Το όνομά σου
- του Μητροπολίτου Νέας Κρήνης Ιουστίνου
Τό ὄνομά σου
σημάδι Χριστοῦ
στήν ἄμμο,
σφράγισμα ἐλπίδας
σέ ἀπελπισμένα μνήματα,
καρδιᾶς παλμός,
σέ σώματα πού σήπονται.
Τό ὄνομά σου
Ζωή και Ἀνάσταση!
Ἄραγε,
πόσα μπολιάσματα Ζωῆς,
μετρᾶ ὁ Ἄγγελός σου,
στά ξεραμένα δένδρα τῶν στεπῶν τῆς Ἀφρικῆς;
Πόσα λευκά κρινάκια,
πού εὐωδιάζουν Πάσχα,
φύτεψες,
στίς χῶρες,
ὅπου ὁ ἥλιος ἀνατέλλει;
Πόσες νεκρές καρδιές ἀνάστησες,
μ’ ἕνα σου λόγο,
μ’ ἕνα σου χάδι,
μέ μιά ματιά σου,
ἐκεῖ,
στά Δυτικά Βαλκάνια;
Δέν ἤσουν δάσκαλος τῆς ἄνεσης,
ἐσύ,
οὔτε πατέρας τῆς βολῆς.
Ἤσουνα χτίστης πρωτομάστορας,
γεωργός,
σποριάς
καί θεριστής.
Ἤσουν Ἐπίσκοπος
μιᾶς ἄλλης βιοτῆς.
Τά χέρια σου,
οἱ ρόζοι τά ἐστόλιζαν,
τά μάτια σου,
ἡ ἀγρύπνια,
τό στόμα σου,
χαμόγελο λεβάντας,
πού εὐωδίαζε χαρά,
στούς πονεμένους.
Ἤσουν,
στ’ ἀλήθεια, ξέχωρος,
γι’ αὐτό καί ζηλευτός
κι ἀκατανόητος.
Ἤσουν σέ ὅλα πρῶτος,
γιατί ἔζησες ὡς ἔσχατος.
Καί τώρα,
πάλι σύ,
ὁ ἔσχατος,
πρῶτος ἀνέρχεσαι πρός τόν Πατέρα,
κρατώντας
μές στίς χοῦφτες σου
τόν πλοῦτο τῶν παιδιῶν σου.
Πόσο ὄμορφα εἶν’ στολισμένοι οἱ ὀφθαλμοί σου,
τώρα πού φεύγεις,
ἀπό τά φωτεινά σου δάκρυα!
Πόσο εἰρηνική ἡ ἔξοδός σου
ἀπ’ τή βοή τοῦ βίου!
Ξάστερη εἶναι ἡ καρδιά σου,
ἀσύννεφη,
σάν ἀνταμώνεις
στήν Πατρίδα
τόν Ἠγαπημένο!
Λοιπόν,
τί πλέον σοῦ ἀπέμεινε,
τῆς Ἀναστάσεως ἐπώνυμε,
καί τῆς χαρᾶς συνώνυμε,
ἐκτός τοῦ Ἠγαπημένου;
Πορεύου, οὖν,
πρός Αὐτόν,
τροπαιοφόρε,
καί ἀγάλλου
μετά τῶν ἀδελφῶν σου.
Ἤδη,
ὁ τῆς δικαιοσύνης στέφανος,
ἐπί τῆς κεφαλῆς σου
στέκει.