Σάββατο 23 Ιουλίου 2016

ΨΥΧΑΝΑΛΥΣΗ ΤΗΣ ΣΥΝΕΙΔΗΣΗΣ

Τά τελευταῖα χρόνια ὑπάρχει μεγάλη ἔξαρση στά ψυχικά νοσήματα. Ὅλο καί περισσότεροι συνάνθρωποί μας ἐπισκέπτονται ψυχολόγους-ψυχιάτρους-ψυχαναλυτές γιά νά βροῦν τήν θεραπεία στήν ὁμολογουμένως δύσκολη κατάστασή τους. Σέ μεγάλες πόλεις ἀλλά καί στήν ἐπαρχία ὁπωσδήποτε θά συναντήσεις γραφεῖα ἱατρῶν μέ τίς συγκεκριμένες εἰδικότητες. Οἱ ἐπιστήμονες αὐτοί, πολλές φορές, ἀσκοῦν μέ ὑπευθυνότητα τήν δουλειά τους καί εἶναι ἀναγκαῖοι στίς σύγχρονες κοινωνίες πού ταλαιπωροῦνται οἱ ἄνθρωποι ἀπό τό ἄγχος. Ἄλλοι συνάνθρωποί μας, πού ἔχουν καί αὐτοί φυσικά τήν πίεση τῆς καταναλωτικῆς κοινωνίας, ἐπισκέπτονται τόν πνευματικό τους καί νιώθουν μιά ἀπίστευτη ἀνακούφιση ἀπό τήν συνομιλία καί συναναστροφή μαζί του. Ἔτσι, τίθεται τό ἐρώτημα: « Κάποιος πού ἔχει πνευματικό πατέρα χρειάζεται νά ἐπισκέπτεται καί τόν ψυχολόγο; ἤ μπορεῖ νά ἰσχύει καί τό ἀντίστροφο;». Ἡ ἀπάντηση εἶναι ἁπλή. Ἕνας καλός πνευματικός πατέρας, ἄν τό κρίνει ἀπαραίτητο μπορεῖ νά κατευθύνει τόν ἄνθρωπο σέ κάποιον ψυχολόγο, πού ὅμως νά πιστεύει στόν Θεό καί ἕνας ἐπιστήμονας ψυχολόγος ὀφείλει νά στείλει τόν ἄνθρωπο πού τόν ἐμπιστεύθηκε σέ πνευματικό πατέρα. Φυσικά, ἄν κάποιος ἔχει μιά οὐσιαστική, εἰλικρινῆ ἐπικοινωνία μέ τόν πνευματικό του δέν χρειάζεται κάνεναν ἄλλον βοηθό –τό νιώθει ἄλλωστε- παρά τήν ἴδια του τήν θέληση καί πίστη νά παλέψει γιά τήν ἐφαρμογή ὅσων τόν συμβουλεύει ὁ πνευματικός. Ἐάν τώρα ὁ πνευματικός εἶναι στά μέτρα τοῦ ὁσίου Παϊσίου, πού πρόσφατα ἀνακυρίχθηκε ἅγιος ἀπό τήν Ἐκκησία, τότε τά πράγματα γίνονται σαφῆ.
 Ἀφορμή γιά τά παρόντα ὑπῆρξε ἡ ἀνάλυση, οὐσιαστικά ἡ ψυχανάλυση, πού κάνει ὁ ἁγιασμένος γέροντας στό ζήτημα τῆς συνείδησης τοῦ ἀνθρώπου. Πρόκειται γιά ἕνα ἐξαιρετικό μάθημα διάγνωσης καί θεραπείας τῆς ψυχικῆς νόσου, πού ὀνομάζεται «λανθασμένη συνείδηση».
Ἄς πάρουμε τά πράγματα ἀπό τήν ἀρχή. Πολλοί ἄνθρωποι λένε «γιά μένα Θεός εἶναι ἡ συνείδηση μου· ἀρκεῖ πού δέν κάνω κακό σέ κανέναν». Αὐτό κατά βάση εἶναι σωστό, ἀφοῦ ὁ Θεός ὄντως ἔδωσε στόν πρῶτο ἄνθρωπο τήν συνείδηση ὡς «τόν πρῶτο θεῖο νόμο». «Τήν χάραξε βαθιά στίς καρδιές τους (τῶν πρωτοπλάστων) καί ἀπό τότε ὁ κάθε ἄνθρωπος τήν παίρνει κληρονομιά ἀπό τούς γονεῖς του καί, ὅταν δέν ἐνεργῆ σωστά, αὐτή δουλεύει μέσα του, τόν ἐλέγχει καί τόν ὁδηγεῖ στήν μετάνοια.[ Πράγματι λοιπόν ἡ συνείδηση εἶναι ἕνα θεῖο δῶρο καί ἀφορᾶ, κατά τόν ἀπόστολο Παῦλο, σέ ὅλους τούς ἀνθρώπους τῆς γῆς. Καί ἄν κάποιος δέν γνώρισε τόν Θεό θά κριθεῖ μέ τόν νόμο τῆς συνείδησής του.
Πῶς ὅμως μποροῦμε νά ξέρουμε ὅτι ἡ συνείδηση λειτουργεῖ κανονικά· ὅτι δέν ἔχει βλαφτεῖ;
Ἀπαντᾶ ὁ γέροντας: «Πρέπει ὅμως ὁ ἄνθρωπος νά κάνη σωστή πνευματική ἐργασία καί νά μελετάη τήν συνείδησή του, γιά νά μπορῆ νά ἀκούη πάντοτε τήν φωνή της. Ἐάν δέν τήν μελετάη, δέν θά ὠφεληθῆ οὔτε ἀπό πνευματικές μελέτες οὔτε ἀπό συμβουλές ἁγίων Γερόντων, ἀλλά οὔτε καί τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ δέν θά μπορέση νά τηρήση». Κάνει λοιπόν μιά σπουδαία διευκρίνιση ἀφοῦ λέει ὅτι ὑπάρχει καί «καπακωμένη συνείδηση».
Πῶς κάποιος μπορεῖ νά εἶναι σίγουρος ὅτι αὐτό πού κάνει εἶναι αὐτό πού τοῦ λέη ἡ συνείδησή του;
«Αὐτό θά γίνει ὅταν παρακολουθῆ τόν ἐαυτό του καί τόν ἐκθέτη στόν πνευματικό του. Γιατί μπορῆ νά ἔχη καταπατήση τήν συνείδηση του καί νά νομίζη ὅτι πάει καλά. Ἤ νά ἔχη φτιάξει λανθασμένη συνείδηση καί, ἐνῶ ἔχει κάνει ἔγκλημα, νά νομίζη ὅτι ἔκανε εὐεργεσία. Ἤ, ἀκόμη, νά ἔχη κάνει τήν συνείδησή του ὑπερευαίσθητη καί νά πάθη ζημιά ». Μάλιστα μᾶς δίνει καί παραδείγμα περί τοῦ θέματος: «Θέλει πολλή προσοχή. Βλέπεις, ὅταν κάνη κανείς μιά ἁμαρτία γιά πρώτη φορά, νιώθει κάποιον ἔλεγχο, στεναχωριέται. Ἄν τήν ἐπαναλάβη γιά δεύτερη φορά, νιώθει λιγότερο ἔλεγχο καί, ἄν δέν προσέξη καί συνεχίση νά ἁμαρτάνη, πωρώνεται ἡ συνείδησή του. Μερικοί, ὅταν λ.χ. τούς κάνης παρατήρηση γιά κάποιο σφάλμα τους, ἀλλάζουν θέμα, γιά νά μήν τούς πειράξη ἡ συνείδηση καί στεναχωριοῦνται, σάν τούς Ἰνδούς πού κάνουν νιρβάνα. Ἕνας νεαρός, ἐκεῖ στά Ἰμαλάια, σκότωσε πέντε Ἰταλούς ὀρειβάτες καί, ἀφοῦ τούς ἔθαψε, ἄρχισε νά κάνη αὐτοσυγκέντρωση. Κάθησε κάτω καί ἔλεγε δύο ὧρες «ξύλο-ξύλο…», γιά νά βγῆ στό κενό, νά ξεχάση καί νά μήν τόν πειράζη ὁ λογισμός.» Καί γιά νά γίνει πιό σαφής τό θέμα αὐτό ἀνέφερε καί ἕνα ἀκόμα γεγονός: «Μιά γυναίκα,ὅταν πῆγε νά ἐξομολογηθῆ, ἔκλαιγε συνέχεια καί ἔλεγε: <Δέν ἤθελα νά σκοτώσω>. < Κοίταξε της εἶπε ὁ πνευματικός, ἄν ὑπάρχη μετάνοια, ὁ Θεός συγχωρεῖ· συγχώρεσε τόν Δαβίδ>. «Ναί, ἀλλά δέν τό ἤθελα>, ἔλεγε ἐκείνη. <Καλά, πῶς ἔγινε καί σκότωσες;>, τήν ρώτησε ὁ πνευματικός. <Νά, καθῶς ξεσκόνιζα, τήν χτύπησα μέ τήν πετσέτα καί τήν σκότωσα τήν μύγα. Δέν τό ἤθελα>! Ἐν τῷ μεταξύ αὐτή κορόιδευε τόν ἄνδρα της, εἶχε ἐγκαταταλείψει τά παιδιά της, εἶχε διαλύσει τό σπίτι της καί γύριζε στούς δρόμους, καί αὐτά τά ἀνέφερε σάν νά μή συνέβαινε τίποτε».
Γίνεται λοιπόν ἀντιληπτό πῶς ἡ συνείδηση μπορεῖ νά βλαφτεῖ καί νά ἔχουμε τραγικά ἀποτελέσματα. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἀσφαλίζεται στήν ἰδέα ὅτι ἔχει «καθαρή τήν συνείδησή του» βρίσκεται σέ ὀλισθηρό δρόμο διότι μπορεῖ νά ἔχει φτιάξει μέσα του «ἀρρωστημένη συνείδηση». « Ὅταν ἀναπαύη τόν λογισμό του γιά πολύ καιρό, κάνει μιά ἄλλη, δική του, συνείδηση, μιά συνείδηση στά μέτρα του, δηλαδή μιά λανθασμένη συνείδηση.»
Πῶς θά καταλάβει κάποιος ὅτι ἔχει βλαφθεῖ ἡ συνείδησή του;
Θά νιώθει μέσα του ἕνα κενό ἤ μιά ἀνησυχία ἐνώ λέει στόν ἑαυτό του καί στούς ἄλλους ὅτι δέν ἔχει τίποτα καί νά πῶς γίνεται αὐτό: « Ἄν προσέξης, θά δῆς πώς, ἐνῶ λές ὅτι δέν ἔχεις τίποτε, δέν νιώθεις καί καλά. Γι᾽αὐτό χρειάζονται ἐξετάσεις. Ὅταν ἕνας δέν νιώθη καλά, ἔχη σωματική κατάπτωση κ.λπ., τοῦ κάνουν ἐξετάσεις μικροβιολογικές, ἀξονική τομογραφία, γιά νά βροῦν ἀπό ποῦ προέρχεται αὐτό πού αἰσθάνεται. Ἄν βλέπης ὅτι δέν ἔχεις γαλήνη ἀλλά στεναχώρια, νά ξέρης ὅτι ὑπάρχει μέσα σου κάτι ἀτακτοποίητο καί πρέπει νά τό βρῆς, γιά νά τό διορθώσης. Κάνεις, ἄς ὑποθέσουμε, ἕνα σφάλμα· στεναχωριέσαι, ἀλλά δέν τό ἐξομολογεῖσαι. Σοῦ συμβαίνει μετά ἕνα εὐχάριστό γεγονός καί νιώθεις χαρά. Αὐτή ἡ χαρά σκεπάζει τήν στεναχώρια γιά τό σφάλμα σου καί σιγά-σιγά τό ξεχνᾶς· δέν τό βλέπεις, ἐπειδή καπακώθηκε ἀπό τήν χαρά.
Οἱ χαρές σκεπάζουν τό σφάλμα, τό πᾶνε πιό κάτω, πιό βαθιά, ἀλλά ἐκεῖνο ἐσωτερικά δουλεύει. Ἔτσι ὁ ἄνθρωπος ἀρχίζει νά σκληραίνη, γιατί καταπατᾶ τήν συνείδησή του καί ἡ καρδιά του πιάνει σιγά-σιγά γλίτσα. Ὕστερα τό ταγκαλάκι (ὁ διάβολος) ὅλα τοῦ τά δικαιολογεῖ: <αὐτό δέν ἔχει τίποτε, ἐκεῖνο εἶναι φυσιολογικό>, ἀνάπαυση ὅμως δέν ἔχει, γιατί ἡ στεναχώρια δουλεύει ἀπό κάτω. Νιώθει μιά ἀνησυχία, δέν ἔχει ἐσωτερική γαλήνη. Ζῆ μέ ἕνα συνεχές ἄγχος. Εἶναι βασανισμένος. Δέν βρίσκει τί φταίει, γιατί τά σφάλματα του εἶναι καπακωμένα. Δέν καταλαβαίνει ὅτι ὑποφέρει, ἐπειδή ἁμάρτησε.
-Γέροντα, μπορεῖ νά βοηθηθῆ ἕνας τέτοιος ἄνθρωπος, ἄν τοῦ πῆς ποιά εἶναι ἡ αἰτία τῆς ταλαιπωρίας του;
– Κοίταξε, θέλει προσοχή, γιατί, ὅταν τοῦ βάλης τά πράγματα στήν θέση τους, ξυπνάει ἡ συνείδηση καί ἀρχίζει ὁ ἔλεγχος. Καί ἄν δέν ταπεινωθῆ, μπορεῖ νά φθάση στήν ἀπελπισία, ἐπειδή δέν ἀντέχει τήν ἀλήθεια. Ἄν ὅμως ταπεινωθῆ, θά βοηθηθῆ.
-Γέροντα, ὑπάρχουν ἄνθρωποι πού γεννιοῦνται μέ πωρωμένη συνείδηση;
-Ὄχι, δέν ὑπάρχουν ἄνθρωποι πού γεννήθηκαν μέ πωρωμένη συνείδηση. Δέν ἔκανε ὁ Θεός τέτοια συνείδηση. Ὅταν ὅμως καπακώνη κανείς τά σφάλματά του, ἡ συνείδηση του σιγά-σιγά πιάνει πουρί καί δέν τόν ἐλέγχει.»

Πῶς κάποιος ἐλέγχει καί θεραπαύει στήν συνέχεια τήν ἀσθενοῦσα συνείδησή του;
Μέ τό νά σκέφτεται ταπεινά, χωρίς νά ἔχει ἐμπιστοσύνη στόν λογισμό του καί μέ τήν συζήτηση μέ τόν πνευματικό του πατέρα, πού ἐννοεῖται ὅτι θά πρέπει νά ἔχει.
Κλείνοντας, τήν «ψυχανάλυση τῆς συνείδησης» παραθέτουμε μιά σκέψη ἀκόμη τοῦ μέγιστου  θεραπευτοῦ ἀμέτρητων ψυχῶν: «Ἡ συνείδηση…, φοβερό! Δέν ὑπάρχει μεγαλύτερη φωτιά, μεγαλύτερη κόλαση ἀπό τό κάψιμο τῆς συνειδήσεως. Δέν ὑπάρχει φοβερώτερο καί βασανιστικώτερο σαράκι ἀπό τό σαράκι τῆς συνειδήσεως. Οἱ κολασμένοι θά ὑποφέρουν αἰωνίως, γιατί θά τούς βασανίζη ἡ σκέψη πώς ἔχασαν τά ἀγαθά τοῦ παραδείσου γιά λίγα χρόνια ἐπιγείου ζωῆς, ἄν καί αὐτά ἦταν γεμάτα τύψεις καί ἄγχος. Τά πάθη τότε δέν θά ἰκανοποιοῦνται καί αὐτό θά εἶναι ἄλλο βάσανο».
[1] Αγίου Παϊσίου Ἁγιορείτου