Δευτέρα 7 Φεβρουαρίου 2011

ΠΩΣ ΓΕΝΝΙΕΤΑΙ Ο ΘΥΜΟΣ ΚΑΙ ΠΩΣ ΘΕΡΑΠΕΥΕΤΑΙ

Ο αββάς Αγάθων είπε, ότι ο οργίλος, και νεκρό αν αναστήσει, δεν είναι δεκτός από το Θεό.
Ο μακάριος Ζωσιμάς έλεγε, ότι η αρχή της συγκρατήσεως του θυμού είναι το να ταράζεται κανείς και να μη μιλάει. Απ’ αυτό φτάνει με τη χάρη του Θεού, στο να μην ταράζεται διόλου.
Ο ίδιος έλεγε, ότι μας χρειάζεται πολλή νίψη και σύνεση για ν’ αντιμετωπίσουμε τα διάφορα τεχνάσματα του διαβόλου. Γιατί καμιά φορά μπορεί από το τίποτα να δημιουργήσει σε κάποιον ταραχή. Άλλοτε πάλι φέρνει μια εύλογη πρόφαση, για να νομίσει κανείς ότι δίκαια τάχα θύμωσε. Είναι και τούτο μία υποβολή, που προέρχεται από το μίσος του εναντίον του ανθρώπου. Σ’ εκείνον όμως που ποθεί πραγματικά να βαδίσει το δρόμο των αγίων, είναι εντελώς ανάρμοστο το να θυμώνει μ’ οποιονδήποτε άνθρωπο, καθώς λέει και ο μέγας Μακάριος: «Ανάρμοστο είναι στους αδελφούς να οργίζονται ή να εξοργίζουν άλλον».
Ο αββάς Υπερέχιος είπε: Όποιος δεν κυριαρχεί στη γλώσσα του την ώρα της οργής, δε θα (μπορέσει να) κυριαρχήσει σε κανένα πάθος του.
Κάποιος αναχωρητής χειροτονήθηκε επίσκοπος. Αυτός, από ευλάβεια και πραότητα, δεν επιτιμούσε κανέναν, άλλ’ ανεχόταν μακρόθυμα όλων τα σφάλματα. Ο οικονόμος του λοιπόν δε διοικούσε καλά τα πράγματα της Εκκλησίας. Γι’ αυτό είπαν κάποιοι στον επίσκοπο: Γιατί δεν τιμωρείς τον οικονόμο σου, που τόσο σε εκθέτει; Εκείνος όμως ανέβαλε την τιμωρία για την άλλη μέρα।Οι κατήγοροι του οικονόμου επισκέφθηκαν τον επίσκοπο και την επομένη. Μόλις λοιπόν το έμαθε αυτός, κρύφτηκε κάπου, και δεν μπορούσαν να τον βρουν. Όταν τελικά, μετά από πολλές αναζητήσεις, τον βρήκαν, του λένε: Γιατί μας κρύφτηκες; Κι εκείνος αποκρίθηκε: Γιατί όσα κατόρθωσα σ’ εξήντα χρόνια με προσευχή στο Θεό, αυτά εσείς θέλετε να μου τα καταστρέψετε μέσα σε δυο μέρες. Καθώς φαίνεται, ο γέροντας θα είχε γίνει επίσκοπος χωρίς τη θέληση του, γι’ αυτό και φρόντιζε περισσότερο για το νόμο των αναχωρητών παρά για το καθήκον του επισκόπου.
Του αββά Ησαΐα: Αδελφέ, αν, σε οποιαδήποτε περίπτωση, σε στενοχωρήσει κάποιος, και σου παρουσιαστεί η ανάγκη να ζητήσεις εξηγήσεις από τον αδελφό, βλέπεις όμως ότι είσαι θυμωμένος και αναστατωμένος, μην του πεις το παραμικρό, για να μην ταραχθείς περισσότερο. Μόνο όταν δεις ότι κι εσύ κι εκείνος έχετε καταλαγιάσει και ηρεμήσει, τότε μίλησε του· (και πάλι) με όλη σου την ταπεινοφροσύνη, όχι σαν να τον ελέγχεις, αλλά σαν να του θυμίζεις (απλά το σφάλμα του).
Του αββά Μάρκου: Το πάθος του θύμου στηρίζεται ιδιαίτερα και δυναμώνει και γίνεται ακατάλυτο από την υπερηφάνεια. Αν λοιπόν θέλει κανείς να γκρεμίσει και να ξεθεμελιώσει αυτό το σπίτι της ανομίας – που χτίζει κάθε τόσο ο πονηρός μέσα στην ψυχή, συγκεντρώνοντας (και χρησιμοποιώντας) σαν πέτρες διάφορες εύλογες ή παράλογες προφάσεις, (που δημιουργούνται) στους λογισμούς από διάφορα περιστατικά ή λόγια, και κατασκευάζοντας μ’ αυτές οικοδομή κακίας μέσα στην ψυχή – ας έχει την ταπείνωση του Κυρίου αλησμόνητη μέσα στην καρδιά του. Ας αναλογίζεται τι είναι ο Κύριος και τι έγινε για μας και από ποια φωτεινά ύψη θεότητας, που είναι αποκαλυμμένη ανάλογα με τη δύναμη των επουράνιων ουσιών και που τη δοξάζει στον ουρανό κάθε νοερή φύση, σε ποιο βάθος ανθρώπινης ταπεινώσεως κατέβηκε από άφατη αγαθότητα. Λοιπόν, όποιος με πόθο και (καλή) προαίρεση διατηρεί αυτές τις σκέψεις στην καρδιά του και δεν τις λησμονεί, δε θα κυριευθεί από το πάθος της έχθρας και του θυμού. Γιατί με την ταπείνωση του Χριστού, που θα συλλογίζεται, θα διαβρωθούν τα θεμέλια του πάθους της υπερηφάνειας, οπότε ολόκληρο το οικοδόμημα της ανομίας του θυμού εύκολα και από μόνο του γκρεμίζεται. Αλήθεια, ποια σκληρή και πέτρινη καρδιά, αν έχει συνεχώς στο νου της το πόσο ταπεινώθηκε για μας ο Μονογενής (Υιός) του Θεού και το πώς υπέμεινε τόσα παθήματα, πού απαρίθμησα, δεν συντρίβεται, δεν ταπεινώνεται, δεν έρχεται σε κατάνυξη, δε γίνεται «γη και σποδός» (Γεν. 18:27. Ιώβ 42:6. Σοφ. Σειρ. 17:32), για να την πατούν όλοι οι άνθρωποι; Και όταν έτσι συντρίβεται η ψυχή, ποιος θυμός ή έχθρα θα μπορέσει να τη νικήσει; Νομίζω λοιπόν, πώς, αν η λήθη, η μητέρα των κακών, δε διώξει από την καρδιά αυτούς τους σωτήριους και ζωοποιούς λογισμούς, ο άνθρωπος δε θα νικηθεί ποτέ από το θυμό.
Του αγίου Διαδόχου: Οι αγωνιζόμενοι πρέπει να διατηρούν πάντοτε ατάραχη τη διάνοιά τους, για να μπορεί ο νους να διακρίνει τους λογισμούς που περνούν απ’ αυτόν και τους μεν καλούς, που τους στέλνει ο Θεός, να τους αποθηκεύει στα ταμεία της μνήμης, ενώ τους κακούς και δαιμονικούς να τους πετάει έξω από τις φυσικές αποθήκες του. Γιατί και στη θάλασσα, όταν έχει γαλήνη, οι ψαράδες βλέπουν κάθε κίνηση ως το βυθό, έτσι που δεν τους ξεφεύγει σχεδόν τίποτε από τις μετακινήσεις των περαστικών ψαριών. Όταν όμως (η θάλασσα) ταράζεται από τους ανέμους, κρύβει με τη σκυθρωπότητα της ταραχής όσα αφήνει να φαίνονται στην ιλαρότητα της γαλήνης· και βλέπουμε τότε ανίσχυρη την τέχνη των ψαράδων. Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει και με το νου που εντρυφά στις θείες θεωρίες, και μάλιστα όταν ταράζεται ο βυθός της ψυχής από άδικη οργή.
Του αββά Κασσιανού: Όποιος ποθεί ν’ αγωνιστεί νόμιμα στον πνευματικό αγώνα, ας είναι ξένος από κάθε ελάττωμα και οργή και θυμό, και ας ακούει τι του παραγγέλλει το σκεύος της εκλογής, (ο απόστολος Παύλος): «Πάσα πικρία και θυμός και οργή και κραυγή και βλασφημία αρθήτω άφ’ υμών συν πάση κακία» (Εφ. 4:31) και με το να πει «πάσα», δε μας άφησε καμιά πρόφαση θύμου σαν αναγκαία ή σαν εύλογη. Όποιος λοιπόν θέλει να διορθώσει τον αδελφό του που σφάλλει ή να του επιβάλει επιτίμιο, ας φροντίζει να παραμένει ατάραχος, μήπως, θέλοντας να θεραπεύσει άλλον, αρρωστήσει ο ίδιος· και τότε θα του πουν το ευαγγελικό εκείνο (ρητό), «Ιατρέ, θεράπευσαν σεαυτόν» (Λουκ. 4:23), ή το, «τι δε βλέπεις το κάρφος το εν τω όφθαλμω του αδελφού σον, την δε εν τω σω όφθαλμω δοκόν ου κατανοείς;» (Ματθ. 7:3). Άλλα με ποιο τρόπο θα δεις και θα βγάλεις το ξυλαράκι από το μάτι του αδελφού σου εσύ, που έχεις τελείως κλεισμένο το δικό σου μάτι με το δοκάρι του θύμου; Γιατί αν η κίνηση της οργής αυξηθεί πολύ από οποιαδήποτε αιτία, τυφλώνει τα μάτια της ψυχής και δεν την αφήνει να δει τον ήλιο της δικαιοσύνης. Όπως δηλαδή εκείνος που βάζει πάνω στα μάτια του καλύμματα, είτε χρυσά είτε μολυβένια εμποδίζει εξίσου τη δράση και καμιά διαφορά δεν προκαλεί στην τύφλωση η αξία του χρυσού) ή (η ευτέλεια του μολυβιού), έτσι από οποιαδήποτε αιτία, εύλογη τάχα η παράλογη, κι αν ανάψει η οργή, σκοτίζεται η πνευματική δράση.
- Τότε μόνο χρησιμοποιούμε κατά φύση το θυμό, όταν τον στρέφουμε εναντίον των φιλήδονων και εμπαθών λογισμών. «Έτσι μας διδάσκει και ο προφήτης Δαβίδ, λέγοντας: «Οργίζεσθε και μη αμαρτάνετε»· δηλαδή να οργίζεστε εναντίον των παθών σας και των πονηρών λογισμών, και να μην αμαρτάνετε, εκτελώντας όσα σας υπαγορεύουν αυτοί και τα παρακάτω φανερώνουν με σαφήνεια το ίδιο πράγμα: «Α λέγετε εν ταίς καρδίαις υμών», λέει, «επί τις κοίταις υμών κατανύγητε» (Ψαλμ. 4:5)· όταν δηλαδή έρθουν στην καρδιά σας οι πονηροί λογισμοί, διώξτε τους με την εναντίον τους οργή σας· και αφού τους διώξετε, τότε, καθώς θα βρίσκεστε πια μέσα στην ησυχία (της «ψυχής) σαν σε κρεβάτι, να μετανοείτε με κατάνυξη. Συμφωνεί σ’ αυτό και ο μακάριος Παύλος, που επικαλέστηκε τη μαρτυρία αυτού του ρητού και πρόσθεσε: «Ο ήλιος μη επιδυέτω επί τω παροργισμό υμών, μηδέ δίδοτε τόπον τω διαβόλω» (Εφ. 4:26-27)· δηλαδή να μη γίνεστε αιτία με τον παροργισμό σας, που εσείς οι ίδιοι προκαλείτε με τη συγκατάθεσή σας στους κακούς λογισμούς, ώστε να δύει στις καρδιές σας και να φεύγει, όπως ειπώθηκε, ο ήλιος της δικαιοσύνης, ο Χριστός και Θεός, για να μη βρει μέσα σας τόπο ο διάβολος με την αναχώρηση εκείνου.
Πρέπει επομένως, σύμφωνα με τους θείους νόμους, ν’ αγωνιζόμαστε μ’ όλη μας τη δύναμη εναντίον του πνεύματος της οργής και της αρρώστιας που βρίσκεται μέσα μας· και όχι, επειδή στρέφουμε το θυμό εναντίον των ανθρώπων, να επιδιώκουμε την ερημιά και την απομόνωση, γιατί δήθεν εκεί δεν υπάρχουν αφορμές που να μας παρακινούν στην οργή, και γιατί θα κατορθώσουμε τάχα εύκολα την αρετή της μακροθυμίας στη μόνωση. (Ή αλήθεια είναι, ότι) επιθυμούμε να χωριστούμε από τους αδελφούς μας (καταφεύγοντας στην ερημιά και την απομόνωση), επειδή είμαστε υπερήφανοι και δεν θέλουμε να κατηγορούμε τον εαυτό μας και να αποδίδουμε στη δική μας αμέλεια τις αιτίες της ταραχής. Όσο όμως έχουμε τέτοια διάθεση και τέτοιο φρόνημα, αποδίδοντας στους άλλους και της δικής μας αμέλειας και αδυναμίας τις αιτίες, δε θα μπορέσουμε να φτάσουμε στην τελειότητα της μακροθυμίας. Γιατί το μεγαλύτερο μέρος της διορθώσεώς μας δεν κατορθώνεται από τη μακροθυμία του πλησίον απέναντί μας, αλλ’ από τη δική μας ανεξικακία. Αν όμως επιδιώκουμε την έρημο και τη μόνωση για ν’ αποφύγουμε τον αγώνα της μακροθυμίας, τότε ας μάθουμε, ότι με την ερημιά θεριεύουν περισσότερο τα πάθη μέσα μας, και προπαντός το πάθος του θύμου, γιατί στερούνται τη δοκιμασία που προέρχεται από τους ανθρώπους. Κι αυτήν ακόμα τη σκιά της υπομονής και της μακροθυμίας, την οποία φαινομενικά νομίζαμε ότι είχαμε όταν ήμασταν μαζί με τους αδελφούς, τη χάνουμε από τη στέρηση της δοκιμασίας και του σωφρονισμού.
Γι’ αυτό, όσοι επιζητούν ν’ αποκτήσουν την πραότητα, πρέπει να φροντίζουν όχι μόνο εναντίον των ανθρώπων να μην οργίζονται, μα ούτε και εναντίον των αλόγων ζώων ή των αψύχων πραγμάτων. Γιατί θυμάμαι ότι κι εγώ, όταν ήμουνα στην έρημο, θύμωσα μ’ ένα καλάμι, που δεν μου άρεσε το πάχος ή η λεπτότητά του. Και μ’ ένα ξύλο πάλι (θύμωσα), επειδή δεν μπόρεσα να το κόψω σύντομα. Άλλα και με μια τσακμακόπετρα οργίστηκα, γιατί βιαζόμουνα ν’ ανάψω φωτιά και η σπίθα δεν έβγαινε γρήγορα. Τόσο δυνάμωσε ο θυμός μου, ώστε να τον εκδηλώνω και προς τα αναίσθητα πράγματα.
Ας αποβάλουμε λοιπόν κάθε οργή, νιώθοντας φόβο για την απόφαση του Κυρίου, ο όποιος διακήρυξε στο Ευαγγέλιο: «Ο οργιζόμενος τω αδελφό αυτού ένοχος εσται τη χρίσει» (Ματθ. 5:22). Γιατί έτσι περιέχουν (αυτό το χωρίο) τα ακριβή αντίγραφα (του Ευαγγελίου). Το «εική» (δηλαδή «χωρίς λόγο») προστέθηκε απ’ αυτούς που δεν ήθελαν να κόψουν τελείως το πάθος της οργής. Επειδή ο σκοπός του Κυρίου είναι, όπως και στ’ άλλα πάθη, έτσι και σ’ αυτό να κόβουμε και να ξεριζώνουμε με κάθε τρόπο την ίδια τη ρίζα και την αιτία του και θέλει να μην κρατάμε μέσα μας καμιά πρόφαση οργής, μην τυχόν, θυμώνοντας στην αρχή εύλογα δήθεν, υστέρα πέσουμε στη μανία του παράλογου θύμου.
Ή τέλεια λοιπόν θεραπεία αυτής της αρρώστιας είναι τούτη: Το να φροντίσουμε να μη θυμώνουμε ούτε για δίκαια ούτε για άδικα (ζητήματα). Επειδή, όταν το σκοτεινό αυτό πάθος θολώσει τη διάνοιά μας, ούτε φως διακρίσεως ούτε βεβαιότητα ορθής κρίσεως ούτε φροντίδα δικαιοσύνης θα βρεθεί μέσα μας. Και το Άγιο Πνεύμα θα φύγει μακριά μας, διωγμένο από την εσωτερική ταραχή. Πέρα απ’ όλα όσα είπαμε, πρέπει να έχουμε συνεχώς μπροστά στα μάτια μας την άγνωστη ώρα του θανάτου μας, κι έτσι να φυλαγόμαστε από την οργή και ν’ απαλλαγούμε τελείως από το θυμό, σύμφωνα με την παραίνεση του προφήτη (Ψαλμ. 36:8). Και ας γνωρίζουμε, πώς ούτε η σωφροσύνη ούτε η απάρνηση όλου του υλικού κόσμου ούτε οι νηστείες και οι αγρυπνίες και οι άλλες κακουχίες θα μας ωφελήσουν σε τίποτα στη φοβερή Κρίση, αν βρεθούμε ένοχοι, επειδή είμαστε κάτω από την κυριαρχία της οργής και του μίσους.
Του αββά Ισαάκ: Ο φανατικός άνθρωπος ποτέ δε φτάνει στην ειρήνη του νου· και όποιος έχει αποξενωθεί από την ειρήνη, αυτός έχει αποξενωθεί κι από τη χαρά. Η ειρήνη του νου λέγεται και είναι τέλεια (ψυχική) υγεία, ενώ ο φανατισμός είναι αντίθετος στην ειρήνη. Αυτός λοιπόν που έχει φανατισμό, είναι βαριά άρρωστος. Άνθρωπε, δεν είναι καλό ούτε σε συμφέρει το να θέλεις να βοηθάς άλλους βάζοντας σε μεγάλο κίνδυνο τον εαυτό σου. Ο φανατισμός δεν είναι γνώρισμα σοφίας, αλλ’ αρρώστια της ψυχής· γιατί φανερώνει στενή και περιορισμένη αντίληψη, που οφείλεται στην πολλή άγνοια. Αν επιθυμείς να θεραπεύσεις τους αρρώστους, μάθε πως έχουν ανάγκη από ευσπλαχνία και φροντίδα και όχι από επιτίμηση. Γιατί λέει (ο απόστολος): «Οφείλετε υμείς οι δυνατοί τα ασθενήματα των αδυνάτων βαστάζειν» (Ρωμ. 15:1) και πάλι ο ίδιος προτρέπει να μη διορθώνουμε τον φταίχτη με οργή, αλλά με πραότητα (Γαλ. 6:1).
Αναδημοσίευση από το http://inada.gr/?p=574