Ἁγίου Δημητρίου τοῦ Ροστώφ
«Ὅσο καί ν’ ἀναζητᾶς ἀνάπαυσι καὶ παρηγοριὰ σ’ αὐτὸν τὸν πρόσκαιρο κόσμο δὲν θὰ τὴν βρῆς.
Τὴν εἰρήνη καὶ τὴν παρηγοριὰ μπορεῖ νὰ τὴ δώση στὴν ψυχὴ μόνον ὁ Κύριος, μὲ τὴ χάρι Του, ὅπως ὁ ἴδιος εἶπε: «Εἰρήνην ἀφίημι ὑμῖν, Εἰρήνην τὴν ἐμήν δίδωμι ὑμῖν οὐ καθὼς ὁ κόσμος δίδωσιν, ἐγὼ δίδωμι ὑμῖν» (Ἴω. 14. 27).
Σκέψου, ποῦ καὶ σὲ ποιὰ γήινη ἀπόλαυσι θὰ βρῆς τὴν εἰρήνη καὶ τὴν ἀνάπαυσι; Ποῦ θὰ βρῆς τὴν ἐσωτερικὴ γαλήνη καὶ τὴ μόνιμη χαρά; Μήπως στὴ δόξα; Ἀλλὰ σήμερα εἶσαι τιμημένος καὶ αὔριο ἀτιμασμένος.
«Πὰσα δόξα ἀνθρώπου ὡς ἄνθος χόρτου• ἐξηράνθη ὁ χόρτος, καὶ τὸ ἄνθος ἐξέπεσε» (Ἤσ. 40. 6-7). Ἀλλὰ μήπως στὸν πλοῦτο; Ὄχι μόνο εἰρήνη καὶ ἀνάπαυσι δὲν σοῦ χαρίζει, ἀλλ’ ἀντίθετα πολλὴ μέριμνα καὶ ἀνησυχία καὶ ἀνασφάλεια, μέρα καὶ νύχτα.
Οἱ ἄνθρωποι σὲ φθονοῦν καὶ σὲ ἀντιπαθοῦν, κι ἐσύ πάλι δὲν εἶσαι ποτὲ ἱκανοποιημένος μὲ ὅσα ἔχεις. Θέλεις ν’ ἀποκτᾶς ὅλο καὶ περισσότερα, ξεχνώντας πὼς τίποτε ἀπ’ τὸν πλοῦτο σου δὲν θὰ σοῦ μείνη.
Λέει ὁ πλούσιος: «Εὗρον ἀνάπαυσιν καὶ νῦν φάγομαι ἐκ τῶν ἀγαθῶν μου», καὶ οὐκ οἶδε τὶς καιρὸς παρελεύσεται καὶ καταλείψει αὐτὰ ἑτέροις καὶ ἀποθανεῖται» (Σόφ. Σείρ. 11. 19).
«Καθὼς ἐξῆλθεν ἀπό γαστρὸς μητρὸς αὐτοῦ γυμνός, ἐπιστρέψει τοῦ πορευθῆναι ὡς ἤκει, καὶ οὐδὲν οὐ λήψεται ἐν μόχθῳ αὐτοῦ, ἵνα πορευθῆ ἐν χειρὶ αὐτοῦ… ὥσπερ γὰρ παρεγένετο, οὕτω καὶ ἀπελεύσεται, καὶ τὶς ἡ περίσσεια αὐτοῦ, ἧ μοχθεῖ εἰς ἄνεμον;» (Ἐκκλ. 5.14-15).
Μὴν ξεχνᾶς ἀκόμη πὼς ὁ πλοῦτος γίνεται ἀφορμὴ γιὰ πολλὲς ἁμαρτίες καὶ θανάσιμες πτώσεις, ὅπως διαπιστώνει καὶ ὁ ἀπόστολος: «Οἱ βουλόμενοι πλουτεῖν ἔμπιπτουσιν εἰς πειρασμὸν καὶ παγίδα καὶ ἐπιθυμίας πολλᾶς ἀνόητους καὶ βλαβερός, αἵτινες βυθίζουσι τοὺς ἀνθρώπους εἰς ὅλεθρὸν καὶ ἀπώλειαν» (Ἀ’ Τίμ. 6. 9).
Γι᾿ αὐτὸ τὸν λόγο καὶ ὁ Κύριος ἀναφώνησε κάποτε μὲ πόνο: «Πῶς δυσκόλως οἱ τὰ χρήματα ἔχοντες εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ εἰσελεύσονται!… Εὐκοπώτερόν ἐστι κάμηλον διὰ τρυμαλιᾶς ραφίδος εἰσελθεῖν ἤ πλούσιον εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ εἰσελθεῖν!» (Μάρκ. 10. 23, 25).
Τί θὰ προτιμήσης, λοιπόν; Τὸν πρόσκαιρο πλοῦτο ἤ τὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ;
Ἀλλὰ μήπως θὰ βρῆς γαλήνη καὶ ἀνάπαυσι στὴ σαρκικὴ ἡδονή; Οὔτε ἐκεῖ ὑπάρχει. Ἡ σαρκικὴ ἁμαρτία – τὸ ξέρεις καλά, ἂν τὴ δοκίμασες – συνοδεύεται ἀπό ἐσωτερικὴ πικρία, ψυχικὸ βάρος, συνειδησιακὸ ἔλεγχο.
Καὶ ὅταν ἡ ψυχὴ πωρωθῆ, τότε ἐπέρχεται ἡ τελεία ἐγκατάλειψις ἀπό τὸν Θεὸ καὶ ἡ τελεία ὑποδούλωσις στὴ φιληδονία. Κανένα ἄλλο πάθος δὲν ὑποδουλώνει τὸν ἄνθρωπο τόσο σκληρὰ καὶ ἀναπόδραστα ὅσο αὐτό.
Κι ἀφοῦ τὸν ὑποδουλώση, γεννᾶ μέσα του ἄπειρα ἄλλα κακά: τὴ σκληροκαρδία, τὴν ἀναισθησία, τὴν ἀπόχαυνωσι, τὴ βλασφημία, τὴν ὀργή, τέλος δὲ καὶ τὴν τελεία ἀπιστία.
Ὁ
λόγος τοῦ Θεοῦ δὲν συγκινεῖ τὶς καρδιὲς τῶν φιληδόνων, γιατί τ’ ἀγκάθια
τοῦ πάθους πνίγουν κάθε καλὸ σπόρο ποὺ πέφτει μέσα τους: «…τὸ δὲ εἰς τάς ἀκάνθας πεσόν, οὗτοί εἰσιν οἱ ἀκούσαντες καὶ ὑπό… ἡδονῶν τοῦ βίου πορευόμενοι συμπνίγονται καὶ οὐ τελεσφοροῦσι» (Λούκ. 8. 14), ἐξηγεῖ ὁ Κύριος στὴν παραβολὴ τοῦ σπορέως.
Λοιπόν;
Ἂν στὴ δόξα δὲν ὑπάρχη ἀνάπαυσις• ἂν στὸν πλοῦτο δὲν ὑπάρχη ἀνάπαυσις•
ἂν στὴν ἡδονὴ δὲν ὑπάρχη ἀνάπαυσις• τότε ποῦ θ’ ἀναπαυθοῦμε; Ἄς
ἀκούσουμε τὸν ψαλμωδό: «Ἐν εἰκόνι διαπορεύεται πᾶς ἄνθρωπος, πλὴν μάτην ταράσσεται… Καὶ νῦν τὶς ἡ ὑπομονή μου; Οὐχὶ ὁ Κύριος;» (Ψαλμ. 38. 7-8).
Ἡ
ἐλπίδα σου, ἡ προσδοκία σου, ἡ χαρά σου, ἡ ἀνάπαυσίς σου ἡ παντοτεινὴ
εἶναι ὁ Κύριος. Ὁ ἐλεήμων καὶ οἰκτίρμων καὶ μακρόθυμος, ὁ πανάγαθος καὶ
φιλάνθρωπος, ὁ Θεὸς τῆς εἰρήνης, ὁ Θεὸς πάσης παρακλήσεως, ὁ Νυμφίος τῆς
ψυχῆς σου, ποὺ τῆς κράζει μὲ πόθο: «Ἰδοὺ εἶ καλή, ἡ πλησίον μου, ἰδοὺ εἰ καλή… ἐλεύσῃ καὶ διελέυσῃ ἀπό ἀρχῆς πίστεως…» ( Ἆσμα 4. 1, 8).
Κράτησε, ἀδελφέ μου, μέσα στὴν καρδιά σου καὶ τὰ λόγια τοῦ Κυρίου πρὸς τὴν πολυμέριμνη Μάρθα: «Μάρθα, Μάρθα, μεριμνᾶς καὶ τυρβάζη περὶ πολλά• ἑνὸς δὲ ἐστι χρεία• Μαρία δὲ τὴν ἀγαθήν μερίδα ἐξελέξατο, ἥτις οὐκ ἀφαιρεθήσεται ἀπ’ αὐτῆς» (Λουκ. 10. 41-42).
Ἄφησε κι ἐσύ τὶς βιοτικὲς μέριμνες. Κάθησε ταπεινὰ «παρὰ τοὺς πόδας τοῦ Ἰησοῦ» καὶ ἀνάπαυσε τὴν ψυχή σου μὲ τὴ θαλπωρὴ τῆς θείας παρουσίας Του. Σοῦ φτάνει αὐτό.
Ὑπάρχει μεγαλύτερος πλοῦτος; Ὑπάρχει μεγαλύτερη δόξα; Ὑπάρχει καὶ μεγαλύτερη ἡδονή;».