Πρωτ. Θεμιστοκλή Μουρτζανού
Οι άνθρωποι όταν ακούμε την λέξη
«πλούτος», ο νους μας πηγαίνει στα υλικά αγαθά, στο χρήμα. Η ζωή της
πίστης μας όμως μας δείχνει ότι ο πλούτος δεν μπορεί να περιοριστεί στην
ύλη. Υπάρχει ένας αλλιώτικος πλούτος, ο οποίος πηγάζει από τον Θεό,
προσφέρεται στον άνθρωπο αφειδώλευτα και οδηγεί στην ανάγκη ο άνθρωπος
να ανταποδώσει τη δωρεά ως αντίδωρο αγάπης στον δοτήρα Κύριο. Πρόκειται
για τον πλούτο της χάριτος του Θεού, ο οποίος μας δίδεται «εν Χριστώ
Ιησού» και ο οποίος έχει διάρκεια αιωνιότητας, κρατά δηλαδή για πάντα
την αξία του και γίνεται πλούτος αιωνιότητας για τον καθέναν ο οποίος
τον κατέχει.
Ο πλούτος αυτός είναι «υπερβάλλων». Έχει
πληρότητα και η ποσότητά του δεν είναι περιορισμένη. Ενώ τα υλικά αγαθά
αριθμούνται, αποτιμάται η αξία τους σε χρηματικές μονάδες, η χάρις του
Θεού δεν έχει μέτρο και όριο. Όποιος την έχει, την γεύεται χωρίς
περιορισμό. Ταυτόχρονα, ενώ τα υλικά αγαθά δίνουν χαρές στον άνθρωπο,
τον βοηθούν να απολαμβάνει τη ζωή του, ενίοτε τον ρίχνουν και σε πολλούς
και μεγάλους πειρασμούς, η χάρις του Θεού δίνει σε όποιον τη γεύεται
την αληθινή πληρότητα. Τον οδηγεί όχι στο να απολαμβάνει με την έννοια
της ηδονής αυτή τη ζωή, αλλά να χαίρεται που βιώνει την αγάπη του Θεού
προσωπικά, την χάρη και την ελπίδα που η πίστη δίδει και να βιώνει τον
σκοπό της ζωής που προέρχεται από την κοινωνία με το Θεό. Αυτή η
πληρότητα δίδει ομορφιά στην καρδιά του ανθρώπου. Τον καθιστά χαρούμενο
στο πρόσωπο. Τον απαλλάσσει από την κακία και την εκδικητικότητα. Τον
κάνει να βλέπει στο πρόσωπο του αδελφού του τον Θεό. Την ίδια στιγμή τον
κάνει να προσπαθεί για το καλό του αδελφού του, ακόμη κι αν αυτό δεν
μπορεί να αποτιμηθεί με ενέργειες του θελήματός του, ακόμη κι αν αυτό
περιορίζεται μόνο στην προσευχή και στην εναπόθεση στο Θεό της μέριμνας
για τον πλησίον, διότι εκείνος δεν μπορεί να δεχθεί κάτι άλλο.
Ο πλούτος αυτός φανερώνεται «εν τοις
αιώσι τοις επερχομένοις». Έχει διάρκεια. Δεν κληροδοτείται όπως τα υλικά
πλούτη από γονείς σε παιδιά, αλλά αποκτιέται από τον καθέναν προσωπικά,
εφόσον τον ζητήσει και αγωνιστεί γι’ αυτόν. Αυτό συνεπάγεται ότι είναι
ένας πλούτος ανά πάσα στιγμή διαθέσιμος. Αρκεί όποιος τον επιθυμεί να
κάνει το βήμα προς αυτόν. Να απαλλαγεί από την κυριαρχία του σαρκικού
φρονήματος. Να εμπιστευθεί το Θεό, στις χαρές και τις λύπες. Να
αγωνιστεί δια της ασκητικής οδού, της νηστείας, της προσευχή, της
μετανοίας, να έχει καθαρή καρδιά. Και ο καθένας ξεκινά όχι απλώς για να
μιμηθεί τον πλούτο της χάριτος που έχει ο άλλος ή να επαναπαυθεί σε
όσους τον κατέχουν ήδη, αλλά για να χτίσει τη δική του υποδομή, ώστε ο
πλούτος αυτός να εγκατασταθεί δια παντός εντός του.
Στους περισσότερους ανθρώπους ο πλούτος
αυτός είναι άγνωστος. Συνήθως θεωρούμε τη σχέση μας με το Θεό ως κάτι
παραδοσιακό, γιορτινό, χρήσιμο στις δυσκολίες. Ενίοτε βλέπουμε αυτή τη
σχέση και ως κάτι το μαγικό, κάτι που αφ’ εαυτού του δίνει δύναμη όταν
τη χρειαζόμαστε, χωρίς να είναι ανάγκη το υπόλοιπο διάστημα της ζωής μας
να αλλάξουμε πορεία ή να προσπαθήσουμε να τον κατακτήσουμε. Άλλοτε
μεταβάλλεται σε αξιομισθία, σε περίσσευμα αγαθών έργων εκείνων που τον
είχαν ή τον έχουν και που καλούνται να δώσουν και σε μας, χωρίς να
συναισθανόμαστε ότι πρωτίστως η ευθύνη έγκειται στο να τον ζητήσουμε και
να τον λάβουμε εμείς από το Θεό όχι απλώς ως ευλογία για τον κόπο μας,
αλλά ως νόημα ζωής. Άλλοτε πάλι προσπερνιέται με το πρόσχημα της
ταπεινώσεως. Δεν είμαστε ικανοί να τον έχουμε ή να τον διαχειριστούμε.
Έτσι, τον αφήνουμε σε άλλους κι εμείς ζητούμε να συνεχίσουμε μία ζωή
χωρίς αυτόν.
Η χάρις του Θεού όμως είναι η ζωοποιός
ενέργειά Του η οποία ενεργοποιεί τις δυνάμεις της ύπαρξής μας σε μια
πορεία κοινωνίας, φωτός και ελπίδας. Αυτή είναι και η οδός της
αγιότητας. Ο άγιος, μέσα στην ταπεινοσύνη του, εκζητεί την χάρη και το
έλεος του Θεού. Και ο Κύριος δίδει. Τότε η χάρις αποτυπώνεται στο
πρόσωπο του Αγίου. Στην παρρησία με την οποία προσεύχεται στο Θεό για
όσους μπορεί. Στην ιλαρότητα της καρδιάς με την οποία ακούει όσους
δυσκολεύονται, προσφέρει και αγαπά. Αλλά και στην βαθιά πεποίθηση εντός
του ότι «ζει Κύριος ο Θεός» και ότι τον αγαπά προσωπικά, όπως και τον
κάθε άνθρωπο.
Και τότε η χάρις του Θεού προσθέτει στον
ανθρώπινο κόπο. Δίδει περισσότερη διάθεση για προσευχή. Δίδει δύναμη
ώστε να είναι περισσότερος ο χρόνος προσφοράς στους άλλους. Δίδει την
καλλιέργεια όλων των χαρισμάτων, ώστε τα πάντα να αντιπροσφέρονται ως
αντίδωρο αγάπης προς τον Θεό, δια του πλησίον. Στις δοκιμασίες φαίνεται η
περίσσεια της ψυχής του δοκιμαζόμενου, καθώς δεν καθιστά κέντρο της
ενασχόλησής του τον εαυτό του, αλλά την προσευχή και την παρηγοριά στους
άλλους που χειμάζονται με το δικό τους τρόπο. Ο γενναίος γίνεται
γενναιότερος. Ακόμη κι αυτός που αισθάνεται την ασθένειά του, του
προστίθεται δύναμη. Είναι μία μυστική κοινωνία με το Θεό, που κάνει τον
άνθρωπο να βλέπει τις λεπτομέρειες της ψυχής του. Τις ρίζες των παθών
του. Να κατανοεί το λίγο που μπορεί σε σχέση με το Θεό και τον
συνάνθρωπο. Και να αγιάζεται για να μπορεί να αγιάσει.
Είναι αλλιώτικος αυτός ο πλούτος, όπως
τον περιγράφει ο απόστολος Παύλος στους Εφεσίους: «χάριτι εστέ
σεσωσμένοι . και συνήγειρε και συνεκάθισεν εν τοις επουρανίοις εν Χριστώ
Ιησού, ίνα ενδείξηται εν τοις αιώσι τοις επερχομένοις τον υπερβάλλοντα
πλούτον της χάριτος αυτού εν χρηστότητι εφ’ ημάς εν Χριστώ Ιησού» (Εφεσ.
2, 6-7). Αγωνιζόμαστε οι άνθρωποι να αποκτήσουμε αγαθά για να τα
κληροδοτήσουμε στους μετά από εμάς, χωρίς να διαβλέπουμε ότι η αληθινή
ομορφιά βρίσκεται στον πλούτο που ο Θεός προσφέρει δια της χάριτός Του
σε όσους Τον εμπιστεύονται και γνωρίζουν ότι μόνο κοντά Του και στη ζωή
της Εκκλησίας βρίσκεται η αλήθεια της ζωής. Αυτή την χάρη, αυτό το
κάλλος ας προσπαθούμε εν τη Εκκλησία και εν τη πίστη να το γευτούμε και
να το κληροδοτήσουμε με τη βοήθεια του Αγίου Πνεύματος και μέσα από την
πίστη στον Κύριό μας. Και ας βοά ο κόσμος μόνο για τις υλικές ανάγκες.
Με την πίστη και αυτές θα καλυφτούν. Αλλά και αυτό να γίνει, δεν είναι
ό,τι θα δώσουμε στους επερχόμενους. Γιατί δεν θα κρατήσει μπροστά στη
φθορά και τον θάνατο. Μόνο η χάρις είναι τελικά το νόημα.