Τετάρτη 22 Ιανουαρίου 2025

Ὀ ἀθῶος καί ὁ ἔνοχος…

Γεροντικοῦ διδάγματα

Δύο νέοι Μοναχοί κατέβηκαν στήν πόλη νά πουλήσουν τά πανέρια τους. Χωρίστηκαν γιά λίγο καί στό διάστημα αὐτό ὁ ἕνας ἔπεσε σέ μεγάλο σαρκικό ἁμάρτημα.

Ὕστερα, σκοτισμένος ἀπό τήν ἀπόγνωση, δέν ἤθελε μέ κανένα τρόπο νά γυρίσει πίσω στήν ἔρημο.

– Πήγαινε μόνος. Ἐγώ θά μείνω ἐδῶ, εἶπε στόν ἄλλο, μόλις συναντήθηκαν.

– Γιατί, Ἀδελφέ μου, τί σοῦ συμβαίνει; τόν ρωτοῦσε μέ καλοσύνη ἐκεῖνος, χωρίς νά ὑποπτεύεται τήν αἰτία.

– Ἔ, νά λοιπόν, ἀφοῦ ἐπιμένεις νά μάθεις, ὅταν χωριστήκαμε, πῆγα σέ γυναῖκα. Τώρα ἔχασα πιά τήν ψυχή μου. Τί νά κάνω στήν ἔρημο;

Ὁ ἁγνός νέος ταράχθηκε στό ἄκουσμα τῆς ἁμαρτίας, στό ὁποῖο εἶχε πέσει ὁ Ἀδελφός του. Δέν τό ἔδειξε ὅμως.

Γιά νά τόν γλιτώσει μάλιστα ἀπό τ’ ἁρπακτικά νύχια τῆς ἀπελπισίας, προσποιήθηκε πώς εἶχε πάθει τό ἴδιο κι αὐτός.

– Ἄς πᾶμε πίσω στήν ἔρημο, Ἀδελφέ, τοῦ εἶπε μέ δάκρυα στά μάτια, καί ἄς κοπιάσουμε καί οἱ δύο μαζί. Ὁ Θεός σάν φιλάνθρωπος Πατέρας θά δεῖ τή μετάνοιά μας καί θά μᾶς συγχωρήσει.

Μ’ αὐτά καί ἄλλα λόγια παρηγορητικά τόν ἔπεισε νά τόν ἀκολουθήσει.
Ὅταν ἀνέβηκαν στή σκήτη, ἐξομολογήθηκαν μαζί καί ἔλαβαν αὐστηρούς κανόνες ἀπό τούς Πατέρες.

Ἕναν ὁλόκληρο χρόνο μετανοοῦσε καί ἀγωνιζόταν ὁ ἀθῶος γιά χάρη τοῦ ἐνόχου, παίρνοντας πάνω του ὅλη τή ντροπή μιᾶς σοβαρῆς ἁμαρτίας, πού δέν εἶχε οὔτε κἄν διανοηθεῖ.

Ὁ Θεός δέχθηκε την προσφορά του καί τόν ἱκανοποίησε μ’ αὐτόν τόν τρόπο:

Μιά νύχτα, ἐνῶ προσευχόταν ἕνας ἀπό τούς μεγάλους Γέροντες ἐκεῖ στή σκήτη, ἄκουσε φωνή νά τοῦ λέει:

– Γιά τήν πολλή ἀγάπη τοῦ ἀθώου συγχωρῶ τόν ἔνοχο.

Ὕστερα ἀπ’ αὐτή τή διαβεβαίωση οἱ Πατέρες ἔλυσαν καί τούς δύο ἀπό τό ἐπιτίμιο, χωρίς νά μάθουν ποτέ ποιός ἦταν ὁ πραγματικός φταίχτης.