Σάββατο 18 Αυγούστου 2018

ΓΙΑΤΙ ΤΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΣΗΜΕΡΑ;


                Γιατί το Ευαγγέλιο σήμερα; Γιατί να μιλάμε για ένα βιβλίο, για τις διηγήσεις που αυτό περιλαμβάνει, για τις εντολές με τις οποίες καλεί να ρυθμίσουμε την πορεία της ζωής μας σε μία πραγματικότητα στην οποία επικαλούμαστε το δικαίωμά μας στην αυτονομία, στην προσωπική κρίση, στον στηριγμό μας στις αρχές και τον τρόπο ενός πολιτισμού που τρέχει με ιλιγγιώδεις ρυθμούς; Γιατί να πιστεύουμε σε έναν Θεό που έρχεται από το χτες και μας μιλά για αξίες του χτες, ενώ κυρίαρχη αντίληψη της κοινωνίας μας είναι ο μηδενισμός;
                Το ερώτημα, όσο κι αν φαίνεται παράδοξο, απασχολούσε τους ανθρώπους από την πρώτη στιγμή που εμφανίστηκε ο χριστιανισμός. Δεν είναι μόνο η αμφισβήτηση του προσώπου του Χριστού από τους συγχρόνους Του, οι οποίοι Τον οδήγησαν στον Σταυρό. Και στις πρώτες χριστιανικές κοινότητες διατηρήθηκε η αμφισβήτηση, η οποία είχε κυρίως να κάνει με το ποιος διδάσκει το Ευαγγέλιο. Άλλοι το έβλεπαν στην προοπτική του με ποια κριτήρια αυθεντίας κάποιος το έφερνε στους ανθρώπους και το ερμήνευε. Άλλοι πάλι έβλεπαν την σύγκρουση του Ευαγγελίου με τον υφιστάμενο τρόπο ζωής τους, με τις παραδόσεις, τα έθιμα, τις ιδέες, τις αρχές με τις οποίες μεγάλωσαν και ενώ αισθάνονταν ότι στο Ευαγγέλιο υπήρχε αυθεντικότητα και δίψα ζωής, εντούτοις η ανατροπή των όσων προτάσσονταν, πιθανότατα για καλό, όπως πίστευαν, τους δυσκόλευε. Άλλοι πάλι ένιωθαν ότι το Ευαγγέλιο τους καλούσε σε μία διαρκή αυτοκριτική για την ζωή τους, σε μετάνοια και αλλαγή, για την οποία δεν ήταν έτοιμοι. Άλλοι  βεβαίως ενθουσιάζονταν, το επέλεγαν και πάλευαν μέχρι μαρτυρίου για την εφαρμογή του στην ζωή τους, ακριβώς διότι γνώριζαν ότι τα ρήματα που περιείχε ήταν ζωής αιωνίου.
                Ο Απόστολος Παύλος, απευθυνόμενος στους Κορινθίους, γράφει χαρακτηριστικά:  «γνωρίζω υμίν το ευαγγέλιον ό ευηγγελισάμην υμίν, ό και παρελάβετε, εν ω και εστήκατε, δι’  ου και σώζεσθε, τίνι λόγω ευηγγελισάμην υμίν ει κατέχετε, εκτός ει μη  εική επιστεύσατε» (Α’  Κορ. 15, 1-2). « Σας θυμίζω το χαρμόσυνο μήνυμα που σας έφερα με το κήρυγμά μου. Αυτό το μήνυμα το δεχτήκατε, σ’ αυτό παραμείνατε σταθεροί, μ’ αυτό και σώζεστε, αν βέβαια παραμένετε προσκολλημένοι σ’  αυτό, με το νόημα που σας το κήρυξα. Εκτός εάν μάταια πιστέψατε». Ο Παύλος τονίζει ότι το μήνυμα του Ευαγγελίου σώζει, αρκεί κάποιος να το ακολουθήσει με το αυθεντικό του νόημα και να πιστέψει στα όσα το Ευαγγέλιο λέει. Υπάρχει όμως και η μάταιη πίστη. Αυτή έχει να κάνει με την αδυναμία αποδοχής της κορύφωσης του ευαγγελικού μηνύματος που είναι η Ανάσταση του Χριστού και η ανάσταση όλων των ανθρώπων. Τα πάντα στο Ευαγγέλιο νοηματοδοτούνται σ’  αυτήν την προοπτική. Χωρίς την Ανάσταση κάθε πίστη είναι μάταιη και το Ευαγγέλιο μετατρέπεται σε ένα ωραίο βιβλίο, με χρήσιμες συμβουλές για την παρούσα ζωή, ανεπαρκείς κάποτε αν την αλλάξουν εφόσον ο άνθρωπος δεν μπορεί να παραιτηθεί από την κυριαρχία τω παθών του, ωστόσο χρήσιμες κατά πάντα. Αν όμως κυριαρχεί η αντίληψη του μηδενισμού, τότε όλα είναι μάταια.
                Γιατί λοιπόν το Ευαγγέλιο σε κάθε εποχή, αλλά και σήμερα;
                Πρώτον, διότι έχουμε ανάγκη να πιστέψουμε όχι σε ιδέες απλώς, αλλά σε Πρόσωπο που έδωσε ένα ολοκληρωμένο νόημα ζωής στην ύπαρξή μας, «εκ του μη όντως είναι» και προς το «αεί είναι» κι Αυτό είναι ο Χριστός. Πιστεύουμε σε ένα Πρόσωπο το Οποίο μας οδηγεί στο Ποιος είναι αληθινά ο Θεός, καθώς δι’  Αυτού γινώσκομεν τον Πατέρα και ζούμε την χάρη του Αγίου Πνεύματος. Πιστεύουμε σε ένα Πρόσωπο το Οποίο είναι παρόν στην ζωή μας, ακούει την προσευχή και τις αγωνίες μας, μάς δίνεται στο μυστήριο της Ευχαριστίας και μας υπενθυμίζει την αγάπη και την συγχώρεση, ό,τι δηλαδή ακυρώνει την βία, την διχόνοια, τον εγωκεντρισμό, τον θάνατο που διαλύουν τις σχέσεις μας.
                Δεύτερον, διότι βλέπουμε πλήθος ανθρώπων πριν από εμάς και παράλληλα με εμάς να το ακολουθούν και να δίνουν στην ζωή τους ένα νόημα που ξεπερνά το εφήμερο, όσες θυσίες κι αν χρειαστεί. Το Ευαγγέλιο γεννά ένα ήθος ευγενές. Δεν εκπολιτίζει απλώς τον άνθρωπο, αλλά τον κάνει αγαθό. Μπορεί το κακό να φαίνεται ότι θριαμβεύει και ότι συντριβόμαστε από τις ποικίλες μορφές του, όμως όλοι εκείνοι οι οποίοι απάρτισαν και απαρτίζουν την Εκκλησία μας δείχνουν ότι τίποτα δεν χάνεται. Οι διώκτες, οι είρωνες, οι απορριπτικοί έσβησαν ή θα σβήσουν από προσώπου γης. Οι δίκαιοι εις τον αιώνα ζώσι, διότι ο Θεός δικαιώνει τον κόπο τους και την πορεία τους να ζήσουν σύμφωνα με το Ευαγγέλιο. Οι άνθρωποι βλέπουμε εν χρόνω και εν τόπω. Νόημα όμως και προοπτική δίνει το πέρα από τον χρόνο και το πέρα από τον τόπο και αυτή είναι η αγιότητα.
                Τρίτον,  διότι το Ευαγγέλιο δεν είναι ένα καλούπι στο οποίο χωρούμε όλοι ως αντίγραφά του, αλλά αληθινή ελευθερία. Η Εκκλησία, στην οποία το Ευαγγέλιο διασώζεται αυθεντικά, δείχνει τους τρόπους  με τους οποίους μπορούμε να διευκολυνθούμε για να το ζήσουμε. Όμως η εμπειρία είναι προσωπική. Ο καθένας μας βιώνει το Ευαγγέλιο με τον τρόπο του. Σώζεται με τον τρόπο του. Δεν είναι ότι επιλέγει τι θα ακολουθήσει και τι όχι από την Αλήθεια. Η Αλήθεια έχει νόημα όταν βιώνεται ακέραιη. Ωστόσο το μέτρο του καθενός είναι διαφορετικό. Είναι άλλο πόσο αντέχουμε και άλλο ποια είναι η κορυφή. Η ελευθερία μας είναι δεδομένη. Μπορούμε να αναζητήσουμε, να προβληματιστούμε, να παλέψουμε για να γίνει η Αλήθεια αλήθειά μας. Το Ευαγγέλιο είναι όμως το μέτρο μας. Μάς δείχνει τα όρια όχι της αναζήτησης αλλά της αλήθειας. Και ταυτόχρονα μας προφυλάσσει από τον άμετρο ορθολογισμό, από την αυτοθέωσή μας, από το αίσθημα ότι είμαστε τέλειοι και ικανοί για τα πάντα.
                Το Ευαγγέλιο δεν είναι χτες. Το χτες δεν σώζει, αλλά δίνει μνήμες. Η αξιοπιστία του Ευαγγελίου δεν εξαρτάται από τα πρόσωπα στους καιρούς μας τα οποία θεωρητικώς το εκφράζουν, αλλά από την συνέχεια εις τους αιώνας του Χριστού, των Αποστόλων, των Αγίων. Τα πρόσωπα που κλήθηκαν να είναι οι εκφραστές του Ευαγγελίου φέρουν ευθύνη αν δε κατανοούν ή αν διαστρεβλώνουν το νόημά του. Όμως η αξιοπιστία του Ευαγγελίου αποτυπώνεται στην οδό και τον τρόπο της Ανάστασης, η οποία δι’  αυτού καταδεικνύεται. Ο απόστολος Παύλος, λέγοντας αυτό το «εκτός ει μη εική επιστεύσατε», δείχνει ότι η τελική απόφαση είναι δική μας: αν θα πιστέψουμε στο Ευαγγέλιο της Εκκλησίας, της Ανάστασης,  των Αγίων ή θα επικαλούμαστε ως άλλοθι το χτες για να παραμένουμε προσκολλημένοι στον μηδενισμό και την απελπισία των καιρών μας.