Μνησικακία σημαίνει κατάληξις του θυμού, φύλαξ των αμαρτημάτων, μίσος της δικαιοσύνης, απώλεια των αρετών, δηλητήριο της ψυχής, σαράκι του νου, εντροπή της προσευχής, εκκοπή της δεήσεως, αποξένωσις της αγάπης, καρφί εμπηγμένο στην ψυχή, αίσθησις δυσάρεστη που αγαπάται μέσα στην γλυκύτητα της πικρίας της, συνεχής αμαρτία, ανύστακτη παρανομία, διαρκής κακία.
Και τούτο το σκοτεινό και δύσμορφο πάθος, η μνησικακία δηλαδή, ανήκει στα πάθη που γεννώνται από άλλα πάθη και όχι σε αυτά που γεννούν. Γι’ αυτό δεν σκοπεύουμε να ομιλήσουμε πολύ περί αυτής.
Όποιος κατέπαυσε την οργή, αυτός εφόνευσε την μνησικακία, διότι για να γεννηθούν τέκνα πρέπει να ζει ο πατέρας.
Όποιος κατέκτησε την αγάπη, έγινε ξένος της οργής.
Εκείνος όμως που διατηρεί την έχθρα, συσσωρεύει στον εαυτό του άσκοπα ενοχλητικά βάρη.
Η τράπεζα και το γεύμα της αγάπης διαλύουν το μίσος, και τα ειλικρινή δώρα μαλακώνουν την οργισμένη ψυχή.
Αν δεν μπορής, μολονότι επάλεψες πολύ, να διαλύσης εντελώς το σκάνδαλο της μνησικακίας, δείξε στον εχθρό σου, έστω με λόγια, ότι μετενόησες.
Έτσι θα συμβή να εντραπής την παρατεινομένη υποκρισία σου, και να τον αγαπήσης ολοκληρωτικά, κεντωμένος και καιόμενος σαν με πυρ από της τύψεις της συνειδήσεως.
Τότε θα καταλάβης ότι απηλλάγης από αυτήν την «σαπίλα», την μνησικακία δηλαδή, όχι όταν προσεύχεσαι για εκείνον που σε ελύπησε ούτε όταν του προσφέρης δώρα ούτε όταν του στρώσης τράπεζα, αλλά όταν μάθης πως του συνέβη κάποια συμφορά, ψυχική ή σωματική και τον πονέσης και κλαύσης σαν να επρόκειτο για τον εαυτό σου.
Στο σάπιο ξύλο γεννώνται σκουλήκια. Ομοίως και σε ανθρώπους με πραότατη επιφανειακή συμπεριφορά και νοθευμένη ηρεμία και ησυχία προσκολλάται η οργή.
Όποιος την απεδίωξε από μέσα του, ευρήκε την άφεσι των αμαρτιών του.
Όποιος αντιθέτως προσκολλάται σ’ αυτήν, εστερήθηκε τους οικτιρμούς του Θεού.