Εμείς οι παπάδες και οι Χριστιανοί και οι υπόλοιποι, πολλές φορές κοιμόμαστε. Και δεν κάνομε τίποτα.
Και βαριόμαστε. Και φωνάζομε. Και μαλώνομε. Και σκανδαλίζομε το λαό, κάποτε. Και τον δυσκολεύομε. Κι όχι μόνο δεν μπαίνομε εμείς στη Βασιλεία, αλλά εμποδίζομε κι αυτόν να μπει, όπως είπε ο Ιησούς Χριστός για τους Γραμματείς και Φαρισαίους.
Κι όμως ο Κύριος δεν μας αφήνει. Το βλέπομε. Έρχονται στιγμές και ώρες στη ζωή μας, που όλα μας απελπίζουν. Που βαραίνουμε. Φτάνουμε σε αδιέξοδο. Δεν ξέρομε τι να κάνομε. Νομίζομε πως κανείς δεν μας θέλει. Κανένας δεν μας αγαπά. Κανένας δεν μας καταλαβαίνει. Κανένας δεν μας φροντίζει. Και πολλές φορές είναι αλήθεια αυτό. Υπάρχει κι η φαντασία, βέβαια. Λοιπόν. Κι ο πειρασμός. Τότε, και κανένα να μην έχομε, έχομε τον Κύριο. Αρκεί! Αρκεί, να πιάσουμε κουβέντα!
Τόσοι μας παραμυθιάζουν σήμερα. Πάνε να μας βγάλουν το ψέμα αλήθεια και την αλήθεια ψέμα, μ’ όλα τα μέσα, μ’ όλους τους τρόπους. Λοιπόν, ας αρχίσουμε κι εμείς να παραμυθιαζόμαστε με τον Χριστό μας. Ας Του πούμε ό,τι έχομε. Ας Τον βρίσομε, ας Τον μαλώσομε. Αλλοίμονο! Δεν Τον βρίσαμε; Δεν Τον Σταυρώσαμε, κι Εκείνος παρακαλούσε απ’ τον Σταυρό, «Πάτερ, άφες αυτοίς, ου γαρ οίδασι τί ποιούσι;» Μα στον δικό μας άνθρωπο θα φερθούμε άνετα. Μας δίνει ο Χριστός αυτή την άνεση. Ο Χριστός είναι μιά αγκαλιά. Πεντάκαλη. Στοργικότατη. Ανετότατη. Ευφραντικότατη. Τρυφερότατη. Είναι η αγκαλιά του Χριστού μας!
Κι έχω πει, κάποτε, ένας δυσκολεμένος βρέθηκε μπροστά στην εικόνα του Χριστού. Και Τον έβρισε. Του τά ‘πε για τα καλά. Κι όταν έκανε να φύγει, πίσω του ένας τον αγκάλιασε, τόσο στοργικά, τόσο γλυκά, τόσο όμορφα, που έφυγε όλο το βάρος. Όλη η κακία. Όλα τα αρνητικά. Και παραδόθηκε σ’ αυτή την αγκάλη. Ξεχάστηκε. Συνήλθε. Και λέει: «Μά ποιός με κρατά; Ποιός είσαι;» «Εγώ», λέει, «είμαι αυτός που ήλθες στην εικόνα. Ο Κύριος!» Έμεινε ο άνθρωπος. «Τόσο καλός είσαι, βρέ Χριστέ μου;» του λέει. «Κι εγώ σε πίστευα σκληρό!» -όπως το λέν’ οι παπάδες κι οι θεολόγοι, πολλές φορές, κι οι Χριστιανοί.- «Τόσο καλός είσαι; Κρίμα, και έχασα τόσον καιρό. Συγχώρα με που Σε έβρισα. Και μη μ’ αφήνεις πάλι.»
Αυτός είν’ ο Κύριος! Η χρηστότητα, η καλοσύνη, η αγάπη. Η στοργή. Τζάμπα Τον χάνομε. Δεν Τον ξέρομε. Δεν Τον ξέρομε! Λίγο να Τον καταλάβομε, λίγο να Τον αισθανθούμε, λειώνει η ψυχή μας σαν κερί και Του παραδίνεται. Πέφτει στο φιλότιμο. Και τί κάνει η ψυχή μας; Αγαπάει, συγχωράει, υπομένει, ευλογεί. Βέβαια!