Σάββατο 1 Δεκεμβρίου 2018

ΛΙΓΑ ΨΙΧΟΥΛΑ ΑΓΑΠΗΣ ΣΟΥ ΓΥΡΕΥΩ

«Εγένετο δε εν τω εγγίζειν αυτόν εις Ιεριχώ τυφλός τις εκάθητο παρά την οδόν προσαιτών» (Λουκ. 18, 35)
«Καθώς ο Ιησούς πλησίαζε στην Ιεριχώ, ένας τυφλός καθόταν στην άκρη του δρόμου και ζητιάνευε»
                Όλοι οι άνθρωποι, άλλοτε λίγο, άλλοτε πολύ, είμαστε ζητιάνοι. Άλλοι ζητιανεύουν για χρήματα, άλλοι για προσοχή, άλλοι για αγάπη, άλλοι για αναγνώριση, άλλοι για δόξα, άλλοι για ηδονή, άλλοι για να τους δοθεί από τον πολιτισμό ό,τι θεωρείται σημαντικό. Υπάρχουν και άνθρωποι οι οποίοι θεωρούν ότι με το να παλεύουν να είναι ταπεινοί ή με το να υποδύονται τον ρόλο, ζητιανεύουν την αγάπη του Θεού. Η ζητιανιά δείχνει αδυναμία επίτευξης των στόχων μας είτε διότι δεν εμπιστευόμαστε τον εαυτό μας είτε διότι δεν εμπιστευόμαστε τους άλλους είτε διότι είμαστε βέβαιοι ότι ο κόσμος μας δεν μπορεί να μας προσφέρει αυτό που ζητούμε. Η ζητιανιά πηγάζει από μία ανασφάλεια καρδιάς. Ό,τι δεν μπορείς να πετύχεις και θεωρείς ότι το δικαιούσαι, αναγκάζεσαι, αν το θέλεις πολύ, να το ζητιανέψεις, να υποδυθείς έναν ρόλο ο οποίος σε ταπεινώνει, αλλά αν το αποτέλεσμα αξίζει, δεν σε πειράζει. Σκοπός η επιτυχία.
                Η ζητιανιά προϋποθέτει σχέσεις εξουσίας. Όχι ισοτιμίας. Όχι αγάπης και προσφοράς. Ο ζητιάνος είναι ο αδύναμος. Αυτός που μπορεί να παρέχει στον ζητιάνο ό,τι επιθυμεί, είναι ο ισχυρός. Γι’  αυτό και η ζητιανιά εμπεριέχει ένα κλίμα ευτελισμού του ανθρώπινου προσώπου. Ο ζητιάνος, είτε ζητά χρήματα, είτε αγάπη, παρακαλεί. Προσπαθεί να κάνει αισθητή την παρουσία του. Επιλέγει στρατηγικές, συνειδητά ή ασυνείδητα. Άλλοτε φωνάζει, άλλοτε σιωπά, άλλοτε δοκιμάζει τον οίκτο, άλλοτε απαιτεί επικαλούμενος ανώτερες δυνάμεις, όπως ο Θεός και η αρετή των ανθρώπων που είναι ισχυροί. Άλλοτε κολακεύει, άλλοτε διαμαρτύρεται.  Κι αυτοί που είναι σε θέση να παρέχουν ελεημοσύνη, παντός είδους, οι ισχυροί, οι εξουσιαστές, είτε αισθάνονται ότι κάνουν μία καλή πράξη, θεραπεύοντας ενοχές, είτε απολαμβάνουν τα παρακάλια των ζητιάνων, διότι αισθάνονται ισχυροί, είτε, κάποτε, επειδή αγαπούν και νιώθουν τρυφερότητα έναντί τους, αισθάνονται ότι είναι το ελάχιστο που μπορούν να κάνουν.
Στον έρωτα ο ζητιάνος συνήθως παρακαλεί. Είναι ο αδύναμος, αυτός που έχει να χάσει τα περισσότερα, αυτός που έχει κάνει λάθη ή αυτός που γνωρίζει ή νομίζει πως δεν αξίζει της αγάπης του άλλου κι έτσι προσπαθεί, προκαλώντας την συμπάθεια, να τον προσελκύσει, να αντλήσει και αν μπορέσει, με υπομονή, συγχώρεση και κατανόηση, να κρατήσει την προσοχή και την αγάπη του άλλου, αν είναι αγάπη η εξάρτηση. Γιατί ο ζητιάνος προσφέρει υπηρεσίες. Δίνει όλον του τον εαυτό σε αυτόν στον οποίο προσκολλάται, για να πετύχει την αναγνώριση και την υπέρβαση της μοναξιάς που ο έρωτας, μεταξύ άλλων, δίνει.
Η κοινωνία μας, μέσα από τις ανισότητές της, θεωρεί αναγκαίο κακό την ζητιανιά. Όμως και οι άνθρωποι ζητιανεύουμε από χαρακτήρα κάποτε, από αδυναμία, από συμφέρον, από εκμετάλλευση, από τεμπελιά. Υπάρχουν και εκείνοι οι οποίοι το πράττουν από ανάγκη. Επειδή δεν γίνεται αλλιώς. Είναι όσοι δεν έχουν άλλον τρόπο επιβίωσης, καθώς είτε απέτυχαν είτε δοκίμασαν την σκληρότητα της εξουσίας.  
Ο Χριστός κάποτε εισήλθε στην πόλη Ιεριχώ. Εκεί συναντά έναν τυφλό που καθόταν στην άκρη του δρόμου και ζητιάνευε (Λουκ. 18,35). Ο τρόπος του Χριστού είναι δηλωτικός της αρχοντιάς του Θεού. Δεν κάνει ότι δεν τον ακούει που ζητά έλεος. Πηγαίνει κοντά του. Δεν τον ελεεί από θέση ισχύος. Δεν του δίνει χρήματα, αλλά τον γιατρεύει κατά την πίστη του. Διαβλέπει ότι ο τυφλός δεν ζητιανεύει από εξάρτηση, από τεμπελιά, από αδιαφορία για να ζήσει ως υπεύθυνος άνθρωπος, αλλά από ανάγκη. Επειδή εκείνη την εποχή δεν υπήρχαν ευκαιρίες για τους ανθρώπους που δοκιμάζονταν, επειδή οι ασθενούντες θεωρούνταν τιμωρημένοι από τον Θεό, επειδή δεν ήθελε να τρώει το ψωμί του χωρίς να κουραστεί, έστω κι αν αυτή η κόπωση ήταν με ταπείνωση και εξευτελισμό, ο Χριστός τον πλησιάζει και του δίνει μία νέα ευκαιρία ζωής. Και, ταυτόχρονα, μας φανερώνει πώς ο Θεός μάς βλέπει. Όχι ως εξουσιαστής, όχι ως ο ανώτερος που απολαμβάνει την ταλαιπωρία, τον εξευτελισμό, την ζητιανιά μας, αλλά ως άρχοντας. Ως Εκείνος που σαρκώνεται για να μας προσφέρει τον εαυτό Του. Ως ίσος προς ίσους, καθώς θα δοκιμάσει τα πάντα της ανθρώπινης φύσης, πλην της αμαρτίας. Ως Πατέρας που αναζητεί τα παιδιά Του, όχι για να τα ταπεινώσει ή για να κάνει επίδειξη δύναμης έναντί τους ή οίκτου, αλλά για να τα αγκαλιάσει και να τους δείξει ότι η αγάπη δίνει νέα ευκαιρία ευθύνης, ζωής, ελευθερίας!
Την αρχοντιά του Θεού ας την οικειωθούμε. Ας είμαστε γενναιόδωροι στους άλλους, ας διαβλέπουμε την καρδιά και την προαίρεσή τους, ας μην ανεχόμαστε να εξευτελίζονται. Και την ίδια στιγμή, ας προσπαθούμε εκεί που μας παίρνει, να βρούμε τρόπους να τους βοηθήσουμε να εξέλθουν από την τεμπελιά. Κι αυτό γίνεται αυθεντικά μέσω της Εκκλησίας και της ζωής της, κυρίως στο θέμα της φιλανθρωπίας. Αλλά και σε όλες τις εκφάνσεις της ζωής μας, ιδίως στον έρωτα και την αγάπη, ας είμαστε είτε γενναιόδωροι είτε ειλικρινείς. Διότι η προσφορά της αλήθειας είναι η μεγαλύτερη γενναιοδωρία!