Αγαπητοί, ας αγαπάμε ο ένας τον άλλον, επειδή η αγάπη προέρχεται από τον Θεό· και καθένας που αγαπάει έχει γεννηθεί από τον Θεό και γνωρίζει τον Θεό. Εκείνος που δεν αγαπάει, δεν γνώρισε τον Θεό· επειδή, ο Θεός είναι αγάπη.
Με τούτο φανερώθηκε η αγάπη τού Θεού σε μας, με το ότι δηλαδή ο Θεός
απέστειλε τον Υιό του τον μονογενή στον κόσμο για να ζήσουμε διαμέσου
αυτού.
Σε τούτο βρίσκεται η αγάπη, όχι ότι εμείς αγαπήσαμε τον Θεό,
αλλ’ ότι αυτός μας αγάπησε και απέστειλε τον Υιό του ως μέσον εξιλασμού
για τις αμαρτίες μας.
Αγαπητοί, επειδή με τέτοιον τρόπο μάς αγάπησε ο Θεός, οφείλουμε κι εμείς να αγαπάμε ο ένας τον άλλον.
Κανένας δεν είδε ποτέ τον Θεό. Αν, όμως, αγαπάμε ο ένας τον άλλον, ο
Θεός μένει μέσα μας· και η αγάπη του είναι μέσα μας ολοκληρωμένη.
Από τούτο γνωρίζουμε ότι μένουμε σε ενότητα μ’ Αυτόν κι Αυτός σε ενότητα με μας, με το ότι μας έχει δώσει από το Πνεύμα Του.
Κι εμείς είδαμε και δίνουμε μαρτυρία ότι ο Πατέρας απέστειλε τον Υιό Σωτήρα τού κόσμου.
Όποιος ομολογήσει ότι ο Ιησούς είναι ο Υιός τού Θεού, ο Θεός μένει σε ενότητα μ’ αυτόν, κι αυτός μένει σε ενότητα με τον Θεό.
Κι εμείς γνωρίσαμε και πιστέψαμε την αγάπη που έχει για μας ο Θεός. Ο Θεός είναι αγάπη· και εκείνος που μένει μέσα στην αγάπη, μένει σε ενότητα με τον Θεό και ο Θεός μένει σε ενότητα μ’ αυτόν.
Κι εμείς γνωρίσαμε και πιστέψαμε την αγάπη που έχει για μας ο Θεός. Ο Θεός είναι αγάπη· και εκείνος που μένει μέσα στην αγάπη, μένει σε ενότητα με τον Θεό και ο Θεός μένει σε ενότητα μ’ αυτόν.
Με τούτο η αγάπη έχει φτάσει σε τέλειο βαθμό μαζί μας, για να έχουμε
παρρησία κατά την ημέρα τής κρίσης: Επειδή, όπως είναι Εκείνος, έτσι
είμαστε κι εμείς μέσα σ’ αυτό τον κόσμο. Φόβος δεν υπάρχει μέσα στην
αγάπη, αλλά, η τέλεια αγάπη βγάζει έξω τον φόβο· επειδή, ο φόβος έχει
κόλαση· και εκείνος που φοβάται δεν έχει φτάσει σε τέλειο βαθμό μέσα
στην αγάπη.
Εμείς τον αγαπάμε, επειδή Αυτός πρώτος μας αγάπησε.
Αν κάποιος πει, ότι: Αγαπάω τον Θεό, όμως μισεί τον αδελφό του, είναι
ψεύτης· επειδή, όποιος δεν αγαπάει τον αδελφό του, που τον είδε, τον
Θεό που δεν τον είδε, πώς μπορεί να τον αγαπάει;
Και απ’ αυτόν έχουμε τούτη την εντολή, δηλαδή, εκείνος που αγαπάει τον Θεό, να αγαπάει και τον αδελφό του. (Ιωαν. Α, 4, 7-21)
7 Αγαπητοί, αγαπώμεν αλλήλους, ότι η αγάπη εκ του Θεού εστι, και πας ο
αγαπών εκ του Θεού γεγέννηται και γινώσκει τον Θεόν. 8 ο μη αγαπών ουκ
έγνω τον Θεόν, ότι ο Θεός αγάπη εστίν. 9 εν τούτω εφανερώθη η αγάπη του
Θεού εν ημίν, ότι τον υιόν αυτού τον μονογενή απέσταλκεν ο Θεός εις τον
κόσμον ίνα ζήσωμεν δι’ αυτού. 10 εν τούτω εστίν η αγάπη, ουχ ότι ημείς
ηγαπήσαμεν τον Θεόν, αλλ’ ότι αυτός ηγάπησεν ημάς και απέστειλε τον υιόν
αυτού ιλασμόν περί των αμαρτιών ημών.
11 Αγαπητοί, ει ούτως ο Θεός ηγάπησεν ημάς, και ημείς οφείλομεν
αλλήλους αγαπάν. 12 Θεόν ουδείς πώποτε τεθέαται· εάν αγαπώμεν αλλήλους, ο
Θεός εν ημίν μένει και η αγάπη αυτού τετελειωμένη εστίν εν ημίν. 13 εν
τούτω γινώσκομεν ότι εν αυτώ μένομεν και αυτός εν ημίν, ότι εκ του
Πνεύματος αυτού δέδωκεν ημίν.
14 Και ημείς τεθεάμεθα και μαρτυρούμεν ότι ο πατήρ απέσταλκε τον υιόν σωτήρα του κόσμου. 15
ος αν ομολογήση ότι Ιησούς εστιν ο υιός του Θεού, ο Θεός εν αυτώ μένει
και αυτός εν τω Θεώ. 16 και ημείς εγνώκαμεν και πεπιστεύκαμεν την αγάπην
ην έχει ο Θεός εν ημίν. Ο Θεός αγάπη εστί, και ο μένων εν τη αγάπη εν
τω Θεώ μένει και ο Θεός εν αυτώ.
17 Εν τούτω τετελείωται η αγάπη μεθ’ ημών, ίνα παρρησίαν έχωμεν εν τη
ημέρα της κρίσεως, ότι καθώς εκείνός εστι, και ημείς εσμεν εν τω κόσμω
τούτω. 18 φόβος ουκ έστιν εν τη αγάπη, αλλ’ η τελεία αγάπη έξω βάλλει
τον φόβον, ότι ο φόβος κόλασιν έχει, ο δε φοβούμενος ου τετελείωται εν
τη αγάπη.
19 Ημείς αγαπώμεν αυτόν, ότι αυτός πρώτος ηγάπησεν ημάς. 20 εάν τις
είπη ότι αγαπώ τον Θεόν, και τον αδελφόν αυτού μισή, ψεύστης εστίν· ο
γαρ μη αγαπών τον αδελφόν ον εώρακε, τον Θεόν ον ουχ εώρακε πως δύναται
αγαπάν;21 και ταύτην την εντολήν έχομεν απ’ αυτού, ίνα ο αγαπών τον Θεόν
αγαπά και τον αδελφόν αυτού.