Σάββατο 6 Απριλίου 2024

ΚΟΛΑΣΗ Ή ΕΥΛΟΓΙΑ(ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΣΤΑΥΡΟΠΡΟΣΚΥΝΗΣΕΩΣ)



Λέει τὸ ἀνέκδοτο, ὅτι μιὰ ἡλικιωμένη κυρία ἀποφάσισε νὰ πληρώσει ἕναν καλὸ ζωγράφο νὰ τῆς φτιάξει τὸ πορτρέτο της. Τοῦ λέει λοιπόν: 
 «Ζωγράφισέ με νὰ φοράω σκουλαρίκια μὲ διαμάντια, περιδέραιο μὲ ζαφείρια, βραχιόλια μὲ σμαράγδια, καρφίτσες μὲ ρουμπίνια καὶ ἕνα χρυσὸ ρολόι Ρόλεξ». 
«Μὰ ἀφοῦ δὲν φορᾶς τίποτα ἀπὸ ὅλα αὐτά, γιατί νὰ τὸ κάνω αὐτό;» ρωτάει ὁ ζωγράφος. 
«Τὸ ξέρω», ἀπαντᾶ ἐκείνη. «Σὲ περίπτωση ὅμως ποὺ ἐγὼ πεθάνω πρὶν ἀπὸ τὸν ἄντρα μου, ἐπειδὴ εἶμαι σίγουρη ὅτι θὰ ξαναπαντρευτεῖ, θέλω ἡ καινούργια γυναίκα του νὰ κάνει ἄνω-κάτω τὸ σπίτι ψάχνοντας γιὰ ὅλα αὐτὰ τὰ χρυσαφικὰ καὶ νὰ τοῦ κάνει τὴν ζωὴ μαρτύριο».

 Ἀντὶ λοιπὸν νὰ βλέπουμε μόνο τοὺς σταυροὺς ποὺ ἔχουμε ὁ καθένας στὴ ζωή του, ἂς σκεφτοῦμε λίγο σήμερα (Κυριακὴ τῆς Σταυροπροσκυνήσεως) καὶ τοὺς σταυροὺς ποὺ ἐνδεχομένως δημιουργοῦμε ἐμεῖς γιὰ τοὺς ἄλλους ἐνσυνειδήτως. Πράγμα ποὺ σημαίνει ὅτι διακατεχόμαστε ἀπὸ ἀνεπίτρεπτη ἐμπάθεια. Ὁ Χριστιανὸς δὲν μπορεῖ νὰ συμβιβάζεται ἐπ’ οὐδενὶ μὲ τέτοιες πρακτικές. Ἀλλὰ μπορεῖ νὰ συμβαίνει αὐτὸ καὶ ἐν ἀγνοίᾳ μας μὲ τὴν ἀπρόσεκτη συμπεριφορά μας, ποὺ μπορεῖ νὰ ἀποβαίνει φορτικὴ ἢ ἀκόμα καὶ ἀνυπόφορη στοὺς συνανθρώπους μας. Χωρὶς νὰ τὸ καταλαβαίνουμε ἢ νὰ τὸ ἐπιδιώκουμε. Χρειάζεται ἐπαρκὴς ἐγρήγορση καὶ διάκριση ἐκ μέρους μας γιὰ τὶς ἐπιπτώσεις ποὺ μπορεῖ νὰ ἔχει ἡ ὅλη μας διαγωγὴ στοὺς γύρω μας. Εἶναι δυνατὸν ὁ Χριστιανὸς νὰ ἀδιαφορεῖ, ὅταν ὁ τρόπος τῆς βιοτῆς του κάνει μαρτύριο τὴ ζωὴ τῶν ἄλλων; 
Μπορεῖ ὁ Χριστιανὸς νὰ γίνεται ἡ κόλαση τῶν ἄλλων;Ὄχι βέβαια!

Ἀντὶ γι’ αὐτὸ ὁ Χριστιανός, ἂν θέλει νὰ εἶναι ἀληθινός, ἐπιλέγει εἴσοδο στὸ ἀντίθετο ρεῦμα. Ἀντὶ νὰ τρέχει μὲ τοὺς πολλοὺς ποὺ δημιουργοῦν σταυροὺς γιὰ τοὺς συνανθρώπους τους, βαδίζει ἀντίστροφα. Ἐπωμίζεται τὸν σταυρὸ τῶν ἄλλων. Κάνει δικό του τὸ πρόβλημα τοῦ ἀδελφοῦ του, ἀναλώνεται ὁ ἴδιος, σὰν ἄλλος Σίμων Κυρηναῖος, στὴν ἄρση τοῦ σταυροῦ τοῦ πλησίον του. Αὐτὸ προϋποθέτει βέβαια πολλὴ δύναμη καὶ αὐταπάρνηση, ἀλλὰ ἔχει καὶ πολλὴ εὐλογία.

Παλιότερα, ποὺ δὲν ὑπῆρχαν οἱ σημερινὲς εὐκολίες, μιὰ ἀνεψιὰ ἀνέλαβε νὰ περιποιεῖται τὴν ὑπέργηρη θεία της. Ἡ δυσοσμία τῆς ἄρρωστης ἁπλωνόταν ὄχι μόνο μέσα στὸ σπίτι, ἀλλὰ ἔβγαινε καὶ στὸν δρόμο. Κάθε νύχτα, τὴν ὥρα ποὺ ἡ κατάκοιτη βυθιζόταν στὸν ὕπνο, ἡ ἀνεψιὰ ἄρχιζε νὰ διαβάζει, γονατιστὴ δίπλα στὸ κρεβάτι, τοὺς Χαιρετισμοὺς τῆς Παναγίας. Καὶ τότε αἰσθανόταν νὰ ἔρχεται μιὰ εὐωδία, ποὺ καθάριζε ἀπὸ τὴ δυσοσμία ὅλο τὸ σπίτι. Μερικὲς φορὲς ἡ εὐωδία ἦταν τόσο δυνατή, ποὺ τὴν ἔπνιγε. Ἀναγκαζόταν νὰ ἀνοίξει τὸ παράθυρο γιὰ νὰ ἀναπνεύσει. Τὴν ἔνιωθαν καὶ οἱ διαβάτες ἀπ’ ἔξω. «Θυμιάζει πάλι ἡ Δεσποινούλα», ἔλεγαν. Μὰ δὲν θυμιάτιζε ἡ εὐλογημένη Δεσποινούλα, ἀλλὰ ἡ Παναγία ἀνταποκρινόταν στὴ μεγάλη θυσία της
(π. Στέφ. Ἀναγνωστόπουλος).
Ἀπὸ ἐμᾶς ἐξαρτᾶται νὰ γίνουμε κόλαση ἢ εὐλογία στὴ ζωὴ τοῦ ἀδελφοῦ μας.

π. Δημητρίου Μπόκου