Ε΄ Κυριακή Νηστειῶν – Οσίας Μαρίας Αἰγυπτίας
Του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου
Ἐάν, ἀγαπητοί μου, μὲ ρωτήσετε, μὲ ποιό ἀπ᾽ ὅλα τὰ θέματα πρέπει ν᾽ ἀσχολῆται ἕνας ἱεροκήρυκας, ποιό εἶνε τὸ σπουδαιότερο καὶ ἀναγκαιότερο; θὰ σᾶς πῶ χωρὶς ἀμφιβολία· ἡ μετάνοια. Τὸ «Μετανοεῖτε» (Ματθ. 3,2· 4,17) εἶνε τὸ φλέγον θέμα σὲ κάθε ἐποχή· εἶνε τὸ ἐπεῖγον τηλεγράφημα ποὺ μᾶς στέλνει ὁ οὐρανός, γιατὶ ἀφορᾷ στὸ σπουδαιότερο ζήτημά μας. Γι᾽ αὐτὸ κ᾽ ἐμεῖς τὴν περίοδο τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς ἂς σκεπτώμαστε, τί εἶνε ἡ μετάνοια, πῶς ὁ Θεὸς μᾶς ὁδηγεῖ σ᾽ αὐτήν, καὶ ποιές φοβερὲς συνέπειες περιμένουν τὶς ἀμετανόητες ψυχές.
Ἀλλ᾽ αὐτὰ εἶνε θεωρητικά. Ἡ μετάνοια πρέπει σὰν σπόρος οὐράνιος νὰ πέσῃ μέσα στὴ γλάστρα τῆς ψυχῆς σου, νὰ τὴν ποτίσῃς μὲ τὰ δάκρυά σου καὶ ἀπὸ τὸν σπόρο αὐτὸ νὰ βγῇ δέντρο καρποφόρο. Ἔτσι λέει ὁ μέγας κήρυκας τῆς μετανοίας, ὁ Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος· «Ποιήσατε καρπὸν ἄξιον τῆς μετανοίας» (Ματθ. 3,8).
Γιὰ νὰ μὴ μείνῃ λοιπὸν ἡ μετάνοιά μας μία θεωρία ἀλλὰ νὰ γίνῃ πρᾶξις καὶ ζωή, θὰ προβάλω τώρα μπροστά σας ὡς ὑπόδειγμα γνησίας μετανοίας αὐτὴν ποὺ ἑορτάζουμε σήμερα Ε΄ Κυριακὴ Νηστειῶν, τὴν ὁσία Μαρία τὴν Αἰγυπτία.
* * *
Ἔζησε, ἀγαπητοί μου, στὰ χρόνια τοῦ Ἰουστινιανοῦ (527-565). Ὅπως ὑπάρχουν λουλούδια φυσικὰ καὶ τεχνητὰ ἢ νομίσματα γνήσια καὶ κίβδηλα, ἔτσι ὑπάρχει μετάνοια ἀληθινὴ καὶ μετάνοια ψεύτικη. Δύο ἀπόστολοι ἁμάρτησαν πολὺ στὸν Κύριο, ὁ Ἰούδας πρόδωσε – ὁ Πέτρος ἀρνήθηκε· καὶ οἱ δύο μετανόησαν, ἀλλὰ μόνο ἡ μετάνοια τοῦ Πέτρου ἦταν γνησία. Τέτοια ἀληθινὴ μετάνοια εἶχε καὶ ἡ ὁσία Μαρία ἡ Αἰγυπτία· ἐπέστρεψε στὸ Χριστὸ μετὰ ἀπὸ ζωὴ ἀκολασίας, στὴν ὁποία γλίστρησε μικρὸ κορίτσι 12 ἐτῶν. Ἀντιλαμβάνεσθε τί εὐθύνη ἔχουν οἱ γονεῖς!…
Ἡ ὁσία Μαρία ἔζησε στὴν ἁμαρτία 17 χρόνια. Ἦταν εὐχαριστημένη; Ὄχι ἀσφαλῶς. Ἔρχονταν στιγμὲς ποὺ ἀηδίαζε. Καὶ ὁ Θεός, ποὺ βλέπει ὄχι τὸ ἐξωτερικὸ ἀλλὰ τὰ βάθη τῆς καρδιᾶς, τὴν βοήθησε νὰ βρῇ λιμάνι σωτηρίας. Πῶς;
Μιὰ μέρα εἶδε στὴν παραλία τῆς Ἀλεξανδρείας ἕνα καράβι ἕτοιμο νὰ ταξιδέψῃ στοὺς Ἁγίους Τόπους. Τῆς γεννήθηκε ἡ ἐπιθυμία νὰ πάῃ. Καὶ πῆγε πράγματι. Ἀλλ᾽ ὅταν ἔφθασε ἐκεῖ, δὲν μποροῦσε νὰ μπῇ στὸ ναὸ γιὰ νὰ προσκυνήσῃ τὸν τίμιο σταυρό. Τότε πρώτη φορὰ ἦρθε σὲ συναίσθησι. Ἀποσύρθηκε σὲ μιὰ γωνιὰ καὶ μὲ δάκρυα παρακάλεσε τὴν Παναγία· Μητέρα τοῦ Χριστοῦ, ἐσένα βάζω ἐγγυήτρια· μεσίτευσε σὲ παρακαλῶ στὸν Υἱό σου νὰ μ᾽ ἀξιώσῃ τὴν ἁμαρτωλὴ νὰ προσκυνήσω τὸ τίμιο ξύλο· καὶ δίνω ὑπόσχεσι, ὅτι θ᾽ ἀλλάξω ζωή. Ἐπιχείρησε πάλι, καὶ ὤ τοῦ θαύματος μπῆκε! Προσκύνησε, καὶ ἔμεινε στὴν ἀγρυπνία παρακαλώντας τὸ Θεὸ νὰ τὴ συγχωρήσῃ. Τότε ἄκουσε φωνὴ νὰ τῆς λέῃ· «Ἂν περάσῃς τὸν ᾿Ιορδάνη, θὰ βρῇς ἀνάπαυσι». Βγῆκε ἔξω καὶ ἄρχισε νὰ βαδίζῃ. Ἔφτασε στὸν Ἰορδάνη. Σταμάτησε ἐκεῖ, σὲ ἕνα μοναστήρι τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου, ζήτησε πνευματικό, ἐξωμολογήθηκε, καὶ μετὰ πέρασε τὸ ποτάμι. Ἦταν θερινὴ περίοδος. Κάτω ἀπὸ τὸν διαυγῆ οὐρανὸ γονάτισε, προσευχήθηκε, καὶ ἄρχισε τὸ μεγάλο ἀγῶνα της.
Στὴν ἔρημο οἱ πειρασμοὶ ἐλαττώνονται, μὰ δὲν ἐξαφανίζονται. Ὁ ἄνθρωπος ὅπου νὰ πάῃ σέρνει μαζί του τὴν ἁμαρτία, ὅπως ἡ χελώνα τὸ καύκαλό της. Καὶ ἡ ἁμαρτία εἶνε 99% φαντασία, καὶ 1% ἀηδία. Τὰ λένε αὐτὰ τώρα οἱ ψυχολόγοι, ἀλλὰ ἡ Ἐκκλησία τὰ λέει ἀπὸ ἐνωρίτερα, π.χ. στὸ Ἀπόδειπνο· «Καὶ δός ἡμῖν, Δέσποτα, …ὕπνον ἐλαφρὸν καὶ πάσης σατανικῆς φαντασίας ἀπηλλαγμένον».
Ἡ φαντασία εἶνε τὸ μεγαλύτερο ὅπλο τοῦ διαβόλου. Ὁ διάβολος εἶνε ζωγράφος καὶ μὲ τὸ μυστικὸ κινηματογράφο τῆς φαντασίας παρίστανε πλούτη, ἀπολαύσεις, κραιπάλες, ἐραστάς, ὄργια… Αὐτὰ ἦταν «τὸ ἐπισυρόμενον μιαντήριον» ποὺ λέει ὁ ὕμνος (αἶν.).
Μ᾽ αὐτὰ πάλευε ἡ ὁσία Μαρία. Καὶ τὰ νίκησε. Πῶς; Μὲ τὴ νηστεία, τὴν προσευχή, τὴν πίστι στὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ, τὴν ταπείνωσι. Ὕστερα ἀπὸ 17 χρόνια ὁ πειρασμὸς σταμάτησε. Αὐτὸ εἶνε παρήγορο, ἰδίως γιὰ τοὺς νέους, ποὺ ἔχουν ἕνα παρόμοιο ἀγῶνα καὶ χίλια χέρια τοὺς σπρώχνουν στὸ κακό.
Μετὰ ἔμεινε στὴν ἔρημο 30 ἀκόμη χρόνια. Τὴν εἶχαν ξεχάσει ὅλοι πλέον. Κι αὐτὴ θὰ ἔμενε ἄγνωστη στὸν κόσμο. Τὴν ἀνακάλυψε ὅμως ὁ ὅσιος Ζωσιμᾶς. Τὸν πείραξε βέβαια καὶ αὐτὸν ὁ ἐχθρὸς ἀλλὰ μὲ ἄλλο πειρασμό· μὲ τὴν ὑπερηφάνεια. «Ἐσὺ εἶσαι ὁ πιὸ ἅγιος», τοῦ ἔλεγε. Ἄκουσε ὅμως φωνή· «Λάθος κάνεις, ὑπάρχει κάποιος ἁγιώτερος ἀπὸ σένα».
Ἔτσι βγῆκε σὲ ἀναζήτησι στὴν ἔρημο. Εἶδε μιὰ σκιά, ἕνα φάντασμα. Τρόμαξε. Ἔκανε τὸ σταυρό του, ἀλλὰ τὸ φάντασμα δὲν ἔφευγε. Κατάλαβε ὅτι δὲν εἶνε σατανᾶς· κι ὅταν πλησίασε, ἀποκαλύφθηκε ὅτι εἶνε μία γυναίκα· ἦταν ἡ ὁσία Μαρία. Ἐκείνη τοῦ ἐξωμολογήθηκε τὸν βίο της, τὴν ἁμαρτωλότητά της.
–Ἐγώ, εἶπε, μὲ τὰ λόγια μου μιαίνω τὸν ἀέρα, ἀπορῶ πῶς δὲν ἄνοιξε ἡ γῆ νὰ μὲ καταπιῇ. Μιὰ παράκλησι μόνο ὑποβάλλω· τοῦ χρόνου τέτοια μέρα νὰ μοῦ φέρῃς τὴν θεία κοινωνία.
Πράγματι τὸ ἑπόμενο ἔτος ὁ Ζωσιμᾶς δὲν τὴν ξέχασε· ξαναπῆγε μὲ τὴν θεία κοινωνία. Δὲν μποροῦσε ὄμως νὰ περάσῃ τὸν ᾿Ιορδάνη. Βλέπει τότε ἀπέναντι τὴν ὁσία Μαρία νὰ γονατίζῃ καὶ μετὰ κάτι καταπληκτικό· τὰ πόδια της ὑψώθηκαν ἀπὸ τὸ ἔδαφος καὶ πέρασε τὸν ᾿Ιορδάνη πετώντας! Μὲ βαθειὰ εὐλάβεια κοινώνησε τὰ θεῖα μυστήρια. Καὶ τὸν παρακάλεσε νὰ ἔρθῃ πάλι καὶ τοῦ χρόνου.
Ἀλλ᾽ ὅταν μετὰ ἀπὸ ἕνα χρόνο ξαναπῆγε, τὴ βρῆκε νεκρὴ πλέον καὶ δίπλα της γραμμένο πάνω στὴν ἄμμο· «Θάψε, Ζωσιμᾶ, τὸ σῶμα τῆς ἁμαρτωλῆς Μαρίας». Πῶς νὰ τὴ θάψῃ ὅμως; Καὶ τότε ἔγινε ἄλλο θαῦμα· ἦρθε ἕνα λιοντάρι κ᾽ ἔγινε αὐτὸ νεκροθάφτης ἀνοίγοντας τάφο μὲ τὰ νύχια του.
Ὅλα αὐτὰ φαίνονται ἀπίστευτα· μὲ τὴν πίστι μόνο εἶνε δυνατά· «θαυμαστὸς ὁ Θεὸς ἐν τοῖς ἁγίοις αὐτοῦ» (Ψαλμ. 67,36). Καὶ ἔτσι ἕνα μαῦρο κοράκι ἔγινε λευκὸ περιστέρι.
* * *
Ἡ ὁσία Μαρία, ἀδελφοί μου, προσφέρει 3 διδάγματα.
Πρῶτον γιὰ τὶς γυναῖκες. Ἡ γυναίκα μακριὰ ἀπὸ τὸ Θεὸ εἶνε ἕνα κουρέλι· ὅταν πλησιάσῃ στὸ Χριστό, γίνεται διαμάντι.
Δεύτερον γι᾿ αὐτοὺς ποὺ κατακρίνουν. Σὲ ὅσους ἀπὸ μᾶς κατακρίνουμε, τὸ παράδειγμα τῆς ὁσίας Μαρίας δείχνει, ὅτι μέσα καὶ στὴν πιὸ ἁμαρτωλὴ ψυχὴ ὑπάρχει σπίθα· καὶ μπορεῖ αὐτὴ μὲν νὰ σωθῇ, ἐνῷ ἐσὺ ποὺ κατακρίνεις νὰ κολαστῇς. Γιὰ τὰ ταλαίπωρα δὲ αὐτὰ πλάσματα, τὶς πόρνες, νὰ ξέρουμε ὅτι φταῖμε ὅλοι καὶ πρὸ παντὸς ἡ μάνα, ἡ Ἐκκλησία.
Τρίτον γιὰ ὅλους μας. Ἡ ὁσία Μαρία εἶνε παράδειγμα αἰώνιο μετανοίας. Ἔχοντας μπροστά μας αὐτὴν εἴμαστε ἀδικαιολόγητοι. Δὲν θὰ μᾶς δικάσῃ ὁ Θεὸς γιατὶ ἁμαρτάνουμε· θὰ μᾶς δικάσῃ γιατὶ δὲν μετανοοῦμε. Τὸ ἁμαρτάνειν εἶνε ἀνθρώπινο, τὸ μὴ μετανοεῖν εἶνε σατανικό. Ἕνας μόνο δὲν μπορεῖ νὰ μετανοήσῃ, ὁ σατανᾶς.
Δὲν ὑπάρχει σήμερα μετάνοια. Ἐγὼ δὲν ἐξομολογῶ, εἶμαι ἀνάξιος. Ρώτησα πνευματικό, καὶ μοῦ εἶπε· Δὲν ὑπάρχει μετάνοια.
Γι᾿ αὐτό, ἀδελφοί μου, τώρα ποὺ πλησιάζουν οἱ ἅγιες ἡμέρες, ἂς ἐξετάσουμε τὸν ἑαυτό μας· ἔχουμε μετανοήσει πραγματικά; Μὴν ἀφήσουμε τὴν εὐκαιρία αὐτή. Τί τὸ ὄφελος νὰ ἀκοῦμε κηρύγματα ἐὰν δὲν μετανοήσουμε; Ἀπὸ τὸ βασιλιᾶ μέχρι τὸν τελευταῖο ὅλοι ἔχουμε ἀνάγκη μετανοίας. Ἂν δὲν μετανοήσουμε, θὰ πληρώσουμε μὲ τόκο τὰ ἁμαρτήματά μας. Διότι ὁ διάβολος εἶνε μεγάλος τοκογλύφος· σοῦ δίνει ἕνα, γιὰ νὰ πάρῃ ἑκατό.
Ἔχουμε ἀνάγκη μετανοίας. Ἔρχεται νέα γενεὰ ἁγνῶν νέων· ἀπὸ αὐτοὺς κάποιοι νὰ γίνουν κληρικοί· νὰ βγοῦν νέοι Ἰωνᾶδες, νέοι Ἰερεμίαι, νέοι Κοσμᾶδες, καὶ νὰ ἔχουν τὸ θάρρος νὰ κηρύξουν παντοῦ τὴ μετάνοια· διότι, ἂν ἔχῃ ἀνάγκη ἀπὸ κάτι ὁ λαός μας, αὐτὸ εἶνε ἡ μετάνοια. Εὐχηθῆτε νὰ μετανοήσω κ᾽ ἐγώ.
Ἡ μετάνοια ἔχει βαθμοὺς, αὐξάνει καὶ προοδεύει. Ὁ μέγας Ἀντώνιος ἔλεγε· Παρακαλέστε τὸ Θεὸ νὰ μοῦ δώσῃ μετάνοια. Εἶνε δῶρο τοῦ οὐρανοῦ. Ὁ Θεόδωρος Στουδίτης τὴν λέει «θεοδώρητον», δῶρον τοῦ Θεοῦ· ἂν δὲν ἔλθῃ Πνεῦμα ἅγιο, δὲν γίνεται μετάνοια. Οἱ φαρισαῖοι, παρ᾿ ὅλα ὅσα ἔβλεπαν, δὲν μετανοοῦσαν. Μπροστά τους σταυρώθηκε ὁ Χριστός, σειόταν ὁ Γολγοθᾶς, ἄνοιξαν τὰ μνήματα, ὁ ἥλιος σκοτίστηκε· κ᾽ ἐνῷ τὰ βράχια κλονίστηκαν, οἱ καρδιὲς τῶν γραμματέων καὶ φαρισαίων ἦταν γρανίτης.
Νὰ παρακαλέσουμε νὰ ἔλθῃ μετάνοια σὲ ὅλους μας, κληρικοὺς καὶ λαϊκούς. Δῶστε μου ἕνα δάκρυ τῆς Μαρίας τῆς Αἰγυπτίας καὶ δὲν θέλω τίποτε ἄλλο. Μακάρι ὁ Θεὸς νὰ δώσῃ τὴ μετάνοια στὴν πατρίδα μας, νὰ περάσουμε τὸν ᾿Ιορδάνη τῶν δακρύων.
Δὲν ἀρκεῖ νὰ πάῃ κανεὶς στὸν Ἰορδάνη νὰ βαπτιστῇ. Κοντά μας εἶνε ὁ Ἰορδάνης· «Λούσασθε καὶ καθαροὶ γίνεσθε» (Ἠσ. 1,16)· καθαρισθῆτε, πλυθῆτε, ἁγιασθῆτε. ὅταν οἱ καρδιές μας καθαριστοῦν μὲ τὰ δάκρυα, τότε θὰ ἑορτάσουμε τὸ καλύτερο Πάσχα. Πάσχα δὲν εἶνε ταξίδια ἐκδρομὲς γλέντι, ἀλλὰ δάκρυα μετανοίας.
Ἂν ὑπάρχῃ κανεὶς ποὺ μένει ἀμετανόητος, ἂς πάῃ νὰ ἐξομολογηθῇ στὸ Ἅγιο Ὄρος, καὶ τότε παράδεισος θὰ φυτρώσῃ μέσ᾽ στὴν καρδιά του. Δὲν εἶνε λόγια αὐτά· εἶνε ζωντανὴ – ὁλοζώντανη ἡ θρησκεία μας. Ὅταν ἀποκτήσουμε καθαρὴ καρδιά, τότε εὔχομαι σὲ ὅλους μας, νὰ μᾶς ἀξιώσῃ ὁ Θεὸς τὴ νύχτα τῆς Ἀναστάσεως, κρατώντας φωτεινὴ λαμπάδα, νὰ ψάλουμε κ᾽ ἐμεῖς μαζὶ μὲ τοὺς ἱερεῖς καὶ τοὺς ἄρχοντές μας· «Τὴν ἀνάστασίν σου, Χριστὲ σωτήρ, ἄγγελοι ὑμνοῦσιν ἐν οὐρανοῖς καὶ ἡμᾶς τοὺς ἐπὶ γῆς καταξίωσον ἐν καθαρᾷ καρδίᾳ σὲ δοξάζειν» (πλ. Β΄, ἀπόστιχα).