Ο Άγιος Πολύκαρπος γεννήθηκε περί το 80 μ.Χ. από ευσεβείς και φιλόθεους γονείς, τον Παγκράτιο και τη Θεοδώρα, που είχαν εγκλεισθεί στη φυλακή για την πίστη του Χριστού, και βαπτίσθηκε Χριστιανός σε νεαρή ηλικία. Υπήρξε μαζί με τον Άγιο Ιγνάτιο το Θεοφόρο μαθητής του Ευαγγελιστή Ιωάννη. Λίγο πριν να αναχωρήσει από τον πρόσκαιρο αυτό βίο, ο Αγιος Βουκόλος Επίσκοπος Σμύρνης, εχειροτόνησε μετά των Αγίων Αποστόλων, ως διάδοχό του, τον Άγιο Πολύκαρπο και μετά κοιμήθηκε εν ειρήνη.
Ο Άγιος παρακολούθησε με αγωνία και προσευχή τη σύλληψη του Αγίου Ιγνατίου του Θεοφόρου, Επισκόπου Αντιοχείας και τα μαρτύρια αυτού. Η αγάπη προς το Θεοφόρο Πατέρα μαρτυρείται και από την επιστολή την οποία έγραψε προς τους Φιλιππησίους. Σε αυτήν την επιστολή τους συγχαίρει για τη φιλοξενία, την οποία παρείχαν στον Άγιο Ιγνάτιο, όταν αυτός διήλθε από την πόλη τους. Το κείμενο αυτό του Αγίου Πολυκάρπου διακρίνεται από τον αποστολικό, θεολογικό και ποιμαντικό χαρακτήρα του.
Ο Αγιος Πολύκαρπος, διακρινόταν για τη σωφροσύνη, τη θεολογική κατάρτιση και την αφοσίωση στη διδασκαλία του Ευαγγελίου, καθώς ομιλούσε πάντα σύμφωνα με τις Γραφές. Ήταν ο γνησιότερος εκπρόσωπος της αποστολικής διδασκαλίας σε όλες τις Εκκλησίες της Ασίας. Ο Άγιος Ειρηναίος παρέχει την πληροφορία ότι ο Άγιος Πολύκαρπος μετέστρεψε πολλούς από τις αιρέσεις του Βαλεντίνου και του Μαρκίωνος στην Εκκλησία του Θεού. Διηγείται μάλιστα κι ένα επεισόδιο αναφερόμενο στη στάση του Αγίου Πολυκάρπου έναντι του Μαρκίωνος. Όταν ο αιρεσιάρχης αυτός τον πλησίασε κάποτε και του απεύθυνε την παράκληση: «επεγίγνωσκε ημάς», δηλαδή αναγνώρισέ μας, ο Άγιος απάντησε: «επιγινώσκω, επιγινώσκω σε τον πρωτότοκον του Σατανά».
Ένα άλλο επεισόδιο ανάγεται στη γεροντική ηλικία του Αγίου Πολυκάρπου. Όπως είναι γνωστό, οι Εκκλησίες της Μικράς Ασίας εόρταζαν το Πάσχα στις 14 του μηνός Νισσάν, σε οποιαδήποτε μέρα κι αν τύχαινε αυτό. Αντίθετα οι άλλες Εκκλησίες δεν εόρταζαν καθόλου το Πάσχα, αλλά αρκούνταν στο εβδομαδιαίο κατά Κυριακή εορτασμό της Αναστάσεως, τονίζοντας ασφαλώς περισσότερο τον εορτασμό της πρώτης Κυριακής μετά την πανσέληνο της εαρινής ισημερίας. Επειδή λόγω της διαφοράς αυτής η Εκκλησία της Ρώμης ετηρούσε αυστηρή στάση έναντι των Μικρασιατών, ο Άγιος Πολύκαρπος αναγκάσθηκε να μεταβεί στη Ρώμη, για να διευθετήσει το ζήτημα και άλλα δευτερεύοντα θέματα, με τον Επίσκοπο Ρώμης Ανίκητο.
Μετά την επιστροφή του από τη Ρώμη, υπέργηρος πλέον, συνέχισε την αποστολική δράση του με τόση επιτυχία, ώστε να προκαλέσει την οργή των ειδωλολατρών. Αυτή η προδιάθεση ήταν φυσικό να προκαλέσει το μαρτύριό του, που ακολούθησε την εξής πορεία. Ο Κόϊντος, ζηλωτής Χριστιανός, ο οποίος ήλθε στη Σμύρνη από τη Φρυγία, παρεκίνησε ομάδα Φιλαδελφέων Χριστιανών να προσέλθουν στον ανθύπατο Στάτιο Κοδράτο, για να δηλώσουν σε αυτόν την ιδιότητά τους και την πίστη τους στον Χριστό, πράγμα το οποίο φυσικά προοιώνιζε θάνατο. Τελικά, εμαρτύρησαν όλοι, εκτός από τον Κόϊντο, ο οποίος δειλιάσας την τελευταία στιγμή εθυσίασε στα είδωλα. Ο όχλος, αν και εθαύμασε τη γενναιότητα των Μαρτύρων, απαιτούσε να εκτελεσθούν οι «άθεοι» και να αναζητηθεί ο Άγιος Πολύκαρπος, ο οποίος πιεζόμενος από τους Χριστιανούς είχε αναχωρήσει σε κάποιο αγρόκτημα. Τελικά ο Άγιος συνελήφθη το έτος 167 και οδηγήθηκε ενώπιον του ανθύπατου.
Ο γηραιός επίσκοπος δεν ταράχθηκε. Το πρόσωπό του ήταν γαλήνιο και λαμπερό. Ο αστυνόμος Ηρώδης και ο πατέρας του Νικήτας προσπάθησαν να πείσουν τον Άγιο να απαρνηθεί το Χριστό. Ο Άγιος, όμως, με πνευματική ανδρεία απάντησε ότι υπηρετεί το Χριστό επί 86 έτη χωρίς καθόλου να Τον εγκαταλείψει. Πώς μπορούσε λοιπόν τώρα να Τον βλασφημήσει και να Τον αρνηθεί; Ο ανθύπατος τότε διέταξε να τον ρίξουν στη φωτιά. Ο γέρων Πολύκαρπος αποδύθηκε μόνος του τα ιμάτιά του και επερίμενε προσευχόμενος λέγοντας: «Κύριε, ο Θεός ο Παντοκράτωρ, ο του αγαπητού και ευλογητού παιδός Σου Ιησού Χριστού Πατήρ, δι Ου την περί Σου επίγνωσιν ειλήφαμεν, ο Θεός των αγγέλων και δυνάμεων, και πάσης της κτίσεως, και παντός του γένους των δικαίων, οι ζώσι ενώπιόν Σου, ευλογώ Σε, ότι ηξίωσάς με της ημέρας και ώρας ταύτης του λαβείν με μέρος εν αριθμώ των μαρτύρων Σου, εν τω ποτηρίω του Χριστού Σου, εις ανάστασιν ζωής αιωνίου, ψυχής τε και σώματος, εν αφθαρσία Πνεύματος Αγίου, εν οις προσδεχθείην ενώπιόν Σου εν θυσία πίονι και προσδεκτή, καθώς προητοιμάσας και προσεφανερώσας και επληρώσας ο αψευδής και αληθινός Θεός. Δια τούτο και περί πάντων αινώ Σε, ευλογώ Σε, δοξάζω Σε, συν των αιωνίω και επουρανίω Ιησού Χριστώ».
Η φωτιά εσχημάτισε γύρω από το σώμα του Αγίου Πολυκάρπου καμάρα χωρίς να τον αγγίζει. Τότε στρατιώτης εκτελεστής ετελείωσε τον Άγιο Μάρτυρα δια του ξίφους. Έπειτα το ιερό λείψανο ερρίφθηκε στη φωτιά, οι δε πιστοί συνέλεξαν τα ιερά λείψανα αυτού. Η μνήμη του τιμάται από την Εκκλησία μας κάθε χρόνο στις 23 Φεβρουαρίου.
Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας, Επισκόπου Φαναρίου Αγαθαγγέλου, τ. Φεβρουαρίου, σελ. 225-227.
Ο Άγιος παρακολούθησε με αγωνία και προσευχή τη σύλληψη του Αγίου Ιγνατίου του Θεοφόρου, Επισκόπου Αντιοχείας και τα μαρτύρια αυτού. Η αγάπη προς το Θεοφόρο Πατέρα μαρτυρείται και από την επιστολή την οποία έγραψε προς τους Φιλιππησίους. Σε αυτήν την επιστολή τους συγχαίρει για τη φιλοξενία, την οποία παρείχαν στον Άγιο Ιγνάτιο, όταν αυτός διήλθε από την πόλη τους. Το κείμενο αυτό του Αγίου Πολυκάρπου διακρίνεται από τον αποστολικό, θεολογικό και ποιμαντικό χαρακτήρα του.
Ο Αγιος Πολύκαρπος, διακρινόταν για τη σωφροσύνη, τη θεολογική κατάρτιση και την αφοσίωση στη διδασκαλία του Ευαγγελίου, καθώς ομιλούσε πάντα σύμφωνα με τις Γραφές. Ήταν ο γνησιότερος εκπρόσωπος της αποστολικής διδασκαλίας σε όλες τις Εκκλησίες της Ασίας. Ο Άγιος Ειρηναίος παρέχει την πληροφορία ότι ο Άγιος Πολύκαρπος μετέστρεψε πολλούς από τις αιρέσεις του Βαλεντίνου και του Μαρκίωνος στην Εκκλησία του Θεού. Διηγείται μάλιστα κι ένα επεισόδιο αναφερόμενο στη στάση του Αγίου Πολυκάρπου έναντι του Μαρκίωνος. Όταν ο αιρεσιάρχης αυτός τον πλησίασε κάποτε και του απεύθυνε την παράκληση: «επεγίγνωσκε ημάς», δηλαδή αναγνώρισέ μας, ο Άγιος απάντησε: «επιγινώσκω, επιγινώσκω σε τον πρωτότοκον του Σατανά».
Ένα άλλο επεισόδιο ανάγεται στη γεροντική ηλικία του Αγίου Πολυκάρπου. Όπως είναι γνωστό, οι Εκκλησίες της Μικράς Ασίας εόρταζαν το Πάσχα στις 14 του μηνός Νισσάν, σε οποιαδήποτε μέρα κι αν τύχαινε αυτό. Αντίθετα οι άλλες Εκκλησίες δεν εόρταζαν καθόλου το Πάσχα, αλλά αρκούνταν στο εβδομαδιαίο κατά Κυριακή εορτασμό της Αναστάσεως, τονίζοντας ασφαλώς περισσότερο τον εορτασμό της πρώτης Κυριακής μετά την πανσέληνο της εαρινής ισημερίας. Επειδή λόγω της διαφοράς αυτής η Εκκλησία της Ρώμης ετηρούσε αυστηρή στάση έναντι των Μικρασιατών, ο Άγιος Πολύκαρπος αναγκάσθηκε να μεταβεί στη Ρώμη, για να διευθετήσει το ζήτημα και άλλα δευτερεύοντα θέματα, με τον Επίσκοπο Ρώμης Ανίκητο.
Μετά την επιστροφή του από τη Ρώμη, υπέργηρος πλέον, συνέχισε την αποστολική δράση του με τόση επιτυχία, ώστε να προκαλέσει την οργή των ειδωλολατρών. Αυτή η προδιάθεση ήταν φυσικό να προκαλέσει το μαρτύριό του, που ακολούθησε την εξής πορεία. Ο Κόϊντος, ζηλωτής Χριστιανός, ο οποίος ήλθε στη Σμύρνη από τη Φρυγία, παρεκίνησε ομάδα Φιλαδελφέων Χριστιανών να προσέλθουν στον ανθύπατο Στάτιο Κοδράτο, για να δηλώσουν σε αυτόν την ιδιότητά τους και την πίστη τους στον Χριστό, πράγμα το οποίο φυσικά προοιώνιζε θάνατο. Τελικά, εμαρτύρησαν όλοι, εκτός από τον Κόϊντο, ο οποίος δειλιάσας την τελευταία στιγμή εθυσίασε στα είδωλα. Ο όχλος, αν και εθαύμασε τη γενναιότητα των Μαρτύρων, απαιτούσε να εκτελεσθούν οι «άθεοι» και να αναζητηθεί ο Άγιος Πολύκαρπος, ο οποίος πιεζόμενος από τους Χριστιανούς είχε αναχωρήσει σε κάποιο αγρόκτημα. Τελικά ο Άγιος συνελήφθη το έτος 167 και οδηγήθηκε ενώπιον του ανθύπατου.
Ο γηραιός επίσκοπος δεν ταράχθηκε. Το πρόσωπό του ήταν γαλήνιο και λαμπερό. Ο αστυνόμος Ηρώδης και ο πατέρας του Νικήτας προσπάθησαν να πείσουν τον Άγιο να απαρνηθεί το Χριστό. Ο Άγιος, όμως, με πνευματική ανδρεία απάντησε ότι υπηρετεί το Χριστό επί 86 έτη χωρίς καθόλου να Τον εγκαταλείψει. Πώς μπορούσε λοιπόν τώρα να Τον βλασφημήσει και να Τον αρνηθεί; Ο ανθύπατος τότε διέταξε να τον ρίξουν στη φωτιά. Ο γέρων Πολύκαρπος αποδύθηκε μόνος του τα ιμάτιά του και επερίμενε προσευχόμενος λέγοντας: «Κύριε, ο Θεός ο Παντοκράτωρ, ο του αγαπητού και ευλογητού παιδός Σου Ιησού Χριστού Πατήρ, δι Ου την περί Σου επίγνωσιν ειλήφαμεν, ο Θεός των αγγέλων και δυνάμεων, και πάσης της κτίσεως, και παντός του γένους των δικαίων, οι ζώσι ενώπιόν Σου, ευλογώ Σε, ότι ηξίωσάς με της ημέρας και ώρας ταύτης του λαβείν με μέρος εν αριθμώ των μαρτύρων Σου, εν τω ποτηρίω του Χριστού Σου, εις ανάστασιν ζωής αιωνίου, ψυχής τε και σώματος, εν αφθαρσία Πνεύματος Αγίου, εν οις προσδεχθείην ενώπιόν Σου εν θυσία πίονι και προσδεκτή, καθώς προητοιμάσας και προσεφανερώσας και επληρώσας ο αψευδής και αληθινός Θεός. Δια τούτο και περί πάντων αινώ Σε, ευλογώ Σε, δοξάζω Σε, συν των αιωνίω και επουρανίω Ιησού Χριστώ».
Η φωτιά εσχημάτισε γύρω από το σώμα του Αγίου Πολυκάρπου καμάρα χωρίς να τον αγγίζει. Τότε στρατιώτης εκτελεστής ετελείωσε τον Άγιο Μάρτυρα δια του ξίφους. Έπειτα το ιερό λείψανο ερρίφθηκε στη φωτιά, οι δε πιστοί συνέλεξαν τα ιερά λείψανα αυτού. Η μνήμη του τιμάται από την Εκκλησία μας κάθε χρόνο στις 23 Φεβρουαρίου.
Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας, Επισκόπου Φαναρίου Αγαθαγγέλου, τ. Φεβρουαρίου, σελ. 225-227.