Κοντά στά Ἑλληνοαλβανικά σύνορα, σέ μιά βουνοπλαγιά, ἦταν ἡ μικρή κωμόπολη πού ὁ Θεός καί ἡ Πατρίδα ὅρισαν νά ὑπηρετεῖ.
Ἔμεινε
σέ ἕνα μικρό σπιτάκι μέ μιά μεγάλη αὐλή μέ πολλά δένδρα, κῆπο μέ
ὁλόφρεσκα λαχανικά, ὁλάνθιστες τριανταφυλλιές πού αὐτόν τόν καιρό σέ
μεθοῦσαν μέ τό ἄρωμά τους.
Στήν ἴδια αὐλή ἦταν τό μεγάλο σπίτι τοῦ κ. Νίκου, τοῦ νοικοκύρη της.
Κεῖνο τό δειλινό τοῦ Μάη καθόταν στό μπαλκόνι καί διόρθωνε τά γραπτά τῶν μαθητῶν της, τῶν προαγωγικῶν ἐξετάσεων.
Στό
μπαλκόνι τοῦ ἄλλου σπιτιοῦ καθόταν ἡ οἰκογένεια τοῦ κ. Νίκου. Ἡ μητέρα
του, ἡ κ. Ἄννα, οἱ δύο ἀδελφές του, ἡ Δώρα καί ἡ Βάσω, ὁ κ. Νῖκος μέ τή
γυναίκα του, τήν κ. Ἐλευθερία, πού ἡ πεθερά της ἔλεγε πώς τήν ἀγαποῦσε
περισσότερο ἀπό τίς θυγατέρες της.
Καί στήν ἄλλη ἄκρη τοῦ μπαλκονιοῦ τά δυό παιδιά τοῦ κ. Νίκου, ὁ Γιῶργος
ἀπόφοιτος Λυκείου καί ἡ Ἀννούλα, μαθήτρια τοῦ Λυκείου, πού τώρα, ἄφησε
γιά λίγο τό βιβλίο τῶν Μαθηματικῶν γιά ἕνα μικρό διάλειμμα, καί ἔπαιζε
μέ τό ξαδελφάκι της.
Ἦταν ἡ ὥρα τῆς ξεκούρασης γιά τήν οἰκογένεια μετά τήν κοπιαστική ἐργασία στά καπνοχώραφα.
Ἐκείνη ἦταν ἀφοσιωμένη στά γραπτά της καί δέν ἄκουγε τίς συζητήσεις.
Ἐκείνη ἦταν ἀφοσιωμένη στά γραπτά της καί δέν ἄκουγε τίς συζητήσεις.
Ἕνα
ἀπότομο φρενάρισμα αὐτοκινήτου τήν ἔκανε νά πεταχτεῖ ἀπό τήν καρέκλα
της καί νά δεῖ πρός τό δρόμο. Ἔβγαινε τώρα ἀπό τό αὐτοκίνητο ἕνας
μεσήλικας ἄνδρας καί μαζί καί δυό γυναῖκες. Τό ντύσιμό τους ἔδειχνε πώς
γύριζαν ἀπό τά χωράφια.
– Νῖκο! Ἀκούστηκε ἡ ἀνδρική φωνή. Νῖκο, ἔρχομαι ἀπό τά χωράφια. Τί ἔπαθαν, Νῖκο, τά φυτά σου; Χάλασαν; Τί ἔγιναν τά καπνά σου; Τί θά κάνεις τώρα;…
– Ναί! Χάλασαν. Δέν ξέρω γιατί… Ἀκούστηκε ἡ φωνή τοῦ κ. Νίκου. Καί ἀμέσως ἤρεμα συνέχισε. Ἄν μᾶς χρωστάει ὁ Θεός… θά μᾶς τά δώσει πάλι.
Δέν
ξέρει τί εἶπαν στή συνέχεια. Στό μυαλό της σφηνώθηκαν τά λόγια: Ἄν ὁ
Θεός μᾶς τά χρωστάει, θά μᾶς τά δώσει. Κάθισε στήν καρέκλα της, μά, στό
μυαλό της δέν εἶχε τώρα τό περιεχόμενο τῶν γραπτῶν. Σκεφτόταν τήν ἁπλή
πίστη τοῦ κ. Νίκου, καί ρωτοῦσε μέσα της: «Θεέ μου, σέ ποιούς χρωστᾶς;».
Μετά ἀπό λίγες μέρες ὁ ἐπιστάτης τοῦ Σχολείου της τῆς εἶπε, πώς, τό Σαββατοκύριακο
πού μεσολάβησε πολλοί συγχωριανοί τοῦ κ. Νίκου πῆγαν στό χωράφι του καί
τό ξαναφύτεψαν μέ φυτά ἀπό τά δικά τους. Ἔτσι συνήθιζαν νά κάνουν,
εἶπε.
Ἦρθε τό καλοκαίρι καί ἔκλεισαν τά Σχολεῖα καί ἔφυγε γιά διακοπές. Ὅταν τό Σεπτέμβριο ἐπέστρεψε γιά τή νέα σχολική χρονιά, ρώτησε τήν κ. Ἐλευθερία, πῶς πῆγε ἡ σοδειά στά καπνά.
– Πλούσια μᾶς τάδωσε ὁ Καλός Θεός! Εἶπε χαρούμενη ἐκείνη. Πολύ
πλούσια! Ἐδῶ καί 20 χρόνια πού εἶμαι σ’ αὐτό τό σπίτι καί δουλεύουμε
ὅλοι μαζί αὐτά τά χωράφια… ἦταν ἡ πλουσιότερη σοδειά! Δόξα νἄχει ὁ
Παντοδύναμος!
Μπῆκε στό σπίτι της μέ τούς λογισμούς:
«Τώρα,
Θεέ μου, ξέρω σέ ποιούς χρωστᾶς καί τά δίνεις πλούσια. Μοῦ τό
ἀποκάλυψες! Χρωστᾶς σέ κείνους πού ἐμπιστεύονται στήν ἀγάπη Σου. Κάνουν
τό καθῆκον τους, ἀφήνονται ἀμέριμνα στό Πατρικό, Παντοδύναμό Σου σχέδιο
καί… περιμένουν…».
Ὡραῖες ψυχές, ἀλήθεια, γύρω μας!
Ψυχές πού ἀθόρυβα διδάσκουν παραδειγματίζουν, ἐμπνέουν!!!