Και ήταν η Παναγία πρώτη εκείνη που βίωσε την κοινωνία με την πάντων χαρά, τον Χριστό ως την αλήθεια και ζωή. Και έκανε να σβήσει μία κατάρα την οποία ζούσε και ζει η ανθρωπότητα: αυτή της αυτοθέωσης, της χρήσης του μεγάλου δώρου που έχουμε όλοι οι άνθρωποι ως εικόνες του Θεού στις ψυχές μας, την ελευθερία, όχι για να συναντούμε τον Θεό και τον συνάνθρωπο, να μοιραζόμαστε την αγάπη, να συμπορευόμαστε με ταπεινότητα και υπομονή, αλλά για να υποτάσσουμε, να εξουσιάζουμε, να χρησιμοποιούμε, να αυτοδικαιωνόμαστε, να εκπληρώνουμε το θέλημά μας και μόνο αυτό, καταστάσεις που γεννούν θάνατο και καθιστούν την όποια χαρά εντελώς πρόσκαιρη. Αυτή η κατάρα που συνοδεύει την ανθρωπότητα από την αρχή της εμφάνισής της στην γη, ακριβώς διότι πλασθήκαμε ελεύθεροι ακόμη και να βάζουμε τον εαυτό μας στην θέση του Θεού, διαλύεται, εκλείπει χάρις στο πρόσωπο της Παναγίας. Διότι εκείνη, εκπροσωπώντας πάλι όλη την ανθρωπότητα, έρχεται να δείξει σε όλους μας ότι είναι εφικτό να υπακούσουμε, να ταπεινωθούμε, να μην κρυφτούμε μπροστά στον Θεό, αλλά να αφεθούμε στην αγάπη Του και στις εντολές Του με όλη μας την καρδιά.
Προετοίμασε τον εαυτό της η Παναγία. Ήρθε στον κόσμο από γονείς οι οποίοι ένιωθαν ότι ο Θεός έχει τον πρώτο και τελευταίο λόγο. Έμεινε στον ναό του Θεού η Παναγία για 9 χρόνια, ζώντας με τον Θεό ως τροφή της, ακούγοντας, προσευχόμενη, συναναστρεφόμενη με την πνευματική παράδοσή των προγόνων της, μολονότι εκείνοι είχαν μεταστρέψει και διαστρέψει την σχέση με τον Θεό στην προοπτική της ατομικής δικαίωσης. Η περιρρέουσα ατμόσφαιρα όμως δεν εμπόδισε την Παναγία, εκ νεότητος αυτής, να διψάσει για ουρανό και να γίνει η κεχαριτωμένη, να καταστεί ενάρετη κατά άνθρωπον, με επίγνωση όμως ότι ο Θεός εξακολουθούσε, όπως και στην ζωή των δικών της, να έχει τον πρώτο και τον τελευταίο λόγο. Και αυτό θα συνεχίσει να το ζει σε όλη της την ζωή, ακόμη και όταν γεύτηκε το μεγαλύτερο χτύπημα που ο άνθρωπος μπορεί να δεχτεί και να αντέξει: τον θάνατο του Υιού και Θεού της στον σταυρό. Και παραμένει έτοιμη να μεταφέρει την προσευχή μας, τον πόνο μας, την χαρά και την λύπη μας, τα αιτήματά μας στον Χριστό, μέχρι να τελειώσει ο κόσμος.
Αυτόν τον δρόμο και τον τρόπο της Παναγίας ας κρατήσουμε κι εμείς, οι παρασυρμένοι από τον κόσμο στον οποίο βλέπουμε, ακολουθούμε, πορευόμαστε σαν να μην υπάρχει το πρόσωπο του Θεού. Σαν να είναι η χαρά εξαρτημένη μόνο από τα καθ' ημάς. Γι' αυτό και νικιόμαστε από την λύπη του ανερμήνευτου, την λύπη της φθοράς, την λύπη του θανάτου, ακριβώς διότι μέσα μας δεν βλέπουμε ότι όλα, λόγω της κτιστότητάς τους, θα περάσουν από εκεί, για να γίνουν καινούργια στην προοπτική της ανάστασης, στην προοπτική της κοινωνίας με τον Χριστό, ο Οποίος, στα δικά μας λάθη, αντιτάσσει την παρουσία της παρηγοριάς Του στην Εκκλησία, μάς καταδεικνύει την Μητέρα του ως αυτή που άντεξε, την πίστη ως πηγή της χαράς που κάνει την λύπη να μην μας καταστρέφει.
π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός