Όταν βασίλευε ὁ εὐσεβής αὐτοκράτορας Μαυρίκιος (6ος αἰ.), ζοῦσε στήν περιοχή τῆς Θράκης ἕνας ἀρχιληστής.
Αὐτός
εἶχε τρομοκρατήσει τόσο πολύ τούς κατοίκους, ὥστε οἱ δρόμοι κατάντησαν
ἀδιάβατοι. Πολλοί στρατιῶτες καί ληστοδιῶκτες προσπάθησαν νά τόν
συλλάβουν, ἀλλά χωρίς ἀποτέλεσμα.
Τό ἔμαθε ὁ Μαυρίκιος, καί ἀποφάσισε νά στείλει στόν ἀρχιληστή τά προσωπικά του φυλαχτά.
Αὐτή
ἡ βασιλική χειρονομία, μαζί μέ ὅσα καλά τοῦ μήνησε, ἔφεραν τό ληστή, μέ
τή συνέργεια καί τοῦ Θεοῦ, σέ ντροπή καί μετάνοια. Ἄφησε τήν παλιά του
ζωή, κατέβηκε ἀπό τά βουνά καί πρόσπεσε στά πόδια τοῦ βασιλιά
μετανοημένος.
Δέν πέρασαν πολλές μέρες, καί ὁ ληστής ἀρρώστησε μέ πυρετό. Τόν δέχθηκαν καί τόν περιέθαλψαν στό νοσοκομεῖο τοῦ ἁγίου Σαμψών.
Μιά νύχτα ἔνιωσε νά βαραίνει καί, βλέποντας ὅτι φεύγει ἀπ’ τή ζωή,
ἐξομολογήθηκε μέ δάκρυα στό Θεό τά ἁμαρτήματά του, ζητώντας ἄφεση καί
λέγοντας:
-Δέν σοῦ ζητάω, Φιλάνθρωπε, τίποτ’ ἄλλο: Μόνο ἐλέησέ με, τό ληστή, ὅπως ἐλέησες καί ἄλλους σάν κι ἐμένα.
Δέξου τοῦτο τό κλάμα τῆς τελευταίας μου ὥρας, ὅπως δέχθηκες καί τοῦ ἀποστόλου σου Πέτρου.
Πότισε μέ τά δάκρυά μου τό σπόγγο τῆς εὐσπλαχνίας Σου, καί σβῆσε μ’ αὐτό τίς ἁμαρτίες μου…
Τόν ἄκουγαν τή νύχτα ἐκείνοι οἱ ἄρρωστοι ἀπό τά πλαϊνά κρεβάτια νά λέει
καί νά ξαναλέει τά λόγια αὐτά ὥρα πολλή, σφογγίζοντας μέ τό μαντήλι τά
δάκρυά του, ὥσπου παρέδωσε τό πνεῦμα.
Τήν
ὥρα ἐκείνη, ὁ ἀρχίατρος τοῦ νοσοκομείου, ἐνῶ κοιμόταν στό σπίτι του,
βλέπει σέ ὄνειρο πολλούς δαίμονες νά πλησιάζουν στό κρεβάτι τοῦ ληστῆ μέ
τά χαρτιά τῶν ἁμαρτιῶν του. Ὕστερα βλέπει καί δύο φωτεινούς ἄνδρες.
Οἱ
δαίμονες ἔφεραν ζυγαριά κι ἔβαλαν στόν ἕνα δίσκο τά χαρτιά μέ τίς
ἁμαρτίες του. Ὁ δίσκος αὐτός κατέβηκε πολύ χαμηλά, ἐνῶ ὁ ἄλλος ἀνέβηκε
στά ὕψη.
-Ἐμεῖς δέν ἔχουμε νά βάλουμε τίποτε, εἶπαν μεταξύ τους οἱ δύο ἄγγελοι. Τί θά ποῦμε; Δέν ἔχει οὔτε δέκα μέρες πού ἔπαψε τούς φόνους καί τίς ληστείες. Τί καλό ζητᾶμε νά βροῦμε σ’ αὐτόν;
Ἐνῶ
μιλοῦσαν ἔτσι, ἔψαχναν στό κρεββάτι μήπως βροῦν κάτι καλό. Κάποια
στιγμή, ὁ ἕνας ἄγγελος βρῆκε τό μαντήλι τοῦ ληστῆ, μέ τό ὁποῖο σφόγγιζε
τά δάκρυά του.
-Κοίτα, λέει τότε στόν ἄλλο ἄγγελο, αὐτό
εἶναι τό μαντήλι τῶν δακρύων του. Ἄς τό βάλουμε στήν ἄλλη πλευρά τῆς
ζυγαριᾶς μαζί μέ τή φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ, καί κάτι μπορεῖ νά γίνει.
Μόλις τοποθέτησαν στόν ὑψωμένο δίσκο, ἐκεῖνος βάρυνε περισσότερο ἀπό τόν ἄλλον καί τά χαρτιά σκορπίστηκαν.
-Νίκησε ἡ φιλανθρωπία τοῦ Κυρίου μας!
φώναξαν τότε μέ μιά φωνή οἱ ἄγγελοι. Καί παίρνοντας τήν ψυχή τοῦ
ληστῆ, τήν ἀνέβασαν στόν οὐρανό, ἐνῶ οἱ δαίμονες ἔφυγαν ντροπιασμένοι.
Αὐτά
εἶδε ὁ γιατρός στόν ὕπνο του, καί μόλις ξημέρωσε ἔτρεξε στό νοσοκομεῖο,
ὅπου βρῆκε τό ληστή νεκρό. Τό σῶμα του ἦταν ζεστό, καί πάνω στά μάτια
του ἦταν ἁπλωμένο τό μαντήλι του, μουσκεμένο στά δάκρυα.
Ἀφοῦ ἀπό τούς ἄλλους ἀσθενεῖς πληροφορήθηκε ὅλα τά σχετικά μέ τίς
τελευταῖες του στιγμές, πῆρε τό μαντήλι του καί πῆγε στό Μαυρίκιο.
Τοῦ τό ἔδειξε, κι ἀφοῦ διηγήθηκε ὅλη τήν ὑπόθεση, τοῦ εἶπε:
-Ἄς δοξάσουμε τό Θεό, εὐσεβέστατε βασιλιά. Εἴχαμε ἀκούσει γιά τό ληστή πού σώθηκε μέ τήν μετάνοια ἀπό τόν σταυρωμένο Βασιλιά.
Καί τώρα γνωρίσαμε ἕναν ἄλλο ληστή, πού σώθηκε πάλι μέ τή μετάνοια, στά χρόνια τῆς δικῆς σου βασιλείας.