Εἴμεθα ἁμαρτωλοί. Ἰσχύει ἀπόλυτα τό τροπάριο τῆς Ζ' Ὠδῆς τοῦ Μεγάλου Κανόνος «ἡμάρτομεν, ἠνομήσαμεν, ἠδικήσαμεν ἐνώπιόν σου οὐδέ συνετηρήσαμεν, οὐδέ ἐποιήσαμεν καθώς ἐνετείλω ἡμῖν».
Εἶναι
γεγονός ὅτι καθημερινῶς ἁμαρτάνουμε μέ τίς σκέψεις καί τίς πράξεις μας.
Αἰχμαλωτιζόμεθα εὔκολα στά δίκτυα τοῦ χαιρεκάκου, τοῦ πονηροῦ. Ὅλοι
γινόμεθα παραβάτες τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ. Ὁ ἕνας σέ τοῦτο τό ἁμάρτημα καί
ὁ ἄλλος στό ἄλλο. Ὁ ἕνας σέ περισσότερα, ὁ ἄλλος σέ λιγότερα. Αὐτός σέ
ἐλαφρότερα ἁμαρτήματα καί ἐκεῖνος σέ βαρύτερα. Ὁ ἕνας ἐξ ἀγνοίας, ὁ
ἄλλος ἐκ συναρπαγῆς, ὁ τρίτος ἀπό κακή συνήθεια.
Ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, ἐν προκειμένῳ, εἶναι σαφής. «Τίς καυχήσεται ἁγνήν ἔχειν τήν καρδίαν; Ἤ τίς παρρησιάσεται καθαρός εἶναι ἀπό ἁμαρτιῶν;» (Παροιμ. κ', 9). Ἄμεμπτος καί δίκαιος ἦταν ὁ πολύαθλος Ἰώβ. Καί ὅμως, ὁ ἴδιος θέτει τό ἐρώτημα: «Τίς καθαρός ἔσται ἀπό ρύπον; Ἀλλ' οὐδείς, ἐάν καί μία ἡμέρα ὁ βίος αὐτοῦ ἐπί τῆς γῆς» (Ἰωβ, ιδ', 4). Αὐτή εἶναι ἡ πραγματικότητα. Πολλάκις γινόμαστε μέ τήν ἀφροσύνη τῶν ἁμαρτιῶν μας καί πάλιν σταυρωτές τοῦ Κυρίου. Καί ζοῦμε μέσα στή φοβερή πλάνη καί αὐταπάτη γιά τήν ἔννοια τῆς ἁμαρτίας, γιά τήν ἀνοχή τῶν παρεκτροπῶν μας. Ἰσχύει, ὡστόσο, ὁ λόγος τοῦ εὐαγγελιστοῦ: «Ἐάν εἴπωμεν, ὅτι ἁμαρτίαν οὐκ ἔχομεν, ἑαυτούς πλανῶμεν καί ἡ ἀλήθεια οὐκ ἔστιν ἐν ἡμῖν» (Α' Ἰω. α', 8).
Κλαύσαμε ὅμως γιά τό πλῆθος τῶν ἁμαρτιῶν μας; Προβληματιστήκαμε μαζί μέ τόν ὑμνωδό ὅταν λέγει: «Ἐσταυρώθης δι’ ἐμέ, ἵνα ἐμοί πηγάσης τήν ἄφεσιν˙ ἐκεντήθης τήν πλευράν, ἵνα κρουνούς ζωῆς ἀναβλύσης μοι». Πῶς παρουσιαζόμαστε ἐνώπιον τοῦ Κυρίου; Πῶς διακηρύττουμε ὅτι εἴμαστε χριστιανοί; Καί ἄν μάλιστα εἴμεθα κληρικοί, πῶς τολμᾶμε καί ἱστάμεθα ἐνώπιον τῆς Ἁγίας Τραπέζης καί τελοῦμε τά ἱερά καί ἄχραντα θεία Μυστήρια καί δή τό κορυφαῖο, τήν Θεία Λειτουργία;
Ὡστόσο, ἡ σοφία καί ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ μᾶς προσφέρει στίς προσευχές μας πολλές φορές ἕνα σύνδεσμο τῆς γραμματικῆς. Τήν λέξη «ἀλλά». Εἶναι ἡ λέξη πού μᾶς συνδέει μέ τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Εἶναι τό «ἀλλά» αὐτό, ἡ δυναμική τῆς συγχώρησης μας ἀπό τό Θεό.
Νοιώθουμε ἐνίοτε ὡς ἀπολωλότα πρόβατα, ὡς ὁ Δαυίδ ἔλεγε «ἐπλανήθην ὡς πρόβατον ἀπολωλός». Ὅμως αὐτό τό «ἀλλά», μᾶς ἐπαναφέρει στήν ἁγία μάνδρα. Εἶναι ἀρχή τῆς φωνῆς μετανοίας, ἐκζήτησης τοῦ θείου ἐλέους, ἡ ἀρχή χάριτος τοῦ Θεοῦ. Ποιός ἁμαρτωλός ἀλήθεια δέν θέλει αὐτό τό «ἀλλά» καί μάλιστα ὅταν ἀναλογίζεται ὅτι ὁ Χριστός εἶναι ὁ καλός Ποιμήν; Ποιός κληρικός δέν θά προφέρει μέ ἱερό δέος καί κατάνυξη αὐτό τό «ἀλλά»;
Ἄς δώσουμε τρία παραδείγματα τοῦ εὐεργετικοῦ καί σωτήριου αὐτοῦ συνδέσμου, τοῦ «ἀλλά», μέσα ἀπό τήν λατρεία τῆς Ἐκκλησίας μας.
Τό πρῶτο «ἀλλά», βρίσκεται στό μοναδικό καί ὑπέροχο Ἰδιόμελο τοῦ βιβλίου τοῦ Τριωδίου, ὅταν λέγει ὁ ἱερός ὑμνογράφος: «Τῆς μετανοίας ἄνοιξόν μοι πύλας Ζωοδότα˙ ὀρθρίζει γάρ τό πνεῦμα μου, πρός ναόν τόν ἅγιόν σου, ναόν φέρον τοῦ σώματος, ὅλον ἐσπιλωμένον, ἀλλ' ὡς οἰκτίρμων κάθαρον, εὐσπλάχνῳ σου ἐλέει».
Ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, ἐν προκειμένῳ, εἶναι σαφής. «Τίς καυχήσεται ἁγνήν ἔχειν τήν καρδίαν; Ἤ τίς παρρησιάσεται καθαρός εἶναι ἀπό ἁμαρτιῶν;» (Παροιμ. κ', 9). Ἄμεμπτος καί δίκαιος ἦταν ὁ πολύαθλος Ἰώβ. Καί ὅμως, ὁ ἴδιος θέτει τό ἐρώτημα: «Τίς καθαρός ἔσται ἀπό ρύπον; Ἀλλ' οὐδείς, ἐάν καί μία ἡμέρα ὁ βίος αὐτοῦ ἐπί τῆς γῆς» (Ἰωβ, ιδ', 4). Αὐτή εἶναι ἡ πραγματικότητα. Πολλάκις γινόμαστε μέ τήν ἀφροσύνη τῶν ἁμαρτιῶν μας καί πάλιν σταυρωτές τοῦ Κυρίου. Καί ζοῦμε μέσα στή φοβερή πλάνη καί αὐταπάτη γιά τήν ἔννοια τῆς ἁμαρτίας, γιά τήν ἀνοχή τῶν παρεκτροπῶν μας. Ἰσχύει, ὡστόσο, ὁ λόγος τοῦ εὐαγγελιστοῦ: «Ἐάν εἴπωμεν, ὅτι ἁμαρτίαν οὐκ ἔχομεν, ἑαυτούς πλανῶμεν καί ἡ ἀλήθεια οὐκ ἔστιν ἐν ἡμῖν» (Α' Ἰω. α', 8).
Κλαύσαμε ὅμως γιά τό πλῆθος τῶν ἁμαρτιῶν μας; Προβληματιστήκαμε μαζί μέ τόν ὑμνωδό ὅταν λέγει: «Ἐσταυρώθης δι’ ἐμέ, ἵνα ἐμοί πηγάσης τήν ἄφεσιν˙ ἐκεντήθης τήν πλευράν, ἵνα κρουνούς ζωῆς ἀναβλύσης μοι». Πῶς παρουσιαζόμαστε ἐνώπιον τοῦ Κυρίου; Πῶς διακηρύττουμε ὅτι εἴμαστε χριστιανοί; Καί ἄν μάλιστα εἴμεθα κληρικοί, πῶς τολμᾶμε καί ἱστάμεθα ἐνώπιον τῆς Ἁγίας Τραπέζης καί τελοῦμε τά ἱερά καί ἄχραντα θεία Μυστήρια καί δή τό κορυφαῖο, τήν Θεία Λειτουργία;
Ὡστόσο, ἡ σοφία καί ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ μᾶς προσφέρει στίς προσευχές μας πολλές φορές ἕνα σύνδεσμο τῆς γραμματικῆς. Τήν λέξη «ἀλλά». Εἶναι ἡ λέξη πού μᾶς συνδέει μέ τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Εἶναι τό «ἀλλά» αὐτό, ἡ δυναμική τῆς συγχώρησης μας ἀπό τό Θεό.
Νοιώθουμε ἐνίοτε ὡς ἀπολωλότα πρόβατα, ὡς ὁ Δαυίδ ἔλεγε «ἐπλανήθην ὡς πρόβατον ἀπολωλός». Ὅμως αὐτό τό «ἀλλά», μᾶς ἐπαναφέρει στήν ἁγία μάνδρα. Εἶναι ἀρχή τῆς φωνῆς μετανοίας, ἐκζήτησης τοῦ θείου ἐλέους, ἡ ἀρχή χάριτος τοῦ Θεοῦ. Ποιός ἁμαρτωλός ἀλήθεια δέν θέλει αὐτό τό «ἀλλά» καί μάλιστα ὅταν ἀναλογίζεται ὅτι ὁ Χριστός εἶναι ὁ καλός Ποιμήν; Ποιός κληρικός δέν θά προφέρει μέ ἱερό δέος καί κατάνυξη αὐτό τό «ἀλλά»;
Ἄς δώσουμε τρία παραδείγματα τοῦ εὐεργετικοῦ καί σωτήριου αὐτοῦ συνδέσμου, τοῦ «ἀλλά», μέσα ἀπό τήν λατρεία τῆς Ἐκκλησίας μας.
Τό πρῶτο «ἀλλά», βρίσκεται στό μοναδικό καί ὑπέροχο Ἰδιόμελο τοῦ βιβλίου τοῦ Τριωδίου, ὅταν λέγει ὁ ἱερός ὑμνογράφος: «Τῆς μετανοίας ἄνοιξόν μοι πύλας Ζωοδότα˙ ὀρθρίζει γάρ τό πνεῦμα μου, πρός ναόν τόν ἅγιόν σου, ναόν φέρον τοῦ σώματος, ὅλον ἐσπιλωμένον, ἀλλ' ὡς οἰκτίρμων κάθαρον, εὐσπλάχνῳ σου ἐλέει».
Τό τροπάριο αὐτό εἶναι μία δέηση. Ἐξομολογούμεθα δηλαδή στόν Ζωοδότη
Κύριο, ὅτι ὁλάκερο τό σῶμα μας εἶναι «ἐσπιλωμένον», εἶναι ἡ ὕπαρξή μας
γεμάτη ἀπό ἁμαρτίες. Καί ἐνῶ θρηνοῦμε γι' αὐτό, ἱκετεύουμε ὡς ἁμαρτωλοί,
τόν οἰκτίρμονα καί πολυέλεο Κύριο νά μᾶς καθαρίσει καί συγχωρήσει ἀπό
τίς ἁμαρτίες μας. Ναί, λέγουμε, εἴμεθα «ἐσπιλωμένοι», ἀλλά ὁ οἰκτίρμων
Κύριος θέλουμε νά μᾶς λευκάνει καί πάλιν. Τό «ἀλλά» ἐδῶ, εἶναι ὁ
σύνδεσμος πού ἔρχεται καί μᾶς ἑνώνει μέ τήν ἀγάπη καί εὐσπλαγχνία τοῦ
Θεοῦ. Πολύ δυνατή καί χαρακτηριστική ἡ ὅλη φράση: «Ἀλλ' ὡς οἰκτίρμων
κάθαρον, εὐσπλάχνῳ σου ἐλέει».
Ἕνα ἄλλο ἱκετευτικό «ἀλλά» βρίσκεται στήν ὡραιοτάτη Εὐχή τοῦ θεοφόρου πατρός τῆς Ἐκκλησίας, τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, ἡ ὁποία ἀναγιγνώσκεται στήν Ἐνάτη Ὥρα καί στό Ἀπόδειπνο. Λέγει ἡ Εὐχή: «Δέσποτα Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ὁ Θεὸς ἡμῶν, ὁ μακροθυμήσας ἐπὶ τοῖς ἡμῶν πλημμελήμασι, καὶ ἄχρι τῆς παρούσης ὥρας ἀγαγὼν ἡμᾶς, ἐν ᾖ ἐπὶ τοῦ ζωοποιοῦ ξύλου κρεμάμενος, τῷ εὐγνώμονι λῃστῇ τὴν εἰς τὸν Παράδεισον ὡδοποίησας εἴσοδον, καὶ θανάτῳ τὸν θάνατον ὤλεσας, ἱλάσθητι ἡμῖν τοῖς ταπεινοῖς, καὶ ἁμαρτωλοῖς καὶ ἀναξίοις δούλοις σου. Ἡμάρτομεν γὰρ καὶ ἠνομήσαμεν, καὶ οὐκ ἐσμὲν ἄξιοι ἄραι τὰ ὄμματα ἡμῶν, καὶ βλέψαι εἰς τὸ ὕψος τοῦ οὐρανοῦ, διότι κατελίπομεν τὴν ὁδόν τῆς δικαιοσύνης σου καὶ ἐπορεύθημεν ἐν τοῖς θελήμασι τῶν καρδιῶν ἡμῶν». Καί στό μέσον τῆς εὐχῆς ἔχει τό σπουδαῖο «ἀλλά». Ἤτοι: «Ἀλλ' ἱκετεύομεν τήν σήν ἀνείκαστον ἀγαθότητα. Φεῖσαι ἡμῶν, Κύριε, κατά τό πλῆθος τοῦ ἐλέους σου καί σῶσον ἡμᾶς διά τό ὄνομά σου τό ἅγιον...». Ἀφοῦ ἀναφέρει τήν ἀναξιότητα τοῦ ἀνθρώπου στή συνέχεια παραθέτει τό «ἀλλά» μέ τήν ἱκεσία στό ἄπειρο θεῖο ἔλεος.
Καί γιά τόν λειτουργό, ἐπίσης, τῆς θείας Μυσταγωγίας, τόν ἱερουργοῦντα, ἔχει ἡ κορυφαία εὐχή τοῦ Χερουβικοῦ Ὕμνου, αὐτό τό «ἀλλά», πού πραγματικά τόν λυτρώνει καί τόν «ἀνακουφίζει». Τοῦ δίνει τήν δύναμη, νά συνεχίσει τήν θεία Μυσταγωγία. Ἀρχίζει ὁ Ἱ. Χρυσόστομος τήν λειτουργική αὐτή εὐχή μέ τά συγκλονιστικά λόγια: «Οὐδεὶς ἄξιος τῶν συνδεδεμένων ταῖς σαρκικαῖς ἐπιθυμίαις καὶ ἡδοναῖς προσέρχεσθαι ἢ προσεγγίζειν ἢ λειτουργεῖν σοι, Βασιλεῦ τῆς δόξης. Τὸ γὰρ διακονεῖν σοι μέγα καὶ φοβερὸν καὶ αὐταῖς ταῖς ἐπουρανίαις δυνάμεσιν». Καί ἀκολουθεῖ τό «ἀλλά» μέ μία ἀνεπανάληπτη δύναμη ἐκφορᾶς καί ἀναζήτησης τῆς ἀνέκφραστης καί ἀμέτρητης φιλανθρωπίας τοῦ Θεοῦ. Συνεχίζει τό ἱερό κείμενο: «Ἀλλ᾿ ὅμως, διὰ τὴν ἄφατον καὶ ἀμέτρητόν σου φιλανθρωπίαν, ἀτρέπτως καὶ ἀναλλοιώτως γέγονας ἄνθρωπος καὶ ἀρχιερεὺς ἡμῶν ἐχρημάτισας καὶ τῆς λειτουργικῆς ταύτης καὶ ἀναιμάκτου θυσίας τὴν ἱερουργίαν παρέδωκας ἡμῖν, ὡς Δεσπότης τῶν ἁπάντων».
Ὁ λειτουργός, ἐδῶ, πραγματικά, παρά τήν ἀνθρώπινη ἀναξιότητά του, καταξιώνεται ἀπό τόν Κύριο νά διακονεῖ τό ἱερό Μυστήριο τῆς Θ. Εὐχαριστίας. Ὁποία δωρεά, χάρις καί εὐλογία!
Ἔτσι τό «ἀλλά» εἶναι ἕνα προνόμιο. Εἶναι μία ὡραία, ἱερή στιγμή παρακλήσεως πρός τόν Κύριον νά μᾶς συγχωρήσει, νά μᾶς δεχθεῖ, νά μᾶς εὐλογήσει.
Ἕνα ἄλλο ἱκετευτικό «ἀλλά» βρίσκεται στήν ὡραιοτάτη Εὐχή τοῦ θεοφόρου πατρός τῆς Ἐκκλησίας, τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, ἡ ὁποία ἀναγιγνώσκεται στήν Ἐνάτη Ὥρα καί στό Ἀπόδειπνο. Λέγει ἡ Εὐχή: «Δέσποτα Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ὁ Θεὸς ἡμῶν, ὁ μακροθυμήσας ἐπὶ τοῖς ἡμῶν πλημμελήμασι, καὶ ἄχρι τῆς παρούσης ὥρας ἀγαγὼν ἡμᾶς, ἐν ᾖ ἐπὶ τοῦ ζωοποιοῦ ξύλου κρεμάμενος, τῷ εὐγνώμονι λῃστῇ τὴν εἰς τὸν Παράδεισον ὡδοποίησας εἴσοδον, καὶ θανάτῳ τὸν θάνατον ὤλεσας, ἱλάσθητι ἡμῖν τοῖς ταπεινοῖς, καὶ ἁμαρτωλοῖς καὶ ἀναξίοις δούλοις σου. Ἡμάρτομεν γὰρ καὶ ἠνομήσαμεν, καὶ οὐκ ἐσμὲν ἄξιοι ἄραι τὰ ὄμματα ἡμῶν, καὶ βλέψαι εἰς τὸ ὕψος τοῦ οὐρανοῦ, διότι κατελίπομεν τὴν ὁδόν τῆς δικαιοσύνης σου καὶ ἐπορεύθημεν ἐν τοῖς θελήμασι τῶν καρδιῶν ἡμῶν». Καί στό μέσον τῆς εὐχῆς ἔχει τό σπουδαῖο «ἀλλά». Ἤτοι: «Ἀλλ' ἱκετεύομεν τήν σήν ἀνείκαστον ἀγαθότητα. Φεῖσαι ἡμῶν, Κύριε, κατά τό πλῆθος τοῦ ἐλέους σου καί σῶσον ἡμᾶς διά τό ὄνομά σου τό ἅγιον...». Ἀφοῦ ἀναφέρει τήν ἀναξιότητα τοῦ ἀνθρώπου στή συνέχεια παραθέτει τό «ἀλλά» μέ τήν ἱκεσία στό ἄπειρο θεῖο ἔλεος.
Καί γιά τόν λειτουργό, ἐπίσης, τῆς θείας Μυσταγωγίας, τόν ἱερουργοῦντα, ἔχει ἡ κορυφαία εὐχή τοῦ Χερουβικοῦ Ὕμνου, αὐτό τό «ἀλλά», πού πραγματικά τόν λυτρώνει καί τόν «ἀνακουφίζει». Τοῦ δίνει τήν δύναμη, νά συνεχίσει τήν θεία Μυσταγωγία. Ἀρχίζει ὁ Ἱ. Χρυσόστομος τήν λειτουργική αὐτή εὐχή μέ τά συγκλονιστικά λόγια: «Οὐδεὶς ἄξιος τῶν συνδεδεμένων ταῖς σαρκικαῖς ἐπιθυμίαις καὶ ἡδοναῖς προσέρχεσθαι ἢ προσεγγίζειν ἢ λειτουργεῖν σοι, Βασιλεῦ τῆς δόξης. Τὸ γὰρ διακονεῖν σοι μέγα καὶ φοβερὸν καὶ αὐταῖς ταῖς ἐπουρανίαις δυνάμεσιν». Καί ἀκολουθεῖ τό «ἀλλά» μέ μία ἀνεπανάληπτη δύναμη ἐκφορᾶς καί ἀναζήτησης τῆς ἀνέκφραστης καί ἀμέτρητης φιλανθρωπίας τοῦ Θεοῦ. Συνεχίζει τό ἱερό κείμενο: «Ἀλλ᾿ ὅμως, διὰ τὴν ἄφατον καὶ ἀμέτρητόν σου φιλανθρωπίαν, ἀτρέπτως καὶ ἀναλλοιώτως γέγονας ἄνθρωπος καὶ ἀρχιερεὺς ἡμῶν ἐχρημάτισας καὶ τῆς λειτουργικῆς ταύτης καὶ ἀναιμάκτου θυσίας τὴν ἱερουργίαν παρέδωκας ἡμῖν, ὡς Δεσπότης τῶν ἁπάντων».
Ὁ λειτουργός, ἐδῶ, πραγματικά, παρά τήν ἀνθρώπινη ἀναξιότητά του, καταξιώνεται ἀπό τόν Κύριο νά διακονεῖ τό ἱερό Μυστήριο τῆς Θ. Εὐχαριστίας. Ὁποία δωρεά, χάρις καί εὐλογία!
Ἔτσι τό «ἀλλά» εἶναι ἕνα προνόμιο. Εἶναι μία ὡραία, ἱερή στιγμή παρακλήσεως πρός τόν Κύριον νά μᾶς συγχωρήσει, νά μᾶς δεχθεῖ, νά μᾶς εὐλογήσει.
Μ'
αὐτό τό «ἀλλά» ἁπλώνεται μία οὐράνια γαλήνη στή προσευχόμενη ψυχή,
ἔρχεται μία πνευματική ἀνάσα καί εἰλικρινά, μᾶς περιβάλλει εὐλογία πού
μᾶς ἐνδυναμώνει νά προχωρήσουμε στή προσευχή, στή τέλεση τοῦ ἱεροῦ
Μυστηρίου, στήν εὐλάβεια, στήν πνευματική οἰκοδομή μας.
Αὐτό
τό «ἀλλά» τό νοιώθουμε τότε, ὡς μία τιμητική καταξίωση παρά τήν
ἁμαρτωλότητά μας. Ἔτσι, παραμερίζεται ἡ ὑποτονικότητα, ἡ δυσαρέσκεια, ἡ
ραθυμία καί ἡ κακή διάθεση καί ἐγκαθιδρύεται μεγαλύτερη ἀγάπη πρός τόν
Κύριον, οὐσιαστικό πνεῦμα θυσίας καί ἦθος εὐγνωμοσύνης καί πολλῆς
εὐχαριστίας. Μέ τό «ἀλλά» θερμαίνεται τό εἶναι μας μέ τήν θεία ἀγάπη,
παραδίδεται ὁ ἑαυτός μας στό θεῖο ἔλεος, ὑψώνεται ἡ καρδία μας πρός τόν
Οὐρανό, τό πικρό γίνεται γλυκύ, τό σκότος φεύγει καί τό Φῶς τῆς θείας
Παρουσίας ἔρχεται καί μᾶς γαληνεύει καί ἠρεμεῖ καί ἁγιάζει. Αὐτό τό «ἀλλά» εἶναι ἡ θεία συγκατάβαση καί ἡ ἄπειρη ἀγάπη τοῦ Θεοῦ γιά τό πλάσμα Του. Εἶναι, τελικά, ἡ ἐλπίδα, ἡ δύναμη καί ἡ χαρά.
Ὑπάρχει, λοιπόν, ὁ σύνδεσμος αὐτός, ἡ λέξη αὐτή, τό «ἀλλά». Ἔτσι, μήν ἀπελπιζόμεθα. Μήν ἀνεβαίνει στή ψυχή μας ἡ ἀπελπισία καί ἡ ἀπογοήτευση. Ὁ Θεός δέν προσέχει οὔτε τό πλῆθος, οὔτε τό βάρος τῶν ἁμαρτιῶν. Προσέχει τήν μετάνοια. Ὅταν ὑπάρχει μετάνοια, τότε ὅλα τά συγχωρεῖ ὁ Μακρόθυμος καί Πολυέλεος. Ἄν ἔστω ἀκόμη ἀμφιβάλλουμε, ἄς ἀκούσουμε τόν Ἱερό Χρυσόστομο πού λέγει: «Ἀσεβής εἶσαι; Ἐννόησον τούς μάγους. Ἅρπαξ εἶσαι; Ἐννόησον τόν τελώνην. Ἀκάθαρτος εἶσαι; Ἐννόησον τήν πόρνην. Ἀνδροφόνος εἶσαι; Ἐννόησον τόν ληστήν. Παράνομος εἶσαι; Ἐννόησον τόν βλάσφημον Παῦλον καί μετά ταῦτα Ἀπόστολον˙ πρότερον διώκτην καί μετά ταῦτα Εὐαγγελιστήν... Ἥμαρτες; Μετανόησον. Μυριάκις ἥμαρτες; Μυριάκις μετανόησον».
Ὑπάρχει, λοιπόν, ὁ σύνδεσμος αὐτός, ἡ λέξη αὐτή, τό «ἀλλά». Ἔτσι, μήν ἀπελπιζόμεθα. Μήν ἀνεβαίνει στή ψυχή μας ἡ ἀπελπισία καί ἡ ἀπογοήτευση. Ὁ Θεός δέν προσέχει οὔτε τό πλῆθος, οὔτε τό βάρος τῶν ἁμαρτιῶν. Προσέχει τήν μετάνοια. Ὅταν ὑπάρχει μετάνοια, τότε ὅλα τά συγχωρεῖ ὁ Μακρόθυμος καί Πολυέλεος. Ἄν ἔστω ἀκόμη ἀμφιβάλλουμε, ἄς ἀκούσουμε τόν Ἱερό Χρυσόστομο πού λέγει: «Ἀσεβής εἶσαι; Ἐννόησον τούς μάγους. Ἅρπαξ εἶσαι; Ἐννόησον τόν τελώνην. Ἀκάθαρτος εἶσαι; Ἐννόησον τήν πόρνην. Ἀνδροφόνος εἶσαι; Ἐννόησον τόν ληστήν. Παράνομος εἶσαι; Ἐννόησον τόν βλάσφημον Παῦλον καί μετά ταῦτα Ἀπόστολον˙ πρότερον διώκτην καί μετά ταῦτα Εὐαγγελιστήν... Ἥμαρτες; Μετανόησον. Μυριάκις ἥμαρτες; Μυριάκις μετανόησον».
Ὀφείλουμε,
βέβαια, νά καταλάβουμε ὅτι εἴμεθα φταίχτες ἀπέναντι τοῦ Θεοῦ, ὅτι
ἔχουμε ἀνάγκη πνευματικῆς θεραπείας καί ἡ συναίσθηση ὅτι εἴμεθα
ἁμαρτωλοί πρέπει νά μᾶς διακατέχει στόν μάταιο τοῦτο κόσμο. Ἔτσι,
χρειαζόμεθα μία εἰλικρινή αὐτοκριτική γιατί πολλές φορές ὑψώνουμε τόν
ἑαυτό μας, νομίζοντας, ὅτι κάτι εἴμαστε. Δέν μᾶς μένει, συνεπῶς, τίποτα
ἄλλο, παρά ἡ αὐτογνωσία, ἡ ὁδός τῆς ταπείνωσης, τῆς περισυλλογῆς, τῆς
βαθύτερης γνωριμίας τοῦ ἑαυτοῦ μας.
Γι' αὐτό ζητᾶμε στίς εὐχές καί προσευχές μας μέ τό «ἀλλά» τήν εὐμένεια, τήν συγκατάβαση καί τήν συγχώρηση. Μόνον ὅταν ἔλθουν οἱ «οἰκτιρμοί Κυρίου» τότε ζοῦμε μέ αὐθεντική πνευματική ζωή ἐν Κυρίῳ. Τό «ἀλλά», λοιπόν, εἶναι ἡ παράκλησή μας, ἡ δέησή μας νά ἔλθει ἡ θεία χάρη καί ἡ θεία εὐλογία.
Γι' αὐτό ζητᾶμε στίς εὐχές καί προσευχές μας μέ τό «ἀλλά» τήν εὐμένεια, τήν συγκατάβαση καί τήν συγχώρηση. Μόνον ὅταν ἔλθουν οἱ «οἰκτιρμοί Κυρίου» τότε ζοῦμε μέ αὐθεντική πνευματική ζωή ἐν Κυρίῳ. Τό «ἀλλά», λοιπόν, εἶναι ἡ παράκλησή μας, ἡ δέησή μας νά ἔλθει ἡ θεία χάρη καί ἡ θεία εὐλογία.
Τοῦ Σεβ. Μητροπολίτου Μάνης κ. Χρυσοστόμου Γ'