«Τί θά πεῖ ἄγχος, νεῦρα,
ψυχασθένειες;» ἐρωτοῦσε ὁ π. Πορφύριος. Καί ἀπαντοῦσε: «Ἐγώ πιστεύω ὅτι
ὑπάρχει διάβολος σ’ ὅλα αὐτά. Δέν ὑποτασσόμεθα στό Χριστό μέ ἀγάπη.
Μπαίνει ὁ διάβολος καί μᾶς ἀνακατεύει»[1].
Αὐτά βέβαια (τά πάθη καί οἱ
δαίμονες) δέν ἀπομακρύνονται μέ χάπια οὔτε μέ ἠλεκτροσόκ, ἀλλά μέ τό
μυστήριο τῆς Γενικῆς Ἐξομολόγησης. Ὁ ἄνθρώπος θά πρέπει νά ἐξομολογηθεῖ
μέ εἰλικρίνεια τά ἁμαρτήματα ὅλης του τῆς ζωῆς, τά κύρια γεγονότα πού
τήν σημάδεψαν, καθώς καί τό πῶς ἐκεῖνος τά ἀντιμετώπισε ὅπως δίδασκε ὁ
θεοφώτιστος Γέροντας Πορφύριος[2].
Ὁ Γέροντας Παΐσιος ἐπίσης «ἐνῶ
συνιστοῦσε στοὺς ἀσθενεῖς νὰ συμβουλεύωνται χριστιανοὺς ἰατροὺς -«διότι
τοὺς φωτίζει ὁ Θεὸς» κατὰ τὸ λόγιό του- εἶχε ἐκφράσει ἐπανειλημμένως τὴν
ἀπαρέσκειά του πρὸς τὰ «ψυχολογικὰ» βιβλία, ἀλλὰ καὶ πρὸς αὐτὴ τὴν ἴδια
τὴν «ψυχολογία» καὶ τὴν «ψυχιατρικὴ», ἡ ὁποία ἀσκεῖται ἀπὸ ἐπιστήμονες
καὶ ἰατρούς, οἱ ὁποῖοι δὲν πιστεύουν στὴν ὕπαρξη τῆς ἀνθρώπινης ψυχῆς,
ὅπως δέχεται αὐτὴν ἡ θεολογία τῆς Ὀρθόδοξης Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας. Ὄντας ὁ
ἴδιος βαθὺς γνώστης, Χάριτι Θεοῦ, τοῦ μυστηρίου τῆς ἐνοικούσης στὸν
ἄνθρωπο λογικῆς καὶ νοερᾶς ψυχῆς, τῶν φυσιολογικῶν ἀλλὰ καὶ τῶν
παθολογικῶν ἐκδηλώσεών της, στενοχωριόταν καὶ ὑπέφερε πολύ, ὅταν ἔβλεπε
τὶς βαριὲς ἀστοχίες καὶ τὰ λάθη στὴν ἀντιμετώπιση τῶν ἀσθενῶν αὐτῶν, τὰ
ὁποία εἶχαν σοβαρότατες συνέπειες γιὰ τὸν ἀσθενῆ καὶ τὸ περιβάλλον του.
Δεδομένου δὲ ὅτι οἱ πλεῖστοι ἀκαδημαϊκοὶ
δάσκαλοι τῆς ψυχιατρικῆς θεωροῦν ὅτι τὰ «ψυχικὰ φαινόμενα» ἔχουν μόνον
βιολογικὸ ὑπόβαθρο –θεώρηση, ἡ ὁποία συνιστᾶ ἄρνηση τῆς ὕπαρξης ἄυλης,
νοερῆς καὶ λογικῆς ψυχῆς στὸν ἄνθρωπο- ἦταν πολὺ ἐπιφυλακτικὸς ἢ
ἀρνητικὸς γιὰ πολλὲς «θεραπεῖες» ποὺ ἐφάρμοζαν οἱ προαναφερθέντες
ψυχίατροι.
Ὁ Γέροντας Παΐσιος, συμφωνόντας μὲ τὸν
Γέροντα Πορφύριο θεωροῦσε ὅτι τὰ αἴτια τῶν περισσοτέρων ψυχικῶν
ἀσθενειῶν εἶναι πνευματικὰ καὶ ὅτι τὰ «ψυχοφάρμακα» δὲν θεραπεύουν, ἀλλὰ
ἔχουν μόνον κατασταλτικὸ χαρακτήρα, καὶ ὅτι εἶναι δυνατὸν νὰ
χρησιμοποιοῦνται μὲ φειδὼ σὲ περιπτώσεις πασχόντων «ψυχασθενῶν», ἕως
ὅτου καταστῆ ἐφικτὴ ἡ ἐπικοινωνία μὲ αὐτοὺς»[3].
Κατόπιν ἡ συμβολή τοῦ μυστηρίου τῆς
Γενικῆς Ἐξομολόγησης εἶναι καθοριστική γιά τήν ὁριστική καί ὁλοκληρωτική
ψυχική-πνευματική θεραπεία μέ τήν Θεία Χάρη.
Εἴθε νά παύσει ὁ ἀποπροσανατολισμός τοῦ
σύγχρονου ἀνθρώπου, πού τείνει νά ὑποκαταστήσει τόν Πνευματικό μέ τόν
ψυχολόγο ἤ τόν ψυχίατρο καί ὁ ὁποῖος μάταια ἀναζητεῖ τήν ψυχική του
θεραπεία ἐκεῖ πού δέν ὑπάρχει.« Πᾶνε νά ἡρεμήσουν οἱ ἄνθρωποι» παρατηρεῖ
ὁ Γέρων Παΐσιος «εἴτε μὲ ἡρεμιστικὰ εἴτε μὲ θεωρίες γιόγκα, καὶ τὴν
πραγματικὴ ἡρεμία, ποὺ ἔρχεται, ὅταν ταπεινωθῆ ὁ ἄνθρωπος, δέν τὴν
ἐπιδιώκουν, γιά νά ἔρθη ἡ θεία παρηγορία μέσα τους»[4].
Ἡ ἀληθινή ἡρεμία ἔρχεται μέ τήν Θεία
Χάρη ἡ ὁποία προσλαμβάνεται ἀπό τούς ταπεινούς. «Ἡ ἐξωτερικὴ μόρφωση μὲ
τὸ ἄγχος» ἐπίσημαίνει πάλι ὁ σοφός Γέροντας «ὁδηγεῖ καθημερινῶς
ἑκατοντάδες ἀνθρώπων (ἀκόμη καὶ μικρὰ παιδιὰ μὲ ἄγχος) στίς ψυχαναλύσεις
καὶ στούς ψυχιάτρους καὶ κτίζει συνεχῶς Ψυχιατρεῖα καὶ μετεκπαιδεύει
ψυχιάτρους, ἐνῶ πολλοὶ ψυχίατροι οὔτε Θεὸ πιστεύουν οὔτε ψυχὴ
παραδέχονται. Ἑπομένως, πῶς εἶναι δυνατὸν αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι νά βοηθήσουν
ψυχές, ἀφοῦ καὶ οἱ ἴδιοι εἶναι γεμάτοι ἀπὸ ἄγχος; Πῶς εἶναι δυνατὸν ὁ
ἄνθρωπος νά παρηγορηθῆ ἀληθινά, ἂν δέν πιστέψη στόν Θεὸ καὶ στήν ἀληθινὴ
ζωή, τὴν μετὰ θάνατον, τὴν αἰώνια; Ὅταν συλλάβῃ ὁ ἄνθρωπος τὸ βαθυτερο
νόημα τῆς ζωῆς τῆς ἀληθινῆς, τότε φεύγει ὅλο τὸ ἄγχος του καὶ ἔρχεται ἡ
θεία παρηγορία, καὶ θεραπεύεται. Ἂν πήγαινε κανεὶς στό Ψυχιατρεῖο καὶ
διαβαζε στούς ἀσθενεῖς τὸν Ἀββᾶ Ἰσαάκ, θὰ γίνονταν καλὰ ὅσοι πιστεύουν
στόν Θεό, γιατὶ θὰ γνώριζαν τὸ βαθύτερο νόημα τῆς ζωῆς»[5].
Ἡ θεραπεία ὑπάρχει μόνο στό ἀληθινό
Ψυχ-ιατρεῖο, τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καί παρέχεται δωρεάν ἀπό τόν Ἰατρό
τῶν ψυχῶν καί τῶν σωμάτων μας τόν Κύριο Ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστό.
Ἱερομόναχος Σάββας Ἁγιορείτης