«Εἶπον δὲ οἱ ἀκούσαντες· καὶ τίς δύναται σωθῆναι; Ὁ δὲ εἶπε· τὰ ἀδύνατα παρὰ ἀνθρώποις δυνατὰ παρὰ τῷ Θεῷ ἐστιν» (Λουκ. 18, 26-27)
«Ὅσοι τὸν ἄκουσαν εἶπαν· ,,Τότε ποιὸς μπορεῖ νὰ σωθεῖ;’’ Κι ἐκεῖνος τοὺς ἀπάντησε· ,,Αὐτὰ ποὺ γιὰ τοὺς ἀνθρώπους εἶναι ἀδύνατα, γιὰ τὸν Θεὸ εἶναι δυνατά’’».
Συνήθως ζητούμε από τον Θεό ό,τι ξεπερνά τα ανθρώπινα μέτρα. Ζητούμε να διορθώσει τα λάθη μας, κάνοντάς μας να αλλάξουμε με έναν εκ του αυτομάτου τρόπο. Ζητούμε να φωτίσει τους άλλους να μας φερθούν, όπως εμείς επιθυμούμε. Να σκεφτούν, όπως εμείς θέλουμε να σκέφτονται. Ζητούμε να μας προφυλάξει, χωρίς εμείς να κάνουμε αυτό που χρειάζεται από εμάς να γίνει. Να μας δώσει την υγεία μας, σε καταστάσεις οριακές. Να μας γλιτώσει από τον θάνατο, ενώ γνωρίζουμε ότι είναι η μόνο οδός από την οποία δεν θα απαλλαγούμε.
Υπάρχει ένα αίσθημα αναγνώρισης του Θεού ως πατέρα μας σ’ αυτά τα αιτήματα. Μόνο που πίσω από τον πατέρα κρύβεται ο ισχυρός και εξουσιαστής. Ο παντοδύναμος. Αυτός δηλαδή που ικανοποιεί το θέλημά μας, γιατί εμείς του το εμπιστευόμαστε. Το ερώτημα είναι τι θέλει ο Ίδιος. Αυτό δεν μας πολυενδιαφέρει. Πορευόμαστε με κέντρο τον εαυτό μας, την σκέψη μας, την στάση ζωή μας, διότι κλειδί είναι το «εγώ» μας. Προφανώς και η ταυτότητά μας, το ποιοι είμαστε είναι κλειδί για το τι ζητάμε. Χρειάζεται όμως, όπως και στις ανθρώπινες σχέσεις, να κάνουμε κάτι που φαίνεται δύσκολο: να αποστασιοποιηθούμε από την προτεραιότητα της δικής μας σκέψης και γνώμης και να δούμε τον κόσμο και την ζωή μέσα από τα μάτια του άλλου, εδώ του Θεού.
Τι ζητά ο Θεός από εμάς; Στο ερώτημα του πλούσιου άρχοντα στον Χριστό τι πρέπει να κάνει για να κληρονομήσει την αιώνια ζωή, υπάρχει ταύτιση ανάμεσα στο θέλημα του Θεού και το θέλημα του ανθρώπου. Την αιώνια ζωή θέλει ο Θεός να λάβουμε. Να εισέλθουμε στην βασιλεία του Θεού, η οποία ξεκινά από το παρόν. Μόνο που για να γίνει αυτό χρειάζεται μία εγκατάλειψη. Δεν είναι μόνο αυτή των υλικών αγαθών την οποία ο πλούσιος δεν μπορούσε να κάνει. Είναι κυρίως η εγκατάλειψη του ιδίου θελήματος. Να δούμε τον κόσμο και την ζωή μέσα από το θέλημα του Θεού που είναι η αγάπη. Κι εδώ δυσκολευόμαστε όλοι.
Δυσκολευόμαστε να αγαπήσουμε τον Θεό, διότι θέλουμε να ζήσουμε σαν να μην πρόκειται να πεθάνουμε ποτέ. Σαν να μην πρόκειται να χάσουμε ποτέ στις περιστάσεις της ζωής και στις σχέσεις μας με τους άλλους. Σαν να μην νιώθουμε ότι κάτι μας λείπει. Κι αυτό είναι η απόλυτη εμπιστοσύνη στο θέλημα του Θεού, στα καλά και στα λυπηρά, στους σταυρούς και στις αναστάσεις μας. Δεν αρνείται ο Θεός τα αιτήματά μας, όταν διατυπώνονται από τα παιδιά στον πατέρα τους. Μας δίνει όμως μαθήματα, όταν βλέπει ότι δεν είναι η βασιλεία Του και η δικαιοσύνη της αγάπης Του τα κλειδιά για την σκέψη και την ζωή μας, αλλά η ικανοποίηση του θελήματός μας και μόνο.
Ανάλογη είναι και η στάση την οποία μας ζητά να κρατήσουμε έναντι των άλλων. Να μη ζητάμε πρώτα το δικό μας, αλλά πρώτα το του άλλου. Να είμαστε ελεήμονες έναντί τους. Αν-εξάρτητοι από τα όποια αγαθά. Όχι να μην εργαζόμαστε, αλλά να μην απολυτοποιούμε την εργασία μας. Όχι να μην χρησιμοποιούμε τα μέσα της ζωής, όπως είναι η ιατρική, η τεχνολογία, η επιστήμη, αλλά να μην θεωρούμε ότι αυτά έχουν τον τελευταίο λόγο. Να μπαίνουμε στην θέση και στην σκέψη του άλλου και να ζητούμε να τον αναπαύσουμε και όχι να τον εξουσιάσουμε, όσο αυτό είναι εφικτό. Και στις αδυναμίες μας, να αναφωνούμε το «ελέησόν με», όπως και το «ευλόγησον» και «συγχώρησον».
Ζούμε σε έναν πολιτισμό ο οποίος βλέπει την ζωή στην προοπτική του εγώ και του εδώ. Μας αγγίζει διότι εξακολουθούμε να απαντούμε στην εντολή του Θεού στον πρωτόπλαστο «διάλεξε την ελευθερία κοντά μου ή την ελευθερία μακριά μου» με γνώμονα το εγώ μας. Τα θέλουμε όλα και τα θέλουμε εδώ. Ακόμη και οι άλλοι πρέπει να μας υποταχθούν, ακόμη και ο Θεός να μας δώσει κατά το θέλημά μας. Μοιάζει αδύνατον να αλλάξουμε. Όμως ο λόγος του Χριστού είναι παρηγορητικός. Αν προτεραιότητά μας είναι η βασιλεία του Θεού, η Εκκλησία, η τήρηση των εντολών της αγάπης, τότε ακόμη και το αδύνατο θα γίνει δυνατό. Μπορεί να μην φαίνεται ελκυστική η προοπτική. Είναι όμως λυτρωτική. Και με την εμπιστοσύνη στον Θεό, κι αυτό που μας λείπει, το βρίσκουμε. Το έλεος, την αγάπη, την ηρεμία ότι δεν είμαστε μόνοι μας. Και τότε, ακόμη και τις δοκιμασίες μας μπορούμε να τις διαχειριστούμε.
π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός