Παρασκευή 8 Σεπτεμβρίου 2017

ΤΟ ΓΕΝΕΣΙΟΝ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ


Μεταξύ των μεγάλων θεομητορικών εορτών περιλαμβάνεται και το Γενέσιον ή Γενέθλιον ή της Γεννήσεως της Υπεραγίας Θεοτόκου.
Ένα γεγονός το οποίο τιμάται με κατάνυξη και θρησκευτική ευλάβεια από τους ορθοδόξους χριστιανούς.
Το Γενέσιον της Θεοτόκου τιμάται από την Εκκλησία μας στις 8 Σεπτεμβρίου.


Ιωακείμ και Άννα και η λύση της ατεκνία.
Όταν έφτασε η ημέρα του Κυρίου η μεγάλη και οι Ισραηλίτες πρόσφεραν τα δώρα τους, στάθηκε μπροστά στον Ιωακείμ ο Ρουβίμ και του είπε: Δεν επιτρέπεται να προσφέρεις πρώτος τα δώρα σου, «καθότι σπέρμα οκ ποίησας ν τ σραήλ», επειδή δηλαδή είσαι άτεκνος. Ο Ιωακείμ λυπήθηκε πάρα πολύ και είπε: Θα ερευνήσω ανάμεσα στις δώδεκα φυλές του Ισραήλ για να διαπιστώσω αν μόνον εγώ ανάμεσά τους είμαι άτεκνος. Και ερεύνησε και διαπίστωσε ότι όλοι οι δίκαιοι είχαν τέκνα. Τότε θυμήθηκε τον πατριάρχη Αβραάμ  ότι στα βαθιά γεράματά του, του χάρισε ο Θεός το γιό του, τον Ισαάκ. Περίλυπος ο Ιωακείμ δεν γύρισε στο σπίτι του. Πήγε στην έρημο, έστησε τη σκηνή του και νήστεψε σαράντα μερόνυχτα, με την απόφαση να μη γυρίσει στο σπίτι του για να φάει και να πιει, μέχρις ότου τον επισκεφθεί ο Κύριος και Θεός του.
Στο μεταξύ η γυναίκα του η Άννα θρηνούσε και έκλαιγε λέγοντας· κλαίω για τη χηρεία μου, κλαίω και για την ατεκνία μου. Έφτασε η ημέρα του Κυρίου η μεγάλη και η Ιουδίθ, η υπηρέτριά της, της είπε: Μέχρι πότε θα ταπεινώνεις την ψυχή σου; Να, έφτασε η μεγάλη ημέρα του Κυρίου και δεν επιτρέπεται να πενθείς. Πάρε όμως αυτόν εδώ τον κεφαλόδεσμο, πού μου έδωσε η γυναίκα πού τον έφτιαξε και δεν επιτρέπεται να τον ανοίξω εγώ, μια υπηρέτρια, επειδή έχει σημασία βασιλική. Η Άννα της είπε: Φύγε από κοντά μου· αυτό εγώ ποτέ δεν το έκανα και όμως ο Κύριος με ταπείνωσε πάρα πολύ. Μήπως κάποιος πονηρός σου τον έδωσε και ήρθες για να με κάνεις συμμέτοχη στην αμαρτία σου; Η Ιουδίθ απάντησε: Τι να σου καταραστώ, αφού ο Κύριος έκλεισε τη μήτρα σου για να μην αφήσεις απογόνους στον Ισραήλ;
Περίλυπη η Άννα έβγαλε τα πένθιμα ρούχα, άφησε ξέπλεγα τα μαλλιά της, ντύθηκε με τα νυφικά της ενδύματα και γύρω στις 9η ώρα κατέβηκε να περπατήσει στον κήπο της.
Σε λίγο κάθισε κάτω από μια δάφνη και προσευχήθηκε στον Κύριο λέγοντας: «
Θεός τν πατέρων μν, ελόγησον μέ καί πάκουσον τς δεήσεώς μου, καθώς ελόγησας τήν μήτραν Σάρρας καί δωκας ατή υόν τόν σαάκ». Σηκώνοντας κατόπιν τα μάτια της ψηλά στον ουρανό είδε στο δέντρο της δάφνης μια φωλιά γεμάτη νεοσσούς και έβγαλε θρηνητική κραυγή λέγοντας: «λίμονό μου, ποιός μέ γέννησε καί ποιά μήτρα μέ ξεφύτρωσε; Γιατί γώ στά μάτια το σραήλ εμαι καταραμένη καί μέ κοροϊδεύουν καί μέ προσβάλλουν στό ναό το Κυρίου. λίμονό μου, μέ τί ξομοιώθηκα γώ; Δέν ξομοιώθηκα μέ τά πουλιά, φο ατά εναι γόνιμα. Δέν ξομοιώθηκα μέ τά γρια ζα, φο καί κενα εναι γόνιμα, χάρη σέ σένα, Κύριε. Δέν ξομοιώθηκα μέ τά νερά ατά, φο καί τοτα εναι γόνιμα. λίμονό μου, μέ ποιόν ξομοιώθηκα; Οτε μέ τή γ ατή, φο
καί
γ προσφέρει τούς καρπούς στόν καιρό της καί ελογε σένα, Κύριε».
«Καί δού γγελος Κυρίου πέστη». Ξαφνικά εμφανίζεται μπροστά της άγγελος, απεσταλμένος από τον Θεό, και της λέει: Άννα, ο Κύριος άκουσε την προσευχή σου. Θα συλλάβεις και θα γεννήσεις· ο καρπός σου θα γίνει γνωστός σ’ όλη την οικουμένη. Εκείνη είπε: Ζει Κύριος ο Θεός μου· αν γεννήσω, είτε αγόρι είτε κορίτσι, θα το προσφέρω ως δώρο στον Κύριο τον Θεό μου, για να τον λατρεύει και να τον υπηρετεί σ’ όλη τη ζωή του. Τότε δύο αγγελιοφόροι την πλησίασαν και της είπαν: Να, ο άντρας σου ο Ιωακείμ έρχεται με τα κοπάδια του. Διότι άγγελος Κυρίου κατέβηκε από τον ουρανό και του ανήγγειλε: Ιωακείμ, άκουσε Κύριος ο Θεός την προσευχή σου. Γύρνα πίσω στο σπίτι σου,
γιατί η Άννα, η γυναίκα σου, θα μείνει έγκυος.
Επέστρεψε λοιπόν ο Ιωακείμ από την έρημο, φώναξε τούς βοσκούς των κοπαδιών του και έδωσε εντολή να του φέρουν 10 αμνάδες για να τις προσφέρει στον Θεό, ως θυσία, 12 μοσχαράκια για προσφορά στους ιερείς και τη γερουσία, και εκατό «χιμάρους παντί τ λα». Στην εξώπορτα τον περίμενε η Άννα. Έτρεξε, κρεμάστηκε από τον τράχηλο του και με χαρά του είπε: «Ξέρω τώρα καί δέν μφιβάλω, τι Θεός μέ ελόγησε πάρα πολύ. Τώρα πιά χήρα δέν εναι χήρα, καί τεκνη θά μείνω γκυος». Την πρώτη μέρα μετά την επιστροφή του από την έρημο στο σπίτι, ο Ιωακείμ αναπαύθηκε.
Την επόμενη πρόσφερε τα δώρα του λέγοντας μες στην ψυχή του: Το αν ο Κύριος με ελεήσει, θα γίνει φανερό από τον τρόπο πού θα δεχθεί τη θυσία του ιερέα. Πρόσφερε λοιπόν τα δώρα του ο Ιωακείμ και παρακολουθούσε τον ιερέα πώς ανέβηκε στο θυσιαστήριο· και δεν διαπίστωσε σ’ αυτόν αμαρτία. Τότε είπε: Τώρα πλέον ξέρω ότι ο Κύριος με ελέησε και μου συγχώρεσε όλα τα αμαρτήματα. Κατέβηκε από το ναό του Κυρίου δικαιωμένος και γύρισε στο σπίτι του.
Όταν συμπληρώθηκαν οι εννέα μήνες, η Άννα γέννησε. Ρώτησε τη μαία: Τι γέννησα; Της απάντησε: Κορίτσι. Και είπε η Άννα: «μεγαλύνθη ψυχή μου ν τή μέρα ταύτη». Και έβαλαν τη νεογέννητη στο κρεβατάκι της. Όταν συμπληρώθηκαν οι μέρες, «πεσμήξατο ννα», και άρχισε να τη θηλάζει, της έδωσε το όνομα Μαριάμ.
Η καθιέρωση της εορτής
Η διήγηση του «Πρωτευαγγελίου το ακώβου» ήταν γνωστή στους άτρωτους χριστιανούς, αλλά τα σημαντικότερα γεγονότα της ζωής της Υπεραγίας Θεοτόκου (Γενέσιο, Εισόδια,
Ευαγγελισμός, Κοίμησις), άρχισαν να εορτάζονται λατρευτικά μετά την Γ΄ οικουμενική Σύνοδο στην Έφεσο (431) και την Δ΄ στη Χαλκηδόνα (451), όποτε διατυπώθηκε αυθεντικά η πίστη της Εκκλησίας και για το Πρόσωπο της Θεοτόκου. Στο μεταξύ είχαν ανεγερθεί και ναοί προς τιμήν της.
Ήδη από το τέλος του 4ου αιώνος ετελείτο στα Ιεροσόλυμα η δεσποτική εορτή της Υπαπαντής, κατά την οποία όμως οι χριστιανοί τιμούσαν και τη Μητέρα του Κυρίου. Στη συνέχεια καθιερώθηκαν και άλλες εορτές, όπως και του Γενεσίου της Θεοτόκου. Ως πιθανότερος χρόνος εισαγωγής της εορτής θεωρείται το τέλος του 5ου ή οι αρχές του 6ου αιώνος. Και η εορτή αυτή εισήχθη αρχικά στην Αγία Πόλη και ετελείτο στις 8 Σεπτεμβρίου, όπως και σήμερα. Περιεχόμενο του εορτασμού είναι το Γενέσιο της Θεοτόκου, όπως εκτίθεται στο «Πρωτευαγγέλιον του Ιακώβου», από το οποίο ελήφθη και καταχωρήθηκε στο Συναξάριο της ημέρας.
πολυτίκιον χος δ΄.
γέννησίς σου Θεοτόκε, χαράν μήνυσε πάση τή οκουμένη κ σού γάρ νέτειλεν λιος τς δικαιοσύνης, Χριστός Θεός μν•καί λύσας τήν κατάραν,
δωκε τήν ελογίαν•καί καταργήσας τόν θάνατον, δωρήσατο μίν ζωήν τήν αώνιον.