«Καί ἐξ ὑμῶν αὐτῶν ἀναστήσονται ἄνδρες λαλοῦντες διεστραμμένα τοῦ ἀποσπᾶν τούς μαθητάς ὀπίσω αὐτῶν» (Πράξ. 20, 30)
«Ακόμα κι από ανάμεσά σας θα βγουν πρόσωπα που θα διδάσκουν πλάνες για να παρασύρουν τους πιστούς με το μέρος τους»
Η θρησκεία,
όπως και κάθε σύστημα το οποίο στηρίζεται στο δίπολο λόγου και πράξης,
έχει ως ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά της, τις διαμάχες μεταξύ των
ανθρώπων άλλοτε για θέματα πίστης και άλλοτε για θέματα διαχείρισης της
καθημερινότητας. Στη περίοδο από το Πάσχα μέχρι την Πεντηκοστή η
Εκκλησία μας έχει ορίσει να διαβάζεται το βιβλίο των Πράξεων τω Αποστόλων,
στο οποίο καθόλου δεν έχουν αποκρυβεί τέτοιες διαμάχες, οι οποίες
ξεκίνησαν από την πρώτη Εκκλησία και συνεχίζονται και θα συνεχίζονται.
Από την μια η διαμάχη περί της αληθείας, τι από όσα λέγονται και
γράφονται είναι αυθεντικό και τι οδηγεί σε κίνδυνο εσφαλμένης πίστης,
δηλαδή σε αδυναμία αναγνώρισης του προσώπου του Χριστού και κατά
συνέπεια του ίδιου του τριαδικού Θεού ως του Θεού που σώζει. Δεν είναι η
διαμάχη ιδεολογική.
Η
παράδοση της Εκκλησίας μας μάς επισημαίνει ότι όποιος δεν πιστεύει
ορθώς και κατ’ ακρίβειαν διαμορφώνει την ζωή του με τέτοιον τρόπο, ώστε
ακόμη κι αν νομίζει ότι πιστεύει στον αληθινό Θεό, εντούτοις
παραμορφώνει τόσο την αλήθεια αυτού που πιστεύει, όσο και την ζωή του,
με αποτέλεσμα να θέτει εν αμφιβόλω την σωτηρία του. Διότι ουσιαστικά
βρίσκεται εκτός Εκκλησίας. Δεν μπορεί δηλαδή να αναγνωρίσει όχι μόνο τον
Θεό, αλλά ούτε και να ζήσει κατά Θεόν, καθώς έχει διεστραμμένη αντίληψη
περί Αυτού. Θεοποιεί το λογικό του, θεοποιεί τις αισθήσεις του,
θεοποιεί την ατομική του ικανότητα να ξέρει και την ίδια στιγμή όλο αυτό
γεννά απουσία αγάπης προς το σύμπαντα κόσμο. Μένει στους δικούς του. Σε
όσους δηλαδή συνακολουθούν ή ενστερνίζονται τις ιδέες του. Πώς θα
αναγνωρίσει τον Θεό, όταν έχει άλλη εικόνα και πίστη γι’ Αυτόν; Στην
αιωνιότητα, όπου δεν χωρούνε διπλές αναγνώσεις, όποιος δεν έχει μάθει
και ζήσει Ποιος είναι ο Θεός θα πορεύεται στα τυφλά. Όσοι δεν έχουν
γνωρίσει τον αληθινό Θεό, λόγω του ότι γεννήθηκαν σε άλλα θρησκευτικά
περιβάλλοντα, έχουν το ελαφρυντικό της άγνοιας και θα κριθούν
διαφορετικά. Όσοι όμως γνώρισαν, αλλά διέστρεψαν, άλλαξαν με τέτοιο
τρόπο την αλήθεια, αυτοί δεν μπορούν να ελπίζουν στο έλεος του Θεού,
διότι δεν θα έχουν καμία δικαιολογία.
Το κριτήριο είναι η Εκκλησία και η μετοχή μας σ’ αυτήν.
Ακόμη και η καθημερινότητα διέπεται από τους ιερούς κανόνες. Κι αυτοί
όμως πηγάζουν από την ορθή πίστη. Διατυπώθηκαν για να αντιμετωπίσουν
ποιμαντικά προβλήματα, δηλαδή στάσεις ζωής οι οποίες διασπούσαν την
αγάπη και γεννούσαν στον άνθρωπο διλήμματα για το τι όντως θέλει ο Θεός
ηθικά, κοινωνικά, εκκλησιαστικά. Όμως πηγή των κανόνων είναι η πίστη.
Μπορεί να χρειάζεται να είμαστε ως προς την ερμηνεία τους
προσανατολισμένοι όχι μόνο στην ακρίβεια, αλλά και στην οικονομία, διότι
πάντοτε η επιείκεια και οι δεύτερες ευκαιρίες στην καθημερινότητά μας
είναι σημεία αγάπης, ωστόσο οι κανόνες είναι κανόνες. Η εκκλησία
διαφυλάττει τη αυθεντικότητα της πίστης και της λειτουργίας των ιερών
κανόνων. Ακόμη κι αν η ποιμαίνουσα Εκκλησία δεν πορεύεται με τρόπο που
να ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις των καιρών, εντούτοις η παραμονή της
στην αυθεντικότητα της πίστης στο σύνολό της είναι το εχέγγυο ότι όποιος
βρίσκεται εντός της σώζεται. Τα υπόλοιπα επαφίενται στις πρωτοβουλίες
των ανθρώπων να βρούνε λύσεις και να αφυπνίσουν.
Ο
απόστολος Παύλος, μιλώντας στην σύναξη των πρεσβυτέρων της Εφέσου, λίγο
πριν ολοκληρώσει την τρίχρονη παραμονή του εκεί, επισημαίνει μία μεγάλη
αλήθεια: Ότι «από σας τους
ίδιους βγαίνουν πρόσωπα που διδάσκουν πλάνες». Οι εχθροί της αλήθειας
δεν βρίσκονται μόνο εκτός Εκκλησίας. Εκείνοι είναι γνωστοί και
αντιληπτοί. Οι δυσκολότεροι εχθροί είναι όσοι θεωρούν τους εαυτούς τους
μέλη του σώματος του Χριστού και διδάσκουν πλάνες. Όσοι δηλαδή
εμπιστεύονται τον νου τους και μόνο. Όσοι αποσκοπούν στο να
συγκεντρώσουν οπαδούς. Αυτοί έφτασαν στο σημείο να αμφισβητούν την
αυθεντικότητα της μαρτυρίας και του κηρύγματος του ίδιου του αποστόλου
Παύλου. Αυτοί θα συνέχιζαν την αμφισβήτηση κι όταν ο Παύλος θα έφευγε. Ο
διάβολος πειράζει περισσότερο τους ανθρώπους εντός της Εκκλησίας που
νομίζουν ότι επειδή έχουν νου και γνώσεις και μπορούν να ερμηνεύουν,
είναι πιο πάνω από την Εκκλησία, οι θέσεις τους είναι οι θέσεις της
Εκκλησίας και δεν δέχονται άλλες γνώμες και τοποθετήσεις. Αν η Εκκλησία
δεν συμφωνεί μαζί τους, τόσο το χειρότερο για την Εκκλησία. Είναι
έτοιμοι να την διασπάσουν ή να αποχωρήσουν από αυτήν και να ιδρύσουν
δική τους. Η απουσία ταπείνωσης είναι το μεγάλο πρόβλημα, ιδίως σε όσους
ανεβαίνουν ψηλά.
Ποια
είναι η απάντηση σε αυτή την μεγάλη πρόκληση; Ο Παύλος δίνει την
απάντηση. Είναι η μνημόνευση της αυθεντικής διδασκαλίας, αλλά και η
προσευχή, εντός του σώματος του Χριστού. Όποιος φεύγει από την Εκκλησία,
χάνει την αλήθεια για πάντα, διότι απολυτοποιεί την δική του αλήθεια.
Όποιος μένει, υπομένει, θυμάται, διδάσκει, παλεύει, κυρίως όμως
προσεύχεται, αυτός, αργά ή γρήγορα, θα δει την αλήθεια να θριαμβεύει. Η
ιστορία της Εκκλησίας είναι γεμάτη από τέτοια παραδείγματα, με πιο
πρόσφατο αυτό της Εικονομαχίας, η οποία κράτησε περίπου 100 χρόνια. Όσοι
έμειναν στην Εκκλησία, ακόμη κι αν πρόσκαιρα φάνηκε ότι ηττήθηκαν ως
προς την αλήθεια, είδαν την πίστη να αποκαθίσταται στην αυθεντικότητά
της.
Γι’
αυτό και η Εκκλησία, μετά την Ανάληψη του Χριστού και πριν την
Πεντηκοστή, φέρνει ενώπιόν μας τους Αγίους Πατέρες της Πρώτης
Οικουμενικής Συνόδου, οι οποίοι μίλησαν για το πρόσωπο του Χριστού,
ξεκαθαρίζοντας τι πιστεύουμε γι’ Αυτόν. Η Εκκλησία δεν είναι αγάπη, δεν
είναι ηθική, δεν είναι φιλανθρωπία. Η Εκκλησία είναι ο Χριστός που
διδάσκει και δίνει αγάπη, ήθος, φιλανθρωπία και σώζει διά της
Αναστάσεως. Οι καιροί μας έχουν διαγράψει τον Χριστό από το λεξιλόγιό
τους και έχουν καταστήσει την Εκκλησία, συχνότατα και με δική μας
ευθύνη, θρησκεία της αγάπης, αλλά χωρίς κοινωνία με τον Χριστό. Δεν
μπορεί όμως η αγάπη να είναι αυθεντική χωρίς Χριστό. Δεν αρκεί η
επίκληση της αγάπης για να την ζήσουμε. Δεν είμαστε θεοί οι άνθρωποι και
παντοδύναμοι. Ο Χριστός είναι αυτός που μας δίνει την περίσσεια στον
κόπο μας, αλλά χωρίς Αυτόν δεν μπορούμε τίποτα να καταφέρουμε.
Ας
αφυπνιστούμε εν τη Εκκλησία. Τον Χριστό καλούμαστε να αναζητήσουμε και
να ζήσουμε! Κι όλα τα άλλα έρχονται. Τον Χριστό καθώς εστί!