Kρύβεις στά δάχτυλα πού σταυροκοπιοῦνται τόν ὕπνο κι ἀφήνεσαι στίς λέξεις πού μᾶς προίκισαν οἱ Πατέρες μας ὡς ξόρκια γιά τό νυσταγμό τοῦ σώματος καί τῆς ψυχῆς, κι ὕστερα ψάχνεις νά φυτέψεις στή καρδιά ἔναν κῆπο: μέ τά βοτάνια τῆς ἠρεμίας, καί τῆς σιωπῆς τήν ἰσκιωμένη τή Μορφή, ἔτσι, γιά νά ξαποστάσεις ἀπό τήν ὁλοήμερη τήν ἀμάχη.
Γι᾿ αὐτό κι ἡ ἀναμονή τοῦ Μεσονυχτίου εἶναι ἡ περιούσια ἐκείνη ὥρα, κατά τήν ὁποία ἐπειχειρεῖς νά φυλλοροήσεις τήν ψυχή σου ἀφήνοντας τά παντός εἴδους σκουπίδια καί ἀφανίζοντας τή ὅποια ἀρνητική καί ἄκοσμη εἰκόνα πού ἔζησες στό ἡμερήσιο δρομολόγιό σου.
Ὡστόσο αὐτό πού χαρακτηρίζει τούτη τήν κορυφαία καί προσφιλέστατη ὥρα τοῦ ἡμερονυχτίου εἶναι ἡ σιωπή καί καί ἡ ἐπιμονή γιά προσευχή. Ὡστόσο, πρέπει νὰ σημειώσεις ὅτι δὲν ἀπουσιάζουν καί κάποια ἐρωτήματά, ποὺ ἀπευθύνονται πρός τόν ἐαυτό σου καί πρός τό Θεό.
Γιατί μέσα στό κορύφωμα τῆς ἡσυχίας εἶναι πιά δυνατή ἡ εἰσόδευσή σου στόν κόσμο τῆς ψυχῆς σου, ὅπου καί μπορεῖς κάλλιστα νά διακρίνεις «τά δοῦναι καί τά λαβεῖν» τῆς ἡμέρας καί νά ὑπολογίσεις τίς ζημίες καί τά κέρδη, ὅπως λέει ὁ ποιητής.
Εἶναι, ἀναμφίβολα, μιὰ κορυφαία ὥρα λειτουργικῆς συνέχειας καὶ συνδρομῆς, γιατὶ μπορεῖς νὰ αἰστανθεῖς τὸ βάρος τῶν ἔμπονων συνθηκῶν τοῦ βίου σου ποὺ δείχνουν καθαρὰ τὸ ταξίδι σου στὴ θάλασσα τοῦ βίου, μὲ ὅλους τοὺς Κύκλωπες καὶ τοὺς Λαιστρυγόνες νὰ σὲ ἀπειλοῦν.
Κι ἄν τοὺς ὑπολογίσεις, δὲν εἶναι καὶ λίγοι, οὔτε καὶ ἀκίνδυνοι. Μόνο ποὺ δὲν ἐπιτρέπεται νὰ λιποψυχήσεις, νὰ καταβληθεῖς καὶ νὰ συλλάβεις τὸν ἑαυτὸ σου «ἐν πλατυσμῷ καὶ ἀναπαύσει», ἀλλὰ νὰ συνεχίσεις…
Γιατί, μῆν τό ξεχνᾶς, τὸ Μεσονύχτιο συνορεύει μὲ τὸν Ὄρθρο, συνορεύει μὲ τὸ Φῶς Χριστοῦ, πού «φαίνει μὲν πᾶσι», ὅμως, πόσοι τὸ ἀποδέχονται;