Σάββατο 8 Ιουνίου 2019

ΔΟΞΑ,ΑΓΑΠΗ,ΓΝΩΣΗ



“καὶ νῦν δόξασόν με σύ, πάτερ, παρὰ σεαυτῷ τῇ δόξῃ ᾗ εἶχον πρὸ τοῦ τὸν κόσμον εἶναι παρὰ σοί” (Ἰωάν. 17,5)
Και τώρα που θα φύγω από τον κόσμο αυτό, δόξασέ με και ως άνθρωπο εσύ, Πάτερ, με την δόξα την οποία είχα κοντά σου πριν να δημιουργηθεί ο κόσμος.

Δεν περνά συχνά από τον νου μας ότι ο κόσμος μας δεν υπήρχε πάντοτε. Ότι ο κόσμος μας έχει αρχή. Δεν περνά από τον νου μας και το γεγονός πως ό,τι έχει αρχή, έχει και τέλος. Οι άνθρωποι, καθώς καταλαβαίνουμε τον εαυτό μας, αποκτούμε ένα αίσθημα ότι θα ζούμε για πάντα και ζούμε σαν να μην πρόκειται ποτέ να πεθάνουμε. Όμως ο κόσμος δεν υπήρχε πάντα, ούτε θα υπάρχει για πάντα, τουλάχιστον με τον τρόπο με τον οποίο τον γνωρίζουμε και τον ζούμε. Γιατί αυτό σημαίνει ουσιαστικά η λέξη γνωρίζω: “ζω” και μέσα από την ζωή, την εμπειρία, την σχέση, έρχεται η γνώση. Αλλιώς η γνώση είναι ένα διανοητικό κατασκεύασμα, χρήσιμο, καθότι επιβεβαιωμένο από την εμπειρία των αυθεντιών, αλλά χωρίς ουσιαστική σημασία για την ζωή μας. Και σ᾽ αυτήν την θέαση όμως, όταν μιλούμε για αυθεντίες, ουσιαστικά επιστρέφουμε στην γνώση ως αποτέλεσμα ζωής και σχέσης. Οι αυθεντίες έζησαν και γνώρισαν. Μας κοινοποίησαν την γνώση τους. Αν εμπιστευόμαστε την αυθεντία τους, εμπιστευόμαστε και την γνώση που μας παρέχουν. Αν επαληθεύσουμε μέσω της δικής μας ζωής και εμπειρίας αυτήν την γνώση, τότε η γνώση τους γίνεται και δική μας. Προσθέτουμε, αποδεχόμαστε, απορρίπτουμε, διαλεγόμαστε. Πάντως, καμία γνώση από μόνη της δεν είναι αρκετή να μας βοηθήσει να διαγράψουμε το επικείμενο τέλος, τόσο το προσωπικό όσο και του κόσμου μας. 
Εδώ έγκειται και η μεγάλη διαφορά ανάμεσα στο κτιστό και το άκτιστο και, την ίδια στιγμή η ελπίδα της αλλαγής μας, την οποία κόμισε μαζί Του ο Θεός με την ενανθρώπηση του Υιού Του, διά της οποίας το δεύτερο πρόσωπο της Αγίας Τριάδος προσέλαβε την ανθρώπινη φύση μας. Ο συνάναρχος με τον Πατέρα Υιός και Λόγος του Θεού υπάρχει εξ αρχής μ᾽ Αυτόν, προ του είναι τον κόσμον. Είναι μυστήριο ακατανόητο για την λογική μας. Όμως, διά την πολλήν αγάπην, γίνεται άνθρωπος. Ο Άναρχος λαμβάνει αρχή, με την διαφορά ότι αυτό δεν συμβαίνει με τον φυσικό, τον κτιστό τρόπο ο οποίος εμπεριέχει την φθορά, δηλαδή την ήττα από τον χρόνο, την είσοδο και την έξοδο από τον κόσμο και την ζωή. Και γι᾽ αυτό και η έξοδός Του από τον κόσμο αυτό δεν γίνεται αναγκαστικά, όπως γίνεται σε μας. Γίνεται εκούσια. Γίνεται από αγάπη, για να γίνει όμοιος με μας κατά πάντα, επομένως και κατά την γεύση του θανάτου. Γνωρίζει τα πάντα της φύσεώς μας και μας δείχνει τι αληθινά χρειαζόμαστε για να γίνουμε τέκνα Του και να γνωρίσουμε τον τρόπο με τον οποίο θα υπερβούμε το βιολογικό μας τέλος, άρα και να μην υποταγούμε στην φθορά της κτιστότητας: την αγάπη και την σχέση μαζί Του, επομένως και με τον Πατέρα και το Άγιο Πνεύμα. 
Ο ίδιος ο Χριστός, λίγο πριν την δική Του έξοδο από τον κόσμο, μιλά για την κατάσταση αυτή χρησιμοποιώντας την λέξη “δόξα”. Η δόξα του Υιού είναι αιώνιος. Είναι το “ομοούσιον” με τον Πατέρα. Είναι το “συνάναρχον” και το “συναΐδιον”. Δόξα όμως είναι και η διαφορετικότητα, η ετερότητα, η οποία όμως δεν έχει νόημα εκτός της αγάπης, εκτός της σχέσης με τον Πατέρα, εκτός δηλαδή της κοινωνίας των Προσώπων. Αυτή η δόξα προστίθεται και στην ανθρώπινη φύση, κατά την ένωσή της με την θεϊκή και αίρει τις συνέπειες του θανάτου διά της Αναστάσεως. Με την εις ουρανούς ανάληψη η δόξα της φύσης μας καθίσταται πλέον πλήρης, αχώριστη, αδιάστατη στο πρόσωπο του Θεανθρώπου,  και γίνεται δωρεά αιωνιότητας και αφθαρσίας για τον κάθε άνθρωπο ο οποίος θα αποφασίσει και θα παλέψει να ζήσει την κοινωνία με τον Πατέρα διά του Υιού εν Αγίω Πνεύματι στην Εκκλησία.
Η Θεογνωσία γίνεται πλέον εμπειρία και ζωή. Προϋπόθεση είναι η μετοχή στην Εκκλησία. Και μέσα από αυτήν ο θάνατος και η φθορά δεν έχουν κράτος στον άνθρωπο. Διότι ο αναστημένος Θεάνθρωπος δίδει ως δωρεά την ανάσταση και την ζωή στον καθέναν που ενώνεται μαζί Του στην εκκλησιαστική εμπειρία: στο βάπτισμα, στο χρίσμα, στην Θεία Ευχαριστία, αλλά και σε κάθε μυστήριο το οποίο αποκαλύπτει την  αγάπη και την καθιστά βίωμα. Όχι συναισθηματικό μόνο ή αντίδοτο της μοναξιάς μας, αλλά κίνηση κοινωνίας με τον Θεό και με τον πλησίον στο όνομα του Θεού. Κίνηση η οποία οδηγεί στον Χριστό και βλέπει τον Χριστό στο πρόσωπο του αδελφού μας. Κίνηση που δεν μένει στην ελεημοσύνη της τροφής αλλά περνά στην ελεημοσύνη του μοιράσματος της ύπαρξης. Κίνηση που δεν γίνεται αυτάρκης με την κλειστή αγάπη του άνδρα προς τη γυναίκα, του γονέα προς το παιδί και αντίστροφα, αλλά που οδηγεί στην ανοιχτή αγάπη του να είμαστε όλοι “φίλοι” του Αναστημένου Θεού, όπως ο Ίδιος το θέλησε. 
Τα σχήματα του κόσμου τούτου που έχουν να κάνουν με την αναπαραγωγή και την σάρκα παράγουσι. Ο Χριστός μάς καλεί σε μια ενότητα η οποία υπερβαίνει συγγένειες και γεννά ένα άλλο “ανήκειν”: αυτό του να είμαστε μέλη του σώματός Του, της Εκκλησίας. Έτσι, το βήμα γίνεται πορεία πέρα από το τώρα και τις ανάγκες του. Ζούμε στο σήμερα έχοντας μέσα μας το αιώνιο. Και κάθε προσήλωση στο σήμερα είναι διάλειμμα, κάποτε αναγκαστικό, διότι πρέπει να παιδευθούμε στην αγάπη, να αντέξουμε τις συνέπειες της αμαρτίας που είναι η διάσπαση και ο χωρισμός, να υπερασπιστούμε τα οικεία και τους οικείους, όχι όμως να εξαντλήσουμε την πορεία προς την Αλήθεια, στην οποία κληθήκαμε να βαδίσουμε και να ζήσουμε.
Η δόξα ετοιμάστηκε και για μας προ καταβολής κόσμου. Είναι στο χέρι μας, εφόσον όλα τα εμπόδια της φθοράς ξεπεράστηκαν, να την ζητήσουμε και να την ζήσουμε, υπερβαίνοντας το αίσθημα ότι όλα εξηγούνται με τα κοσμικά επιτεύγματα, ότι μπορούμε δήθεν να ζήσουμε χωρίς Θεό. Πιστεύουμε σε έναν Θεό ο Οποίος μας τα έδωσε όλα. Η ελευθερία μας ας απαντήσει στο κάλεσμά Του.