Αρχιμ. Αλέξιος Παπαδόπουλος
Καθηγούμενος Ιεράς Μονής Θεοτόκου Τουρλιανής
Άνω Μερά Μυκόνου
Μέσα στο πέρασμα των αιώνων, πολλάκις η τέχνη υπηρέτησε την ιστορία.
Από την αρχαιότητα έως τη σήμερον, η έκαστη μορφή τέχνης, άφησε το αποτύπωμα που επιθυμούσε ο κάθε δημιουργός.
Μέσα σε αυτό το σκεπτικό, εσχάτως ανήλθε στην επικαιρότητα ένα τραγούδι του μουσικού Σταμάτη Γονίδη, τιτλοφορούμενο « Εξομολόγηση».
Μέσα στο τραγούδι αυτό, χρησιμοποιώντας τη συγκεκριμένη μορφή τέχνης, ο συνθέτης καταθέτει ένα ουσιαστικό μήνυμα.
Ένα βίωμα της χριστιανικής ζωής, το μυστήριο της ιεράς εξομολογήσεως. Ίσως ακούγεται παράδοξο το γεγονός, ένα λαϊκό τραγούδι να διακονεί την Εκκλησία.
Ο δημιουργός όμως, με ένα εύστροφο τρόπο, καταφέρνει να διαδόσει στον υπόλοιπο κόσμο που δεν συμμετέχει συχνά στη ζωή της Εκκλησίας, ένα σωστικό για τον άνθρωπο μυστήριο.
Η μουσική, οι στίχοι, η ενδυματολογία και το σκηνικό, γίνονται διάκονοι της Χριστιανικής Πίστεως.
Διότι τί είναι αυτό που συνιστά την ζωή του Χριστιανού; Η καθημερινότητα.
Ο τρόπος που θα μπορέσει να εφαρμόσει στην ζωή και στις συναναστροφές του, αυτό που του μεταδίδει και του διδάσκει ο Χριστός.
Στην ουσία, τα απλά και καθημερινά μπορούν να αποδείξουν την ποιότητα του εκκλησιαζόμενου ανθρώπου.
Φυσικά, υπάρχουν, ως είναι σύνηθες, αντιδράσεις από αυστηρούς στην τήρηση της Χριστιανικής πίστεως ανθρώπους. Και πάλι εδώ, στην σκέψη μου, έρχεται ένας λόγος του αρχαίου Αριστοφάνη, στο έργο του Πλούτος όπου γράφει: «οὐ γὰρ πείσεις, οὐδ᾽ ἢν πείσῃς».
Η τέχνη ακόμα μία φορά δίνει την απάντηση: «δε θα με πείσεις ακόμα και αν με πείσεις».
Η συναναστροφή του Κυρίου με τους ηθικούς και αυστηρούς τηρητές του νόμου, το ιερατείο της εποχής Του, φέρνει στην επιφάνεια τη σκληροκαρδία των ανθρώπων.
Πολλάκις, ακόμα και στις θεραπείες των ανθρώπων από τον Διδάσκαλο, υπήρχε εκ μέρους τους μία άρνηση να αντικρύσουν την πραγματικότητα.
Ο Χριστός, ενώ τους είχε πείσει ότι ήταν ο Μεσσίας, εντούτοις δε κατάφερε να τους πείσει ότι έπρεπε να αφήσουν το εγωισμό τους και να δούνε το πραγματικό φως.
Κατά αυτόν τον τρόπο, μέσα στους κόλπους της Εκκλησίας, υπάρχει αυτή η μερίδα των ανθρώπων που αντιμετωπίζουν τα πάντα με καχυποψία και αρνητισμό.
Ακόμα δε, όταν βλέπουν ολοφάνερα μπροστά τους ανθρώπους να αλλάζουν ζωή από μία ασήμαντη για αυτούς αφορμή.
Πίσω από όλο αυτό, κρύβεται ο αρρωστημένος εγωισμός που δεν εστιάζει στην μετάνοια του ανθρώπου, αλλά τον τρόπο και την αφορμή που πραγματοποιείται αυτή.
Ο τρόπος αυτός, από τη στιγμή που δεν είναι ο ΔΙΚΟΣ ΜΑΣ είναι λανθασμένος.
Ο Κύριος όμως, δίδαξε πως τον ενδιαφέρει το πλάσμα να επιστρέψει στην οικία του Πατρός και να συναντήσει τη σωτηρία.
Ο ίδιος ο Θεάνθρωπος χρησιμοποίησε διάφορα μέσα ώστε να προσεγγίσει τους ανθρώπους. Προσφιλής του τρόπος ήταν οι παραβολές.
Διηγήσεις και ιστορίες δηλαδή από την καθημερινή αγροτική και μη ζωή, οι οποίες περιείχαν μέσα σωστικά διδάγματα.
Με αυτό τον τρόπο κατάφερνε να προσεγγίσει το πλήθος που δεν είχε την πνευματική ικανότητα να κατανοήσει υψηλά νοήματα.
Στη πορεία οι Άγιοι μεγάλοι Πατέρες της Εκκλησίας οικειώθηκαν τον όρο « θύραθεν».
Αυτό σημαίνει ότι ελάμβαναν στοιχεία και φιλοσοφίες από συγγραφείς εκτός της Εκκλησίας.
Αυτά τα στοιχεία τα επεξεργάζονταν, κρατούσαν ότι θεωρούσαν πως μπορούσε να χρησιμοποιηθεί στην ποιμαντική τους, το αποκάθαραν από τις ειδωλολατρικές δοξασίες και εν τέλει το καθιέρωναν μέσα στην Διδασκαλία της Χριστιανικής Πίστης.
Τρανό παράδειγμα η επί των θυρών εορτή της Γεννήσεως του Χριστού. Ο Κύριος ετέχθη ιστορικώς μέσα στην εποχή της άνοιξης.
Οι Πατέρες όμως της Εκκλησίας, ποιμαντικώς και σοφώς κινούμενοι θέλησαν να προσεγγίσουν τους προς την Χριστιανική πίστη προσελθόντες ειδωλολάτρες.
Κατά αυτόν τον τρόπο, για να νιώσουν πιο οικεία οι νεοφώτιστοι, μετέφεραν την εορτή της Γεννήσεως επάνω στην ειδωλολατρική εορτή της γεννήσεως του ήλιου, η οποία εορταζόταν την 25η Δεκεμβρίου, στο χειμερινό ηλιοστάσιο.
Θα μπορούσαμε να απαριθμήσουμε πολλά παραδείγματα από τη ζωή και τα έργα των Αγίων Πατέρων όλων των αιώνων, μέσα από τα οποία η ποιμαντική τους μέριμνα ήταν ευρείας κλίμακας, σε σημείο να χρησιμοποιούν ακόμα και την κοσμική τέχνη με σκοπό τη διδασκαλία των Χριστιανών.
Όσοι αποτελούμε μέλη του Σώματος του Χριστού, θα έπρεπε ίσως να κατανοήσουμε ότι στον κόσμο αυτό δεν έχουμε σκοπό της ζωής μας να πείσουμε ή να αντικρούσουμε αυτούς που θεωρούμε απέναντί μας. Ο σκοπός της μαθητείας στον Χριστό είναι να αγαπήσουμε και να μεταμορφώσουμε τον κόσμο.
Η πολεμική της εκστρατείας σαν τους σταυροφόρους είναι πολύ μακριά από αυτό που ευαγγελίζεται ο συγχωρών ακόμα και τους σταυρωτές Του Κύριος.
Πολλώ μάλλον όταν μέσα στον φανατισμό της ηθικής χριστιανικής ζωής, συναντάμε το σύνδρομο του Δον-Κιχώτη ο οποίος έβλεπε τους ανεμόμυλους και τους φανταζόταν δράκους.
Όταν η τέχνη αποτελεί ένα αγιαστικό μέσον που μπορεί να ευαγγελίσει στους ανθρώπους λόγους σωστικούς και να οδηγήσει την σκέψη των πεπλανημένων ανθρώπων σε αχτίδες φωτός, τότε εμείς οι περί την Εκκλησία θα πρέπει να αγκαλιάσουμε ή ακόμα και να χρησιμοποιήσουμε τις πρωτοβουλίες ανθρώπων με αγαθή πίστη.
Η Εκκλησία έχει ως αποστολή να αγκαλιάσει και να καταστήσει τον παλιό και φθαρμένο κόσμο καινούριο και όχι να τον πολεμήσει. Θα πρέπει να προσλάβει οτιδήποτε αποτελεί μέρος της καθημερινότητας και να το ανακαινίσει δίδοντας Χριστοκεντρικό προσανατολισμό.
Διότι όπως γράφει ο μεγάλος Άγιος Πατέρας της Εκκλησίας, ο Θεολόγος Γρηγόριος: «Τὸ γὰρ ἀπρόσληπτον, ἀθεράπευτον, ὁ δὲ ἤνωτται τῷ Θεῷ τοῦτο καὶ σώζεται»