Κυριακή 10 Απριλίου 2022

ΟΣΙΑ ΜΑΡΙΑ Η ΑΙΓΥΠΤΙΑ:ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ ΜΕΤΑΝΟΙΑΣ

 

Ε΄ Κυριακή Νηστειῶν – Οσίας Μαρίας Αἰγυπτίας

Του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου

Ἐάν, ἀγαπητοί μου, μὲ ρωτήσετε, μὲ ποιό ἀπ᾽ ὅλα τὰ θέματα πρέπει ν᾽ ἀσχολῆται ἕ­νας ἱεροκήρυκας, ποιό εἶνε τὸ σπουδαιότερο καὶ ἀναγκαιότερο; θὰ σᾶς πῶ χωρὶς ἀμφιβολία· ἡ μετάνοια. Τὸ «Μετανοεῖτε» (Ματθ. 3,2· 4,17) εἶ­νε τὸ φλέγον θέμα σὲ κάθε ἐποχή· εἶνε τὸ ἐ­­πεῖγον τηλεγράφημα ποὺ μᾶς στέλνει ὁ οὐ­ρανός, γιατὶ ἀφορᾷ στὸ σπουδαιότερο ζήτημά μας. Γι᾽ αὐτὸ κ᾽ ἐμεῖς τὴν περίοδο τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς ἂς σκε­πτώμαστε, τί εἶ­­­νε ἡ μετάνοια, πῶς ὁ Θεὸς μᾶς ὁ­δηγεῖ σ᾽ αὐ­τήν, καὶ ποιές φοβερὲς συνέπειες πε­ριμένουν τὶς ἀμετανόητες ψυχές.

Ἀλλ᾽ αὐτὰ εἶνε θεωρητικά. Ἡ μετάνοια πρέ­πει σὰν σπόρος οὐράνιος νὰ πέσῃ μέσα στὴ γλάστρα τῆς ψυχῆς σου, νὰ τὴν ποτίσῃς μὲ τὰ δάκρυά σου καὶ ἀπὸ τὸν σπόρο αὐτὸ νὰ βγῇ δέντρο καρποφόρο. Ἔτσι λέει ὁ μέγας κήρυκας τῆς μετανοίας, ὁ Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος· «Ποιήσατε καρπὸν ἄξιον τῆς μετανοίας» (Ματθ. 3,8).

Γιὰ νὰ μὴ μείνῃ λοιπὸν ἡ μετάνοιά μας μία θεωρία ἀλλὰ νὰ γίνῃ πρᾶξις καὶ ζωή, θὰ προβάλω τώρα μπρο­στά σας ὡς ὑπόδειγμα γνησίας μετανοίας αὐτὴν ποὺ ἑ­ορτάζουμε σήμερα Ε΄ Κυριακὴ Νηστειῶν, τὴν ὁσία Μαρία τὴν Αἰ­γυπτία.

* * *

Ἔζησε, ἀγαπητοί μου, στὰ χρόνια τοῦ Ἰουστινιανοῦ (527-565). Ὅπως ὑπάρχουν λουλού­δια φυσικὰ καὶ τεχνητὰ ἢ νομίσματα γνήσια καὶ κίβδηλα, ἔτσι ὑπάρχει μετάνοια ἀληθινὴ καὶ με­τάνοια ψεύτικη. Δύο ἀπόστολοι ἁμάρ­τησαν πολὺ στὸν Κύριο, ὁ Ἰ­ούδας ­πρόδωσε – ὁ Πέτρος ἀρ­νήθηκε· καὶ οἱ δύο μετανόησαν, ἀλλὰ μόνο ἡ μετάνοια τοῦ Πέτρου ἦταν γνησία. Τέ­τοια ἀλη­θινὴ μετάνοια εἶχε καὶ ἡ ὁσία Μαρία ἡ Αἰ­γυπτία· ἐπέστρεψε στὸ Χριστὸ με­τὰ ἀπὸ ζωὴ ἀ­κολασίας, στὴν ὁποία γλίστρησε μικρὸ κορίτσι 12 ἐτῶν. Ἀντιλαμβάνεσθε τί εὐθύ­νη ἔχουν οἱ γονεῖς!…

Ἡ ὁσία Μαρία ἔζησε στὴν ἁμαρτία 17 χρό­νια. Ἦταν εὐχαριστημένη; Ὄχι ἀσφαλῶς. Ἔρχονταν στι­γμὲς ποὺ ἀηδίαζε. Καὶ ὁ Θεός, ποὺ βλέπει ὄχι τὸ ἐξωτερικὸ ἀλλὰ τὰ βάθη τῆς καρδιᾶς, τὴν βο­ήθησε νὰ βρῇ λιμάνι σωτηρίας. Πῶς;

Μιὰ μέρα εἶδε στὴν παραλία τῆς Ἀλεξανδρείας ἕνα καράβι ἕτοιμο νὰ ταξιδέψῃ στοὺς Ἁγίους Τόπους. Τῆς γεννήθηκε ἡ ἐπιθυμία νὰ πάῃ. Καὶ πῆγε πράγματι. Ἀλλ᾽ ὅταν ἔφθασε ἐκεῖ, δὲν μποροῦσε νὰ μπῇ στὸ ναὸ γιὰ νὰ προσκυνήσῃ τὸν τί­μιο σταυ­ρό. Τότε πρώτη φο­ρὰ ἦρθε σὲ συναίσθη­σι. Ἀποσύρθηκε σὲ μιὰ γωνιὰ καὶ μὲ δάκρυα παρα­κάλεσε τὴν Παναγία· Μητέρα τοῦ Χριστοῦ, ἐ­σένα βάζω ἐγγυήτρια· μεσίτευσε σὲ παρακαλῶ στὸν Υἱό σου νὰ μ᾽ ἀξιώσῃ τὴν ἁμαρτωλὴ νὰ προσ­­κυνήσω τὸ τίμιο ξύλο· καὶ δίνω ὑπόσχεσι, ὅτι θ᾽ ἀλ­λάξω ζωή. Ἐπιχείρησε πάλι, καὶ ὤ τοῦ θαύματος μπῆ­κε! Προσκύνησε, καὶ ἔμεινε στὴν ἀγρυπνία πα­ρακαλώντας τὸ Θεὸ νὰ τὴ συγχωρήσῃ. Τότε ἄ­κου­σε φωνὴ νὰ τῆς λέῃ· «Ἂν περά­σῃς τὸν ᾿Ιορδά­νη, θὰ βρῇς ἀνάπαυσι». Βγῆκε ἔξω καὶ ἄρχισε νὰ βαδίζῃ. Ἔφτασε στὸν Ἰορδάνη. Σταμάτησε ἐ­κεῖ, σὲ ἕ­να μοναστήρι τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου, ζήτησε πνευματικό, ἐξωμολογήθηκε, καὶ μετὰ πέρασε τὸ ποτάμι. Ἦταν θερινὴ περίοδος. Κάτω ἀπὸ τὸν διαυγῆ οὐρανὸ γονάτισε, προσ­ευχή­θηκε, καὶ ἄρχισε τὸ μεγάλο ἀγῶνα της.

Στὴν ἔρημο οἱ πειρασμοὶ ἐλαττώνονται, μὰ δὲν ἐξαφανίζον­ται. Ὁ ἄνθρωπος ὅπου νὰ πάῃ σέρνει μαζί του τὴν ἁμαρτία, ὅπως ἡ χελώνα τὸ καύκαλό της. Καὶ ἡ ἁμαρτία εἶνε 99% φαν­τασία, καὶ 1% ἀηδία. Τὰ λένε αὐτὰ τώρα οἱ ψυχολόγοι, ἀλλὰ ἡ Ἐκκλησία τὰ λέει ἀπὸ ἐνωρίτερα, π.χ. στὸ Ἀπόδειπνο· «Καὶ δός ἡ­μῖν, Δέσποτα, …ὕπνον ἐλαφρὸν καὶ πάσης σα­τανικῆς φαντασίας ἀπηλλαγμένον».

Ἡ φαντασία εἶνε τὸ μεγαλύτερο ὅπλο τοῦ δι­αβόλου. Ὁ διάβολος εἶνε ζωγράφος καὶ μὲ τὸ μυ­στικὸ κινηματογράφο τῆς φαντασίας παρίστανε πλούτη, ἀπολαύσεις, κραιπάλες, ἐ­ρα­στάς, ὄρ­για… Αὐτὰ ἦταν «τὸ ἐπισυρόμενον μιαντή­ρι­ον» ποὺ λέει ὁ ὕμνος (αἶν.).

Μ᾽ αὐτὰ πάλευε ἡ ὁσία Μαρία. Καὶ τὰ νίκησε. Πῶς; Μὲ τὴ νηστεία, τὴν προσευχή, τὴν πί­στι στὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ, τὴν ταπείνωσι. Ὕ­στε­ρα ἀπὸ 17 χρόνια ὁ πειρασμὸς σταμάτησε. Αὐτὸ εἶ­νε παρήγορο, ἰδίως γιὰ τοὺς νέ­ους, ποὺ ἔχουν ἕ­να παρόμοιο ἀγῶνα καὶ χίλια χέρια τοὺς σπρώ­χνουν στὸ κακό.

Μετὰ ἔμεινε στὴν ἔρημο 30 ἀκόμη χρόνια. Τὴν εἶχαν ξεχάσει ὅλοι πλέον. Κι αὐτὴ θὰ ἔ­μενε ἄ­γνωστη στὸν κόσμο. Τὴν ἀνακάλυψε ὅ­μως ὁ ὅσι­ος Ζωσι­μᾶς. Τὸν πείραξε βέβαια καὶ αὐτὸν ὁ ἐ­χθρὸς ἀλλὰ μὲ ἄλλο πειρασμό· μὲ τὴν ὑπερηφάνεια. «Ἐσὺ εἶσαι ὁ πιὸ ἅγιος», τοῦ ἔλεγε. Ἄκουσε ὅμως φωνή· «Λάθος κά­νεις, ὑπάρχει κάποιος ἁγιώτερος ἀπὸ σένα».

Ἔτσι βγῆκε σὲ ἀναζήτησι στὴν ἔρημο. Εἶδε μιὰ σκιά, ἕνα φάντασμα. Τρόμαξε. Ἔκανε τὸ σταυ­ρό του, ἀλλὰ τὸ φάντασμα δὲν ἔφευγε. Κατάλαβε ὅτι δὲν εἶνε σατανᾶς· κι ὅταν πλησίασε, ἀποκαλύφθηκε ὅτι εἶνε μία γυναίκα· ἦταν ἡ ὁσία Μαρία. Ἐκείνη τοῦ ἐξωμολογήθηκε τὸν βίο της, τὴν ἁμαρτωλότητά της.

–Ἐ­γώ, εἶπε, μὲ τὰ λόγια μου μιαίνω τὸν ἀέρα, ἀ­πορῶ πῶς δὲν ἄνοιξε ἡ γῆ νὰ μὲ καταπιῇ. Μιὰ παράκλησι μόνο ὑποβάλλω· τοῦ χρόνου τέτοια μέρα νὰ μοῦ φέρῃς τὴν θεία κοινωνία.

Πράγματι τὸ ἑπόμενο ἔτος ὁ Ζωσιμᾶς δὲν τὴν ξέχασε· ξαναπῆγε μὲ τὴν θεία κοινωνία. Δὲν μπο­ροῦσε ὄμως νὰ περάσῃ τὸν ᾿Ιορδάνη. Βλέπει τότε ἀπέναντι τὴν ὁσία Μαρία νὰ γονατίζῃ καὶ μετὰ κάτι καταπληκτικό· τὰ πόδια της ὑψώθηκαν ἀπὸ τὸ ἔδαφος καὶ πέρασε τὸν ᾿Ιορδάνη πετώντας! Μὲ βαθειὰ εὐλάβεια κοι­νώνησε τὰ θεῖα μυστήρια. Καὶ τὸν παρακάλεσε νὰ ἔρθῃ πάλι καὶ τοῦ χρόνου.

Ἀλλ᾽ ὅταν μετὰ ἀπὸ ἕνα χρόνο ξαναπῆγε, τὴ βρῆ­κε νεκρὴ πλέον καὶ δίπλα της γραμμένο πάνω στὴν ἄμμο· «Θάψε, Ζωσιμᾶ, τὸ σῶμα τῆς ἁ­μαρ­τωλῆς Μαρίας». Πῶς νὰ τὴ θάψῃ ὅμως; Καὶ τότε ἔγινε ἄλλο θαῦμα· ἦρθε ἕνα λιοντάρι κ᾽ ἔγινε αὐ­τὸ νεκροθάφτης ἀνοίγον­τας τάφο μὲ τὰ νύχια του.

Ὅλα αὐτὰ φαίνονται ἀπί­στευτα· μὲ τὴν πί­στι μόνο εἶνε δυνατά· «θαυμαστὸς ὁ Θεὸς ἐν τοῖς ἁγίοις αὐτοῦ» (Ψαλμ. 67,36). Καὶ ἔτσι ἕνα μαῦρο κοράκι ἔγινε λευκὸ περιστέρι.

* * *

Ἡ ὁσία Μαρία, ἀδελφοί μου, προσφέρει 3 δι­δάγματα.

Πρῶτον γιὰ τὶς γυναῖκες. Ἡ γυναίκα μακριὰ ἀ­πὸ τὸ Θεὸ εἶνε ἕνα κουρέλι· ὅταν πλησιάσῃ στὸ Χριστό, γίνεται διαμάντι.

Δεύτερον γι᾿ αὐτοὺς ποὺ κατακρίνουν. Σὲ ὅ­σους ἀπὸ μᾶς κατα­κρίνουμε, τὸ παράδειγμα τῆς ὁσίας Μαρίας δεί­χνει, ὅτι μέσα καὶ στὴν πιὸ ἁ­μαρτωλὴ ψυ­χὴ ὑ­πάρχει σπί­θα· καὶ μπορεῖ αὐτὴ μὲν νὰ σωθῇ, ἐνῷ ἐσὺ ποὺ κατακρίνεις νὰ κολαστῇς. Γιὰ τὰ ταλαίπωρα δὲ αὐτὰ πλάσματα, τὶς πόρνες, νὰ ξέρουμε ὅτι φταῖ­με ὅλοι καὶ πρὸ παν­­τὸς ἡ μάνα, ἡ Ἐκκλησία.

Τρίτον γιὰ ὅλους μας. Ἡ ὁσία Μαρία εἶνε πα­ράδει­γμα αἰώνιο μετανοίας. Ἔχοντας μπρο­στά μας αὐτὴν εἴμαστε ἀδικαιολόγητοι. Δὲν θὰ μᾶς δι­κάσῃ ὁ Θεὸς γιατὶ ἁμαρτά­νουμε· θὰ μᾶς δικά­σῃ γιατὶ δὲν μετανοοῦμε. Τὸ ἁμαρτάνειν εἶνε ἀν­θρώπινο, τὸ μὴ μετανοεῖν εἶνε σατανικό. Ἕνας μόνο δὲν μπορεῖ νὰ μετανοήσῃ, ὁ σατανᾶς.

Δὲν ὑπάρχει σήμερα μετάνοια. Ἐγὼ δὲν ἐξ­ομολογῶ, εἶμαι ἀνάξιος. Ρώτησα πνευματι­κό, καὶ μοῦ εἶπε· Δὲν ὑπάρχει μετάνοια.

Γι᾿ αὐτό, ἀδελφοί μου, τώρα ποὺ πλησιάζουν οἱ ἅγιες ἡμέρες, ἂς ἐξετάσουμε τὸν ἑ­αυτό μας· ἔχουμε μετανοήσει πραγματικά; Μὴν ἀφήσουμε τὴν εὐκαιρία αὐτή. Τί τὸ ὄφελος νὰ ἀ­κοῦμε κη­ρύγματα ἐὰν δὲν μετανοήσουμε; Ἀπὸ τὸ βασιλιᾶ μέχρι τὸν τελευταῖο ὅλοι ἔχουμε ἀνάγκη μετανοί­ας. Ἂν δὲν μετανοήσουμε, θὰ πληρώσουμε μὲ τόκο τὰ ἁμαρτήματά μας. Διότι ὁ διάβολος εἶ­νε μεγάλος τοκογλύφος· σοῦ δίνει ἕνα, γιὰ νὰ πάρῃ ἑκατό.

Ἔ­χουμε ἀνάγκη μετανοίας. Ἔρχεται νέα γενεὰ ἁγνῶν νέων· ἀπὸ αὐτοὺς κάποιοι νὰ γίνουν κληρικοί· νὰ βγοῦν νέοι Ἰωνᾶδες, νέοι Ἰ­ερεμίαι, νέοι Κοσμᾶδες, καὶ νὰ ἔχουν τὸ θάρρος νὰ κηρύξουν παντοῦ τὴ μετάνοια· διότι, ἂν ἔχῃ ἀνάγ­κη ἀπὸ κάτι ὁ λαός μας, αὐτὸ εἶνε ἡ μετάνοια. Εὐχη­θῆτε νὰ μετανοήσω κ᾽ ἐγώ.

Ἡ μετάνοια ἔχει βαθμοὺς, αὐξάνει καὶ προοδεύει. Ὁ μέγας Ἀντώνιος ἔλεγε· Παρακαλέ­στε τὸ Θεὸ νὰ μοῦ δώσῃ με­τάνοια. Εἶνε δῶρο τοῦ οὐρανοῦ. Ὁ Θεόδωρος Στουδίτης τὴν λέ­ει «θεοδώρητον», δῶρον τοῦ Θεοῦ· ἂν δὲν ἔλθῃ Πνεῦ­μα ἅγιο, δὲν γίνεται μετάνοια. Οἱ φαρισαῖοι, παρ᾿ ὅλα ὅσα ἔβλεπαν, δὲν μετανο­οῦσαν. Μπροστά τους σταυρώθηκε ὁ Χριστός, σειόταν ὁ Γολγο­θᾶς, ἄνοιξαν τὰ μνήματα, ὁ ἥλιος σκοτίστηκε· κ᾽ ἐνῷ τὰ βράχια κλονίστηκαν, οἱ καρδιὲς τῶν γραμ­ματέων καὶ φαρισαίων ἦταν γρανίτης.

Νὰ παρακαλέσουμε νὰ ἔλθῃ μετάνοια σὲ ὅ­λους μας, κληρικοὺς καὶ λαϊκούς. Δῶστε μου ἕ­να δάκρυ τῆς Μαρί­ας τῆς Αἰγυπτίας καὶ δὲν θέλω τίποτε ἄλλο. Μακάρι ὁ Θεὸς νὰ δώσῃ τὴ με­τάνοια στὴν πατρίδα μας, νὰ περάσουμε τὸν ᾿Ι­ορδάνη τῶν δακρύων.

Δὲν ἀρκεῖ νὰ πάῃ κανεὶς στὸν Ἰορδάνη νὰ βαπτιστῇ. Κοντά μας εἶνε ὁ Ἰορδάνης· «Λούσασθε καὶ καθαροὶ γίνεσθε» (Ἠσ. 1,16)· καθαρισθῆτε, πλυ­θῆ­τε, ἁγιασθῆτε. ὅταν οἱ καρδιές μας καθαριστοῦν μὲ τὰ δάκρυα, τότε θὰ ἑορτάσουμε τὸ καλύτερο Πάσχα. Πάσχα δὲν εἶνε ταξίδια ἐκδρομὲς γλέντι, ἀλλὰ δά­κρυα μετανοίας.

Ἂν ὑπάρχῃ κανεὶς ποὺ μένει ἀμετα­νόητος, ἂς πάῃ νὰ ἐξομολογηθῇ στὸ Ἅγιο Ὄρος, καὶ τότε παράδεισος θὰ φυτρώσῃ μέσ᾽ στὴν καρδιά του. Δὲν εἶνε λόγια αὐτά· εἶνε ζωντανὴ – ὁλοζώντανη ἡ θρησκεία μας. Ὅταν ἀποκτήσουμε καθαρὴ καρ­διά, τότε εὔχομαι σὲ ὅ­λους μας, νὰ μᾶς ἀ­ξι­ώσῃ ὁ Θεὸς τὴ νύχτα τῆς Ἀναστάσεως, κρατών­τας φωτεινὴ λαμ­πάδα, νὰ ψάλουμε κ᾽ ἐμεῖς μαζὶ μὲ τοὺς ἱερεῖς καὶ τοὺς ἄρχοντές μας· «Τὴν ἀ­νά­στασίν σου, Χριστὲ σωτήρ, ἄγγελοι ὑ­μνοῦ­σιν ἐν οὐρανοῖς καὶ ἡμᾶς τοὺς ἐπὶ γῆς καταξίωσον ἐν καθαρᾷ καρδίᾳ σὲ δοξάζειν» (πλ. Β΄, ἀπόστιχα).