τις 5 αδερφές του η πρώτη, και συγχρόνως το πιο μεγάλο παιδί της οικογένειας, η Μακρίνα, έγινε μοναχή.
Οι γονείς του Βασίλειος (και αυτός), που καταγόταν από τη Νεοκαισάρεια του Πόντου και Εμμέλεια, που καταγόταν από τη Καππαδοκία, αν και κατά κόσμον ευγενείς και πλούσιοι, είχαν συγχρόνως και ακμαιότατο χριστιανικό φρόνημα. Αυτοί μάλιστα έθεσαν και τις πρώτες - καθοριστικής σημασίας - πνευματικές βάσεις του Αγίου.
Με εφόδιο αυτή τη χριστιανική ανατροφή, ο Βασίλειος αρχίζει μια καταπληκτική πνευματική ανοδική πορεία. Έχοντας τα χαρίσματα της ευστροφίας και της μνήμης, κατακτά σχεδόν όλες τις επιστήμες της εποχής του. Και το σπουδαιότερο, κατακτά τη θεία θεωρεία του Ευαγγελίου, που την κάνει αμέσως πράξη με την αυστηρή ασκητική ζωή του.

Μετά τις πρώτες του σπουδές στην Καισάρεια και κατόπιν στο Βυζάντιο, επισκέφθηκε, νεαρός ακόμα, την Αθήνα, όπου επί τέσσερα χρόνια συμπλήρωσε τις σπουδές του, σπουδάζοντας φιλοσοφία, ρητορική, γραμματική, αστρονομία και ιατρική. Από την Αθήνα επέστρεψε στη Καισάρεια και επιδόθηκε στη δικηγορία και στη διδασκαλία της ρητορικής τέχνης.
Αποφάσισε όμως, να ακολουθήσει τη μοναχική ζωή και γι' αυτό πήγε στα κέντρα του ασκητισμού, για να διδαχθεί τα της μοναχικής πολιτείας στην Αίγυπτο, Παλαιστίνη, Συρία και Μεσοποταμία. Όταν επέστρεψε, αποσύρθηκε σε μια Μονή του Πόντου, αφού έγινε μοναχός, και ασκήθηκε εκεί με κάθε αυστηρότητα για πέντε χρόνια (357-362 μ.Χ.).
Ήδη τέλεια καταρτισμένος στην Ορθόδοξη Πίστη, χειροτονήθηκε διάκονος και πρεσβύτερος από τον Επίσκοπο Καισαρείας Ευσέβιο. Ο υποδειγματικός τρόπος της πνευματικής εργασίας του δεν αργεί να τον ανεβάσει στο θρόνο της αρχιερωσύνης, διαδεχόμενος τον Ευσέβιο στην επισκοπή της Καισαρείας (370 μ.Χ.).
Με σταθερότητα και γενναίο φρόνημα, ως αρχιερέας έκανε πολλούς αγώνες για την Ορθόδοξη Πίστη. Με τους ορθόδοξους λόγους που συνέγραψε, κατακεραύνωσε τα φρονήματα των κακοδόξων. Στους αγώνες του κατά του Αρειανισμού αναδείχτηκε αδαμάντινος, ούτε οι βασιλικές κολακείες του Ουάλεντα (364-378 μ.Χ.), που πήγε αυτοπροσώπως στην Καισάρεια για να τον μετατρέψει στον Αρειανισμό, ούτε οι απειλές του Μοδέστου μπόρεσαν να κάμψουν το ορθόδοξο φρόνημα του Αγίου. Υπεράσπισε με θάρρος την Ορθοδοξία, καταπλήσσοντας τον βασιλιά και τους Αρειανούς. Ακόμα, αγωνίστηκε κατά της ηθικής σήψεως και επέφερε σοφές μεταρρυθμίσεις στο μοναχισμό.
Η δε υπόλοιπη ποιμαντορική δράση του, υπήρξε απαράμιλλη, κτίζοντας την περίφημη «Βασιλειάδα», συγκρότημα με ευαγή ιδρύματα, όπου βρήκαν τροφή και περίθαλψη χιλιάδες πάσχοντες κάθε ηλικίας, γένους και φυλής. Ήταν μια «νέα πόλη» έξω από τη Καισάρεια και περιελάμβανε πτωχοτροφείο, ορφανοτροφείο, γηροκομείο, ξενοδοχείο και νοσοκομείο.
Ο Μέγας Βασίλειος έχει πλούσιο και σημαντικό συγγραφικό έργο. Τα κυριότερα έργα του είναι οι 9 ομιλίες στην Εξαήμερο, ομιλίες στους Ψαλμούς, πολλές και διάφορες άλλες ομιλίες, ασκητικά έργα και επιστολές. Εκτός των άλλων έργων του, έγραψε και τη Θεία Λειτουργία, που, μετά την επικράτηση αυτής της συντομότερης του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, τελείται 10 φορές το χρόνο: την 1η Ιανουαρίου (γιορτάζεται και η μνήμη του), τις πρώτες πέντε Κυριακές της Μ. Τεσσαρακοστής, τις παραμονές των Χριστουγέννων και των Θεοφανείων, την Μ. Πέμπτη και το Μ. Σάββατο.
Στα πενήντα του χρόνια ο Μέγας Βασίλειος, εξαιτίας της ασθενικής κράσεώς του και της αυστηρής ασκητικής ζωής του (ορισμένες πηγές λένε από βαριά αρρώστια του ύπατος ή των νεφρών), την 1η Ιανουαρίου του 379 μ.Χ., εγκαταλείπει το φθαρτό και μάταιο αυτό κόσμο, αφήνοντας παρακαταθήκη και ιερή κληρονομιά στην ανθρωπότητα ένα τεράστιο πνευματικό έργο.
Η Εκκλησία εορτάζει τη μνήμη του στις 1 Ιανουαρίου.
Απολυτίκιο, Ήχος α΄
«Εἰς πᾶσαν τήν γῆν ἐξῆλθεν ὁ φθόγγος σου, ὡς δεξαμένην τόν λόγον σου• δι' οὗ θεοπρεπῶς ἐδογμάτισας, τήν φύσιν τῶν ὄντων ἐτράνωσας, τά ταῶν ἀνθρώπων ἤθη κατεκόσμησας, Βασίλειον ἱεράτευμα, Πάτερ ὅσιε, Χριστόν τον Θεόν ἱκέτευε, δωρήσθαι ἡμῖν το μέγα ἔλεος.»

H ΠΕΡΙΤΟΜΗ ΤΟΥ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ

 

ΠΕΡΙΤΟΜΗ ΤΟΥ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ


Ἡ κατὰ σάρκα περιτομὴ καὶ ὀνοματοδοσία τοῦ Ἰησοὺ Χριστοῦ, κατὰ τὴν ὄγδοη ἡμέρα ἀπὸ τὴν γέννησή Του, ἀποτελεῖ τὴν βεβαίωση τῆς σαρκώσεως καὶ τῆς προσλήψεως ἀπὸ τὸν Θεὸ Λόγο τῆς τέλειας ἀνθρώπινης φύσεως ἀναλλοιώτως καὶ τῆς εἰσόδου Του στὸ λαὸ τοῦ Θεοῦ.

Ὅταν μιλᾶμε γιὰ τὴν ἐνανθρώπηση τοῦ Θεοῦ Λόγου, ὡς μυστήριο πρέπει νὰ τὴν ἀντιλαμβανόμαστε καὶ ὡς μυστήριο πρέπει νὰ τὴν προσεγγίζουμε, γιατί ὅλα τὰ γεγονότα τῆς ἐνανθρωπίσεως, τῆς σαρκώσεως τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ, ἔγιναν μὲ θαυμαστὸ τρόπο ποὺ ξεπερνᾶ τὸ νοῦ ἀνθρώπου. 

Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας λένε ὅτι, ἐὰν ἡ θεία ἐνανθρώπιση ἦταν καταληπτή, δὲν θὰ ἦταν θεία καὶ παρομοιάζουν ὅσους ἀμφιβάλλουν ἢ δὲν πιστεύουν μὲ ἐκεῖνον ποὺ καθόταν στὸ σκοτάδι καὶ πληρώθηκε ἀπὸ φῶς, ἐπειδὴ ὅμως δὲν γνώριζε τὸ πῶς ᾖλθε τὸ φῶς, δὲν δέχθηκε τὸν φωτισμό. 

Τὴν κατὰ σάρκα περιτομὴ τοῦ Κυρίου ἠμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, τὴν ὁποία καταδέχθηκε ὁ Κύριος νὰ λάβει σύμφωνα μὲ τὴν σχετικὴ νομικὴ διάταξη, ὅμως μὲ σκοπὸ τὴν κατάργηση τῆς διατάξεως αὐτῆς, προκειμένου νὰ εἰσαγάγει τὴν πνευματικὴ καὶ ἀχειροποίητη περιτομή, δηλαδὴ τὸ Ἅγιο Βάπτισμα, μᾶς τὴν παρέδωσαν οἱ Ἅγιοι Πατέρες νὰ τὴν ἑορτάζουμε κάθε χρόνο. Γιατί ὁ Κύριος, ὅπως καταδέχθηκε πρὸς χάρη μας τὴν ἔνσαρκη Γέννηση καὶ ἔλαβε ὅλα τὰ ἰδιώματα τῆς ἀνθρώπινης φύσεως, ὅσα εἶναι παντελῶς ἀδιάβλητα, ἔτσι καταδέχθηκε νὰ λάβει καὶ τὴν περιτομὴ ποὺ ὅριζε ὁ Ἰουδαϊκὸς Νόμος. 

Καὶ βασικὰ τὴν περιτομὴ ὁ Κύριος τὴ δέχθηκε γιὰ δυὸ λόγους : 

Πρώτον, γιὰ νὰ φράξει τὰ στόματα τῶν αἱρετικῶν, οἱ ὁποῖοι εἶχαν τὴν θρασύτητα νὰ ἰσχυρίζονται ὅτι δὲν ἔλαβε πραγματικὰ ἀνθρώπινη σάρκα, ἀλλὰ ὅτι ἔγινε ἄνθρωπος κατὰ φαντασίαν. Πῶς ὅμως, πραγματικά, θὰ περιτεμνόταν, ἂν δὲν εἶχε λάβει ἀληθινὴ ἀνθρώπινη σάρκα; 

Δεύτερον, γιὰ νὰ κλείσει τὰ στόματα τῶν Ἰουδαίων, οἱ ὁποῖοι Τὸν κατηγοροῦσαν ὅτι δὲν τηρεῖ τὴν ἀργία τοῦ Σαββάτου, καὶ ὅτι καταλύει τὸ Νόμο. 

«Ἐπειδὴ ὁ Θεός», λέγει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, «μᾶς ἔδωσε νὰ κοινωνήσουμε τὸ καλύτερο καὶ δὲν τὸ φυλάξαμε, γι’ αὐτὸ μεταλαβαίνει τὸ χειρότερο, ἐννοῶ τὴν φύση μας, ὥστε ἀπὸ τὴν μία μεριὰ νὰ ἀνακαινίσει τὸν ἑαυτό Του καὶ μὲ τὸν ἑαυτό Του τὸ κατ’ εἰκόνα καὶ κάθ΄ ὁμοίωση, καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη νὰ διδάξει καὶ σὲ ἐμᾶς τὴν ἐνάρετη πολιτεία, ἀφοῦ μὲ τὸν ἑαυτό Του τὴν ἔκανε σὲ ἐμᾶς δυνατή. Νὰ μᾶς ἐλευθερώσει ἀπὸ τὴν φθορὰ μὲ τὴν κοινωνία τῆς ζωῆς γενόμενος ἀπαρχὴ τῆς ἀναστάσεώς μας. Νὰ ἀνακαινίσει τὸ σκεῦος ποὺ ἀχρειώθηκε καὶ κομματιάστηκε, νὰ μᾶς λυτρώσει ἀπὸ τὴν τυραννία τοῦ διαβόλου, μὲ τὸ νὰ μᾶς καλέσει στὴ θεογνωσία καὶ νὰ τὸν νεκρώσει, νὰ μᾶς μάθει νὰ παλεύουμε ἀποτελεσματικὰ μὲ τὸν τύραννο, ὁπλισμένοι μὲ ὑπομονὴ καὶ ταπείνωση». 

Ὁ Θεὸς ἔγινε τέλειος καὶ ἀληθινὸς ἄνθρωπος, «ἄνθρωπος ἐν πληγῇ», «ἐν δούλου μορφή», χωρὶς νὰ πάψει νὰ εἶναι τέλειος καὶ ἀληθινὸς Θεός, γιὰ νὰ κάνει τὸν ἄνθρωπο πλήρη καὶ τέλειο υἱὸ τοῦ Θεοῦ καὶ Θεὸ κατὰ χάριν. «Ὁ Θεὸς πτωχεύει τὴν ἐμὴν σάρκα, ἶνα ἐγὼ πλουτήσω τὴν αὐτοῦ Θεότητα… κενούται τῆς ἐαυτοῦ δόξης ἐπὶ μικρόν, ἶνα ἐγὼ τῆς ἐκείνου μεταλάβω πληρώσεως». 

Ἡ δημιουργία καὶ ἡ σωτηρία, ὅλη ἡ ἐλεημοσύνη καὶ ἡ φιλανθρωπία τῆς Ἁγίας Τριάδος, ἀνακεφαλαιώνονται στὸν Θεάνθρωπο Χριστό, ποὺ μὲ τὴν ἐνσάρκωση καὶ τὴν περιτομή Του καὶ ὅλα τὰ μυστήρια τῆς ἔνσαρκης παρουσίας Του, ἀπεκάλυψε τὴν χριστολογικὴ καὶ χριστοκεντρικὴ ρίζα καὶ προοπτικὴ κάθε πραγματικότητος καὶ ὁλόκληρης τῆς πραγματικότητος.

Αὐτός, ὁ Κύριος, εἶναι ἡ κεφαλὴ κάθε ἀρχῆς καὶ ἐξουσίας. Σὲ αὐτὸν ἔχουμε περιτμηθεῖ, ὄχι μὲ περιτομὴ καμωμένη μὲ χέρια ἀνθρώπων, ἀλλὰ μὲ τὴν ἀποβολὴ τοῦ σάρκινου σώματος, δηλαδὴ μὲ τὴν περιτομὴ τοῦ Χριστοῦ, καὶ ἐνταφιαστήκαμε μαζί Του κατὰ τὸ βάπτισμα, κατὰ τὸ ὁποῖο καὶ ἀναστηθήκαμε μαζί Του μὲ τὴν πίστη στὴν δύναμη τοῦ Θεοῦ, ὁ Ὁποῖος Τὸν ἀνέστησε ἐκ νεκρῶν. Ἀκόμη, ὅταν εἴμασταν νεκροὶ ἐξ’ αἰτίας τῶν ἁμαρτιῶν μας, καὶ ἐξ’ αἰτίας τους εἴμασταν ἀπερίτμητοι, μᾶς ἐζωοποίησε μαζὶ μ’ Αὐτὸν καὶ μᾶς συγχώρεσε ὅλες τὶς ἁμαρτίες. 

Μετὰ τὴν περιτομή Του ὁ Ἰησοῦς, ἐπέστρεψε στὴν οἰκία Του μὲ τὴν μητέρα Του καὶ τὸν Ἰωσήφ. Ἐκεῖ ζοῦσε ὅπως καὶ οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι, προοδεύοντας κατὰ τὴν σοφία, τὴν ἡλικία καὶ τὴ χάρη γιὰ τὴ σωτηρία μας. 


Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τοῦ λίθου σφραγισθέντος.
Μορφὴν ἀναλλοιώτως ἀνθρωπίνην προσέλαβες, Θεὸς ὢν κατ' οὐσίαν πολυεύσπλαγχνε Κύριε, καὶ νόμον ἐκπληρῶν περιτομήν, θελήσει καταδέχῃ σαρκικήν, ἵνα παύσῃς τὰ σκιώδη, καὶ περιέλῃς τὸ κάλυμμα τῶν παθῶν ἡμῶν. Δόξα τῇ ἀγαθότητι τῇ σῇ, δόξα τῇ εὐσπλαγχνία σου, δόξα τῇ ἀνεκφράστῳ Λόγε συγκαταβάσει σου.

Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Ὁ τῶν ὅλων Κύριος, περιτομὴν ὑπομένει, καὶ βροτῶν τὰ πταίσματα, ὡς ἀγαθὸς περιτέμνει· δίδωσι, τὴν σωτηρίαν σήμερον κόσμῳ· χαίρει δὲ, ἐν τοῖς ὑψίστοις καὶ ὁ τοῦ Κτίστου, Ἱεράρχης καὶ φωσφόρος, ὁ θεῖος μύστης Χριστοῦ Βασίλειος. 

Μεγαλυνάριον.
Σάρκα ὀκταήμερος ὡς βροτός, ὁ τῶν ὅλων Κτίστης, περιτέμνεται νομικῶς, τὴν ἐξ ἀκρασίας, ἡμῶν κακίαν τέμνων· αὐτοῦ τὴν ἀγαθότητα μεγαλύνωμεν.