“Ὅσιε πάτερ, πανσεβάσμιε Γρηγόριε… πτύον ὄντως γεωργικόν, ᾧ τό βαρύν τε καί κοῦφον τῶν δογμάτων εὖ διακρίνεται καί στάθμη ἀκριβείας πάντας ἰθύνουσα πρός τρίβους σωτηρίας. Χριστόν ἱκέτευε, Χριστόν δυσώπει πάντοτε, τόν ἐν ῥείθροις τοῦ Ἰορδάνου ἀναπλάσαντα κόσμον σῶσαι τό γένος ἡμῶν” (Στιχηρό του Εσπερινού της εορτής του Αγίου Γρηγορίου Νύσσης στις 10 Ιανουαρίου κάθε χρόνο).
“Όσιε πάτερ, πανσεβάσμιε Γρηγόριε, ανεδείχθης όντως φτυάρι γεωργικό που έσκαψες την αλήθεια ως γη και έκανες να διακρίνεται καλά η βαρύτητα και η ανακούφιση που πηγάζουν από τα δόγματα της πίστης και είσαι η στάθμη εκείνη που οδηγεί με ακρίβεια στους δρόμους της σωτηρίας. Ικέτευε πάντοτε για χάρη μας τον Χριστό, παρακάλεσε τον Χριστό, αυτόν που μέσα στα ρείθρα του Ιορδάνη ποταμού ανέπλασε τον κόσμο να σώσει το ανθρώπινο γένος”.
“Κατά τον άγιο Γρηγόριο Νύσσης, ο άνθρωπος δημιουργήθηκε κατ’ εικόνα Θεού, ως απαύγασμα των ιδιοτήτων Του και όλως ιδιαίτερα της κραταιάς ελευθερίας Του. Υπέπεσε ο άνθρωπος στην φθορά και περιβλήθηκε τους δερμάτινους χιτώνες της θνητότητας και των παθών, εξαιτίας της κακής χρήσης που έκανε αυτής της ελευθερίας, και δεν μπόρεσε να αποκατασταθεί στην προτεραία κατάσταση, να εισέλθει εκ νέου σε κοινωνία με τον Θεό και να ξαναβρεί την διακεκριμένη θέση του ιερέως και βασιλέως της κτίσεως, παρά διά της Ενανθρωπήσεως του Χριστού. Εμβολιαζόμενος διά του βαπτίσματος στο Σώμα του Χριστού, και εμβαθύνοντας αδιάκοπα την παρουσία του Κυρίου εντός του, στην ψυχή διά των αρετών και στο σώμα διά των Μυστηρίων, ο άνθρωπος μπορεί στο εξής να προοδεύσει άπειρα ενούμενος ασυγχύτως με τον άπειρο Θεό, φέροντας μαζί του το ανθρώπινο γένος και τον κόσμο ολόκληρο, που τον μεταμορφώνει σε Εκκλησία” (“Νέος Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας”, μήνας Ιανουάριος, εκδόσεις ΙΝΔΙΚΤΟΣ)
Θλίψη πιάνει όποιον προβληματίζεται για το ανθρωπολογικό ερώτημα, για το τι είναι ο άνθρωπος, βλέποντας την πορεία του κόσμου και του πολιτισμού μας. Ο άνθρωπος ως φιλήδονη ύπαρξη δεσπόζει στους καιρούς μας. Δικαίωμα στην ηδονή, με κάθε τρόπο και μέσο, είναι η φωνή που ακούγεται και διατρανώνεται παντού. Άνθρωποι λαγνεύοντες στην γυμνότητά τους, άνθρωποι που οι συζητήσεις τους είναι στραμμένες στην πονηρία της σαρκός, άνθρωποι που περιεργαζόμαστε, συνήθως χωρίς αιδώ, ό,τι θεοποιεί το πρόσκαιρο, την φθαρτότητα, τον δερμάτινο χιτώνα της σαρκός μας.
Από την άλλη, δικαίωμα στην επιβίωση, δικαίωμα στην γνώση, δικαίωμα στην ελευθερία να μην υπάρχει αυτό που οι πολλοί πιστεύουμε για τον Θεό: ότι είναι δηλαδή ένας μικρός ηθικός δυνάστης, που μας λέει τι πρέπει να κάνουμε, να σκεφτούμε, να προσπαθήσουμε για να κερδίσουμε την αιώνια ζωή, αδιαφορώντας για την παρούσα. Κλειδί του στοχασμού αυτού ο μηδενισμός. “Φάγωμεν και πίωμεν, αύριον γαρ αποθνήσκομεν”, το μότο που θριαμβεύει συνειδητά ή ασυνείδητα. Δεν πορευόμαστε προς έναν Θεό που μας αγαπά, που μας φωτίζει, που μας αναπλάθει, που είναι ο τελικός προορισμός μας, αλλά είμαστε τόσο δεμένοι με τα του παρόντος κόσμου, ώστε έχουμε αποφασίσει ότι μόνο αυτός έχει νόημα και ότι ο θάνατος συνεπάγεται το τέλος κάθε ύπαρξης. Αφού πεθαίνω εγώ, τι να έχει σημασία; Ας προλάβω να χαρώ και να απολαύσω, όπως και όσο μπορώ σ’ αυτήν την ζωή. Και ό,τι με κάνει να αποδεσμεύομαι από την δυναστεία του Θεού και των όποιων κανόνων, είναι καλό. Ακόμη κι αν ο Θεός δεν εμπίπτει στις αρμοδιότητές του, εγώ το ακολουθώ και το κάνω να απορρίπτει. Έτσι πιστεύω. Έτσι μου αρέσει.
Όταν βλέπουμε όμως παραδείγματα, όσοι τουλάχιστον το επιζητούμε, από την παράδοση της Εκκλησίας μας, όταν βλέπουμε Αγίους που υπήρξαν αναζητητές της αλήθειας και της αιωνιότητας που πηγάζει από την σχέση με τον Θεό, αναθαρρούμε. Νιώθουμε ότι όλο αυτό το οποίο ζούμε είναι φαινόμενο και δεν μπορεί να περιορίσει την δύναμη του νοούμενου. Γιατί στο ανθρωπολογικό ερώτημα η Εκκλησία δίνει μίαν άλλη απάντηση. Ότι δεν υπάρχουμε για να πεθάνουμε, αλλά για να ζήσουμε. Ότι χωρίς να αρνούμαστε τις χαρές της ζωής, αν τις βάλουμε στην προοπτική της αγάπης για τον Θεό και τον συνάνθρωπο, τότε αυτές παίρνουν αξία που ξεπερνά την στιγμή. Την ηδονή του τώρα. Ότι χωρίς να αρνούμαστε την δύναμη που δίνει η γνώση, την ανακούφιση από τον πόνο, την καλλιέργεια του νου που μας προσφέρει, τις απαντήσεις για το “πώς και πότε” ξεκίνησε ο κόσμος, αλλά και το “γιατί δεν καταστρέφεται, αλλά συνεχίζει να υπάρχει”, υπάρχει ένας παράγοντας που πάντοτε θα απαντά στο “Ποιος”. Αν δεν μας ικανοποιεί το τυχαίο, το αυθύπαρκτο, της φύσης, το υποταγμένο στον χρόνο, μπορούμε να στραφούμε προς τον Δημιουργό των πάντων και τον Αναμορφωτή, τον Αναπλάσαντα τους ανθρώπους. Να νιώσουμε ότι δεν είμαστε μόνοι, αλλά υπάρχει ελπίδα, υπάρχει Αυτός που μας αγαπά και στέκεται, φανερώς ή αφανώς, δίπλα μας, για να μας ανοίξει τα μάτια προς το Φως. Τον Ίδιο δηλαδή.
Η μνήμη του Αγίου Γρηγορίου Νύσσης, μικρότερου αδελφού του Μεγάλου Βασιλείου, αυτόν τον δρόμο μας δείχνει. Ότι ένας πανεπιστήμων άνθρωπος αναζήτησε στην χαρά της μυστικής, εν τη καρδία, συνάντησης με τον Θεό, την απάντηση σε όλα τα ερωτήματα του κόσμου και του ανθρώπου, ακόμη και σ’ αυτά που δεν μπορούν άμεσα να απαντηθούν. Έσκαψε, με το φτυάρι της αναζήτησης της αλήθειας και την υπομονή του γεωργού που ξέρει ότι αν δεν εργαστεί συστηματικά, αν δεν ξεχερσώσει την γη από τους σβώλους, τις πέτρες και ό,τι άχρηστο, δεν μπορεί τίποτα να καρπίσει, αλλά και κρατούσε την στάθμη, ώστε να ισορροπεί, να μην τεντώνεται περισσότερο από ό,τι χρειαζόταν, να μη βγαίνει έξω από τα όρια των δυνατοτήτων του, αλλά και να μην κάνει τους συνανθρώπους του να παρεκκλίνουν, καθώς είχε πάντοτε την αίσθηση εντός του ότι η ευθύνη της αναζήτησης της αλήθειας δεν έχει να κάνει μόνο με τον αναζητητή, αλλά επηρεάζει και τους άλλους, ενώ αν υποτάξουμε την αλήθεια στα προσωπικά συμφέροντα, που δεν είναι κατ’ ανάγκην υλικά, αλλά μπορεί να απλώνονται στην φιλοδοξία για κυριαρχία, τότε και θα σφάλουμε και θα βλάψουμε.
Ας σκάβουμε εντός μας, ώστε να βρίσκουμε τα πάθη μας και να παλεύουμε με υπομονή να τα ξεριζώσουμε. Δεν είμαστε μόνοι μας σ’ αυτόν τον δρόμο, διότι μόνοι μας δεν μπορούμε να πετύχουμε το αίσιο. Είναι ο Χριστός δίπλα μας, αρκεί να θέλουμε να εμβολιαστούμε με την χάρη των μυστηρίων, ιδίως της Θείας Κοινωνίας, αρκεί να θέλουμε να παλέψουμε, χωρίς θόρυβο, για να ζήσουμε την μυστική χαρά της αρετής, της προσευχής, της ευλογίας να είμαστε μέλη του σώματος του Χριστού και να αναζητούμε τον Θεό ως νικητή του θανάτου και δοτήρα του Φωτός και της αιώνιας ζωής. Στον θόρυβο του κόσμου, η απάντηση είναι η πίστη στον Χριστό. Δεν παίζουμε στο παιχνίδι του να αποδείξουμε ό,τι για μας είναι η εμπειρία και η αλήθεια. Οι άγιοι είναι οι στάθμες της ακρίβειας. Οι άγιοι είναι οι οδηγοί μας. Μπορεί να φαινόμαστε λίγοι. Προσευχόμαστε για όλους. Αγαπούμε και συγχωρούμε όλους. Και δίδουμε την μαρτυρία μας σκάβοντας εντός μας και συναντώντας όπως και όσο μπορούμε τον πλησίον μας στην Εκκλησία και την ζωή της, αλλά και την καθημερινότητά μας. Τα πάντα αγιάζονται και αναπλάθονται. Αρκεί να υπάρχει ο Χριστός. Η απάντηση στο ερώτημα τι είναι ο άνθρωπος. Εικόνα Χριστού. Παιδί του Θεού που Τον αναζητεί παντού και πάντοτε. Κατά πάντα και διά πάντα.
π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός