Ἀρχιμ. Κυρίλλου Κωστοπούλου
Ὁ λόγος, τὸν ὁποῖο ἀπηύθυνε ὁ Θεάνθρωπος Κύριος μετὰ τὴν Ἀνάστασή Του στὶς Μυροφόρες, οἱ ὁποῖες προσῆλθαν στὸν Τάφο Του γιὰ νὰ Τὸν προσκυνήσουν ἦταν τὸ «χαίρετε»: «Καὶ ἰδοὺ Ἰησοῦς ὑπήντησεν αὐταῖς λέγων, Χαίρετε» (Ματθ. 28, 9). Ἐδῶ ὁμιλεῖ περὶ τῆς χαρᾶς τῆς προερχομένης ἀπὸ τὴν Ἀνάσταση.
Καὶ βεβαίως δὲν εἶναι ἡ πρώτη φορά, ὅπου ὁ Θεάνθρωπος λέγει αὐτὸν τὸν λόγο.
Ὅταν πρὸ τοῦ Πάθους καὶ τοῦ Σταυροῦ δίδασκε τοὺς Μαθητές Του, ὁμίλησε καὶ γιὰ τὴν χαρά, τὴν ὁποία ποτὲ κανεὶς δὲν θὰ ἠμποροῦσε νὰ τοὺς ἀφαιρέσῃ: «Πάλιν δὲ ὄψομαι ὑμᾶς, καὶ χαρήσεται ὑμῶν ἡ καρδία, καὶ τὴν χαρὰν ὑμῶν οὐδεὶς αἴρει ἀφ᾽ ὑμῶν» (Ἰωάν. 16, 22).
Καὶ σὲ αὐτὴ τὴν περίπτωση, ὅπως φαίνεται καθαρά, ἡ χαρά, τὴν ὁποία δὲν θὰ ἠμπορέση κανεὶς καὶ τίποτε νὰ ἀφαιρέσῃ ἀπὸ τοὺς Ἀποστόλους, εἶναι ἐκείνη ἡ ἀναφαίρετος ὑπαρξιακὴ χαρὰ τῆς Ἀναστάσεως.
Ὑπάρχει ἡ χαρά, ἡ ὁποία προέρχεται ἀπὸ τὸν συναισθηματικὸ κόσμο τοῦ ἀνθρώπου. Καθὼς ἔρχεται ὁ ἄνθρωπος σὲ ἐπαφὴ μὲ τὰ ἀντικείμενα, κοινωνεῖ διὰ τοῦ λόγου καὶ τῶν αἰσθήσεων μὲ ὅσα ὑπάρχουν καὶ συμβαίνουν γύρω του.
Ἔτσι ἐνεργοποιεῖται ἡ ἐνέργεια αὐτὴ τῆς ψυχῆς καὶ χαίρεται. Πιστεύει ὅτι ἡ συναισθηματικὴ χαρὰ ποὺ προσφέρει ὁ κόσμος ἢ τὰ ὑλικὰ ἀγαθὰ ἢ κάποια ἐπιτυχημένη πορεία σ᾽ αὐτὴν τὴν πρόσκαιρη ζωὴ τὸν καταξιώνει καὶ αἰσθάνεται ὅτι εἶναι μία ὁλοκληρωμένη προσωπικότητα.
Ὅταν, ὅμως, ἔρχονται οἱ θλίψεις, οἱ ἀσθένειες ἢ κάποια δύσκολη κατάσταση, τότε στενοχωρεῖται καὶ κλείνεται στὸν ἐγωκεντρικό του χῶρο.
Ἀγνοεῖ ὅλα τὰ γύρω του ἀντικείμενα, ποὺ τοῦ προξενοῦσαν τὴν χαρὰ καὶ καταλαμβάνεται ἀπὸ θλίψη καὶ ἀπογοήτευση.
Ἀκολούθως διαπιστώνει ὅτι ὅλο τὸ προηγούμενο βίωμα τῆς χαρᾶς καὶ εὐεξίας ἦταν ἐπιφανειακὸ καὶ ὄχι οὐσιαστικὸ καὶ μόνιμο.
Ἡ χαρά, ὡστόσο, περὶ τῆς ὁποίας ὁμίλησε ὁ Ἀναστὰς Κύριος, δὲν εἶναι ἁπλῶς μία συναισθηματικὴ ἢ ψυχολογικὴ ἢ λογικὴ χαρά.
Εἶναι ὑπαρξιακὴ κατάσταση εὐτυχίας, ἡ ὁποία συνέχει τὸ «εἶναι» τοῦ ἀνθρώπου.
Ἀκόμη, ἡ ἐν Χριστῷ χαρὰ βοηθεῖ τὸν ἄνθρωπο νὰ μὴν περιορίζεται μόνον σὲ αὐτὸν τὸν πρόσκαιρο ἐπίγειο χῶρο, ἀλλὰ νὰ κοινωνῇ μὲ τὸ ἐπέκεινα, καθὼς κατορθώνει νὰ ἑνώνῃ τὰ οὐράνια μὲ τὰ ἐπίγεια καὶ τὰ γήινα μὲ τὰ ὑπερκόσμια.
Αὐτὴ ἡ ἀναφαίρετος ὀντολογική - ὑπαρξιακὴ χαρὰ ἀποκτᾶται ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο μέσῳ τῆς κοινωνίας του μὲ τὸν Ἀναστάντα Κύριο καὶ τῆς μετοχῆς του στὴν Ἐκκλησιαστικὴ Μυστηριακὴ ζωὴ καὶ μάλιστα στὸ Ἱερὸ Μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας.
Κατέχοντας τὴν ἐσωτερικὴ αὐτὴ πνευματικὴ χαρά ὁ ἄνθρωπος, ὅταν ἀντιμετωπίζει θλίψεις καὶ ἀντιξοότητες τοῦ κόσμου τούτου, ἠμπορεῖ συναισθηματικὰ νὰ θλίβεται καὶ νὰ λυπᾶται, ἀλλὰ ὑπαρξιακὰ βιώνει τὴν ἀναφαίρετο χαρὰ τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου.
Καὶ τοῦτο διότι ὅ,τι κι ἂν τοῦ συμβῇ εἶναι πρόσκαιρο, ἐνῶ αὐτὸς πιστεύει καὶ πορεύεται πρὸ τὴν αἰώνιο ζωή, ὅπου θὰ ζήση ἀγαλλόμενος μετὰ τοῦ Θεανθρώπου Κυρίου αἰωνίως.
Αὐτή, βεβαίως, ἡ ἐλπίδα τῆς αἰωνίου ζωῆς εἶναι ἄρρηκτα συνδεδεμένη μὲ τὴν χαρὰ τῆς Ἀναστάσεως.
Ἁπτὴ ἀπόδειξη εἶναι οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες καὶ οἱ Ὅσιοι, οἱ ὁποῖοι ζώντας σὲ κοινωνία μὲ τὸν Θεάνθρωπο Κύριο, ὅσα μαρτύρια, κόπους καὶ βάσανα κι ἂν ὑπέστησαν δὲν ἀπομακρύνονταν ἀπὸ τὴν ὑπαρξιακὴ Ἀναστάσιμη χαρά. Γι᾽ αὐτὸ καὶ ἦταν ἀναστημένες ἀγαλλόμενες προσωπικότητες.
Σήμερα ὁ ἄνθρωπος κυριαρχεῖται ἀπὸ τὴν θεωρία ὅτι τὰ ὑλικὰ ἐπιτεύγματα ἢ οἱ σύγχρονες ἀνέσεις καὶ εὐκολίες θὰ γεμίσουν τὴν ζωή του μὲ χαρά.
Γρήγορα, ὡστόσο διαπιστώνει ὅτι αὐτοὶ οἱ στόχοι εἶναι ἐπισφαλεῖς ὅσο καὶ πρόσκαιροι – ἐφήμεροι, μὲ στιγμιαία καὶ ἀφαιρούμενη χαρά, ἐφόσον πολὺ σύντομα ἢ καὶ ἀναπάντεχα ἡ νομιζόμενη χαρὰ καὶ ἐπιτυχία ἀκολουθεῖται καὶ ἀντικαθίσταται ἀπὸ τὴν λύπη, τὴν στενοχωρία καὶ τὴν ἀποτυχία.
Εἶναι γεγονὸς ὅτι ὁ ἄνθρωπος, προσηλωμένος στὴν ὕλη, προσκολλᾶται καὶ σὲ αὐτὸν τὸν πρόσκαιρο βίο καὶ πιστεύει ὅτι θὰ ζήση ἐδῶ αἰωνίως.
Καὶ αὐτὸ συμβαίνει γιατὶ ἠμπορεῖ θεωρητικὰ νὰ πιστεύῃ στὴν ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ, ὅμως δὲν βιώνει ὀντολογικὰ αὐτὴν τὴν πίστη του.
Μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο καθίσταται στὴν οὐσία ἄπιστος καὶ ἀσυνείδητα ἄθεος. Συνεπῶς, παύει νὰ βρίσκεται σὲ κοινωνία μὲ τὸν Δημιουργό του Θεὸ καὶ ἄρα χάνει καὶ τὴν ὑπαρξιακὴ χαρά.
Ἐὰν θέλουμε νὰ βιώσουμε τὴν ἐσωτερικὴ ἀληθινὴ χαρὰ καὶ νὰ μὴν τὴν ἀπωλέσουμε ποτέ, ὀφείλουμε νὰ ζοῦμε «ἐν τῷ Ἀναστάντι Κυρίῳ», μὲ τὴν ὀντολογικὴ σταυροαναστάσιμη ἐκκλησιαστικὴ ζωή, ὅπως μᾶς τὴν διδάσκει ἡ Ἁγία Γραφὴ καὶ οἱ αὐθεντικοὶ ἑρμηνευτές της, οἱ Ἅγιοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας.
Μόνον ἔτσι θὰ εἴμαστε καὶ θὰ πορευώμαστε ὡς ἀναστημένες – ὁλοκληρωμένες προσωπικότητες καὶ ὄχι μόνον θὰ κατέχουμε, ἀλλὰ καὶ θὰ μεταδίδουμε γύρω μας τὴν ὀντολογικὴ χαρά.