“Αγαπητοί χριστιανοί, συνηθίζουμε να λέμε: «Αλλοίμονο! Πώς είναι δυνατόν να μην αγαπάει κανείς το Θεό; Ποιον ν΄αγαπήσεις, αν όχι το Θεό;» Και πολύ σωστά.
Ο Θεός
είναι το ύψιστο, αδημιούργητο, άναρχο, ατελεύτητο και αναλλοίωτο Αγαθό.
«Ουδείς αγαθός εί μή εις ο Θεός» (Ματθ. 19, 17). Όπως ο ήλιος πάντοτε
φέγγει, όπως η φωτιά πάντοτε θερμαίνει, έτσι και ο Θεός που από τη φύση
Του είναι αγαθός, πάντοτε αγαθοποιεί.
Τα παντοδύναμα χέρια Του μας έπλασαν. Μας έπλασαν όχι όπως και τ΄ άλλα πλάσματα, δίχως αισθήματα, δίχως λογική.
Μας έπλασαν με την ξεχωριστή θεία Του βουλή. «Ποιήσωμεν άνθρωπον…»
(Γεν. 1, 26), είπε. Για τ΄άλλα δημιουργήματα «αυτός είπε, και
εγενήθησαν, αυτός ενετείλατο (πρόσταξε) και εκτίσθησαν» (Ψαλμ. 148, 5).
Αλλά για τον άνθρωπο δεν έγινε το ίδιο. Αλλά τι; «Ποιήσωμεν», είπε,
«άνθρωπον».
Ω! αγιοτάτη και γεμάτη αγάπη βουλή του Θεού! Ο τρισυπόστατος Θεός, ο
Πατήρ, ο Υιός και το Άγιο Πνεύμα, είπε για τον άνθρωπο: «Ποιήσωμεν
άνθρωπον». Αλλά τι άνθρωπο; «Κατ΄εικόνα», είπε, «ημετέραν και
καθ΄ομοίωσιν».
Ω! θαυμαστή αγαθότητα του Θεού για τον άνθρωπο! Ω! ύψιστη ανθρώπινη
τιμή! Ο άνθρωπος πλάστηκε «κατ΄εικόνα και καθ΄ομοίωσιν». Ποιο πλάσμα
αξιώθηκε μια τέτοια τιμή; Δεν ξέρουμε άλλο όμοιο. Μόνο ο άνθρωπος
τιμήθηκε από το Θεό να γίνει η θεία εικόνα Του. Ω! αγαπημένο και
ωραιότατο δημιούργημα του Θεού! Ο άνθρωπος! Έχει την εικόνα του Θεού
επάνω του σαν βασιλική σφραγίδα. Τιμάται ο βασιλιάς, τιμάται και το
πορτραίτο του. Ο Θεός, ο βασιλιάς των ουρανών, είναι άξιος για κάθε
τιμή. Το ίδιο και ο άνθρωπος, η εικόνα Του. Τέτοια χάρη μας έδωσε ο Θεός
στη δημιουργία μας. Πώς λοιπόν να μην Τον αγαπήσουμε;
Ξεπέσαμε από τον Παράδεισο, και μάλιστα τόσο χαμηλά, πού δεν
μπορούσαμε να κλάψουμε επάξια την πτώση μας. «Άνθρωπος εν τιμή ων ου
συνήκε, παρασυνεβλήθη τοίς κτήνεσι τοίς ανοήτοις και ωμοιώθη αυτοίς»
(Ψαλμ. 48,13). Μά ο Φιλάνθρωπος, και στην κατάσταση αυτή, δεν μας
εγκατέλειψε. Βρήκε τον θαυμαστό τρόπο της σωτηρίας μας. Έστειλε τον
Μονογενή Του Υιό να μας συναντήσει, να μας σώσει και να μας φέρει κοντά
Του πάλι. «Ούτω γάρ ηγάπησεν ο Θεός τον κόσμον, ώστε τον Υιόν αυτού τον
μονογενή έδωκεν, ίνα πάς ο πιστεύων εις αυτόν μη απόληται, αλλ΄έχη ζωήν
αιώνιον» (Ιω. 3, 16). Πώς λοιπόν το Θεό που μας αγάπησε τόσο, να μην Τον
αγαπήσουμε; Ο Θεός είναι φιλάνθρωπος, όπως όλοι Τον ονομάζουν. Αλλά και
ο άνθρωπος πρέπει να είναι φιλόθεος. Η αγάπη δεν ανταποδίδεται με
τίποτε άλλο, παρά με αγάπη και ευγνωμοσύνη.
Ο Θεός είναι ο προνοητής μας. Προνοεί και φροντίζει για όλους. Μας δίνει την τροφή, τα ρούχα και το σπίτι που μένουμε.
Δικά Του είναι ο ήλιος, το φεγγάρι και τ΄άστρα που μας φωτίζουν. Με
τη δική Του φωτιά ζεσταινόμαστε και ετοιμάζουμε το φαγητό μας. Με το
δικό Του νερό πλενόμαστε και δροσιζόμαστε. Τα ζώα Του μας υπηρετούν. Ο
αέρας Του μας ζωογονεί. Το οξυγόνο Του μας κρατάει στη ζωή. Με λίγα
λόγια, από την αγάπη και τ΄αγαθά Του εξαρτιόμαστε. Χωρίς αυτά, ούτε
στιγμή δεν μπορούμε να ζήσουμε. Πώς είναι δυνατόν λοιπόν να μην
αγαπήσουμε κι εμείς τέτοιον ευεργέτη; Κάθε άνθρωπο που μας ευεργετεί,
τον αγαπάμε. Πόσο περισσότερο πρέπει ν΄αγαπάμε τον ευεργέτη Θεό, στον
οποίο ανήκουν όλα, και ο εαυτός μας και ό,τι έχουμε! Όλη η δημιουργία
και ο ίδιος ο άνθρωπος είναι κτήμα του Θεού. «Του Κυρίου η γη και το
πλήρωμα αυτής» (Ψαλμ. 23,1).
Ο Θεός είναι Πατέρας μας. Όταν προσευχόμαστε Του λέμε: «Πάτερ ημών ο
εν τοίς ουρανοίς». Πώς είναι δυνατόν λοιπόν να μην αγαπάμε τον Πατέρα
μας; Τ΄αφοσιωμένα παιδιά αγαπούν αδιάκριτα τον πατέρα τους. Αν λοιπόν κι
εμείς θέλουμε να είμαστε αληθινά παιδιά του Θεού και να Τον ονομάζουμε
Πατέρα, τότε πρέπει και να Τον αγαπάμε.
Δίκαια επομένως λέμε: «Πώς να μην αγαπήσεις το Θεό;»
Μα όπως κάθε αρετή, έτσι και η αγάπη πρέπει να ζει στην καρδιά. Όταν
δεν ζει στην καρδιά, τότε δεν υπάρχει ούτε στην πράξη. Γιατί ο Θεός δεν
το είπε για τ΄αυτιά μας, «αγάπα», «ταπεινώσου», «σπλαχνίσου»,
«προσευχήσου» κ.λ.π., αλλά για την καρδιά μας. Πρέπει λοιπόν να έχουμε
αγάπη, ταπείνωση, ευσπλαχνία, προσευχή και όλες τις άλλες αρετές μέσα
στην καρδιά μας. Και όταν υπάρχουν στην καρδιά τότε οπωσδήποτε θα
εκδηλώνονται και εξωτερικά, όπως ξεχύνεται από τη φωτιά η θερμότητα και
από το μύρο η ευωδία.
Με τον ίδιο τρόπο και ο προφήτης Δαβίδ εκδήλωνε την αγάπη του προς το
Θεό με τους γλυκούς του ύμνους: «Αγαπήσω σε, Κύριε, η ισχύς μου. Κύριος
στερέωμά μου και καταφυγή μου και ρύστης μου. Ο Θεός μου βοηθός μου,
ελπιώ επ΄αυτόν, υπερασπιστής μου και κέρας σωτηρίας μου και αντιλήπτωρ
μου» (Ψαλμ. 17, 2-3). Η αγάπη, αν και φυλάγεται μέσα στην καρδιά, δεν
μπορεί να κρυφτεί. Φανερώνεται με τα δικά της εξωτερικά σημάδια”.
Αγίου Τύχωνος του Ζαντόνσκ