Και γυρνάς στον εαυτό σου και σκέφτεσαι: αυτοί οι άνθρωποι είναι, όπως κι εσύ, εικόνες Θεού. Φορτωμένοι με φορτία, στραμμένοι οι περισσότεροι προς τη ζωή, την καθημερινότητα, το “εδώ”, το “τώρα”, με έγνοιες, με σχέσεις, συνήθως ανέκφραστοι και χωρίς χαρά. Τι μπορείς να κάνεις γι’ αυτούς, πέρα από μια προσευχή; Άραγε, αυτοί σε προσέχουν; Υπάρχεις ή είσαι μια ασήμαντη εικόνα, βγαλμένη από το χτες, με μόνη χρησιμότητα αν έχεις να τους προσφέρεις χρήματα, αλλά όχι ελπίδα; Κι εκείνη τη στιγμή, μάλιστα, νιώθεις άσχημα που προσπάθησες να κάνεις κάτι στη ζωή σου, να μάθεις γράμματα, να υπηρετήσεις τον Θεό και τον άνθρωπο, να νιώσεις ότι αγάπη δεν είναι μόνο τα ευρώ, αλλά ένα χαμόγελο, μια έγνοια, μια γλυκιά ματιά, ότι η ελπίδα δεν έχει πεθάνει, ότι η πίστη έχει νόημα στους καιρούς, ότι το σχήμα που φέρεις δεν είναι μια τελειωμένη ιστορία, αλλά κάτι που γίνεται συνεχώς μια καινούργια αρχή για τον κόσμο, ένα διαρκές “Δόξα Σοι”, ένα “ευχαριστώ” γιατί ο Θεός υπάρχει. Μα πώς να το μοιραστείς;
A penny for a thought. Δεν έχουμε δύναμη ψυχής να μιλήσουμε στους ανθρώπους με τους οποίους περιμένουμε το λεωφορείο, το μετρό, το τραμ, το τρόλεϊ. Κάποτε στα Μέσα Μαζικής Μεταφοράς υπήρχε μία επιγραφή, ότι όταν βλέπεις έγκυο, ανάπηρο, ηλικιωμένο, ιερέα, προσφέρεις τη θέση σου. Από την μία ο σεβασμός στη ζωή, στα χρόνια, στις δυσκολίες, αλλά και στο σχήμα που σε κάνει να σκέφτεσαι ότι υπάρχει ένας χρόνος που ξεπερνά το παρόν και αυτό έχει κάτι να σου πει. Σήμερα, ελάχιστοι πια σκέφτονται έτσι. Πώς να πάρεις πρωτοβουλία να μιλήσεις, όταν φοβάσαι ότι θα σε παρεξηγήσουν, όταν τους νιώθεις έτοιμους να ειρωνευτούν ή όταν η πίστη για τους πολλούς δεν λέει πλέον κάτι;
Κρατώ μέσα μου μια προσευχή για όσους συναντώ στη στάση ή στα Μέσα Μεταφοράς. Τους κοιτώ. Θα ήθελα να τους βλέπω να κρατάνε ένα βιβλίο, όπως παλιά. Να χαμογελούνε. Να αισθάνονται ότι η συνάντηση, έστω και αναγκαστική, είναι μία υπόμνηση ότι υπάρχουμε για να συνυπάρχουμε, έστω και με διαφορετικούς προορισμούς στην καθημερινότητά μας, κατά βάθος όμως με τον ίδιο τελικό προορισμό: τη βασιλεία της Αγάπης. Έστω κι αν το αγνοούμε. Πάντως, δεν θα πάψουμε να είμαστε αυτό που λάβαμε εξ αρχής: εικόνες Θεού. Από όπου κι αν ερχόμαστε, όσο διαφορετικοί κι αν είμαστε. Μας χρειάζεται η υπόμνηση της στάσης, ως αφόρμηση της αγάπης που μένει στην άκρη. Του Θεού.
π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός