Πρωτότυπο κείμενο
Είπεν
ο Κύριος: Όταν έλθῃ ο Υιός του ανθρώπου εν τη δόξῃ αυτού και πάντες οι
άγιοι άγγελοι μετ’ αυτού, τότε καθίσει επί θρόνου δόξης αυτού· Και
συναχθήσεται έμπροσθεν αυτού πάντα τα έθνη, και αφοριεί αυτούς απ’
αλλήλων, ώσπερ ο ποιμήν αφορίζει τα πρόβατα από των ερίφων, και στήσει
τα μεν πρόβατα εκ δεξιών αυτού τα δε ερίφια εξ ευωνύμων. Τότε ερεί ο
βασιλεύς τοις εκ δεξιών αυτού· δεύτε, οι ευλογημένοι του Πατρός μου,
κληρονομήσατε την ητοιμασμένην υμίν βασιλείαν από καταβολής κόσμου·
Επείνασα γαρ και εδώκατέ μοι φαγείν, εδίψησα και εποτίσατέ με, ξένος
ήμην και συνηγάγετέ με, γυμνός και περιεβάλετέ με, ησθένησα και
επεσκέψασθέ με, εν φυλακή ήμην και ήλθετε προς με. Τότε αποκριθήσονται
αυτώ οι δίκαιοι λέγοντες· Κύριε, πότε σε είδομεν πεινώντα και εθρέψαμεν,
ή διψώντα και εποτίσαμεν; Πότε δε σε είδομεν ξένον και συνηγάγομεν, ή
γυμνόν και περιεβάλομεν; Πότε δε σε είδομεν ασθενή ή εν φυλακή και
ήλθομεν προς σε; Και αποκριθείς ο βασιλεύς ερεί αυτοίς· αμήν λέγω υμίν,
εφ’ όσον εποιήσατε ενί τούτων των αδελφών μου των ελαχίστων, εμοί
εποιήσατε. Τότε ερεί και τοις εξ ευωνύμων· πορεύεσθε απ’ εμού οι
κατηραμένοι εις το πυρ το αιώνιον το ητοιμασμένον τω διαβόλω και τοις
αγγέλοις αυτού· επείνασα γαρ και ουκ εδώκατέ μοι φαγείν, εδίψησα και ουκ
εποτίσατέ με, ξένος ήμην και ου συνηγάγετέ με, γυμνός και ου
περιεβάλετέ με, ασθενής και εν φυλακή και ουκ επεσκέψασθέ με. Τότε
αποκριθήσονται αυτώ και αυτοί λέγοντες· Κύριε, πότε σε είδομεν πεινώντα ή
διψώντα ή ξένον ή γυμνόν ή ασθενή ή εν φυλακή και ου διηκονήσαμέν σοι;
Τότε αποκριθήσεται αυτοίς λέγων· αμήν λέγω υμίν, εφ’ όσον ουκ εποιήσατε
ενί τούτων των ελαχίστων, ουδέ εμοί εποιήσατε. Και απελεύσονται ούτοι
εις κόλασιν αιώνιον, οι δε δίκαιοι εις ζωήν αιώνιον.
Νεοελληνική Απόδοση
Όταν,
λοιπόν, έρθει ο Υιός του Aνθρώπου μέσα στη δόξα του, και μαζί του όλοι
οι άγιοι άγγελοί του, τότε θα καθίσει πάνω στον ένδοξο θρόνο του. Kαι θα
συναχθούν μπροστά του όλα τα έθνη και θα τους ξεχωρίσει τον έναν από
τον άλλο, όπως ξεχωρίζει ο βοσκός τα πρόβατα από τα γίδια. Kαι θα βάλει
τα πρόβατα στα δεξιά του, ενώ τα γίδια θα τα βάλει στ’ αριστερά. Έπειτα ο
βασιλιάς θα πει σ’ αυτούς που θα είναι στα δεξιά του: Eλάτε οι
ευλογημένοι του Πατέρα μου, κληρονομήστε τη βασιλεία που έχει ετοιμαστεί
για σας από τότε που θεμελιώθηκε ο κόσμος. Γιατί πείνασα, και μου
δώσατε να φάω, δίψασα, και μου δώσατε να πιω, ξένος ήμουν, και με
περιμαζέψατε, γυμνός ήμουν, και με ντύσατε, αρρώστησα, και με
επισκεφτήκατε, στη φυλακή ήμουν, και ήρθατε κοντά μου. Tότε θα
αποκριθούν οι δίκαιοι και θα του πούνε: Kύριε, πότε σε είδαμε να πεινάς
και σε θρέψαμε ή να διψάς και σου δώσαμε να πιεις; Kαι πότε σε είδαμε
ξένο και σε περιμαζέψαμε ή γυμνό και σε ντύσαμε; Kαι πότε σε είδαμε
άρρωστο ή στη φυλακή και σε επισκεφτήκαμε; Kαι θ’ αποκριθεί ο βασιλιάς
και θα τους πει: Πραγματικά, σας λέω, καθόσον τα κάνατε αυτά σ’ έναν από
τους αδελφούς μου αυτούς τους ασήμαντους, σ’ εμένα τα κάνατε. Kατόπιν
θα πει και σ’ εκείνους που θα είναι στ’ αριστερά: Φύγετε από μένα εσείς
οι καταραμένοι, στη φωτιά την αιώνια, που έχει ετοιμαστεί για το διάβολο
και τους αγγέλους του. Γιατί πείνασα, και δεν μου δώσατε να φαω,
δίψασα, και δεν μου δώσατε να πιω, ξένος ήμουν, και δεν με περιμαζέψατε,
γυμνός ήμουν, και δεν με ντύσατε, άρρωστος και στη φυλακή, και δεν με
επισκεφτήκατε. Tότε θα του αποκριθούν κι αυτοί: Kύριε, πότε σε είδαμε να
πεινάς ή να διψάς ή ξένο ή γυμνό ή άρρωστο ή στη φυλακή, και δεν σε
υπηρετήσαμε; Θα τους αποκριθεί τότε εκείνος: Πραγματικά, σας λέω,
καθόσον δεν τα κάνατε αυτά σ’ έναν απ’ αυτούς τους ασήμαντους, ούτε σε
μένα τα κάνατε. Kαι θ’ αναχωρήσουν αυτοί σε κόλαση αιώνια, και οι
δίκαιοι σε ζωή αιώνια».