~ Κατ’ ἐξοχήν ἡ ἑνοποίηση αὐτή ἐπιτυγχάνεται διά τῆς Θείας Χάρης ἡ ὁποία δίδεται στούς ἀνθρώπους διά τῶν Θείων Μυστηρίων. Ὁ διάβολος κάνει τό πᾶν γιά νά μήν μετέχουν οἱ ἄνθρωποι στή Θεία Χάρη, στά θεοποιά Μυστήρια καί μάλιστα στήν Θεία Κοινωνία καί τήν Ἱερά Ἐξομολόγηση.
Ἀποκόπτει ἔτσι τούς ἀνθρώπους ἀπό τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ, τήν Ἁγία μας Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καί οἱ ἄνθρωποι μή μετέχοντας στήν ἑνοποιό καί θεοποιό ἄκτιστη ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, πού λέγεται Θεία δόξα καί Θεία χάρη δέν μποροῦν νά ἑνωθοῦν οὔτε μεταξύ τους, οὔτε μέ τόν Θεό. Μόνο ὅταν οἱ ἄνθρωποι μετέχουν στήν δόξα τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος τότε γίνονται ἀληθινά ἕνα πνεῦμα καί ἀποκτοῦν μία θέληση καί μία ἐνέργεια. Τότε ἀληθινά ταυτίζονται ἔχοντας τήν μία κοινή, ταυτή ἐνέργεια καί θέληση, αὐτήν τῶν Τριῶν Προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος.
Ἔτσι μόνο μπορεῖ νά πραγματοποιηθεῖ τό αἴτημα τοῦ Κυρίου στήν ἀρχιερατική Του προσευχή: «ἵνα πάντες ἓν ὦσι» (δηλαδή νά εἶναι ὅλοι ἕνα).
Αὐτή ἡ ἑνοποίηση τῶν ἀνθρώπων ἔχει ὡς πρότυπο τήν ἑνότητα τῶν προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος. Αὐτό φανερώνει ἡ συνέχεια τοῦ προηγουμένου χωρίου πού εἶναι ἡ ἑξῆς: «Σὲ παρακαλῶ δὶ’ ὅλους αὐτούς, νὰ εἶναι ἕνα πνευματικὸν σῶμα μὲ τὴν ἀγάπην καὶ τὴν ὁμοφροσύνην τους. Ὅπως σύ, Πάτερ, εἶσαι ἑνωμένος μὲ ἐμὲ καὶ ἐγὼ μὲ σέ, διότι ἔχομεν τὴν αὐτὴν οὐσίαν καί ἐνέργεια, ἔτσι σὲ παρακαλῶ, νὰ εἶναι καὶ αὐτοὶ ἕνα διὰ τῆς ἑνώσεως καὶ ἐπικοινωνίας ποὺ θὰ ἔχουν μὲ ἡμᾶς, διὰ νὰ πιστεύση ὁ κόσμος, βλέπων τὸ θαῦμα αὐτὸ τῆς ἑνότητος, ὅτι σὺ μὲ ἔστειλες».
Καθώς ὁ Πατήρ εἶναι ἕνα μέ τόν Υἱό διότι ἔχουν ταυτή οὐσία, ἐνέργεια (δόξα), καί θέληση, ἔτσι πρέπει καί οἱ ἄνθρωποι μετέχοντας στήν θεία αὐτή ἐνέργεια (δόξα) νά γίνουν ἕνα ἀποκτώντας ταυτή ἐνέργεια καί θέληση. Ταυτή οὐσία ἔχουν ἐκ κατασκευῆς ἀπό τόν Θεό. Αὐτήν τήν δόξα τήν δίδει ὁ Χριστός σέ μᾶς τούς ἀνθρώπους ὅταν εἴμαστε ἀληθινά ἐκκλησιαστικοποιημένοι (μετανοοῦμε καί καθαριζόμαστε διά τῆς ἀσκητικῆς καί μυστηριακῆς ζωῆς). Αὐτό ἀκριβῶς μᾶς διδάσκει στό ἑπόμενο χωρίο ὁ Κύριος: «Τήν δόξαν ἥν δέδωκάς μοι δέδωκα αὐτοῖς ἵνα ὦσιν ἕν καθώς ἡμεῖς ἕν ἐσμεν».
Εἶναι ἀδύνατον νά γίνουμε ἀληθινά «ἕνα» οἱ ἄνθρωποι παρά μόνον διά τοῦ Θεοῦ, διά τῆς μετοχῆς στήν Θεία ἐνέργεια-δόξα δηλ. διά τῆς ἔνταξης καί παραμονῆς μας στήν Ἁγία μας Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία.
Ζωή μακρυά ἀπό τήν Ἐκκλησία εἶναι σίγουρο ὅτι εἶναι ζωή ὅπου ἀπουσιάζει αὐτή ἡ ἀληθινή σχέση καί ἑνότητα τόσο μέ τόν Θεό ὅσο καί μέ τούς ἄλλους ἀνθρώπους. Μία σάρκα ἤ μία ψυχή ἴσως καταφέρουν οἱ ἄνθρωποι νά γίνουν ζώντας ἐκτός Ἐκκλησίας. Ἕνα πνεῦμα ὅμως, κατά τό πρότυπο τῆς Ἁγίας Τριάδας, δέν μποροῦν νά γίνουν ποτέ.
Μόνο διά τῆς Θείας Χάρης πού ὑπάρχει στήν Ἁγία μας Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἐπιτυγχάνεται ἀληθινά ἡ φιλία ἤ ὁ γάμος δύο ἀνθρώπων, καθώς καί ἡ διατυμπανιζομένη οἰκουμενική ἑνότητα. Μόνο διά τῆς Θείας Χάρης γίνεται ἡ ἀληθινή ἕνωση – γάμος τῆς ἀνθρώπινης ψυχῆς μέ τόν νυμφίο της Χριστό.
Οἱ μοναχοί, ὅπως καί οἱ ἀγωνιζόμενοι λαϊκοί χριστιανοί, διά τῆς ὑπακοῆς καί τῆς ὑπέρ φύσιν ζωῆς πού κάνουν μέσα στήν Ἐκκλησία φανερώνουν τήν θεοποιό δύναμη τοῦ Θεοῦ, τήν Θεία Χάρη καί τήν Θεία φιλανθρωπία. Ἔτσι μόνον καταφέρνουν καί γίνονται ἀληθινά «ἕνα» μεταξύ τους καί μέ τόν Θεό. Αὐτή ἡ βίωση εἶναι ὁ Παράδεισος ἔλεγε ὁ μακαριστός Γέρων Πορφύριος.
Ἡ Θεία Χάρη εἶναι αὐτή ἡ ὁποία «ποιεῖ τά πάντα», ἡ ὁποία μᾶς ἐνισχύει, καί ἡ ὁποία τά «ἀσθενῆ θεραπεύει καί τά ἐλλείποντα ἀναπληροῖ». Αὐτή εἶναι πού τελικά θά μᾶς δοξάσει, πραγματοποιώντας αὐτό πού τότε, στό ξεκίνημα τῆς ἱστορίας δέν μπόρεσαν νά ἐπιτύχουν οἱ Πρωτόπλαστοι.
Τόν δρόμο τῆς ὑπακοῆς καί τῆς ἀληθινῆς ἐκκλησιαστικοποίησης ὀφείλουν νά ἀκολουθήσουν ὅλοι ὅσοι θέλουν νά σωθοῦν καί νά γίνουν ἀληθινά «ἕνα».
Οἱ μοναχοί καθώς καί οἱ ἔγγαμοι καλοῦνται νά ζοῦν μέ ἀσκητική καί μυστηριακή ζωή ὑπακούοντας στόν πνευματικό τους πατέρα, στόν/στήν σύζυγο (οἱ ἔγγαμοι) καθώς καί σ’ ὅλους τούς ἀνθρώπους (ἐκτός ἁμαρτίας). Διορθώνουν ἔτσι τό λάθος τοῦ Ἀδάμ καί ἐπιτυγχάνουν τήν θέωση καί τήν ἀληθινή ἑνότητα τους, ἐνῶ ἀπό τήν ἄλλη πλευρά ὁ φθονερός διάβολος καταισχύνεται καί τό ἔργο του διαλύεται.
Ἀρχ. Σάββας Ἁγιορείτης