Δευτέρα 4 Ιουλίου 2022

Η ΑΝΟΙΧΤΗ ΑΓΚΑΛΙΑ

 

του πατρός Δημητρίου Μπόκου

Τί κάνει το μικρό παιδί, όταν αισθάνεται κίνδυνο κοντά του; Όταν η εκ φύσεως αδυναμία του το γεμίζει με ανησυχία, φόβο και αίσθημα ανασφάλειας; Αναζητεί αμέσως τη μητέρα του.

Τρέχει επειγόντως στην αγκαλιά της. Εκεί αισθάνεται σιγουριά. Η μητρική αγκαλιά είναι το ήσυχο λιμάνι του, ο τόπος της ασφάλειας και της γαλήνης του. Χαλασμός να γίνεται γύρω του, στην αγκαλιά της μάνας του το μωρό δεν αγωνιά.

Αυτό ακριβώς το αίσθημα θέλει να μας εμπνεύσει ο Χριστός, με όσα μας λέει στο ανάγνωσμα της Κυριακής Γ΄ Ματθαίου. Όταν οι κίνδυνοι, τα δεινά και οι συμφορές πληθύνονται γύρω μας, μας καλεί να στρέψουμε τα βλέμματά μας προς αυτόν. Να εναποθέσουμε την ελπίδα μας στην πρόνοιά του. Να εγκαταλείψουμε τον εαυτό μας στα χέρια του. Με την απόλυτη εμπιστοσύνη του μικρού παιδιού προς τη μητέρα του. Λέει ο Χριστός: «Μην αγωνιάτε λέγοντας “τί θα φάμε, τί θα πιούμε, τί θα ντυθούμε”. Γνωρίζει ο ουράνιος πατέρας σας τις ανάγκες σας. Θα σας φροντίσει».

Ο Κύριός μας, η Παναγία και οι άγιοί μας είναι το ασφαλές καταφύγιο σε καθετί που απειλεί τη ζωή μας. Δεν πρέπει να εμφιλοχωρεί μέσα μας καμμιά αμφιβολία γι’ αυτό. Λέει ο άγιος Παΐσιος αναφερόμενος ειδικά στην Παναγία: «Δεν ένιωσες καμμιά φορά σαν μωρό στην αγκαλιά της; Εγώ αισθάνομαι σαν παιδάκι κοντά της. Τη νιώθω Μάνα μου. Πολλές φορές πηγαίνω και ακουμπώ στην εικόνα της και λέω: “Τώρα, Παναγία μου, θα θηλάσω λίγο Χάρη”. Νιώθω σαν μωρό που θηλάζει στην αγκαλιά της μάνας του ξέγνοιαστο, αμέριμνο και νιώθει τη μεγάλη της αγάπη και την ανέκφραστη στοργή της και τρέφομαι με Χάρη…

Η Παναγία, όποτε έχουμε ανάγκη, απαντά αμέσως στην προσευχή μας. Όποτε δεν έχουμε, μας αφήνει, για να αποκτήσουμε λίγη παλληκαριά. Όταν ήμουν στη Μονή Φιλοθέου (1955-1958), μια φορά, αμέσως μετά την αγρυπνία της Παναγίας, με έστειλε ένας προϊστάμενος να πάω ένα γράμμα στη Μονή Ιβήρων. Ύστερα έπρεπε να πάω κάτω στον αρσανά της μονής και να περιμένω ένα γεροντάκι που θα ερχόταν με το καραβάκι, για να το συνοδεύσω στο μοναστήρι μας, απόσταση μιάμιση ώρα με τα πόδια. Ήμουν από νηστεία και από αγρυπνία. Τότε τη νηστεία του Δεκαπενταυγούστου τη χώριζα στα δύο: Μέχρι της Μεταμορφώσεως δεν έτρωγα τίποτε, την ημέρα της Μεταμορφώσεως έτρωγα, και μετά μέχρι της Παναγίας δεν έτρωγα πάλι τίποτε.

Έφυγα λοιπόν αμέσως μετά την αγρυπνία και ούτε σκέφτηκα να πάρω μαζί μου λίγο παξιμάδι. Έφθασα στη Μονή Ιβήρων, έδωσα το γράμμα και κατέβηκα στον αρσανά για να περιμένω το καραβάκι. Θα ερχόταν κατά τις τέσσερις το απόγευμα, αλλά αργούσε να έλθει. Άρχισα εν τω μεταξύ να ζαλίζομαι. Πιο πέρα είχε μια στοίβα από κορμούς δένδρων, σαν τηλεγραφόξυλα,και είπα με τον λογισμό μου: “Ας πάω να καθίσω εκεί που είναι λίγο απόμερα, για να μη με δει κανείς και αρχίσει να με ρωτάει τί έπαθα”.

Όταν κάθισα, μου πέρασε ο λογισμός να κάνω κομποσχοίνι (προσευχή) στην Παναγία να μου οικονομήσει κάτι. Αλλά αμέσως αντέδρασα στον λογισμό και είπα: “Ταλαίπωρε, για τέτοια τιποτένια πράγματα θα ενοχλείς την Παναγία;” Τότε βλέπω μπροστά μου έναν μοναχό. Κρατούσε ένα στρογγυλό ψωμί, δύο σύκα και ένα μεγάλο τσαμπί σταφύλι. “Πάρε αυτά, μου είπε, εις δόξαν της Κυρίας Θεοτόκου”,και χάθηκε. Ε, τότε διαλύθηκα. Με έπιασαν τα κλάματα, ούτε ήθελα να φάω πια… Πα, πα! Τί Μάνα είναι αυτή! Να φροντίζει και για τις μικρότερες λεπτομέρειες! Ξέρεις τί θα πει αυτό;» (Αγ. Παϊσίου, Λόγοι ΣΤ΄, Περί προσευχής, Σουρωτή 2012, σ. 90-91).

Η αγκαλιά του Θεού, της Παναγίας, των αγίων μας, είναι πάντοτε ανοιχτή και για μας.