Τετάρτη 12 Απριλίου 2017

ΤΑ ΠΑΘΗ ΤΑ ΣΕΠΤΑ (MEΡΟΣ Α΄)


του Μητροπολίτη Λεμεσού κ. Αθανασίου

Οι μέρες των Αγίων Παθών του Χριστού μας δίνονται από την Εκκλησία όχι απλώς ως αναμνήσεις γεγονότων και σαν μετοχή σε γιορτές ή για εθιμοτυπική διαδικασία, αλλά αυτές οι μέρες είναι αποδεδειγμένο από την πείρα των ανθρώπων της Εκκλησίας και των Αγίων ότι είναι ημέρες Χάριτος.

Όταν λέμε είναι ημέρες χάριτος, εννοούμε ότι υπάρχει μία διάχυτος χάρις, ενέργεια του Αγίου Πνεύματος στο πλήρωμα της Εκκλησίας λόγω των εορτών αυτών, και καλούμαστε να κοινωνήσουμε με τη χάρη αυτή. Η κοινωνία με τη χάρη του Αγίου Πνεύματος είναι τόσο ζωντανή, όσο η κοινωνία ενός νεκρού σώματος με το ηλεκτρικό ρεύμα που παράγει ενέργεια και αυτό το έργο φαίνεται, είναι απτό, έτσι συμβαίνει όταν ο άνθρωπος ενωθεί με την ενέργεια του Αγίου Πνεύματος. Αυτές οι μέρες είναι μοναδικές στον χρόνο και καλούμαστε όλοι να γευτούμε αυτή την ενέργεια του Θεού, που δίδεται πλουσίως σε όσους θέλουν να μετάσχουν σ’ αυτή.
Τη Μ. Εβδομάδα πρέπει να είμαστε προσεκτικοί να μετέχουμε σ’ αυτό το γεγονός που εκτυλίσσεται μπροστά μας, το γεγονός της σωτηρίας του ανθρώπου. Δεν πάμε στην εκκλησία για να κλάψουμε για τον Χριστό, αν είναι κρίμα που τον σταύρωσαν οι Εβραίοι. Πηγαίνουμε στην εκκλησία για να κοινωνήσουμε στα Πάθη του Χριστού και να καταλάβουμε ότι έγιναν για μας και μας χάρισαν το γεγονός της σωτηρίας μας. Κοινωνούμε μ’ αυτή τη ζωοποιό χάρη, η οποία προέρχεται από τον σταυρό του Χριστού. Λέει το ευαγγέλιο ότι όταν πλησίαζε η εβδομάδα των αζύμων, η εβδομάδα που οι Εβραίοι τιμούσαν το Πάσχα, δηλ. την ανάμνηση που έφυγαν από την Αίγυπτο και πέρασαν μέσω της Ερυθράς θάλασσας και πορεύθηκαν στη γη της επαγγελίας, ο Χριστός εκείνες τις ημέρες είπε στους μαθητές του ότι πεθύμησε να φάει μαζί τους το Πάσχα. Τους έστειλε να πάνε στην απέναντι Κώμη από τα Ιεροσόλυμα και να βρουν κάποιον άνθρωπο, τον οποίο με προφητικό τρόπο τους είπε ότι θα βαστάζει ένα σκεύος νερού και να του πουν να ετοιμάσει το σπίτι του για να φάει εκεί το Πάσχα με τους μαθητές του. Εν τω μεταξύ οι αρχιερείς και οι γραμματείς είχαν συνέδριο και σκέφτονταν με ποιο τρόπο να θανατώσουν τον Χριστό, διότι τους ενοχλούσε η παρουσία του. Τότε εισήλθε ο σατανάς στην καρδία του Ιούδα, ο οποίος ήταν ένας από τους δώδεκα μαθητές του Χριστού και πήγε στους αρχιερείς και γραμματείς και τους είπε τι δίνουν για να τους παραδώσει τον Χριστό. Αυτοί του υποσχέθηκαν να του δώσουν τριάντα αργύρια, την τιμή ενός δούλου την εποχή εκείνη.
Ο Ιούδας σκανδαλίστηκε από τον Χριστό, γιατί περίμενε απ’ αυτόν άλλα πράγματα. Αυτός ήταν καθαρός Εβραίος και πήγε κοντά στον Χριστό και περίμενε πως ο Χριστός θα γίνει βασιλιάς κι ότι αφού ήταν δυνατός και έκανε τόσα θαύματα θα βασίλευε και θα νικούσε και θα είχε κοντά Του μία δόξα. Ο Χριστός θα ήταν ένας επίγειος άρχοντας και θα δόξαζε και τον λαό του, τον Ισραήλ. Όταν είδε ότι ο Χριστός δεν ασχολούνταν με αυτά τα εγκόσμια πράγματα, αλλά είχε άλλα πράγματα να κάνει, τότε σκανδαλίστηκε, έχασε την πίστη του και έκανε αυτή την ενέργεια. Είχε λάθος προσδοκίες από τον Χριστό ο Ιούδας. Αυτό το γεγονός δεν είναι απλό, γιατί τον Χριστό δεν τον πρόδωσε ένας εχθρός του ούτε ένας που απλώς τον άκουγε, αλλά ένας επιστήθιος μαθητής του, που ήταν πάντα μαζί του και αυτό ήταν μεγάλος πόνος για τον Χριστό. Πρόδωσε τον Χριστό και τον παρέδωσε στους αρχιερείς και γραμματείς χωρίς να είναι οι άλλοι παρόντες. Γι’ αυτό και εμείς πολλές φορές, επειδή προσεγγίζουμε λάθος τον Χριστό, γι’ αυτό έχουμε μία απογοήτευση. Αν προσεγγίζουμε τον Χριστό για να λυθούν τα προβλήματά μας ή να πάνε καλά οι δουλειές μας ή για να θεραπευθούν οι άρρωστοί μας ή για να μην πεθάνουν οι δικοί μας, τότε είμαστε λανθασμένοι και αυτή η προσέγγιση προδικάζει την αποτυχία της πίστεώς μας. Γιατί θα έρθει κάποια ώρα που κάποιοι από τους δικούς μας θα πεθάνουν ή θα αρρωστήσουν και κάτι από τα δικά μας δεν θα πάει καλά και ίσως και τα εθνικά μας θέματα να γίνουν χειρότερα και να φαίνεται τελικά ότι εμείς που πιστεύουμε στον Θεό μας πάνε όλα στραβά και ανάποδα και οι άλλοι που δεν πιστεύουν τους πάνε όλα καλά.
Έτσι υπάρχει αυτό το δίλημμα που είχε και ο Ιούδας, δηλ. εμείς που ακολουθούμε τον Χριστό θα είμαστε μία ζωή καταδικασμένοι σ’ αυτό τον κόσμο και τους άλλους θα τους πάνε όλα καλά; Αυτό το δίλημμα μπαίνει σε κάποιο που έχει εγκόσμιες βλέψεις, δηλ. περιμένει ότι ο Θεός θα συνεργαστεί μαζί του για μία εγκόσμια ευδαιμονία, για μία κοσμική επιτυχία. Αν δεν καταλάβουμε ότι είμαστε κεκλημένοι από τον Θεό στην ουράνιο Βασιλεία του και ότι δεν έχουμε «ὧδε μένουσαν πόλιν ἀλλὰ τὴν μέλλουσαν ἐπιζητοῦμε», τότε θα σκανδαλιστούμε κάποια στιγμή. Όταν πήγε λοιπόν ο Χριστός στο ανώγιο που ετοίμασαν οι Απόστολοι, έκανε δικό του Πάσχα με τους μαθητές του. Τότε λέει το Ευαγγέλιο πήρε το ποτήριο με το κρασί και αφού ευχαρίστησε τον Θεό και προσευχήθηκε, το ευλόγησε και τους το έδωσε και το ψωμί, αφού τους το διαμοίρασε τους είπε: «Λάβετε, φάγετε τοῦτο ἐστὶ τὸ σῶμα μου τὸ ὑπὲρ ὑμῶν κλώμενον εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν» και «πίετε ἐξ’ αὐτοῦ πάντες τοῦτο ἐστὶ τὸ αἷμα μου…». Μ’ αυτό τον λόγο ο Χριστός ίδρυσε το Μυστήριο της Ευχαριστίας και επετέλεσε ακριβώς την πρώτη Θεία Λειτουργία.
Σ’ αυτή τη Λειτουργία που μετέχουμε όλοι, σ’ αυτή την ευχαριστία που ετέλεσε ο Χριστός στο υπερώο εκείνο της Ιερουσαλήμ πριν 2000 χρόνια. Αυτό είναι το έργο της Εκκλησίας, το οποίο σώζει τον άνθρωπο. Αν παύσει να τελείται η ευχαριστία, τότε δεν μπορεί να υπάρξει ούτε Εκκλησία ούτε τίποτα. Βέβαια, όταν τους παρέδωσε το δείπνο και τους έδωσε το σώμα και το αίμα του και κοινώνησαν οι Απόστολοι από τα χέρια του Χριστού, και μέσα σ’ αυτούς και ο Ιούδας, τους αποκάλυψε ότι κάποιος ο οποίος είναι εδώ μαζί τους και τρώει θα τον παραδώσει. Αυτοί ταράχτηκαν και άρχισαν να διερωτούνται ποιος είναι αυτός που θα τον παραδώσει. Είπαν στον Ιωάννη, ο οποίος ήταν ο νεώτερος και αγαπούσε πιο πολύ απ’ όλους τον Χριστό, να πάει να ρωτήσει ποιος θα τον παραδώσει. Αυτός πήγε και έπεσε στο στήθος του Χριστού και όταν τον ρώτησε: «Κύριε, ποιος θα σε παραδώσει;» τότε έλαβε ως χάρισμα από τον Χριστό το χάρισμα της Θεολογίας, όπως λένε οι πατέρες. Και αυτό γιατί η Θεολογία, το να μιλά κανείς για τον Θεό ή να μιλά ο Θεός μέσα του και να λαλεί ο άνθρωπος εκ του Θεού, είναι χάρισμα των τελείων ανθρώπων, το οποίο είναι καρπός της μεγάλης αγάπης προς τον Θεό. Ο Χριστός του είπε ότι θα με προδώσει αυτός που θα του δώσω το ψωμί. Έτσι και έκανε. Το έδωσε και είπε στον Ιούδα: «Αυτό που θέλεις να κάνεις, κάνε το γρήγορα». Ο Χριστός δεν τον μάλωσε, ούτε τον προσέβαλε δημόσια. Τον χειρίστηκε με τόση λεπτότητα και αγάπη και ευγένεια. Του έδωσε ό,τι έδωσε στους άλλους, ούτε καν είπε το όνομά του, γιατί ακριβώς είχε αυτή την αγάπη προς τον ίδιο και έκανε τα πάντα, ώστε αυτός να μην εφαρμόσει αυτό που σκέφτηκε.
Αλλά δεν ήταν μόνο το ότι ο Ιούδας έκανε αυτά τα πράγματα.
Τη στιγμή που παρέδιδε το δείπνο και μιλούσε γι’ αυτό το γεγονός, οι Απόστολοι έκαναν κάτι άλλο. Άρχισαν να μιλούν μεταξύ τους ποιος θα είναι ο μεγαλύτερος. Λέει ο Λουκάς ότι γινόταν φιλονικία μεταξύ των Αποστόλων για το ποιος θα είναι ο πιο μεγάλος. Ενώ ο Χριστός όδευε προς τον Σταυρό, ο ένας πήγε να τον προδώσει και οι άλλοι φιλονικούσαν ποιος θα είναι ο μεγαλύτερος. Ο Χριστός τότε τους είπε ότι αυτός που θέλει να είναι μεγαλύτερος πρέπει να γίνει μικρότερος από όλους και αυτός που θέλει να είναι άρχοντας πρέπει να είναι δούλος πάντων και ακόμα τους είπε πως αυτοί που έμειναν μαζί του στους πειρασμούς του, θα πάρουν από τον ίδιο την εξουσία να είναι μαζί του αιώνια στη Βασιλεία Του. Στον Πέτρο είπε: «Ξέρεις ότι ο Σατανάς ζήτησε να σας κοσκινίσει σαν σιτάρι και εγώ παρακάλεσα για σένα να μην εκλείψει η πίστη σου». Αυτός του είπε: «Εγώ Κύριε, είμαι έτοιμος να πάω μαζί σου, όπου θέλεις και στη φυλακή και στον θάνατο». Τότε ο Χριστός του είπε: «Σου λέγω, Πέτρο, ότι σήμερα πριν λαλήσει ο πετεινός, θα με αρνηθείς τρεις φορές, υποστηρίζοντας ότι δεν με ξέρεις καν». Βέβαια, ο Πέτρος δεν κατάλαβε τίποτα. Ο Χριστός τούς μίλησε πνευματικά, ωστόσο άλλα έλεγε ο Χριστός, άλλα καταλάβαιναν οι Απόστολο