«Καί
ἀκούσαντες οἱ ὄχλοι ἠκολούθησαν αὐτῷ πεζῇ ἀπό τῶν πόλεων. Καί ἐξελθών ὁ
Ἰησοῦς εἶδε πολύν ὄχλον καί ἐσπλαχνίσθη ἐπ’ αὐτοῖς» (Ματθ. 14, 13-14)
«Το
πληροφορήθηκε όμως το πλήθος και Τον ακολούθησαν πεζοπορώντας από τις
διάφορες πόλεις. Έτσι, όταν βγήκε στην στεριά ο Ιησούς, είδε πολύ κόσμο
και τους σπλαχνίστηκε».
Γιατί
οι άνθρωποι ακολουθούσαν και ακόμη ακολουθούν τον Χριστό; Υπήρχαν
στιγμές κατά τις οποίες εγκατέλειπαν τις πόλεις τους και βάδιζαν με τα
πόδια αρκετό δρόμο, μη υπολογίζοντας ότι ακούγοντάς Τον η μέρα θα
περνούσε, δεν θα είχαν τόπο να ξεκουραστούν, προσφάι να αντέξουν,
κουράγιο να επιστρέψουν. Κι όμως, δεν δίσταζαν να κάνουν έξοδο τόσο από τα σπίτια, όσο και από τον εαυτό τους, προκειμένου
να Τον ακούσουν, να κοινωνήσουν μαζί Του την ζωή και την αλήθεια. Μας
είναι ακατανόητο αυτό για τους καιρούς μας. Ταξιδεύουμε οι άνθρωποι για
να δούμε αξιοθέατα, για να συντροφέψουμε την ποδοσφαιρική ομάδα που
υποστηρίζουμε, να ζήσουμε τον έρωτά μας, να συμμετάσχουμε σε μια
συναυλία μουσικής, αλλά όλα αυτά συνοδεύονται από πακέτα. Εισιτήρια,
διατροφή, διαμονή, όλα προγραμματίζονται. Να τα αφήσουμε όλα, για να
ακούσουμε Κάποιον που δεν μας υπόσχεται ούτε χρήματα, ούτε δόξα, ούτε
καν ένα πιάτο φαγητό φαντάζει αδιανόητο. Κι όμως, έγινε πραγματικότητα.
Ας αναρωτηθούμε Ποιος είναι ο Χριστός για μας;
Η
Ιστορία έγραψε ότι για κάποιους ήταν Διδάσκαλος που μάγευε με ωραία
λόγια τον λαό. Για κάποιους ήταν ένας Μύστης μιας νέας θρησκείας, που
ερχόταν να ακυρώσει τις ελλείψεις των άλλων και να μιλήσει μια γλώσσα
που κατά βάθος συγκινεί την ανθρώπινη ύπαρξη. Για άλλους ήταν ένας
επαναστάτης εναντίον του κατεστημένου, πολιτικού, θρησκευτικού,
κοινωνικού, ο οποίος, όντας ακτήμονας και υπερασπιστής της αγάπης και
όχι της βίας, άφησε σε όλους μας υπόδειγμα αγώνα κοινωνικής δικαιοσύνης
και αλήθειας. Και όπως όλοι οι επαναστάτες, δεν έζησε για να δει τις
ιδέες του να δικαιώνονται, αλλά και όταν αυτές έγιναν αποδεκτές από το
μεγαλύτερο μέρος της τότε κοινωνίας, οι συνεχιστές του καπηλεύτηκαν το
όνομά του θεσμοποιώντας τα
οράματά του, κάνοντάς τα θρησκεία και καταπιέζοντας με άλλον τρόπο την
κοινωνία, αυτή τη φορά στο όνομά του. Για άλλους ήταν ένας απεσταλμένος
της αόρατης δύναμης που αόριστα αποκαλούμε Θεό, για να μας δώσει σημάδια
ότι μπορούμε να γίνουμε καλύτεροι άνθρωποι και να ελπίζουμε ότι
αγαπώντας μπορεί να συνεχίσουμε να υπάρχουμε και μετά θάνατον. Για
άλλους δεν ήταν παρά ένας ακόμη θρησκευτικός άνθρωπος, ο οποίος
υποσχέθηκε κάτι παράλογα αδύνατο: ότι υπάρχει κάτι άλλο εκτός από το
μηδέν.
Η
Ιστορία κατέγραψε τον Χριστό στις δέλτους της χωρίζοντας τον κόσμο και
τον χρόνο στο προ Χριστού και στο μετά Χριστόν. Απέναντί Του δεν μπορεί
να σταθεί με τον χαρακτηρισμό «λαοπλάνος», «δημαγωγός». Ουδέποτε Εκείνος
έταξε ευχάριστα. Ουδέποτε μίλησε για ζωή χωρίς κόπο. Ουδέποτε κατέγραψε
τους δικούς Του. Αντίθετα, μίλησε και έδειξε την οδό της αυταπάρνησης,
του σταυρού, της κακοπραγίας, της μοναξιάς, της δυσκολίας. Και όσοι τον
ακολούθησαν στους αιώνες, όντας αυθεντικοί μαθητές Του, είχαν και έχουν
να παλέψουν με το μαρτύριο της απόρριψης από τους άλλους και με το
μαρτύριο του να βλέπουν την εσωτερική αντίσταση, αυτήν του εαυτού τους,
να θεριεύει συνεχώς. Να αντιστρατεύεται τον λόγο και την εμπειρία της
αγάπης, βάζοντας συνεχώς μπροστά το δικαίωμα του να «είμαστε άνθρωποι».
Εκείνος όμως εσπλαχνίσθη! Ήταν
και είναι εύσπλαχνος. Ως Θεός από ευσπλαχνία έγινε και άνθρωπος. Ως
Θεάνθρωπος έφευγε από τους ανθρώπους και τους έβλεπε να Τον ακολουθούν.
Γιάτρευε τους αρρώστους τους, θέλοντας λιγότερη λύπη και περισσότερη
χαρά, τόσο για την ψυχή όσο και για το σώμα, καθώς πάντοτε βλέπει τον
άνθρωπο ως ενιαία ψυχοσωματική οντότητα. Και όταν ένιωθε ότι οι ακολουθούντες είχαν ξεπεράσει τα όρια των αντοχών τους και εξαντλούνταν, τους έδινε από το ελάχιστο τροφή! Το ελάχιστο των ανθρώπων το έκανε πολύ! Και χόρταιναν όλοι και περίσσευε!
Διότι για να μπορέσουμε να καταλάβουμε και να αφεθούμε στον Χριστό αυτό είναι τελικά η προϋπόθεση: να εκτιμούμε το ελάχιστο! Να
προσφέρουμε το ελάχιστο! Να μη μένουμε στα πολλά και επιφανή, τόσο του
εαυτού μας, όσο και του κόσμου στον οποίο ζούμε, αλλά να κάνουμε το δικό
μας ελάχιστο βήμα: να βγαίνουμε από αυτά που θεωρούμε κεκτημένα. Να
βγαίνουμε από την μοναδικότητα του εγώ μας. Να πορευόμαστε «πεζή», δηλαδή
χωρίς την ευκολία και την άνεση, την στιγμή της καμπάνας την Κυριακή,
στο λιγότερο ευχάριστο φαγητό της νηστείας, στην επώδυνη προσπάθεια να
συγχωρέσουμε, αφού ανεχτούμε αρχικά, στην αγάπη που μας κάνει να
μοιραζόμαστε από τα λίγα και τα πολλά μας. Κυρίως όμως, να εκτιμούμε το
ελάχιστο στους καιρούς μας, που αποκαλύπτει τι είναι αυθεντικό στη ζωή:
ότι ο χρόνος μας έχει τέλος και ότι χωρίς την όντως Αλήθεια, αυτό το
τέλος δεν θα έχει νόημα. Ότι οι σχέσεις μας αλλάζουν, ότι η διάθεσή μας
έναντι των άλλων έχει αρχή και τέλος ως προς την αγάπη όταν αυτή
στηρίζεται μόνο στο «θέλω» και στο «συμφέρον» και ότι ούτε οι σχέσεις
έχουν νόημα. Αν κατανοήσουμε και αποδεχτούμε στο ελάχιστο αυτόν τον δρόμο, μπορούμε να Τον γνωρίσουμε. Γιατί Εκείνος δίνει σε όλα φως: τον Εαυτό Του που μας αποκαλύπτεται στην οδό της Εκκλησίας, της συνάντησης, της αγάπης, αν την ζήσουμε στο ελάχιστο!
Ο
Χριστός μας μαθαίνει να εκτιμούμε το ελάχιστο και μας οδηγεί αυτό το
ελάχιστο να το κάνουμε «τα πάντα τοις πάσι» και σ’ αυτήν και στην άλλη
ζωή! Στην οδό της αγιότητας για την οποία κάποτε αρκεί και μία στιγμή
φωτισμού!