Ἡ Κυριακή
ἡμέρα, ἔλαβε τήν ὀνομασία της ἀπό τόν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό. Εἶναι
ἀφιερωμένη σ’ Ἐκεῖνον καί κατ’ αὐτήν ἐξόχως ἑορτάζουμε τήν Ἀνάστασή Του.
Σήμερα,
κατ’ ἀγαθήν συγκυρίαν, ἡ εὐαγγελική περικοπή τῆς ἀναστάσεως τοῦ υἱοῦ τῆς
χήρας τῆς Ναϊν, ἐπιτείνει τόν ἀναστάσιμο χαρακτῆρα τῆς ἡμέρας καί
ὑποστηρίζει κατά τρόπο ἀδιαμφισβήτητο τήν δογματική διδασκαλία τῆς
Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας μας γιά τήν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν. Ἡ ἀνάσταση αὐτή
εἶναι μία ἀπό τίς τρεῖς ἀναστάσεις πού ἐπετέλεσε ὁ Χριστός. Ἡ δεύτερη
εἶναι τῆς κόρης τοῦ Ἰαείρου καί ἡ τρίτη τοῦ ἁγίου καί δικαίου Λαζάρου.
Ἐπειδή κάποιοι πιθανόν νά θεωροῦσαν, ὅτι ἐπρόκειτο γιά νεκροφάνειες, ἡ
περίπτωση τοῦ Λαζάρου ἀπομακρύνει ὁποιαδήποτε ἀμφιβολία, καθώς ἦταν
τέσσερις ἡμέρες ἤδη νεκρός.
Ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός μέ τίς ἀναστάσεις αὐτές ἀποδεικνύει, πώς εἶναι ὁ Ἕνας καί μόνος Ἀληθινός Θεός,
Ἐκεῖνος, ὁ Ὁποῖος ἔχει τήν ἀπόλυτη ἐξουσία νεκρῶν καί ζωντανῶν, ὡς
Ἀθάνατος Βασιλεύς καί Ἀνάστάς ἐκ νεκρῶν, ὅπως τονίζουμε στίς ἀπολύσεις
τῶν νεκρωσίμων ἀκολουθιῶν καί ἐπιμνημοσύνων δεήσεων. Οἱ τρεῖς αὐτές
Ἀναστάσεις ἀποτελοῦσαν τό προμήνυμα τῆς δικῆς Του τριήμερης ἀναστάσεως
καί θεμελιώνουν τό ἀσάλευτο καί παναληθέστατο δόγμα τῆς ἀναστάσεως τῶν
νεκρῶν κατά τήν Δευτέρα Παρουσία Του.
Ἡ
ἀνάσταση ὅμως τοῦ υἱοῦ τῆς χῆρας τῆς Ναΐν μᾶς δίδει σήμερα τήν εὐκαιρία
νά ἀσχοληθοῦμε μέ τήν μοναδικότητα τῆς ψυχῆς τοῦ ἀνθρώπου, καθώς ὁ νέος
ἀπέθανε, ὅταν ἐξῆλθε ἡ ψυχή ἀπό τό σῶμα του καί ἀναστήθηκε, ὅταν ὁ
Χριστός ἔδωσε ἐντολή ἡ ἴδια, ἡ μία καί μοναδική, ἡ δική του ψυχή νά
ἐπιστρέψει, ὥστε νά ζωοποιηθεῖ τό νεκρό σῶμα καί νά ἀνακαθίσει καί νά
ὁμιλεῖ.
Καί
ὑπογραμμίζουμε τό σημεῖο αὐτό, ἐπειδή στίς ἡμέρες μας ἀρκετοί ἄνθρωποι,
εἴτε ἀπό ἀδιαφορία, εἴτε ἀπό ἄγνοια, εἴτε ἀπό ἰδεολογία, εἴτε
ἐχθρευόμενοι τόν Χριστό καί τήν Ἐκκλησία Του ἤ ἀκόμη παρασυρόμενοι ἀπό
τή διδασκαλία ἀνατολικῶν θρησκειῶν (Βουδισμός, Ἰνδουισμός, Ταοϊσμός
κ.λ.π.) καί ἀπό τίς λατρευτικές πρακτικές τους, ὅπως ἡ γιόγκα, -πού
δυστυχῶς κάποιοι τήν θεωροῦν ἄσκηση γυμναστικῆς, χωρίς ὅμως νά εἶναι
ἔτσι-, ἀμφισβητοῦν τήν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν, ἀπορρίπτοντας καί τήν μετά
θάνατον ζωή. Ἐνίοτε μάλιστα υἱοθετοῦν χωρίς ἐξέταση τήν θεωρία τῆς
μετεμψύχωσης ἤ μετενσάρκωσης, ἡ ὁποία εἶναι βασικό δόγμα αὐτῶν τῶν
ἀνατολικῶν θρησκειῶν, ἀλλά ἔρχεται σέ πλήρη ἀντίθεση μέ τήν Ὀρθόδοξη
Χριστιανική πίστη καί ζωή.
Σύμφωνα
μέ τήν διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας μας, ὅταν συλλαμβάνεται ἕνας νέος
ἄνθρωπος στήν μήτρα τῆς μητέρας του, τότε ἀμέσως ὁ Θεός πνέει τήν
ἄκτιστη πνοή του καί ἐγκαθιστᾶ τήν κτιστή ψυχή, ὅπως στόν πρωτόπλαστο
Ἀδάμ, ὥστε ἀπό τήν πρώτη στιγμή τῆς συλλήψεως τό ἔμβρυο νά εἶναι
κανονικός ἄνθρωπος μέ σῶμα καί ψυχή. Γιά τόν λόγο αὐτό καί ἡ ἔκτρωση
θεωρεῖται φόνος!
Τοῦτο
βεβαίως δέν συμβαίνει οὔτε μέ τά ἄψυχα φυτά, οὔτε ὅμως μέ τά ζῶα, καθώς
τά ζῶα ἔχουν μόνον ζωή καί ὄχι ψυχή, μέ τήν ἔννοια τῆς λογικῆς ψυχῆς τοῦ
ἀνθρώπου. Ὁ ἄνθρωπος λοιπόν ἔχει χρονική ἀρχή, ἀλλά δέν ἔχει τέλος.
Ἐξάλλου ὁ ἄνθρωπος δημιουργήθηκε γιά νά εἶναι ἀθάνατος.
Ἀρχίζει
νά ζεῖ ἀπό τήν στιγμή τῆς συλλήψεώς του. Μετά τήν γέννηση καί τό χρονικό
διάστημα τῆς ἐπίγειας βιοτῆς ἔρχεται ὁ θάνατος, κοινός ἀνεξαιρέτως γιά
ὅλους τούς ἀνθρώπους, ὁπότε χωρίζεται ἡ ψυχή ἀπό τό σῶμα.
Τό μέν σῶμα ἐπιστρέφει στή γῆ, στά ἐξ ὧν συνετέθη στοιχεῖα, γι’ αὐτό καί στήν ταφή λέγει ὁ ἱερέας «Τοῦ Κυρίου ἡ γῆ καί τό πλήρωμα αὐτῆς. Γῆ εἶ καί εἰς γῆν ἀπελεύσῃ».
Ἡ ψυχή
ὅμως ὡς ἐγκατεστημένη ἀπό τήν πνοή τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀθάνατη καί συνεχίζει
τήν πορεία της. Ἡ ψυχή μετά τόν θάνατο ζεῖ σέ μία ἄλλη διάσταση ζωῆς,
πού ὀνομάζεται μέση κατάσταση ψυχῶν, ἐν ἀναμονῇ τῆς
Δευτέρας Παρουσίας, ὁπότε θά ἀναστηθοῦν τά νεκρά σώματα τῶν ἀνθρώπων καί
θά εἰσέλθουν ξανά σέ αὐτά οἱ ψυχές καί ὡς κανονικοί καί ὁλόκληροι
ἄνθρωποι, θά σταθοῦμε ὅλοι ἐνώπιον τοῦ Χριστοῦ, στό κριτήριο τῆς
Δευτέρας Παρουσίας Του. Γιά τήν στιγμή αὐτή προσευχόμαστε σέ κάθε θεία
λειτουργία ζητώντας νά εἶναι χριστιανικά τά τέλη τῆς ζωῆς μας, ἀνώδυνα,
ἀνεπαίσχυντα, εἰρηνικά καί νά ἔχουμε καλή ἀπολογία στό φοβερό βῆμα τῆς
κρίσης τῆς Δευτέρας Παρουσίας τοῦ Χριστοῦ.
Ἀλλά καί
οἱ προσευχές, πού κάνουμε γιά τούς κεκοιμημένους, στήν ἀνάπαυση τῶν
ψυχῶν τους ἀφοροῦν. Δέν μποροῦν πλέον ἐκεῖνοι νά προσευχηθοῦν, διότι δέν
εἶναι ἄρτιοι ἄνθρωποι, ἀλλά ψυχές ἀνθρώπινες καί ἔχουν ἀνάγκη τῆς δικῆς
μας φροντίδος καί στοργῆς.
Σύμφωνα
τώρα μέ τίς ἀνατολικές θρησκεῖες, τόν ἀποκρυφισμό καί γενικότερα τήν
λεγομένη «Νέα Ἐποχή», μετά τόν θάνατο τοῦ ἀνθρώπου, ἡ ψυχή μπαίνει στό
σῶμα ἑνός ἄλλου ἀνθρώπου, ζώου ἤ ἀκόμη καί φυτοῦ. Αὐτό σημαίνει ἡ λέξη
μετενσάρκωση ἤ μετεμψύχωση. Τοῦτο ὅμως εἶναι ἀδύνατον γιατί οὔτε κάποιος
μπορεῖ νά ἔχει δύο ψυχές, ἀλλά οὔτε τά ζῶα, πολύ περισσότερα τά φυτά
μποροῦν νά ἔχουν ἀνθρώπινη ψυχή. Εὔκολα ἀντιλαμβανόμαστε λοιπόν, ὅτι ἡ
θεωρία αὐτή προϋποθέτει μία θεώρηση τοῦ Θεοῦ, τοῦ ἀνθρώπου καί τοῦ
κόσμου τελείως ἀσυμβίβαστη μέ τόν Χριστιανισμό. Ὁ ἀπόστολος Παῦλος στήν
πρός Ἑβραίους ἐπιστολή του (θ΄ 27) ἀκυρώνει τήν θεωρία τῆς μετεμψύχωσης
γράφοντας χαρακτηριστικά: «μιά φορά ἐπιφυλάσσεται στούς ἀνθρώπους νά πεθάνουν, ἔπειτα δέ ἐπακολουθεῖ κρίση καί ἀνταπόδοση κατά τά ἔργα τους ...». Τοῦτο σημαίνει, πώς ὁ ἄνθρωπος μιά φορά ζεῖ καί μιά φορά πεθαίνει.
Ἆρα μετεμψύχωση ἤ μετενσάρκωση δέν ὑπάρχει.
Οὔτε ζωές πολλές ὑπάρχουν, οὔτε κατώτερα ἤ ἀνώτερα ἐπίπεδα
μετενσαρκωμένης ζωῆς ἀπό ἀνθρώπους σέ ζῶα ἤ φυτά, ἀφ’ ᾗς στιγμῆς μάλιστα
ἐπαναλαμβάνουμε, ὅτι ζῶα καί φυτά δέν ἔχουν ψυχή.
Ἀγαπητοί μου Ἀδελφοί,
Ἡ
Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας ἐπί τῇ βάσει τῆς Ἁγίας Γραφῆς καί τῆς Ἱερᾶς
Παραδόσεως, μέ κέντρο τῆς ζωῆς της τήν θεία Λειτουργία, βεβαιώνει καί
ἐπαληθεύει πανηγυρικῶς καί τήν μετά θάνατον ζωή καί τήν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν καί τήν κρίση τῆς Δευτέρας Παρουσίας καί τήν αἰωνιότητα τοῦ ἀνθρώπου, ὅπως ἀκριβῶς τά ὁμολογοῦμε στό Σύμβολο τῆς Πίστεως: «Προσδοκῶ ἀνάστασιν νεκρῶν καί ζωήν τοῦ μέλλοντος αἰῶνος. Ἀμήν.»