"Εἶχεν ἡ πρώτη σκηνὴ δικαιώματα λατρείας τό τε ῞Αγιον κοσμικόν" (Εβρ. 9,1).
"ἡ πρώτη διαθήκη εἶχε λατρευτικὲς διατάξεις κι ἕνα γήινο θυσιαστήριο".
Υπάρχουν γιορτές στο εκκλησιαστικό έτος που δεν φαίνεται να έχουν ιδιαίτερη σημασία. Μας υπενθυμίζουν βέβαια πρόσωπα και αναφύονται μέσα από αυτές συμβολισμοί, που μαρτυρούν την ανάγκη να έχουμε μια επαφή με την πνευματική μας παράδοση. Δεν είναι όμως σύνηθες να εντρυφούμε σε αυτές. Και τούτο διότι το συμβολικό στοιχείο, όπως και το ποιητικό, δεν συγκινούν στις μέρες μας. Ο άνθρωπος σήμερα έχει γίνει πεζός. Βλέπει την ζωή στην ευκολία της χρήσης και της απόλαυσης. Αφήνει την πολυπλοκότητα και τη συνθετότητα του κόσμου και στην άκρη, δεν ζητά να την ερμηνεύσει, διότι δεν το θεωρεί σημαντικό για την ζωή του, και μένει εύκολα στην επιφάνεια. Λείπει εκείνη η νοσταλγία για το αιώνιο, αυτή που θα δώσει απαντήσεις στα ερωτήματα της ύπαρξης, ερωτήματα που τονίζουν την ανάγκη για διάρκεια. Κι έτσι η Εκκλησία συμβιβάζεται και αυτή με την επιφάνεια της γιορτής, χωρίς να δίνει στον άνθρωπο την δυνατότητα να εντρυφήσει, να προχωρήσει, να νιώσει εντός του και στα πλαίσια της εκκλησιαστικής κοινότητας τι σημαίνει γιορτάζω ένα πρόσωπο, ένα γεγονός, πώς η γιορτή ανανοηματοδοτεί την ζωή και την πορεία μου και πώς με εντάσσει στο σώμα του Χριστού, στην εκκλησιαστική κοινότητα.
Η γιορτή της κατάθεσης της τιμίας εσθήτος της Παναγίας στον ναό των Βλαχερνών στην Κωνσταντινούπολη, η εικόνα της Παναγίας που αναζωγραφήθηκε και διαδόθηκε σε αρκετά μέρη του κόσμου, η αίσθηση της ιερότητας όχι μόνο του πνευματικού αλλά και του υλικού, όπως αυτό αποτυπώνεται στα ενδύματα της Υπεραγίας Θεοτόκου, μας δίνουν την ευκαιρία να σπουδάσουμε την ιστορία της πνευματικής μας παράδοσης. Ο απόστολος Παύλος, απευθυνόμενος στους Εβραίους συμπατριώτες του και σε όλη την Εκκλησία, μας θυμίζει την παράδοση της Παλαιάς Διαθήκης, στο μεθόριο της οποίας με την Καινή βρίσκεται η Υπεραγία Θεοτόκος. Στην Παλαιά Διαθήκη υπήρχε η σκηνή του μαρτυρίου, όπου διαφυλάσσονταν η ολόχρυση κιβωτός της Διαθήκης, στην οποία εμπερικλείονταν οι πλάκες του μωσαϊκού νόμου με τις Δέκα Εντολές, η χρυσή στάμνα με το μοναδικό κομμάτι του μάννα που δεν σάπιζε και η ράβδος του Ααρών που βλάστησε ως σημάδι ότι τα αδύνατα για τους ανθρώπους είναι δυνατά για τον Θεό. Πάνω από την κιβωτό απεικονίζονταν Χερουβείμ, αγγελικές δηλαδή δυνάμεις που αποτύπωναν την δόξα του Θεού. Εκτός όμως της εσωτερικής σκηνής, υπήρχε και η μια άλλη, που χωριζόταν από την εσωτερική με το καταπέτασμα. Εκεί βρίσκονταν η επτάφωτος λυχνία, η τράπεζα και ο χώρος που λεγόταν πρόθεση και έμπαιναν οι άρτοι. Όλα αυτά τα στοιχεία αποτελούν και τις προτυπώσεις της Παναγίας στην Παλαιά Διαθήκη.
Η παναγία γίνεται η νέα κιβωτός, στην οποία δεν φυλάσσονται μόνο οι εντολές του Θεού, αλλά χωρά σ' αυτήν ο ίδιος ο Θεός στο πρόσωπο του Χριστού. Είναι η χρυσή στάμνα και ο Χριστός το μάννα που τρέφει και γλυκαίνει. Είναι το ραβδί του Ααρών και ο Χριστός είναι τα άνθη που ομορφαίνουν τον κόσμο και την ζωή, δίδοντας αθανασία. Είναι το καταπέτασμα, που ενώνει την Παλαιά και την καινή Διαθήκη, αποκαλύποντας το μυστήριο της ενανθρώπησης και κρύβοντάς του από τους αμύητους. Είναι η λυχνία που πάνω της αναπαύεται το φως που φωτίζει γλυκά και χωρίς θόρυβο όποιον θέλει ταπεινά να φωτιστεί. Είναι η τράπεζα, πάνω στην οποία ο άρτος της ζωής θα γίνει η τροφή για όποιον πιστεύει. Είναι η πρόθεση πάνω στην οποία τα υλικά δώρα θα προετοιμαστούν, όπως ο καθένας μας καλείται να προετοιμάσει την ύπαρξή του, ώστε να κατοικήσει σ' αυτόν ο Χριστός. Άγγελοι σκεπάζουν την Παναγία, όχι κλείνοντας την πύλη του Παραδείσου, όπως στην Εδέμ, αλλά δείχνοντας την δόξα του Θεού που αγκαλιάζει όλον τον κόσμο, αυτόν που προσφέρει το ωραιότερο δώρο, την Μητέρα, στον Θεό.
Η γιορτή λοιπόν της κατάθεσης της τιμίας εσθήτος της Παναγίας μάς υπενθυμίζει ότι γιορτάζουμε ένα πέρασμα από τον κόσμο της Παλαιάς Διαθήκης, από τον κόσμο του ανθρώπου που παρά τα επιτεύγματά του και τον πολιτισμό του, ακόμη και την πίστη του, νικιέται από τον θάνατο, στον κόσμο της Καινής Διαθήκης, στον κόσμο του Χριστού, στον κόσμο της κοινωνίας με τον Χριστό, που γίνεται μέσω του άρτου της ζωής. Για να φιλοξενήσουμε όμως τον Χριστό στις καρδιές μας, χρειάζεται να αναδεχθούμε τον αγώνα της Παναγίας: χωρίς να περιφρονούμε το υλικό, να το εντάξουμε στον τρόπο του ναού, της συνάντησης, της προσευχής, της λατρείας, της ταπεινότητας και της γλυκύτητας, της δύναμης της πίστης. Ας μην ξεχνούμε ότι την εσθήτα την κρατούσαν κάποιες γυναίκες που βοήθησαν την Παναγία και οι κληρονόμοι τους. Όμως η Παναγία ήθελε αυτό που της ανήκε να είναι κτήμα όλης της Εκκλησίας, δείχνοντάς μας ότι η πίστη είναι άνοιγμα σε όλους, το θαύμα ανήκει σε όλους, το δικό μας είναι όλων, το νόημα βρίσκεται στο ΕΜΕΙΣ.
Το λησμονούμε αυτό και αναπαυόμαστε σε μια ατομική σχέση με τον Θεό. Αν θέλουμε να γιορτάζουμε όμως με νόημα, ας δούμε την ζωή μας στην προοπτική της Εκκλησίας, στον τρόπο της Παναγίας μας.
π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός