Δευτέρα 2 Νοεμβρίου 2015

ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΜΝΗΜΕΙΑ:ΛΙΣΤΑ ΠΑΓΚΟΣΜΙΑΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ

Λίγο περισσότερα από 1.000 σε ολόκληρο τον κόσμο! Αυτή είναι η γνωστή λίστα της UNESCO με τα Μνημεία Παγκόσμιας Κληρονομιάς, η οποία σταδιακά ανανεώνεται και περιλαμβάνει εκπληκτικής ομορφιάς φυσικά τοπία, αλλά και συγκλονιστικά πολιτιστικά μνημεία από όλες τις χώρες του κόσμου.
Ο κατάλογος δημιουργήθηκε μετά την υπογραφή της σχετικής διεθνούς συνθήκης το 1972 (στην οποία πλέον έχουν προσχωρήσει 191 κράτη) και στόχο έχει, όχι βέβαια μια τυπική καταγραφή, αλλά την ανάδειξη και προστασία αυτών των μνημείων του πλανήτη μας και των πολύμορφων πολιτισμών του.
Σε ό,τι αφορά την Ελλάδα, η σχετική λίστα περιλαμβάνει 17 μνημεία, με 15 από αυτά να είναι πολιτιστικά και 2 μικτά (πολιτιστικά και φυσικά). Το ιδιαίτερο ενδιαφέρον είναι πως σχεδόν τα μισά από αυτά έχουν ιδιαίτερη σχέση με την ιστορική εξέλιξη του χριστιανισμού στον ελλαδικό χώρο, προσφέρουν μια θαυμάσια εικόνα της χριστιανικής ναοδομίας και της ποικιλομορφίας της και φιλοξενούν μια συγκλονιστική συλλογή ιερών λειψάνων, κειμηλίων και διακοσμήσεων. Τα υπόλοιπα -όπως είναι αναμενόμενο- αποτελούν κορυφαίες αποτυπώσεις της αρχαιοελληνικής παράδοσης. Σε ό,τι αφορά βέβαια τα μνημεία με έντονο χριστιανικό χαρακτήρα, αξίζει να τα παρουσιάσουμε στην «ΚτΟ» και να τονίσουμε τα στοιχεία που τα καθιστούν παγκόσμιας σημασίας.

Άγιον Όρος: Με ζωή και ιστορία 12 αιώνων
Είναι μάλλον αδύνατο να περιγράψει κανείς με λίγα λόγια την ιστορία του Αγίου Όρους, η οποία ξεπερνά πλέον τους 12 αιώνες, καθώς οι πρώτες κοινότητες μοναχών εκεί καταγράφονται από το 843. Με τη συστηματική στήριξη Βυζαντινών αυτοκρατόρων, το άοκνο έργο του Αγίου Αθανασίου του Αθωνίτη, περνώντας από τις «καταιγίδες» της φραγκοκρατίας, της πειρατείας, των επιδρομών, της τουρκοκρατίας και όλων γενικά των περιπετειών και αγώνων του Εθνους, η αθωνική πολιτεία εξελίσσεται διαρκώς. Καταγράφεται, δε, διαχρονικά ως τόπος ιερός, προσιτός στον πιστό, μα και με έναν ιδιαίτερο τρόπο απρόσιτος, φυλάσσοντας εαυτόν από την υπέρμετρη έκθεση στην κοσμικότητα.
Η μνημειακή του φύση είναι, όπως ορθά αναγνωρίζει η UNESCO, μικτή, συνδυάζοντας την ομορφιά του μεσογειακού θαλασσινού τοπίου με την ορεινή πανίδα και χλωρίδα της Νότιας Βαλκανικής, με κοσμήματα επάνω του τα έργα μιας μοναδικής μοναστικής ανοικοδόμησης, που ξεκινά από τις απλές, σπηλαιώδεις σκήτες, για να καταλήξει στα πολυώροφα, ακροστεκούμενα μοναστήρια-βιγλάτορες της βυζαντινής χριστιανοσύνης.
Σήμερα, οι 20 μονές, οι σκήτες, τα κελιά, τα καθίσματα και τα ησυχαστήρια, με τους πάνω από 2.000 μοναχούς και τους δεκάδες χιλιάδες επισκέπτες κάθε χρόνο, αποτελούν έναν ευδιάκριτο φάρο της χριστιανικής πίστης σε όλο τον κόσμο, φιλοξενώντας έναν τεράστιο θησαυρό ιερών λειψάνων και κειμηλίων, αλλά, πάνω από όλα, διατηρώντας μια, μάλλον μοναδική στην ολότητά της, αντίληψη περί μοναχισμού. Η οποία έχει αποδείξει τη διάρκεια και την ωριμότητά της στην υπερχιλιετή ιστορία της, κάτι που επιβάλλει τον σεβασμό, αλλά και διαμορφώνει την υπέρκοσμη ομορφιά του τόπου -μια ομορφιά που άλλωστε, σύμφωνα με την παράδοση, έκανε τη Θεοτόκο να ζητήσει το Όρος ως δώρο από τον Υιό Της…

Μετέωρα: Ένα σκαλοπάτι προς τα ουράνια
Το δεύτερο μικτό μνημείο στον κατάλογο της UNESCO, τα Μετέωρα, θα μπορούσαν να είναι στη λίστα μόνο και μόνο για τη φυσική τους ιδιομορφία, αυτή των «βράχινων δέντρων» από ψαμμίτη, ύψους έως 400 μέτρων, που υψώνονται στην πεδιάδα της Καλαμπάκας, πλασμένοι πιθανόν από αρχαίες θάλασσες και ποτάμια.
Το φυσικό κάλλος όμως συνδυάζεται με τη μοναστική πολιτεία που είναι σκαρφαλωμένα πάνω στα βράχια, μια πολιτεία που κάποτε έφθασε να μετρά 30 μονές! Το όνομά της, «Μετέωρα», αποδίδεται στον Άγιο Αθανάσιο τον Μετεωρίτη, που ίδρυσε τη Μονή Μεταμορφώσεως του Σωτήρος περίπου το 1340 και θεωρείται ο θεμελιωτής και οργανωτής της κοινότητας.
Και στα Μετέωρα, όπως στον Άθω, οι μοναχοί ήρθαν σε διάλογο με το φυσικό τοπίο, αξιοποιώντας όμως με θαυμαστό τρόπο σπηλιές, πλατώματα, βράχους, βαρούλκα, αντιστηρίξεις σε μεγάλο ύψος, ριψοκίνδυνες αγκυρώσεις, τροχαλίες και καλάθια, ώστε να δομήσουν σε διάρκεια πολλών ετών μια λειτουργική, αλλά επίτηδες δυσπρόσιτη μοναστική πολιτεία, η οποία άντεξε στον χρόνο. Μάλιστα, η συγκρότησή της τα τελευταία χρόνια του Βυζαντίου και οι δύο εποχές ανάπτυξής της, τον 14ο και τον 16ο αιώνα, μας παρέχουν μια πολύ ενδιαφέρουσα αποτύπωση της ιστορίας του χριστιανισμού και του μοναχισμού της συγκεκριμένης περιόδου.
Σήμερα, αν και πλέον λειτουργούν μόνο 6 μονές, η πρόσβαση σε αυτές έχει βελτιωθεί σημαντικά. Ο επισκέπτης, πέρα από το ονειρικό τοπίο, μπορεί να θαυμάσει τις εντυπωσιακές υστεροβυζαντινές τοιχογραφίες τους, όπως και τα κειμήλια, τα έργα μικροτεχνίας, τα ξυλόγλυπτα τέμπλα, αλλά, πάνω από όλα, να ατενίσει από αρκετές εκατοντάδες μέτρα ψηλά το πώς η πίστη και η θέληση μπορούν να δαμάσουν τη φύση και να «χτίσουν» ακόμη ένα σκαλοπάτι προς τα ουράνια.

Μεσαιωνική πόλη της Ρόδου: Προπύργιο του δυτικού Χριστιανισμού
Μεγάλη και σημαντική για την εποχή της, η βυζαντινή καστρόπολη της Ρόδου πέρασε στην κατοχή του καθολικού ιπποτικού τάγματος του Νοσοκομείου του Αγίου Ιωάννη της Ιερουσαλήμ (οι γνωστοί Ιωαννίτες ή Οσπιταλιέροι) το 1309. Κάπως έτσι ξεκίνησε μια ανθηρή περίοδος δύο αιώνων, κατά την οποία η καστρόπολη τετραπλασιάστηκε σε έκταση και έγινε μια λαμπρή μεσαιωνική πόλη, προπύργιο του δυτικού Χριστιανισμού στην Ανατολική Μεσόγειο, για να υποκύψει τελικά στις συνεχείς πολιορκίες των Οθωμανών (παραδόθηκε το 1522 επί Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπούς). Ακολούθησαν η τουρκοκρατία και η ιταλική κατοχή μέχρι το νησί να ενσωματωθεί τελικά στο ελληνικό κράτος, το 1948.
Αυτή η ιστορική διαδρομή μάς έχει κληροδοτήσει μια εντυπωσιακή γοτθική -πολυσύνθετα περιτειχισμένη- πόλη, που ενσωματώνει βυζαντινά, ισλαμικά και αρχαιοελληνικά στοιχεία. Και, βέβαια, στο εσωτερικό των τειχών της (μήκους 4 χιλιομέτρων) συναντά κανείς δεκάδες εκκλησίες (πολλών ρυθμών και με τοιχογραφίες που αναδεικνύουν την τοπική αγιογραφική παράδοση). Όπως της Αγίας Τριάδας, της Αγίας Αικατερίνης, του Αγίου Αθανασίου, της Παναγίας του Κάστρου και της Αγίας Παρασκευής, που, παρά την ταλαιπωρία (μερικές έγιναν οθωμανικά τζαμιά) και τις συνεχείς μετασκευές και αλλαγές, παραμένουν θαυμαστά ιστορικά και πολιτισμικά δείγματα του ύστερου Μεσαίωνα και του τέλους της ταραγμένης σταυροφορικής εποχής.

Παλαιοχριστιανικά και βυζαντινά μνημεία της συμβασιλεύουσας Θεσσαλονίκης
Η πόλη της Θεσσαλονίκης, με ιστορία που ξεκινά από τον 4ο αιώνα π.Χ., ήταν, όπως αναφέρει η σχετική έκθεση της UNESCO, μια από τις πρώτες βάσεις διάδοσης του Χριστιανισμού. Αυτό αναδεικνύεται και από τα πολλά παλαιοχριστιανικά μνημεία της, που συμπληρώνονται μέχρι τον 15ο αιώνα με βυζαντινά και συγκροτούν -σε μικρή έκταση- μια ολοκληρωμένη αφήγηση της χριστιανικής μνημειακής αρχιτεκτονικής ιστορίας και βέβαια ένα «ανοιχτό μουσείο» της βυζαντινής διαδρομής, καθώς η πόλη ήταν συμβασιλεύουσα της αυτοκρατορίας.
Τα παλαιότερα μνημεία έχουν ρωμαϊκή καταγωγή (όπως η Ροτόντα, που ίσως ήταν ναός του Δία), ενώ μετατράπηκαν σε χριστιανικούς ναούς στη συνέχεια.
Σήμερα, τα μωσαϊκά και τα ψηφιδωτά τους συγκαταλέγονται στα κορυφαία της χριστιανικής τέχνης, όπως το ψηφιδωτό που απεικονίζει το όραμα του Προφήτη Ιεζεκιήλ, στον Όσιο Δαβίδ, οι τρεις ζώνες ψηφιδωτών στη Ροτόντα και, βέβαια, τα ψηφιδωτά του Αγίου Δημητρίου (από τον 5ο έως τον 9ο αιώνα).
Το σύνολο των μνημείων περιλαμβάνει μια μεγάλη σειρά από ναούς, ανάμεσα στους οποίους της Αχειροποιήτου (του 5ου αιώνα), της Αγίας Σοφίας, του Αγίου Παντελεήμονα, των Αγίων Αποστόλων και του Αγίου Νικολάου Ορφανού. Χτισμένοι σε διάφορες περιόδους (από τον 4ο έως και τον 15ο αιώνα), σε μεγάλη ποικιλία ρυθμών και με προσθήκες, μετασκευές, ανακαινίσεις και επιδιορθώσεις μετά από πυρκαγιές και διάφορες άλλες καταστροφές, συγκροτούν σήμερα μία από τις πιο ενδιαφέρουσες ιστορικές περιηγήσεις στη Βαλκανική, φιλοξενώντας και πολλές μόνιμες ή περιοδικές μουσειακές εκθέσεις (όπως αυτή της Κρύπτης στη Βασιλική του Αγίου Δημητρίου).

Χώρα της Πάτμου: Το νησί της Αποκάλυψης του Ιωάννη
Κατοικούμενη αδιάλειπτα από τον Μεσαίωνα, η Χώρα της Πάτμου με τη Μονή του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου και το Σπήλαιο της Αποκάλυψης στον δρόμο προς τη Σκάλα είναι ακόμη μία καταχώρηση στη λίστα της UNESCO. Όπως αναφέρεται στη σχετική απόφαση, η ένταξη έγινε καθώς αναγνωρίζεται η σημαντικότητα της μονής και του Σπηλαίου όπου ο Άγιος Ιωάννης «συνέγραψε δύο από τα ιερότερα χριστιανικά κείμενα, το Ευαγγέλιό του και την Αποκάλυψη». Ακόμη, διαπιστώνεται η αδιάκοπη εξέλιξη του οικισμού της Χώρας από τον 12ο αιώνα μέχρι σήμερα, ενώ, βέβαια, όλη η περιοχή είναι ένα «εξαιρετικό παράδειγμα παραδοσιακού ελληνορθόδοξου θρησκευτικού κέντρου προσκυνήματος εξαιρετικού αρχιτεκτονικού ενδιαφέροντος».
Από τόπος εξορίας κατά τη ρωμαϊκή εποχή (έτσι έφθασε στο νησί ο Ευαγγελιστής), η Πάτμος πέρασε στην αφάνεια επί Βυζαντίου μέχρι την ανοικοδόμηση της μονής από τον Όσιο Χριστόδουλο το 1088. Το 1208 το νησί καταλήφθηκε από τους Βενετούς (στον «απόηχο» της 4ης Σταυροφορίας) και άρχισε η δημιουργία της Χώρας στην περιοχή γύρω από το μοναστήρι. Στις αρχές του 16ου αιώνα ξεκίνησε μια περίοδος ακμής (επί τουρκοκρατίας), καθώς οι κάτοικοι ασχολήθηκαν με το εμπόριο και τη ναυτιλία.
Σήμερα, η μονή βαδίζει προς τη συμπλήρωση μιας χιλιετίας συνεχούς λειτουργίας και έχει εξελιχθεί σε ένα εντυπωσιακό συγκρότημα, με μουσείο, βιβλιοθήκη και εργαστήρια συντήρησης εικόνων και χειρογράφων. Συνολικά, μαζί με τη Χώρα και το Ιερό Σπήλαιο συγκροτούν έναν παγκόσμιας σημασίας ιστορικό τόπο της Χριστιανοσύνης και δικαιώνουν τον χαρακτηρισμό της Πάτμου ως «ιερού νησιού».

Μυστράς: Η εμβληματική βυζαντινή καστροπολιτεία
Χτισμένη το 1249 από τον Φράγκο πρίγκιπα της Αχαΐας, Γουλιέλμο Β’ Βιλλεαρδουίνο, λίγο έξω από την Σπάρτη, πέρασε στα χέρια των Βυζαντινών και του Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγου το 1259, για να φθάσει στο σήμερα (μετά από βενετική και οθωμανική κατοχή) διατηρώντας την εκπληκτική ομορφιά της.
Πρωτεύουσα του Δεσποτάτου του Μορέως, αποτέλεσε το τελευταίο ακμάζον περιφερειακό κέντρο της καταρρέουσας βυζαντινής αυτοκρατορίας και ταύτισε τη διαδρομή του κατά τον 14ο και 15ο αιώνα με τους Παλαιολόγους. Υπήρξε κέντρο πολιτισμού στην ακμή του (εκεί δίδαξε ο Γεώργιος Πλήθων Γεμιστός) και βέβαια επισκοπική έδρα, ενώ είναι γεμάτο με εκκλησίες και μοναστήρια.
Εμβληματικός είναι ο Ναός του Αγίου Δημητρίου, που ήταν και μητροπολιτικός, αλλά και η Ευαγγελίστρια, οι Άγιοι Θεόδωροι, με τον οκτάγωνο τρούλο, η Οδηγήτρια («Αφεντικό») με τα δύο παρεκκλήσια, η Αγία Σοφία, το καθολικό της Μονής της Παναγίας της Περιβλέπτου, αλλά και εκείνο της Μονής της Παντάνασσας, όπως και πολλά ιδιωτικά παρεκκλήσια. Οι βυζαντινοί αυτοί ναοί διατηρούν ακόμη και σήμερα εντυπωσιακές τοιχογραφίες, ενώ σε αυτούς καταγράφεται ο μικτός τύπος αρχιτεκτονικής (συνδυάζοντας αυτόν της τρίκλιτης βασιλικής με εκείνον του σταυροειδούς εγγεγραμμένου) σε μία από τις πιο εντυπωσιακές «συλλογές» ναών στον ελλαδικό χώρο. Εκεί που αναδεικνύεται η σχέση πίστης, Ορθοδοξίας, καθημερινής ζωής και βυζαντινής παράδοσης, αντιληπτή και στο σήμερα στον περιηγητή της σιωπηλής πια καστροπολιτείας με τα μεσαιωνικά σοκάκια.

Μονή Δαφνίου, Νέα Μονή Χίου, Όσιος Λουκάς: Κλασικά δείγματα βυζαντινής ναοδομίας
Τρεις μονές σε διαφορετικά σημεία της χώρας, που όμως εντάχθηκαν όλες μαζί στον κατάλογο της UNESCO, καθώς σχετίζονται αισθητικά και τα καθολικά τους αποτελούν κλασικά δείγματα βυζαντινής ναοδομίας, σε ρυθμό εγγεγραμμένου σταυροειδούς με τρούλο, ενώ η περίοδος ανέγερσής τους είναι κοντινή, κατά το διάστημα του 10ου-11ου αιώνα.
Στην Αθήνα αρχικά, πάνω στη διαδρομή της αρχαίας Ιεράς Οδού, η Μονή Δαφνίου εντυπωσιάζει με την οχυρωματική δομή της, ενώ οι ανασκαφές και οι μελέτες δείχνουν πως έχει περάσει πολλαπλά στάδια εξέλιξης αλλά και επισκευών, λόγω ζημιών από σεισμούς (πιθανολογείται πως χτίστηκε πάνω σε αρχαίο ναό του Απόλλωνα). Το οκτάγωνο καθολικό (χτισμένο γύρω στο 1100) φιλοξενεί παραστάσεις του Ευαγγελισμού, της Γέννησης και της Βάπτισης, ενώ ο μεγάλος τρούλος απεικονίζει έναν αυστηρό και εντυπωσιακό Παντοκράτορα. Χαρακτηριστικό (και των τριών ναών) είναι το χρυσό βάθος στις αγιογραφίες.
Φεύγοντας από το αττικό τοπίο, στις πλαγιές του Ελικώνα, στη Βοιωτία, βρίσκουμε τη Μονή του Οσίου Λουκά του Στειριώτη, που ασκήτευσε εκεί από το 946 έως το 953. Ο Βυζαντινός στρατηγός του Θέματος Ελλάδος, Κρηνίτης, χρηματοδότησε την οικοδόμηση ενός ναού όσο ζούσε ο όσιος, το 946. Αργότερα, γύρω στο 1000, χτίστηκε νέα εκκλησία, για να τιμήσει το λείψανο του αγίου, με την ανοικοδόμηση να απολαμβάνει αυτοκρατορική στήριξη, κάτι που έδωσε στη μονή τον χαρακτηρισμό «βασιλομονάστηρο».
Στο συγκρότημα της μονής, εκτός από τον Ναό της Παναγίας, εντυπωσιάζει το καθολικό, που είναι οκταγωνικού τύπου με μεγάλο τρούλο (διάμετρος 9 μέτρων) και στεγάζει τη λειψανοθήκη του οσίου, ενώ στην κρύπτη βρίσκεται ο αρχικός τάφος του. Τα ψηφιδωτά του ναού θεωρούνται από τα ωραιότερα της μεσοβυζαντινής τέχνης.
Τέλος, στη Χίο, επίσης με αυτοκρατορική χορηγία, έγινε η ανέγερση της Νέας Μονής σε περιοχή όπου -σύμφωνα με την παράδοση- είχε βρεθεί από τρεις ασκητές εικόνα της Παναγίας, κρεμασμένη σε κλαδί μυρσίνης. Οι ασκητές είχαν προφητεύσει την άνοδο του Κωνσταντίνου Θ’ του Μονομάχου (1000-1055) στον θρόνο, οπότε, όταν η προφητεία επαληθεύτηκε, ο αυτοκράτορας, πλέον, χρηματοδότησε τη μονή, αλλά και την προίκισε με μεγάλα προνόμια. Αυτά πολλαπλασιάστηκαν από τους επόμενους αυτοκράτορες, με αποτέλεσμα η Νέα Μονή να είναι ένα από τα πιο ονομαστά και πλούσια μοναστήρια του Αιγαίου μέχρι τα χρόνια της Ελληνικής Επανάστασης, οπότε και ξεκίνησε η παρακμή του.
Η μονή είναι χτισμένη κατά το βυζαντινό πρότυπο, με αμυντικό περίβολο, ενώ από το αρχικό συγκρότημα του 11ου αιώνα διατηρούνται το καθολικό, η δεξαμενή, ο πύργος, τμήμα της Τράπεζας και ο Ναός του Αγίου Λουκά, στο κοιμητήριο της μονής, εκτός του τείχους.
Το καθολικό είναι αφιερωμένο στην Παναγία και εορτάζει στις 23 Αυγούστου. Η μορφή του έχει αλλάξει, καθώς πυρπολήθηκε το 1822 (κατά τη σφαγή της Χίου) και καταστράφηκε από σεισμό το 1881, αλλά εντός του σώζονται εντυπωσιακά ψηφιδωτά.

Παλαιά πόλη της Κέρκυρας: Δείγμα έντονης ώσμωσης με τη Δύση
Οι πρώτες αναφορές για ανθρώπινη εγκατάσταση στην πόλη της Κέρκυρας κάνουν λόγο για τον 8ο π.Χ. αιώνα. Στη συνέχεια σημειώθηκε άνθηση κατά τα αρχαιοελληνικά και ρωμαϊκά χρόνια, αλλά ήταν η βυζαντινή και η ενετική περίοδος που ανέδειξαν την περιοχή η οποία σήμερα ορίζεται ως «Παλαιά πόλη». Με σημαντικές οχυρώσεις και δύο μεγάλα φρούρια, η ενετική πόλη (από το 1386 έως τα τέλη του 18ου αιώνα) άντεξε για περίπου τρεις αιώνες τις οθωμανικές πολιορκίες, ως προπύργιο της Δύσης μπροστά στη διαρκώς επεκτεινόμενη οθωμανική αυτοκρατορία.
Πυκνά έως ασφυκτικά δομημένη, με δαιδαλώδη σοκάκια, αλλά και με μια εντυπωσιακή σε μέγεθος πλατεία, τη Σπιανάδα, η παλιά πόλη μετασχηματίστηκε σε έναν βαθμό με νεοκλασικά κτίρια τον 19ο αιώνα, με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί μια πολύμορφη αρχιτεκτονικά εικόνα, ιδιαίτερης αξίας.
Στο εσωτερικό των τειχών, όπως είναι αναμενόμενο, παρατηρείται εκτεταμένη ναοδομία, που, αν και δυτικότροπη (αναγεννησιακή και μπαρόκ), ήταν τόπος λατρείας των ορθόδοξων κατοίκων. Βρίσκουμε κυρίως τον τύπο της μονόκλιτης βασιλικής, με πλούσιο εσωτερικό διάκοσμο και ψηλά καμπαναριά, πυργοειδή ή με πτερύγια. Ξεχωρίζουν, φυσικά, ο Ναός του Αγίου Σπυρίδωνα, που φιλοξενεί το λείψανο του πολιούχου του νησιού, αλλά και η τρίκλιτη Παναγία των Ξένων, ο Άγιος Νικόλαος των Γερόντων, ο Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος, με τις θαυμάσιες αγιογραφίες της κερκυραϊκής σχολής, η Θεοτόκος η Σπηλαιώτισσα και ο Ναός των Αγίων Πάντων (που, όπως πολλοί ναοί στην πόλη, σχετιζόταν με μια επαγγελματική συντεχνία -αδελφότητα-, στη συγκεκριμένη περίπτωση εκείνη των κρεοπωλών). Ακόμη, ο Ναός του Αγίου Ιακώβου, μητρόπολη των καθολικών, και ο, αρχικά αγγλικανικός, του Αγίου Γεωργίου, στο παλαιό φρούριο.
Οι πολλοί ναοί, ενταγμένοι ομαλά στον αστικό περίγυρο, αναδεικνύουν ένα σπάνιας ομορφιάς, οχυρωμένο μεσογειακό λιμένα, ελληνικό, στον οποίο όμως είναι εμφανής η έντονη ώσμωση με τη Δύση και ο οποίος δίκαια καταλαμβάνει τη δική του θέση στα παγκόσμια λάμψης μνημεία.

H λίστα της UNESCO μεγαλώνει
Στον σημερινό κατάλογο με τα ελληνικά μνημεία παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς περιλαμβάνονται (εκτός από όσα ήδη αναφέραμε) τα εξής:
  • Ακρόπολη Αθηνών
  • Βεργίνα
  • Δελφοί
  • Δήλος
  • Ασκληπιείο της Επιδαύρου
  • Μυκήνες και Τίρυνθα
  • Ναός του Επικούρειου Απόλλωνα στις Βάσσες
  • Ολυμπία
  • Πυθαγόρειο και Ηραίο Σάμου

Η λίστα όμως δεν είναι στατική. Ήδη έχουν υποβληθεί αιτήματα από το ελληνικό κράτος για να συμπεριληφθούν και μια μεγάλη σειρά από άλλα γνωστά μνημεία μας. Αυτά είναι:
  1. Υστερομεσαιωνικοί, οχυρωμένοι προμαχώνες στην Ελλάδα (μια ομάδα μνημείων που περιλαμβάνει το Μπούρτζι και την Ακροναυπλία, την Κορώνη, τη Μεθώνη κ.ά.)
  2. Εθνικό Πάρκο Δαδιάς - Λευκίμμης - Σουφλίου
  3. Αρχαίο Λαύριο
  4. Απολιθωμένο Δάσος της Λέσβου
  5. Αρχαία Μεσσήνη
  6. Μινωικά παλάτια (Κνωσός, Φαιστός, Μάλια, Ζάκρος, Κυδωνία)
  7. Αρχαία Νικόπολη
  8. Ευρύτερη περιοχή του Ολύμπου
  9. Αρχαίοι Φιλίπποι
  10. Περιοχή Πρεσπών (λίμνες, βυζαντινά και μεταβυζαντινά μνημεία)
  11. Φαράγγι της Σαμαριάς
  12. Φρούριο Σπιναλόγκας
  13. Αρχαίοι πύργοι του Αιγαίου (όπως του Χειμάρρου στην Νάξο, του Αγίου Πέτρου στην Άνδρο κ.ά.)
  14. Ζαγοροχώρια και Εθνικό Πάρκο Βόρειας Πίνδου
  15. Αρχαιοελληνικά θέατρα (Διονύσου στην Αθήνα, Αμφιαρείου, Μεγαλόπολης, Άργους, Λάρισας, Λίνδου κ.ά.)