Τη μνήμη του Αγίου Ιακώβου του Αποστόλου και αδελφού του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου τιμά σήμερα, 30 Απριλίου, η Εκκλησία μας.
Είχαν δικό τους πλοίο και συνεργάτης τους ήταν και ο Απόστολος Πέτρος. Παρ’ όλα αυτά όταν άκουσαν το κήρυγμα του Ιησού «αφέντες τον πατέρα αυτών Ζεβεδαίον εν τω πλοίω μετά των μισθωτών απήλθον οπίσω αυτού» ( Μαρκ. 1, 20).
Ο Ιάκωβος μαζί με τον Ιωάννη επέδειξαν μεγάλο ζήλο ως Μαθητές του
Κυρίου. Γι’ αυτό και εκλήθησαν υιοί βροντής και έγιναν μάρτυρες πολλών
μεγάλων γεγονότων, που δεν τα εβίωσαν οι άλλοι Απόστολοι. Έγιναν αποκλειστικοί μάρτυρες της Μεταμορφώσεως του Κυρίου.
Είδαν την θαυμαστή ανάσταση της θυγατέρας του αρχισυνάγωγου Ιάρειου
και είχαν την ευλογία να προσκληθούν από τον Ιησού κοντά Του κατά τις
ώρες της προσευχής και της αγωνίας Του στο κήπο της Γεσθημανή.
Η οικειότητα αυτή οδήγησε προφανώς τον Ιάκωβο με τον αδελφό του
Ιωάννη να ζητήσουν μέσω της μητέρας τους από τον Κύριο πρωτοκαθεδρία
στην εγκόσμια βασιλεία Του, παρανοώντας την αποστολή του Μεσσία. Οι δύο Μαθητές εζητούσαν από τον Χριστό δόξα με ανθρώπινα κριτήρια, έχοντας κατά νου ότι η Βασιλεία Του είναι αισθητή.
Ο Χριστός όμως, διορθώνοντας την εσφαλμένη δοξασία τους, υποδεικνύει
την πραγματική και αιώνια δόξα, η οποία διέρχεται μέσα από το
«ποτήριον», που είναι τα Πάθη και ο Σταυρός. Γι’ αυτό τους λέγει: «Ουκ
οίδατε τι αιτείσθε. Δύνασθε πιείν το ποτήριον ο εγώ πίνω, και το
βάπτισμα ο εγώ βαπτίζομαι;».
Μετά την Πεντηκοστή ο Απόστολος Ιάκωβος εκήρυξε το Ευαγγέλιο στην
ευρύτερη περιοχή της Παλαιστίνης. Μεγάλο πλήθος ανθρώπων μεταστρεφόταν
στη νέα πίστη και άλλαζε τρόπο ζωής χάρη στο έργο του Ιακώβου. Αυτό
εθορύβησε ιδιαίτερα τους άρχοντες των Ιουδαίων, οι οποίοι, το έτος 44
μ.Χ. τον συνέλαβαν και τον αποκεφάλισαν, ως αμνό, με διαταγή του Ηρώδου του Αγρίππα.
Απολυτίκιο:
Ήχος γ’. Θείας πίστεως.
Γόνος άγιος, βροντής υπάρχων, κατεβρόντησας, τη οικουμένη, την του Σωτήρος Ιάκωβε κένωσιν, και το ποτήριον τούτου εξέπιες, μαρτυρικώς εναθλήσας Απόστολε, όθεν πάντοτε, εξαίτει τοις σε γεραίρουσι, πταισμάτων ιλασμόν και μέγα έλεος.
Ήχος γ’. Θείας πίστεως.
Γόνος άγιος, βροντής υπάρχων, κατεβρόντησας, τη οικουμένη, την του Σωτήρος Ιάκωβε κένωσιν, και το ποτήριον τούτου εξέπιες, μαρτυρικώς εναθλήσας Απόστολε, όθεν πάντοτε, εξαίτει τοις σε γεραίρουσι, πταισμάτων ιλασμόν και μέγα έλεος.