Τρίτη 8 Μαΐου 2012

ΔΙΝΕ, ΔΙΝΕ ΚΑΙ ΜΗ ΣΤΑΜΑΤΑΣ!!!

Ὁ φούρναρης γκρίνιαζε συνέχεια στὴν γυναίκα του ποὺ πήγαινε στὶς ἐκκλησίες καὶ ἔδινε στοὺς φτωχοὺς καὶ στοὺς ἐράνους.

Μιὰ μέρα, ἐκεῖ ποὺ ἔβγαλε τὸ ζεστὸ ψωμὶ καὶ μοσχοβόλησε ἡ γειτονιά, ἦρθε καὶ στάθηκε στὴν πόρτα του ἕνας φτωχός.

- Ἀφεντικό, ὅλα αὐτὰ τὰ ψωμιὰ εἶναι δικά σου;
- Ἄμ, τίνος νὰ 'ναι;
- Καὶ δὲν τὰ τρῶς;
- Βρέ, φύγε ἀπὸ ‘δῶ!
- Δῶσε μου καὶ μένα ἕνα ψωμάκι ποὺ πεινάω…
- Φύγε, σοῦ εἶπα, παράτα με.
- Ἀφεντικό!
- Φεύγεις ἢ δὲν φεύγεις;
- Ἀφεντικό! Παρακαλοῦσε ὁ φτωχός...

Δὲν πρόλαβε νὰ τελειώσει, καὶ ὁ φούρναρης πετάει ἕνα ψωμὶ στὸ κεφάλι του. Ἔσκυψε ὁ φτωχὸς καὶ τὸ ψωμὶ τὸν πῆρε ξυστὰ καὶ ἔπεσε παραπέρα. Τρέχει, τὸ ἁρπάζει, κάθεται σὲ μιὰ γωνιὰ καὶ τὸ τρώει...

Ὁ φούρναρης ὅλη μέρα ἦταν νευριασμένος γιὰ τὸν γρουσούζη ἐπισκέπτη καὶ τὸ ψωμὶ ποὺ ἔχασε. Ἃς τολμήσει νὰ ξανάρθει, ἔλεγε!

Τὴ νύχτα, κάπου δύο μετὰ τὰ μεσάνυχτα, πετάγεται ὁ φούρναρης ἀπὸ τὸν ὕπνο του τρομαγμένος καὶ καταϊδρωμένος.

- Γυναίκα, σήκω, ξύπνα! Φέρε μου μία φανέλα νὰ ἀλλάξω καὶ νὰ σοῦ πῶ… Γυναίκα, πέθανα λέει, καὶ μαζεύτηκαν γύρω μου Ἄγγελοι καὶ διάβολοι. Ποιὸς νὰ πάρει τὴν ψυχή μου. Σὲ μιὰ μεγάλη ζυγαριὰ ὅλο καὶ πρόσθεταν οἱ τρισκατάρατοι τὰ κρίματά μου. Καὶ ὁ ζυγὸς βάρυνε καὶ βάρυνε καὶ οἱ Ἄγγελοι δὲν εἶχαν τίποτα νὰ βάλουν καὶ λυπόντουσαν.

Σὲ μιὰ στιγμή, ἕνας Ἄγγελος φωνάζει: «Τὸ ψωμί! Αὐτὸ ποὺ χόρτασε τὸν πεινασμένο. Βάλτε το στὸν ἄλλο ζυγό». Οἱ διάβολοι ἐπαναστάτησαν: «Τὸ ψωμὶ δὲν τὸ ἔδωσε. Τὸ ἔριξε νὰ σπάσει τὸ κεφάλι τοῦ φτωχοῦ». Καὶ ἀπάντησαν οἱ Ἄγγελοι: «Ὅμως, χόρτασε τὸν πεινασμένο καὶ ἐκεῖνος ἔδωσε τὴν εὐχή του».

Καὶ ποὺ λὲς γυναίκα μου, ἐκεῖνο τὸ ψωμὶ ἔκανε καὶ ἔγειρε ἡ ζυγαριὰ ἀντίθετα καὶ σώθηκα.

Τὸ λοιπόν, δίνε, δίνε καὶ μὴ σταματᾶς! Καὶ ἐγὼ θὰ δίνω.

Ἄχ, καὶ νὰ ξανάρθει ἐκεῖνος ὁ φτωχός!