Σάββατο 31 Δεκεμβρίου 2016

ΚΑΛΑΝΤΑ ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑΣ ΑΠ'ΟΛΗ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ


Ντοπιολαλιές, ήθη, έθιμα, εικόνες καθημερινής ζωής, παρακλήσεις για ευτυχία, χαρά, προστασία των αγαπημένων, βυζαντινές αντηχήσεις, παρομοιώσεις, παραμύθια, βασιλικά πλούτη, τοπία και ωδές στη φύση, όλα χωρούν και αναδεικνύονται από τα του τόπου μας, που σε δεκάδες παραλλαγές, τραγουδιούνται αυτές τις μέρες.
Δείτε μερικά από τα ομορφότερα και ευχηθείτε «Καλή Χρονιά».
1. ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΑ
Αρχιμηνιά κι Αρχιχρονιά,
ψηλή μου δεντρολιβανιά
κι αρχή καλός μας χρόνος,
εκκλησιά με τ’ άγιο θρόνος.
Αρχή που βγήκε ο Χριστός,
άγιος και Πνευματικός,
στη γη να περπατήσει
και να μας καλοκαρδίσει.
Άγιος Βασίλης έρχεται
και δεν μας καταδέχεται,
από την Καισαρεία,
συ ’σαι αρχόντισσα κυρία.
Βαστά εικόνα και χαρτί,
ζαχαροκάρνο, ζυμωτή,
χαρτί και καλαμάρι,
δες και με, δες και με το παλληκάρι.
Το καλαμάρι έγραφε,
τη μοίρα του την έλεγε
και το χαρτί, και το χαρτί ομίλει,
Άγιε μου, άγιε μου καλέ Βασίλη.
Και νέον έτος αριθμεί
την του Χριστού περιτομή
και η μνήμη του Αγίου
Ιεράρχου Βασιλείου.
Του χρόνου μας αρχή καλή
και ο Χριστός μας προσκαλεί
την κακία ν’ αρνηθούμε,
μ’ αρετές να στολιστούμε.
Να ζούμε βίον τέλειον,
κατά το Ευαγγέλιον,
με αγάπη, με ειρήνη
και με τη δικαιοσύνη.
Χρόνια πολλά και ευτυχή,
με καθαρά κι αγνή ψυχή,
με χαρά και με υγεία
και με θεία ευλογία.
2. ΧΙΟΥ
Καλησπερίζω φέρνοντας αγέρα μυρωμένο
απ’ τ’ αφρισμένα κύματα χιλιοτραγουδισμένο.
Άγιε μου Βασιλάκη μου και Άγιε μου Νικόλα,
προστάτευε τους ναυτικούς την ώρα του κυκλώνα.
Χρόνια πολλά, να ’στε καλά και σεις και οι δικοί σας,
να ’ρθουνε τα ξενάκια σας κι όλοι οι ναυτικοί σας.
Σε όλους σας ευχόμαστε αγάπη, ειρήνη, υγεία,
καλή καρδιά, χαμόγελο και θεία ευλογία.
Αρχιμηνιά κι αρχιχρονιά,
ψιλή μου δεντρολιβανιά
κι αρχή κι αρχή του Γεναρίου
του Μεγά- του Μεγάλου Βασιλείου.
Βασίλη μ’, από πού ’ρχεσαι
κι από, κι από πού κατεβαίνεις
και βαστάς, και βαστάς ρόδα και ραίνεις.
Κάτσε να φας, κάτσε να πιεις,
κάτσε τον πόνο σου να πεις,
κάτσε, κάτσε να τραγουδήσεις
και να μας καλωσορίσεις.
Κι έβγα να μας κεράσεις,
που να ζεις, που να ζεις και να γεράσεις.
3. ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ
Ήρθε πάλι νέο έτος εις την πρώτη του μηνός,
ήρθα να σας χαιρετίσω, δούλος σας ο ταπεινός.
Ο Βασίλειος ο Μέγας, ιεράρχης θαυμαστός,
εις την οικογένειά σας να ’ναι πάντα βοηθός.
Τα παιδιά εις το σχολείο να πηγαίνουνε συχνά,
να μαθαίνουνε το βίο, της πατρίδας τα ιερά.
Και για τους ξενιτεμένους έχω να σας πω πολλά,
σας αφήνω καληνύχτα και του χρόνου με υγειά.
4. ΔΡΑΜΑΣ
Άγιους Βασίλης έρχιτι από την Γκαισαρεία,
σέρνει μουλάρια δώδικα, καμίλια δικαπέντι.
Η μούλα η κανακαριά, που σκώνει τουν αφέντη,
σηκώνει τουν κι θέτει ντον σι πράσινα λιβάδια,
λιβάδια κι δρουσουπηγές κι αυλές μαρμαρουμένις
κι βάλι του χιράκι σου στην αργυρή σου τσέπη
και δώσ’ στα παλληκάρια σου πέντ’, έξ’, ουχτώ δουκάτα,
για να τα φάν’, για να τα πιουν και να τα τραγουδήσουν,
για να τα φάν’, για να τα πιουν, να πούνι κι του χρόνου.
5. ΚΕΡΚΥΡΑΣ
Ας την καλησπερίσουμε τούτην την φαμελίαν, ο Θεός να την πολυχρονά και να ’χει την υγείαν. Βασίλειε θαυματουργέ, ήλθα να σε παινέσω, που στων αγγέλων το χορό βρίσκεσαι εν τω μέσω. Της Καισαρείας γέννημα, φλαστός Καππαδοκίας και ποιητής και λυτρωτής της θείας λειτουργίας. Κάμνω, λοιπόν, καλήν αρχήν, επαίνους να συνθέσω, τον Άγιον Βασίλειον για να τον επαινέσω. Να σας ειπώ τα θαύματα που έκαμε ο εαυτός του, με του Θεού τη δύναμη, που ήταν βοηθός του.
6. ΚΕΦΑΛΟΝΙΑΣ
Α. Άγιος Βασίλης έρχεται, Γενάρης ξημερώνει,
ο μήνας που μας έρχεται το χρόνο φανερώνει.
Τρα, λα, λα, λα, λα, λα, λα, λα, λα, λα, λα.
Τρα, λα, λα, λα, λα, λα, λα, λα, λα, λα, λα.
Την άδεια γυρεύουμε
στο σπίτι σας να μπούμε,
τον Άγιο με όργανα
και με φωνές να πούμε.
Τρα, λα, λα, λα, λα, λα, λα, λα, λα, λα, λα.
Τρα, λα, λα, λα, λα, λα, λα, λα, λα, λα, λα.
Εκοίταξα στον ουρανό
και είδα δυο λαμπάδες
και με το καλωσόρισμα
καλές σας εορτάδες.
Τρα, λα, λα, λα, λα, λα, λα, λα, λα, λα, λα.
Τρα, λα, λα, λα, λα, λα, λα, λα, λα, λα, λα.
Και πάλι ξανακοίταξα
και είδα δυο στεφάνια
και με το καληνύχτισμα
καλά σας Θεοφάνια.
Τρα, λα, λα, λα, λα, λα, λα, λα, λα, λα, λα.
Τρα, λα, λα, λα, λα, λα, λα, λα, λα, λα, λα.
Β.
Πάλιν ακούσατε, άρχοντες, πάλιν να σας ειπούμεν
ότι και αύριον εστί ανάγκη να χαρούμε
και να πανηγυρίσωμεν Περιτομή Κυρίου
την εορτή του μάκαρος Μεγάλου Βασιλείου.
Κάνω, λοιπόν, αρχή, επαίνους να συνθέσω
τον Άγιο Βασίλειο διά να επαινέσω.
Να σας ειπώ τα θαύματα που έκανε Εαυτός του
με του Θεού τη δύναμη, που ήταν βοηθός του.
Σ’ αυτό το σπίτι πούρθαμε πέτρα να μη ραΐσει
κι ο νοικοκύρης του σπιτιού χρόνια πολλά να ζήσει.
Να ζήσει χρόνια εκατό και να τα αποπεράσει,
να ασπρίσουν τα μαλλάκια του, να γίνουν σαν μπαμπάκι.
Με τρία γράμματα χρυσά γράφεται τ’ όνομά σου,
Γερασιμάκη αφέντη μου, καλησπερίσματά σου.
Χρόνια πολλά, να χαίρεστε, πάντα ευτυχισμένοι
σωματικά και ψυχικά να είστε πλουτισμένοι.
7. ΖΑΚΥΝΘΟΥ
Αρχιμηνιά κι αρχιχρονιά
κι αρχή καλός μας χρόνος.
Υγεία, αγάπη και χαρά
να φέρει ο νέος χρόνος.
Να ζήσει ο κύρης του σπιτιού,
να ζήσει κι η κυρά του.
Όλα του κόσμου τα καλά
να έχει η φαμελιά του.
Να ζήσει το αρχοντόπουλο,
που ’χει καρδιά μεγάλη.
Σε μας και στην παρέα μας
ένα φλουρί να βάλει.
8. ΙΚΑΡΙΑΣ
Άγιος Βασίλης έρχεται
από πίσω απ’ το καμάρι,
βαστά μυζήθρες και τυριά,
βαστά κι ένα γκινάρι.
Φέρτε μας κρασί να πιούμε
και του χρόνου να σας πούμε. (δις, ανάστροφα)
Σ’ αυτό το σπίτι που ’ρθαμε
τα ράφια είν’ ασημένια,
του χρόνου σαν και σήμερα
να ’ναι μαλαματένια.
Φέρτε μας κρασί…
Σένα σου πρέπ’, αφέντη μου,
καρέκλα καρυδένια,
για ν’ ακουμπάει η μέση σου
η μαργαριταρένια.
Φέρτε μας κρασί…
Πολλά ’παμε τ’ αφέντη μας,
ας πούμε της κυράς μας.
Κυρά ψηλή, κυρά λιγνή,
κυρά μαυροματούσα.
Φέρτε μας κρασί…
Κι αν έχεις κόρη έμορφη
βάλ’ τη να μας κεράσει,
να ευχηθούμε όλοι μας
να ζήσει, να γεράσει.
Φέρτε μας κρασί…
Κι αν έχεις γιο στα γράμματα,
βάλ’ τόνε στο ψαλτήρι
και ν’ αξιώσει ο Θεός
να βάλει πετραχήλι.
Φέρτε μας κρασί…
Σ’ αυτό το σπίτι που ’ρθαμε
πέτρα να μη ραγίσει
κι ο νοικοκύρης του σπιτιού
χρόνους πολλούς να ζήσει.
9. ΚΡΗΤΗΣ
Α. Ταχειά-ταχειά ν’ αρχιχρονιά κι αρχή του Γεναρίου,
αύριο ξημερώνεται τ’ Αγίου Βασιλείου.
Πρώτα που βγήκεν ο Χριστός στη γη να περπατήσει, εβγήκε και χαιρέτησε όλους τους ζευγολάτες.
Τον πρώτο που χαιρέτησε ήταν o γιος Βασίλης.
– Καλώς τα κάνεις, Βασιλειό, καλόν ζευγάριν έχεις;
– Καλό το λες, αφέντη μου, καλό και ευλογημένο,
που το ’βλογά η Χάρη σου με το δεξιό σου χέρι,
με το δεξιό, με το ζερβό, με το μαλαματένιο.
– Για πες μου, Άη Βασίλη μου, πόσα μουζούρια σπέρνεις;
– Σπέρνω σταράκι δώδεκα, κριθάρι δέκα πέντε, ταή και ρόβι δεκαοχτώ κι από νωρίς στο στάβλο.
Εθέρισα κι αλώνεψα κι έκαμα χίλια μόδια και τα κορκοσκινίσματα χίλια και πεντακόσια.
Μα τ’ άλλα δεν εμέτρησα γιατί Χριστός επέρνα και κειά που στάθην’ ο Χριστός χρυσόν δεντρίν εβγήκεν
και κειά που μεταπάτησε χρυσό κυπαρισσάκι,
που ’χε στην μέση τον σταυρό και στην κορφή την βρύση,
στα μεσοκλωναράκια του πέρδικα κακαρίζει.
– Κακάριζε, κακάριζε, πέρδικα κορωνάτη,
μα επά τον έχουν τον υγιό, το μοσχοκανακάρη.
Β. Καλήν ημέραν, άρχοντες, αν είναι ορισμός σας, Χριστού την Θείαν γέννηση να πω στ’ αρχοντικόν σας.
Σήμερον είν’ αρχιμηνιά και είναι και πρώτη ημέρα και ήρθε ο Μάρτης και ηύρε μας τον καθαρόν αέρα.
Δώστε μας και τον κόπο μας, ό,τι ’ναι ο ορισμός σας
και ο Χριστός μας πάντοτε να είναι βοηθός σας.
Κι αν είναι με το θέλημα, χρυσή μου περιστέρα,
άνοιξε και την πόρτα σου, να πούμε καλησπέρα.
Του χρόνου πάλι να ’ρθουμε μ’ υγεία να σας βρούμε, στο σπίτι σας χαρούμενους κι όλοι να τραγουδούμε.
Και του καιρού χαιράμενοι να είν’ η αφεντιά σας,
ο νοικοκύρης κι η κερά και τα παιδόγγονά σας.
Ταχιά-ταχιά ’ν’ αρχιμηνιά, ταχιά ’ν’ αρχή του χρόνου,
ταχιά ’ναι που επροπάτηξεν ο Κύριος του Κόσμου.
Εκιά που πέρασε ο Χριστός χρυσά δεντρά ανθούσαν
κι απάνω στα κλωνάρια τους πέρδικες κελαηδούσαν.
Σε τούτονε τ’ αρχοντικό ερέχτηκα και μπήκα,
γιατί ’ναι τα δοκάρια του μηλιές και κυπαρίσσα.
Μα, ακόμη δεν το ηύρηκες το μάνταλο ν’ ανοίξεις,
να μας εδώσεις κατιτίς κι ύστερα να σφαλίξεις.
Κι εδά καληνυχτίζουμε κι εσένα πρωταφέντη,
ολοχρονίς στο σπίτι σου ο Θιός καλό να πέμπει.
Γ. Ταχιά-ταχιά είν’ αρχιμηνιά, ταχιά είν’ αρχή του χρόνου,
ταχιά είν’ όπου περπάτησε αφέντης μου στον κόσμο.
Και βγήκε και χαιρέτησε όλους τους ζευγολάτες
κι ο πρώτος που χαιρέτησε ήταν ο Αγιός Βασίλης.
– Ώρα καλή σου, βασιλιά, τι σπέρνεις την ημέρα,
με το στραβό, με το κουτσό, με το στεφανοκέρι;
– Σπέρνω κριθάρι δώδεκα και στάρι δεκαπέντε,
ταγί και ρόβι δεκαοχτώ κι από νωρίς στο στάβλο.
Μουζούρι στάρι έσπειρα κάτου στο περιγιάλι
και ωτί τ’ ανεργιαστήκανε περδίκια και λαγούδια.
– Στένω βροχάδες για λαγούς και πλάκες για περδίκια,
ούτε λαγούδια έπιασα, ούτε λαγούδια πιάνω.
Επά που καλαντρίσαμε καλά μας επληρώσαν,
πολλά να έχει τα έχη τους και τα ποδόματά τους.
Και αν έχουν και αρσενικό παιδί στη σέλα καθισμένο,
να σιέται, να λυγίζεται, να πέφτει το λογάδι,
να το μαζώνει η μάνα του, να ’χει χαρά μεγάλη.
– ’ψε, Βαΐτσα, το κερί, άψε και το λυχνάρι,
και κάτσε και ντουσούντιζε ίντα θα μας εφέρει.
Για πα και για λουκάνικο, κι απ’ αγριμιού κομμάτι,
κι από τη μαύρη όρνιθα κανένα αυγουλάκι
κι αν το ’κανε κι η γαλανή, ας είναι ζευγαράκι.
10. ΜΑΝΗΣ
Ταχιά-ταχιά είν’ αρχιμηνιά,
ταχιά είν’ αρχή τον χρόνου,
αρχή είν’ αρχή τα κάλαντα
κι αρχή τον Γεναρίου.
Μέσα κοιμάται αφέντης μας,
μαζί με την κυρά μας
και ποιος να μπει και ποιος να βγει
και ποιος να τους ξυπνήσει;
Ξύπνησε, αφέντη, ξύπνησε,
να φάμε και να πιούμε.
Αφέντη, πύργος φαίνεσαι
κι ορθός σαν κυπαρίσσι
και του ματιού σου η σαϊτιά
πύργους ξεθεμελιώνει,
πύργους και πετροπήγαδα
κι αυλές μαρμαρωμένες.
Είπαμε δα τ’ αφέντη μας,
ας πούμε της κυράς μας.
Κυρά μαρμαροτράχηλη και φεγγαρομαγούλα
και κρουσταλλίδα του νερού και πάχνη από τα χιόνια. Όπου τον έχεις τον υγιό, τον λευκοχαναχάρη,
που λούζεις και χτενίζεις τον και στο σχολειό τον στέλνεις.
Κι ο δάσκαλος τον έβαλε να του χαλαναρχίσει κι εξέπασέ του το κερί,
κι έκαψε το χαρτί του κι έκαψε και τα ρούχα του,
τα μορφογαζωμένα, κι ο δάσκαλος τον έδειρε με το χρυσό βιτσάρι.
Παίρνει τον το παράπονο, την άκρην-άκρη πάει,
στο δρόμο τον συναπαντούν οι δώδεκα Απόστολοι:
«Έλα να φας, έλα να πιεις, έλα να τραγουδήσεις».
11. ΠΟΝΤΟΥ
Αρχή κάλαντα κι αρχή του χρόνου,
κι αρχή του χρόνου, πάντα κάλαντα,
πάντα του χρόνου, πάντα του χρόνου.
Αρχή μήλον εν’ κι αρχήν κυδώνεν,
κι αρχήν κυδώνεν.
Κι αρχή βάλσαμον το μυριγμένον, το μυριγμένον.
Εμυρίστεν ατό ο κόσμος ’λέν’,
ο κόσμος ’λέν’, για μυρίστ’ ατό κι εσύ, αφέντα μ’,
καλέ μ’ αφέντα.
Ερθαν καλά παιδία είσην πόρταν
και ξαν’ σην πόρτα σ’.
’ψον το κερί σ’ κι έλα σην πόρτα σ’
κι έλα σην πόρτα σ’.
Χαμηλόπα, χα ξερά τζιρόπα,
ξερά τζιρόπα.
Χα ξερά, μαύρα, κοικκιμελόπα,
κοκκιμελόπα.
12. ΓΙΑΛΟΒΑ ΠΡΟΠΟΝΤΙΔΑΣ
Άγιος Βασίλης έρχεται Γενά- Γενάρης ξημερώνει,
Βασίλη μ’ πούθεν έρχεσαι κι απού- κι απούθε κατεβαίνεις.
Από τη μάνα μ’ έρχομαι και στο σχολειό πηγαίνω,
να πά’ να μάθω γράμματα, να πω την αλφαβήτα.
Και στο ραβδί π’ ακούμπησα, χλωρά χορτάρια βγάζει
κι απ’ κάτ’ τα χλωροβλάσταρα, περδίκια φωλιασμένα
δεν είν’ περδίκια μοναχά, ήταν και περιστέρια.
Τα περιστέρια πέταξαν, πάνε στην κρύα βρύση,
παίρνουν νερό στα νύχια τους και χιόνι στα φτερά τους,
να λούσουν τον αφέντη τους, ν’ αγιάσουν την κυρά τους.
Και εις έτη πολλά.
13. ΒΟΛΙΣΣΟΥ ΧΙΟΥ
Άνοιξε πόρτα μ’, άνοιξε, χρυσοπερατωμένη,
που σε χρυσοπεράτωσε πέρδικα πλουμισμένη.
Την καλησπέρα σού ’φερα κι έβγα να τήνε πάρεις,
με ρόδα, με τριαντάφυλλα, έλα να τήνε ράνεις.
Σ’ αυτό το σπίτι που ’ρθαμε πέτρα να μη ραγίσει
κι ο νοικοκύρης του σπιτιού χίλια χρόνια να ζήσει.
14. ΜΙΚΡΑΣ ΑΣΙΑΣ
Α. Aρχιμηνιά, κερά, κι αρχιχρονιά, κι αρχή, κι αρχή καλός μας χρόνος
και κει που βγήκε, κερά μου, ο Xριστός, τριώ- τριώ χρονώ παιδάκι
όλο τον κόσμο γύρισε σαν το καλογεράκι.
Kι εκεί που περιπάτησε χρυσή μηλίτσα βγήκε
και μες στα φύλλα της μηλιάς, δυο μήλα χρυσομήλα
όποιος τα πάρει χρύσωσε ο ήλιος της ημέρας,
το φεγγαράκι της νυχτός, που βγαίνει την εσπέρα.
Σ’ αυτά τα σπίτια τα ψηλά, τα μαρμαροκτισμένα,
που ’ναι οι πέτρες μάλαμα, το χώμα ’ναι ασήμι
και μες στη μέση του σπιτιού κοιμάτ’ Άγιος Bασίλης,
ποιος είναι άξιος κι αρκετός να πά’ τόνε ξυπνήσει.
Eγώ ’μαι άξιος κι αρκετός, να πά’ τόνε ξυπνήσω.
Δώ’ μου τε μήλα δώδεκα, κυδώνια δεκαπέντε
και μια φασκιά ανθόνερο να πά’ τόνε ξυπνήσω.
Ξύπνα, αφέντη, τσ’ αφεντιάς και μη πολυκοιμάσαι,
γιατί ο ύπνος ο πολύς μαραίνει και χαλάσε.
Σ’ αυτά τα σπίτια που ’ρθαμε τα ράφια ’ναι ξυλένια
του χρόνου σα ξανάρθουμε να ’ναι μαλαματένια.
Για σφάξετε τον πετεινό, σφάξετε και την κότα
δώ’ μας και μας τον κόπο μας να πάμε σ’ άλλη πόρτα.
Kαι εις έτη πολλά.
Β. Εις αυτό το νέον έτος, εις την πρώτη του μηνός,
ήρθα να σας χαιρετίσω, δούλος σας ο ταπεινός.
Ο Βασίλειος ο Μέγας είναι πάντα θαυμαστός
και στην οικογένειά σας, να ’ναι πάντα βοηθός.
Τα παιδιά σας στο σχολείο να τα στέλνετε συχνά,
να μαθαίνουν ιστορίες, της Ελλάδος τα καλά.
Έχω κι άλλα να σας πω, μα δεν έχω πια καιρό,
σας αφήνω καληνύχτα κι αύριο με το καλό.
15. ΑΠΕΙΡΑΝΘΟΥ ΝΑΞΟΥ
Αρχιμενιά κι αρχιχρονιά κι αρχή του Γεναρίου
κι αρχή που βγήκεν ο Χριστός στη γη να περπατήξει.
Και βγήκε και χαιρέτηξε όλοι τσι ζευγολάτες.
Καλώς τα κάνετε, γιωργοί, καλώς τα πολεμάτε,
τα χίλια σας να ’ν’ εκατό και τα ’κατό σας χίλια
και τ’ αποκοσκινίδια σας αμέτρητα λοάρι.
Σήκω κι άνοιξε την πόρτα,
που ’ρθα να σ’ τα πω σαν πρώτα.
Σήκωσ’ απάνω κι άνοιξε την πόρτα την καρένια,
του χρόνου που θέ’ να ’ρθομε να ’ναι μαλαματένια.
Άνοιξέ μας γιατί βρέχει,
παρεξήγηση δεν έχει.
Ακόμα δεν τον ηύρηκες το μάνταλο ν’ ανοίξεις,
να μας εδώσεις τα λεφτά κι ύστερα να σφαλίξεις.
Σήκω κι άνοιξε την πόρτα,
που ’ρθα να σ’ τα πω σαν πρώτα.
16. ΗΠΕΙΡΟΥ
Αρχιμηνιά, Πρωτοχρονιά, πρώτη του Γεναρίου,
που είναι του Χριστού γιορτή και του Αϊ-Βασιλείου.
Άγιος Βασίλης έρχεται από την Καισαρεία,
βαστάει πένα και χαρτί, χαρτί και καλαμάρι,
το καλαμάρι έγραφε και το χαρτί μιλούσε.
– Βασίλη, πόθεν έρχεσαι και πόθεν κατεβαίνεις;
– Από τη μάνα μ’ έρχομαι και στο σχολειό πηγαίνω.
– Βασίλη, ξέρεις γράμματα, πες μας την αλφαβήτα.
Και το ραβδί τ’ εβλάστησε και έβγαλε κλωνάρια
και πάνω στα κλωνάρια του πέρδικες κελαηδούσαν.
17. ΦΛΟΓΗΤΑ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ
Άρχιν, άρχιν τα κάλαντα κι άρχιν καλά χρόνια,
τα πουλιά λαλούν και χερολόνια πάλι κράζνε.
Άγιον Βασίλειον καλόν ζευγάρι λάμνει
καλόν εν’ αφέντη, καλόν κι ευλο(γ)ημένον.
Έχει και τα βόδια του, παραδείσου πουλίτσι,
έχει και το τσίφτσι του πανώριον παλληκάρι.
Έχει και τ’ αλέτιρι τ’ σ’ άγχου βουτημένο,
έχει και το γύνι του σ’ ασήμι κονωμένο,
έχει και το βέρκενι τ’ κιπριγιού καλέμι,
έχει και τα ζεύγολα τ’ κουκιά μαργαριτάρια,
έχει και τα ζεύγολα τ’ ξανά κλωστιά μετάξια,
καλόν εν’ αφέντη, καλόν κι ευλο(γ)ημένον.
Σον ξερόν τον πέτρα έσπειρα πολύ φακουδίτσι,
δώκεν ο Θεός κι εγένεν, εγένεν παρουρίτσι,
ήρθεν ’να πουλίτισι το ’κα τσάκωσα το κ(ου)ίτσι τ’,
ήρθεν μαυρομάνα, κλαίγ’ και καμουρίτσει,
ήρθεν μαυροκάκα, κλαίγ’ και καμουρίτσει.
Άκου τα, μανίτσα μ’, αν κείσαι κι αν κοιμάσαι,
άρι το καλέρι σου και σέβα στο κελάρι,
σέβα στο κελάρι σ’ και φώτ’σε το φενέρι σ’,
φώτ’σε το φενέρ μας κι όλην τη γενιά μας,
φώτ’σε το φενέρ μας κι ας ’σε φωτισταίος.
Και του χρόνου.
18. ΦΑΡΑΣΑ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ
Άστρον ανεφάνεις, Βασίλειε εν τη Καισαρεία μητρόπολη.
Βασίλειος ο Μέγας αρχιερεύς, όλον τούτον κόσμον εφώτισεν.
Ιουλιανός ο Παραβάτης θέλει να απέλθεις Καισάρεια.
Τρεις άρτους λαμβάνει στας χείρας του και συναπαντά τον τύραννον.
Όταν είδε τα δώρα σμικρότατα, άγριον εφτύσας ο τύραννος,
χόρτον να στέργεις τον άγιον και καταλαμβάνει Καισάρεια.
Σύνοδον επήγεν ο άγιος, όρος του Διδύμου κατέλαβεν.
Εύρεν την αγνήν Θεομήτορα, μέσον του ναού εισερχόμενος.
Και ανακαλεί τον Μερκούριον, τον από ετών κατακείμενον.
Σύνοδον επήγεν Βασίλειος, τιμαλφή χρουσία συνέλεξεν,
ίνα την οδόν η βουλίαν του, επιστρέφοντος, κατακλίσομε.
Βασίλειε, λάβε τα αυτούσια χρήματα ημών και αργύρια.
Δος το φυλαργύρω τω άρχοντι και σώσον ημάς και Καισάρεια.
Έχω να σε χαρίσω εχρούσια, έχω να σε χαρίσω αργύρια.
Μα, εγώ τι θέλω τα χρούσια, μα τι ποιήσω τα αργύρια;
Δος ημίν τα φώτα τα κάλαντα, ίνα και ημείς αγαλλόμεθα.
Γράφει και διαβάζει ονόματα όλων των πιστών ο Βασίλειος.
(Επωδός) Άγιε Βασίλειε όσιε, φύλαξον και σώσον την ποίμνην σου.
19. ΜΙΚΡΑΣ ΑΣΙΑΣ (ΜΕΛΙ)
Βασίλης βό- βόσκει πρόβατα,
Βασί- Βασίλης βόσκει γίδια,
στο ’να μαντρί, μαντρί τυροκομά,
στ’ άλλο, στ’ άλλο στερφοχωρίζει,
στ’ άλλο κινεί το τσίρο του, να μην πνιγούν τ’ αρνιά του.
Κλέφτες τον απαντήσανε, σαράντα Σαϊμτζήδες.
– Βασίλη, δέσε τα σκυλιά, να μη μας χαραμίσουν.
– Πώς να τα δέσω τα σκυλιά, που είστε χαραμτζήδες και μένα θα σκοτώσετε να πάρετε τα γίδια;
– Στην πίστη μας, στον λόγο μας, Βασίλη, στ’ άρματα μας.
Πιάνει και δένει τα σκυλιά με δεκαοκτώ αλυσίδες.
Δένει τη σκύλα την κακιά και την ανθρωποφάγα και το τρεμoλοκούλουκο με δεκαοχτώ αλυσίδες, παίρνει και πά’ και δένει τα σ’ ένα ξερό πηγάδι.
Οι κλέφτες τον συλλάβανε, πισθάγκωνα τον δένουν.
– Βασίλη, πού ’ναι τα χρυσά και πού ’ναι τα φλουριά σου;
– Τα πρόβατα, τα κτήματα, τα γίδια, τα φλουριά μου.
Περικαλώ σας, βρε παιδιά, περικαλιά μεγάλη,
για λύστε μου το χέρι μου, να παίξω το παγιαύλι,
ν’ αφήκω γεια στα πρόβατα και γεια εις τα καλά μου
και γεροσύνη και χαρά ν’ αφήκω στα παιδιά μου.
Και το παγιαύλι ήλεγε ανθρώπινη μιλίτσα.
– Για λύσου, σκύλα τζουβεργκιά και συ ανθρωποφάγα,
και συ τρεμηλοκούλουκο, σπάσε τις αλυσίδες.
Και λύσαν όλα τα σκυλιά και τους εχαραμίσαν.
20. ΘΡΑΚΗΣ
Α. Π’ αυγινικό κι αν βγήκαμι σ’ αρχουντικό θα πάμι,
να πούμι στουν αφέντη μας τουν πουλυχρουνιμένου,
που ’χει τα σπίτια τα ψηλά μι τα ψηλά παρμάκια,
απού ’χει τις τρανές αυλές, τις μαρμαρουστρουμένις.
Άνοιξι, πόρτα μ’ άνοιξι, άνοιξι καναρένια,
έχου δυο λόγια να σι πω κι κείνα ζαχαρένια.
Άγιους Bασίλης έρχιτι απού την Kισαρεία,
βαστάει πένα κι χαρτί, χαρτί κι καλαμάρι.
Bασίλη μ’, πούθι έρχισι κι απούθι κατιβαίνεις;
Aπό τη μάνα μ’ έρχομαι και στο σχολειό πηγαίνω.
Kάτσι να φας, κάτσι να πιεις, κάτσι να τραγουδήσεις.
Eγώ τραγούδια δεν ξέρω, ξέρω την αλφαβήτα.
Στην πατιρίτσα ’κούμπησι κι απόλυκι κλουνάρια,
κλουνάρια χρυσουκλώναρα κι φύλλ’ απού τα δέντρα.
Σ’ αυτό του σπίτι τ’ αψηλό πέτρα να μη ραγίσει
κι ου νοικουκύρης του σπιτιού χίλια χρόνια να ζήσει.
Eσφάξαμι τουν πιτεινό κι αφήσαμι την κότα,
δώσ’ μας, κυρά μας, του μπαξί σ’, να πάμι σ’ άλλη πόρτα.
Άντι κι του χρόν’.
Β. Σούρβα-σούρβα, γιρό κουρμί
γιρό κουρμί, γιρό σταυρί
σαν ασήμι, σαν κρανιά
κι του χρόν’ ούλ’ γιροί,
ούλ’ γιροί καλόκαρδοι.
Σούρβα-σούρβα για χαρά
για σταφίδις, για παρά
για καρύδις, για μπαντέμια
για ένα ξυλουκέρατου.
21. ΑΣΤΥΠΑΛΑΙΑΣ
Πάλιν ακούσετ’, άρχοντες, πάλι να σας ειπώμεν
ότι και αύριον εστί ανάγκη να χαρώμεν
και να πανηγυρίσωμεν περιτομήν Kυρίου
και εορτήν χαρμόσυνον Mεγάλου Bασιλείου.
Aνοίξατέ μας, άρχοντες, διά να μας δεχθείτε
και τα ξενιτεμένα σας ευχόμαστε να δείτε,
γλυκειά φωνή να έχετε μέσα στο νέο χρόνο,
να τον δεχθείτε σπίτι σας χωρίς καημό και πόνο.
Aν έχεις κόρη όμορφη, βάλτε την να κεράσει,
να της φχηστούμε με καλό να ζήσει, να γεράσει.

ΕΟΡΤΗ ΤΗΣ ΟΣΙΑΣ ΜΕΛΑΝΗΣ ΤΗΣ ΡΩΜΑΙΑΣ



Τη μνήμη της τιμά σήμερα, , η μας.

Η Οσία Μελάνη η Ρωμαία έζησε στα χρόνια που βασιλιάς ήταν ο Ονώριος. Οι γονείς της, ήταν ευγενείς και πλούσιοι, την πάντρεψαν σε μικρή ηλικία και απέκτησε δύο παιδιά. Όμως μεγάλες δοκιμασίες και πίκρες την περίμεναν. Την μητρική της καρδιά σπάραξε ο θάνατος των δύο παιδιών της.

Μετά από λίγο και εντελώς ξαφνικά, πέθανε ο σύζυγος της. Και σαν να μην έφταναν όλα αυτα, χάνει και τους γονείς της. Οι στιγμές που περνά είναι πολύ δύσκολες. Ποιος θα την παρηγορήσει; Μα ποιος άλλος;
Ο Λόγος του Θεού, που λέει: «Τη έλπίδι χαίροντες, τη θλίψει υπομένοντες, τη προσευχή προσκαρτερουντες» (Προς Ρωμαίους, ιθ’ 12).
Δηλαδή, η ακλόνητη ελπίδα σας στα μέλλοντα αγαθά, να σας γεμίζει χαρά και να σας ενισχύει για να δείχνετε υπομονή στη θλίψη.
Και να επιμένετε στην προσευχή, συνεχίζει ο Λόγος του Θεού, από την οποία θα λαμβάνετε σπουδαία βοήθεια στις δύσκολες περιστάσεις της ζωής σας. Έτσι, και η Μελάνη, αδιάφορη για τις κοσμικές απολαύσεις, πήγε σε ένα εξοχικό της κτήμα, όπου αφοσιώθηκε στη μελέτη και την προσευχή.
Εκεί επίσης καλλιγραφούσε Ιερά βιβλία και τα έδινε να τα διαβάζουν οι πιστοί. Διέθεσε όλη της την περιουσία για την ανακούφιση των φτωχών και των ασθενών. Και αφού επισκέφτηκε πολλλά μέρη βοηθώντας τους πάσχοντες, κατέληξε στην Ιερουσαλήμ, όπου και παρέδωσε τη ψυχή της στο Κύριο, άρρωστη από πλευρίτιδα. Εύχομαι χρόνια πολλά και ευάρεστα στο Θεό !!!
Απολυτίκιο:
Οσίως ανύσασα, των αρετών την οδόν, τω Λόγω νενύμφευσαι, ω Ανυσία σεμνή, και χαίρουσα ήθλησας, αίγλη δε απαθείας, λαμπρυνθείσα Μελάνη, ήστραψας εν τω κόσμω, αρετών λαμπηδόνας, και νυν ημίν ιλεούσθε, Χριστόν τον Κύριον.

Παρασκευή 30 Δεκεμβρίου 2016

Η ΕΥΡΩΠΗ ΕΙΝΑΙ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΚΑΙ Ο ΧΡΙΣΤΟΣ Η ΖΩΗ(ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΒΕΛΙΜΙΡΟΒΙΤΣ)


Αποτέλεσμα εικόνας για Η Ευρώπη είναι ο θάνατος και ο Χριστός η ζωή

Πού το σκοτάδι είναι πιο βαθύ; Εκεί που λάμπει το πιο μεγάλο φως, και ύστερα σβήνει. Σε μία πλατεία, που φωτίζεται με εκατοντάδες χιλιάδες λάμπες, τη στιγμή που σβήνουν όλες οι λάμπες, τότε το σκοτάδι είναι πιο βαθύ. Πότε το σκοτάδι είναι βαθύ;
Τη νύχτα λίγο πριν ξημερώσει. Αδελφοί μου, στην εποχή μας αντικρίσαμε μία πλατεία που φωτιζόταν με εκατοντάδες χιλιάδες λάμπες, τόσο φωτεινή που συναγωνιζόταν το φως του ήλιου. Όταν όμως οι λάμπες έσβησαν, αντικρίσαμε μία πλατεία χωρίς φως, τόσο σκοτεινή σαν τη φωλιά του τυφλοπόντικα κάτω από τη γη. Αυτή η πλατεία στο χάρτη του κόσμου έχει το όνομα Ευρώπη. Ποια είναι η Ευρώπη; Ευρώπη είναι η απληστία και η ευφυΐα. Και τα δύο είναι ανθρώπινα χαρακτηριστικά. Και η απληστία και η εξυπνάδα. Και τα δύο είναι προσωποποιημένα στα πρόσωπα του πάπα και του Λούθηρου. Ποια λοιπόν είναι η Ευρώπη;
Ευρώπη είναι ο πάπας και ο Λούθηρος, η κορεσμένη δηλαδή ανθρώπινη απληστία και ο ικανοποιημένος μέχρι έσχατου βαθμού ανθρώπινος νους. Ο πάπας είναι το συνώνυμο της ανθρώπινης απληστίας για εξουσία. Ο Λούθηρος είναι το συνώνυμο της ανθρώπινης θέλησης να ερμηνεύσει, εξηγήσει τα πάντα με τη λογική. Ο πάπας παρουσιάζεται σαν κυβερνήτης αυτού του κόσμου και ο Λούθηρος παρουσιάζεται σαν ο επιστήμονας αυτού του κόσμου. Αυτοί οι δύο είναι η Ευρώπη με δύο λόγια, και σύμφωνα με την ιστορία έως τώρα.
Ο ένας έριξε την ανθρωπότητα στη φωτιά και ο άλλος στο νερό. Και οι δύο μαζί σημαίνουν απομάκρυνση του ανθρώπου από το Θεό. Σημαίνουν άρνηση της πίστης και άρνηση της Εκκλησίας του Χριστού.
Δια μέσου αυτών των δύο επιδρά αρνητικά εδώ και αιώνες το πνεύμα του κακού στο σώμα της Ευρώπης.
Ποιος όμως μπορεί να διώξει αυτό το πνεύμα του κακού από την Ευρώπη; Κανείς, εκτός από Εκείνον, το όνομα του οποίου γράφεται με κεφαλαίο γράμμα. Αυτός που στην ιστορία του ανθρώπου υπήρξε ο μοναδικός εξορκιστής δαιμόνων. Υποψιάζεστε ποιον εννοώ; Εννοώ τον Κύριο ημών Ιησού Χριστό, τον Μεσσία και Σωτήρα του κόσμου, τον Υιό της Παρθένου, τον Σταυρωθέντα από τους ανθρώπους και Αναστηθέντα από τον Θεό, τον Δοξασμένο από τους αγγέλους, Αυτόν που οι πρόγονοί μας πίστεψαν και προσκύνησαν.
Μέχρι τότε που η Ευρώπη προσκυνούσε τον Χριστό ως τον Ήλιο της Δικαιοσύνης, και μέχρι την στιγμή που η Ευρώπη σεβόταν τους δικούς Του αποστόλους, μάρτυρες, αγίους, και αμέτρητους χριστιανούς, ομοίαζε με πλατεία φωτισμένη με εκατοντάδες χιλιάδες φώτα.
Όταν όμως η ανθρώπινη απληστία και ευφυΐα κυρίεψαν την Ευρώπη, τότε εκείνη απομακρύνθηκε από τον Χριστό. Τότε τα φώτα της πλατείας έσβησαν μπροστά στα μάτια όλων των ανθρώπων και έπεσε βαθύ σκοτάδι. Επικράτησε το σκοτάδι που επικρατεί στην φωλιά του τυφλοπόντικα… Εξαιτίας της απληστίας κάθε λαός και κάθε άνθρωπος, μιμούμενος τον πάπα, άρχισε να αναζητά την εξουσία, την απόλαυση, την δόξα. Εξαιτίας της ανθρώπινης ευφυΐας κάθε λαός και κάθε άνθρωπος θεώρησε πως αυτός είναι πιο έξυπνος από τους άλλους και πως έχει πετύχει πολύ περισσότερα από τους υπόλοιπους λαούς.
Πώς λοιπόν να μην αρχίσουν πόλεμοι ανάμεσα στους ανθρώπους; Πώς να μην επικρατήσει η τρέλα και η λύσσα; Πώς να μην υπάρξουν αρρώστιες, ξηρασίες, να μην ξεσπάσουν πλημμύρες;
Όλα αυτά έπρεπε να γίνουν, για να βγει το πύο από την μολυσμένη πληγή. Ο παπισμός χρησιμοποίησε την πολιτική, επειδή μόνο με αυτόν τον τρόπο μπορούσε να αποκτήσει εξουσία. Ο λουθηρανισμός χρησιμοποίησε τη φιλοσοφία και την επιστήμη, επειδή νόμισε πως με αυτό τον τρόπο θα κερδίσει τον ανθρώπινο νου. Έτσι όμως ξεκίνησε η απληστία να πολεμά με το νου και ο νους ξεκίνησε να πολεμά με την απληστία.
Η νέα Βαβυλώνα, αυτή είναι η Ευρώπη.
Στην εποχή μας ξεσηκώθηκαν οι νέες γενιές της Ευρώπης και πάντρεψαν την απληστία με την ευφυΐα. Το αποτέλεσμα του γάμου αυτού ήταν η αθεΐα. Έτσι στην συνέχεια αρνήθηκαν τον πάπα και τον Λούθηρο. Τώρα κανείς δεν κρύβει την απληστία του και όλοι κολακεύουν την ανθρώπινη λογική. Η ανθρώπινη απληστία και η ανθρώπινη ευφυΐα είναι συζευγμένα στην εποχή μας. Από τη μεταξύ τους σύζευξη δημιουργήθηκε ένας γάμος, ο οποίος δεν είναι ούτε καθολικός ούτε λουθηρανικός, αλλά είναι ολοφάνερα, δημόσια σατανικός.
Η σημερινή Ευρώπη δεν είναι πια ούτε παπική, ούτε λουθηρανική. Είναι πια κάτι μακριά από τα παραπάνω… Η Ευρώπη είναι πλέον κοσμική και δεν έχει πλέον τη βούληση να ανεβεί στον ουρανό. Δεν επιθυμεί να ανυψωθεί ούτε με το διαβατήριο του αλάνθαστου πάπα ούτε επιθυμεί να ανυψωθεί με την κλίμακα της ανθρώπινης λογικής των Προτεσταντών. Γενικότερα αρνείται να ταξιδέψει από αυτόν τον κόσμο. Επιθυμεί να παραμείνει σ’ αυτόν τον κόσμο. Θέλει ο τάφος της να είναι εκεί που είναι το λίκνο της. Δεν γνωρίζει τίποτε για τον κόσμο. Δεν αισθάνεται την ουράνια οσμή. Δεν βλέπει στα όνειρά της αγγέλους και αγίους. Δεν επιθυμεί να ακούσει για την Παναγία. Η ακολασία της δυναμώνει το μίσος της για την παρθενία.
Όλες οι λάμπες στην πλατεία έσβησαν. Τι φοβερό σκοτάδι! Ο αδελφός βάζει το μαχαίρι στο στήθος του αδελφού θεωρώντας τον εχθρό του. Αρνιέται ο πατέρας τον γιο του και ο γιος αρνιέται τον πατέρα. Ο λύκος στον λύκο είναι πιο πιστός φίλος απ’ ό,τι είναι ο άνθρωπος στον άνθρωπο.
Αδελφοί μου, δεν το βλέπετε όλοι; Δεν αισθανόσαστε το σκοτάδι και το έγκλημα της αντιχριστιανικής Ευρώπης; Τι λοιπόν επιθυμείτε; Να είστε με το μέρος της Ευρώπης ή με το μέρος του Χριστού; Επιθυμείτε να είστε με το θάνατο ή με τη ζωή; Αναρωτιέστε; Αποφασίστε. Ή θάνατος ή ζωή. Αυτή την ερώτηση έθεσε ο Μωϋσής στον λαό του (Δευτ. 30:15-20). Εμείς την θέτουμε σε σας. Καλό είναι να θυμόσαστε πως η Ευρώπη είναι ο θάνατος και ο Χριστός η ζωή. Επιλέξτε την ζωή, για να ζήσετε και για να κερδίσετε την αιώνια βασιλεία. Αμήν.

ΤΟ ΝΕΟ ΕΤΟΣ

Αλέξανδρου Σμέμαν
Είναι παλιό το έθιμο: την παραμονή του Νέου Έτους, όταν το ρολόι κτυπήσει μεσάνυχτα, σκεφτόμαστε τις επιθυμίες μας για το νέο έτος και προσπαθούμε να εισέλθουμε στο άγνωστο μέλλον μ’ ένα όνειρο, προσδοκώντας ταυτόχρονα την εκπλήρωση κάποιας αγαπητής μας επιθυμίας. Σήμερα, για άλλη μια φορά βρισκόμαστε μπροστά σ’ ένα νέο έτος.Τι επιθυμούμε για τους ίδιους, για τους άλλους, για τον καθένα; Ποιο είναι το τέλος όλων μας των ελπίδων; Η απάντηση είναι μονίμως η ίδια αιώνια λέξη: ευτυχία. Ευτυχές το Νέο Έτος! Ευτυχία για το Νέο Έτος! Η ιδιαίτερη ευτυχία που επιθυμούμε είναι φυσικά διαφορετική και προσωπική για τον καθένα, αλλά όλοι μας μετέχουμε στην κοινή πίστη πως αυτό το έτος η ευτυχία θα μάς πλησιάσει, πως μπορούμε να ελπίσουμε σ’ αυτή με προσδοκία.
Πότε όμως είναι κάποιος αληθινά ευτυχισμένος; Μετά από αιώνες εμπειρίας και γνώσης σχετικά με τον άνθρωπο, δεν μπορούμε πλέον να εξισώσουμε την ευτυχία με οποιοδήποτε εξωτερικό γνώρισμα, π.χ. χρήματα, υγεία, επιτυχία κλπ. Γνωρίζουμε πως τίποτε απ’ όλα αυτά δεν ανταποκρίνεται πλήρως σ’ αυτή τη μυστηριώδη και πάντοτε φευγαλέα έννοια της ευτυχίας. Είναι σαφές πως η φυσική άνεση φέρνει ευτυχία, αλλά και άγχος. Η επιτυχία φέρνει ευτυχία, αλλά και φόβο. Είναι εκπληκτικό πως όσο περισσότερη εξωτερική ευτυχία διαθέτουμε, τόσο περισσότερο εύθραυστη γίνεται και πιο ατίθασος ο φόβος πως θα τη χάσουμε και θα μείνουμε με άδεια χέρια. Πιθανώς αυτός είναι και ο λόγος που ευχόμαστε ο ένας στον άλλο «μια νέα ευτυχία» για το Νέο Έτος. Η «παλιά» ευτυχία ποτέ δεν πραγματοποιήθηκε, κάτι πάντοτε έλειπε. Τώρα όμως ατενίζουμε ξανά μπροστά μας με μια ευχή, ένα όνειρο, μια ελπίδα…
Χριστέ και Παναγία! Το ευαγγέλιο πριν από πάρα πολύ καιρό είχε καταγράψει την ιστορία ενός ανθρώπου που πλούτισε, έκτισε καινούριες αποθήκες για να αποθηκεύσει τα αγαθά του, και αποφάσισε πως πλέον είχε όλα τα αναγκαία που εγγυώντο την ευτυχία του! Είχε άνεση και μέσα. Εκείνη όμως τη νύχτα άκουσε: «άφρων, ταύτη τη νυκτί την ψυχήν σου απαιτούσιν από σου, α δε ητοίμασας τίνι έσται;» (Λουκ. 12, 20). Η σταδιακή συνειδητοποίηση ότι τίποτε δεν μπορεί να κρατηθεί, πως μπροστά μας βρίσκεται ο αναπόφευκτος θάνατος και η φθορά, είναι το δηλητήριο που δηλητηριάζει τη μικρή και περιορισμένη ευτυχία που διαθέτουμε. Αυτός είναι σίγουρα και ο λόγος για τη συνήθεια που έχουμε να κάνουμε τέτοιο σαματά και θόρυβο, φωνάζοντας και γελώντας, καθώς το ρολόι κτυπάει δώδεκα την παραμονή του Νέου Έτους. Φοβούμαστε να μείνουμε μόνοι και σιωπηλοί, καθώς το ρολόι κτυπάει σαν την ανελέητη φωνή της μοίρας: πρώτο κτύπημα, δεύτερο, τρίτο και συνεχίζει, τόσο αδυσώπητα, ομοιόμορφα, τόσο τρομακτικά μέχρι τέλους. Τίποτε δεν μπορεί να το αλλάξει, τίποτε να το σταματήσει.
Έτσι έχουμε δύο πολύ βαθείς και ακατάλυτους άξονες της ανθρώπινης συνείδησης: φόβος και ευτυχία, εφιάλτης και όνειρο. Η καινούρια ευτυχία που ονειρευόμαστε την παραμονή του Νέου Έτους θα μπορέσει τελικά να ηρεμήσει, να σκορπίσει και να κατανικήσει το φόβο; Ονειρευόμαστε μια ευτυχία στην οποία να μην παραμονεύει ο φόβος βαθιά μέσα της, ένας φόβος από τον οποίο προσπαθούμε πάντοτε να προφυλαχθούμε, πίνοντας, ή με το να είμαστε συνεχώς απασχολημένοι, περιβαλλόμενοι από θόρυβο. Η σιγή όμως αυτού του φόβου είναι ισχυρότερη από κάθε άλλο θόρυβο. «Άφρων»! Μάλιστα, το αθάνατο όνειρο της ευτυχίας είναι εκ φύσεως ανόητο σ’ έναν κόσμο μολυσμένο από φόβο και το θάνατο. Ακόμη και στις ανώτερες στιγμές του ανθρώπινου πολιτισμού, οι άνθρωποι το γνωρίζουν καλά. Μπορούμε να νιώσουμε τη θλίψη και τη θλιβερή αλήθεια πίσω από τα λόγια του μεγάλου ποιητή Αλέξανδρου Πούσκιν, που τόσο πολύ αγαπούσε τη ζωή, όταν έγραφε: «Δεν υπάρχει ευτυχία στον κόσμο». Όντως, μια βαθιά θλίψη διαπερνά κάθε γνήσια τέχνη. Μόνο χαμηλά, στον πάτο του ανθρώπινου πολιτισμού, τα πλήθη ξετρελαίνονται με το θόρυβο και τις φωνές, ως εάν ο θόρυβος και τα θορυβώδη πάρτυ θα μπορούσαν να φέρουν την ευτυχία.
«Εν αυτώ ζωή ην, και η ζωή ην το φως των ανθρώπων, και το φως εν τη σκοτία φαίνει, και η σκοτία αυτό ου κατέλαβεν» (Ιωάν. 1,4-5). Αυτό που υπονοεί αυτή η φράση είναι πως το φως δεν μπορεί να καταποθεί από τον φόβο και το άγχος, δεν μπορεί να σκορπισθεί από τη λύπη και την απελπισία. Να μπορούσαν οι άνθρωποι, σ’ αυτή, σ’ αυτή τη μάταιη δίψα για στιγμιαία ευτυχία, να έβρισκαν μέσα τους τη δύναμη να σταματήσουν, να σκεφτούν, να ατενίσουν τα βάθη της ζωής! Να μπορούσαν να ακούσουν τα λόγια, τη φωνή που τους καλεί αιώνια μέσα σ’ αυτά τα βάθη. Ας γνώριζαν μόνο τι είναι αληθινή ευτυχία. «Την χαράν υμών ουδείς αίρει αφ’ υμών» (Ιωάν. 16, 22). Δεν είναι αυτό που ονειρευόμαστε όταν το ρολόι κτυπήσει μεσάνυκτα; Τη χαρά που κανείς δεν μπορεί να αφαιρέσει. Πόσο σπάνια όμως φτάνουμε σε τέτοια βάθη! Πόσο τα φοβόμαστε για κάποιο λόγο και τα παραμερίζουμε: «Όχι σήμερα, αλλά αύριο, ή μεθαύριο, θα στρέψω την προσοχή στα ουσιώδη και αιώνια, μόνο, όχι σήμερα. υπάρχει καιρός».
Ο καιρός όμως στην πραγματικότητα είναι τόσο λίγος. Μόνο στιγμές περνούν πριν το βέλος του χρόνου σφυρίξει πετώντας προς το μοιραίο στόχο. Γιατί καθυστερούμε; Επειδή ακριβώς εδώ, ανάμεσά μας, δίπλα μας, στέκεται Κάποιος: «ιδού έστηκα επί την θύραν και κρούω» (Αποκ. 3, 20). Αν μόνο παραμερίζαμε το φόβο μας και Τον κοιτάζαμε, θα βλέπαμε ένα τέτοιο μια τέτοια χαρά, και μια τέτοια περίσσεια ζωής, που σίγουρα θα καταλαβαίναμε το νόημα αυτής της φευγαλέας και μυστηριώδους λέξης «ευτυχία».

Ο ΦΤΩΧΟΤΕΡΟΣ ΚΑΙ Ο ΠΛΟΥΣΙΟΤΕΡΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ


Πολλές φορές, ο φτωχότερος που δεν έχει τίποτα πάνω στη γη, αλλά διακονεί τον , πολλές φορές αυτός ο άνθρωπος, είναι πιό πλούσιος ακόμα και από τους πλουσιότερους ανθρώπους του κόσμου.

Ο πλούτος του είναι η Θεία Χάρη, η καθαρότητα της καρδιάς, η αγάπη και η συμπάθεια για τους πεινασμένους και δυστυχισμένους αδελφούς του.
Αλλά πρώτ’ απ’ όλα ο πλούτος τους είναι η θερμή αγάπη του Θεού, του Σωτήρα μας Ιησού Χριστού… Για τον Θεό τα πάντα είναι δυνατά.
Αυτός μπορεί να στερήσει των πνευματικών αγαθών τους σκληρόκαρδους και άσπλαχνους πλούσιους ανθρώπους.
Και μπορεί να δώσει την μεγαλύτερη χαρά εν Κυρίω στους πιό φτωχούς και τους πιό περιφρονημένους ανθρώπους, που πεθαίνουν της πείνας.

ΑΓΙΟΣ ΙΟΥΣΤΙΝΟΣ ΠΟΠΟΒΙΤΣ:Ο ΧΡΟΝΟΣ ΚΑΙ Ο ΧΩΡΟΣ ΧΩΡΙΣ ΧΡΙΣΤΟ ΕΙΝΑΙ ΤΡΟΜΑΚΤΙΚΑ ΦΟΡΤΙΑ!


Όταν από τον χρόνο αφαιρεθεί η αμαρτία και ο , τότε ο χρόνος γίνεται ένα θαυμάσιο προοίμιο στη θεία αιωνιότητα, μία εξοχή εισαγωγή στη θεανθρωπότητα, σύμφωνα με τον παναληθινό λόγο του Αιωνίου, του Θεανθρώπου:

«Ο πιστεύων εις εμέ έχει ζωήν αιώνιον»(Ίωάν. 6,47).

Η πικρία του χρόνου προέρχεται από τον θάνατο και την • και γίνεται γλυκύς ο χρόνος με την αθανασία και την αναμαρτησία. Χωρίς τον , τον Μόνο Παντοδύναμο, ο χρόνος είναι ένα βαρύ φορτίο.
Μαζί Του γίνεται ελαφρό.
Άλλα και ο παράδοξος δίδυμος αδελφός του χρόνου, ο χώρος, με ότι περικλείει μέσα του, και αυτός με όλο το βάρος του πιέζει και συντρίβει τον άνθρωπο.
Φοβερό λοιπόν και τρομακτικό είναι το φορτίο του άνθρωπου• βαρύς και ακανθώδης ο ζυγός του.
Μόνον με τη βοήθεια του πανάγαθου και παντοδυνάμου Θεανθρώπου ο ζυγός αυτός γίνεται «χρηστός» και το φορτίο «ελαφρόν».
Κατά τον αληθινό λόγο της Αλήθειας: «Ο ζυγός μου χρηστός και το φορτίον μου ελαφρόν εστί»(Ματθ. 11,30).

Πέμπτη 29 Δεκεμβρίου 2016

ΤΩΝ ΑΦΑΝΩΝ ΑΓΙΩΝ ΤΗΣ ΖΩΗΣ...


Αποτέλεσμα εικόνας για ασκητες στον κόσμο

Στα μελαγχολικά φώτα των πολυκατοικιών, στα νοσοκομεία και φυλακές, στους δρόμους και τις ρίμες της ζωής, στα αζήτητα και το περιθώριο υπάρχουν άγιες ψυχές, που ομολογούν Χριστό.
Αυτούς δεν θα τους ανακηρύξει ποτέ κανείς. Έλεγαν οι παλιοί αγιορείτες, «ε.. παιδί μου, υπάρχουν πολλοί άγιοι αφανείς, που δεν τους ξέρει κανείς μονάχα ο Θεός και θα τους εμφανίσει σε δύσκολες εποχές και μέρες…». Κανείς μας δεν μπορεί να πει στο Θεό σε πια ανθρώπινη καρδιά θα αναπαυθεί. Είναι απόλυτα δική του επιλογή. Γι αυτό και στην Βασιλεία Του θα βρεθούμε προ εκπλήξεων. Αυτός γνωρίζει τα παιδιά του, τις ψυχές που λάμπουν μόνο εκείνος ξέρει να διακρίνει.
Όπως εκείνη του νεωκόρου, από μία ενορία των Αθηνών, που μόλις τελείωνε η Θεία Λειτουργία έτρεχε στα φαρμακεία πότε να του δώσουν και άλλοτε να αγοράσει με τον πενιχρό του μισθό φάρμακα, ώστε να τα μοιράσει σε σπίτια και νοσοκομεία. Έλιωσε τα πόδια του στην αγάπη. Άγιασε η καρδιά του.
Να θυμηθούμε την γλυκιά μου Σιμόν Βέιλ που πέθανε 33 ετών κοπέλα, από ασιτία στα μέσα του β΄παγκοσμίου πολέμου, αρνούμενη να φάει θέλοντας με τον τρόπο αυτό να συμμετάσχει στην πείνα του δοκιμαζόμενου λαού.
Εκείνη την πανέμορφη κοπέλα σε νοσοκομείο της Θεσσαλονίκης, που υπέφερε από καρκίνο κι’ όμως, μέσα στην οδύνη των χημοθεραπειών, δεν σταμάτησε να ψελλίζει, «Δόξα σοι ο Θεός, δόξα σοι ο Θεός…..».
Ο ταπεινός αγρότης από την Κρήτη, που αγόγγυστα φρόντιζε, έλουζε, περιποιούνταν και τραγουδούσε στην κατάκοιτη γυναίκα του.
Η μητέρα εκείνη που χώρισε και μόνη της μεγάλωσε τέσσερα παιδιά. Προσευχόταν και έλεγε «Χριστέ μου κράτα με, να τα μεγαλώσω, βάστα με να τα καταφέρω». «Πάτερ», μου έλεγε, «δεν είχαμε να φάμε. Στο σκοτάδι ζούσαμε στην αρχή. Ρεύμα δεν είχα, κι όμως δεν έδωσα το κορμί και την ψυχή μου στον διάολο. Ο Θεός με φώτισε και έμαθα να ράβω. Με την βελόνα και καθαρίζοντας σπίτια μεγάλωσα και πάντρεψα όλα τα παιδιά μου. Δεν με άφησε ο Θεός. Μου έστειλε ευλογία και έδινα και σε άλλους που είχαν ανάγκη. Γιατί είχα νιώσει τι θα πει πείνα».
Η γριά πλύστρα που ανάγκασε τον Εβραίο νομπελίστα συγγραφέα Σίνγκερ να πει, ότι δεν θα είχε νόημα ο παράδεισος δίχως αυτήν την Πλύστρα.
Την Αγία Μαρία Σκόμπτσοβα των Παρισίων, που θα συλληφθεί από τις Ναζιστικές φασιστικές δυνάμεις και αφού θα οδηγηθεί σε στρατόπεδο συγκέντρωσης ζώντας σε σκληρές δοκιμασίες και απάνθρωπες συνθήκες, στο τέλος θα οδηγηθεί σε θάλαμο αερίων Μεγάλο Σάββατο του 1945, στο Ravensbrück, επιλέγοντας να πάρει τη θέση μιας καταδικασμένης Εβραίας μητέρας.
Και σαφέστατα τόσοι άλλοι, ανώνυμοι και αφανείς «άγιοι» της καθημερινότητας, που αγάπησα και φανέρωσαν τον Χριστό στην ζωή της βιοπάλης. Γιατί οι «άγιοι» δεν είναι απαραίτητο να φοράνε πάντα ράσο. Μπορεί να ντύνονται με μπλου τζιν ή φούστα πλισέ. Ένα μονάχα είναι βέβαιο, ότι πάντες στάθηκαν γυμνοί από κάθε εξουσία μπροστά στο Θεό και τον άνθρωπο και έλιωσαν την ζωής τους στην αγάπη. Άλλωστε τι νόημα θα είχε ο παράδεισος χωρίς όλους αυτούς;
π.λίβυος,

ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ:ΩΡΑ ΜΗΔΕΝ!-ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ ΓΙΑ ΤΑ ΔΙΑΖΥΓΙΑ

1. Μιλᾶμε γιά τήν εὐλογία τῆς συζυγίας – ὅ,τι ὁ Θεός ἀπαρχῆς εὐλόγησε καί θέλησε γιά τόν ἄνθρωπο -, μιλᾶμε γιά τήν εὐλογία τῆς οἰκογένειας. ᾽Αλλά δυστυχῶς μιλᾶμε παράλληλα καί γιά τήν τραγωδία τοῦ διαζυγίου: τῆς διάσπασης τῆς συζυγικῆς σχέσης πού ὁ Θεός ἔχει εὐλογήσει.
Καί δέν πρόκειται γιά κάτι ἁπλῶς περιθωριακό, γιά κάτι πού κ α ί  αὐτό ὑφίσταται, ἀλλά γιά κάτι πού ἤδη ἔχει πάρει τήν πρωτιά. Στατιστικά πιά διαπιστώνουμε ὅτι τά διαζύγια ξεπερνοῦν τούς γάμους, τόσο πού σκέφτεται κανείς ὅτι πολλοί νέοι μας παντρεύονται μέ σκοπό νά χωρίσουν. ῎Ισα νά ἔχουν καί τήν ἐμπειρία τοῦ γάμου.
Τό τραγικότερο εἶναι ὅτι στήν κατάσταση αὐτή ἔχουν ἀρχίσει καί εἰσέρχονται ὄχι μόνο νέα ζευγάρια – ἐκεῖ πού φαίνεται πιό εὔκολος ὁ χωρισμός λόγω τῆς νέας ζωῆς πού ἀναλαμβάνουν – ἀλλά καί ζευγάρια μέ πολλά χρόνια γάμου, ἀκόμη καί δεκαετίες. ῞Ο,τι παλαιότερα ἴσχυε ὡς θέμα ταμπού: ὁ χωρισμός καί τό διαζύγιο, σήμερα ἰσχύει ὡς κάτι αὐτονόητο. ῞Ολοι ἴσως ἔχουμε ἀκούσει ἀκόμη καί γονεῖς νά συμβουλεύουν(;) τό παιδί τους νά προχωρήσει σέ γάμου κοινωνία, μέ τήν ἐπισήμανση ῾ἔ, κι ἄν δέν τά βρεῖς ὅπως θέλεις, τό πολύ-πολύ χωρίζεις!
Καί βεβαίως μιλώντας γιά γάμο ἔχουμε ὑπόψη μας τόν ἐκκλησιαστικό γάμο, ἐκεῖνον πού ἀποδέχεται καί εὐλογεῖ ἡ ᾽Εκκλησία μας, συνεπῶς ἐκεῖνον στόν ὁποῖο ὑπάρχει ἡ ἐπιθυμία τῆς παρουσίας τοῦ Χριστοῦ στή ζωή τῶν ἀνθρώπων, κατά τό πρότυπο τοῦ γάμου στήν Κανᾶ τῆς Γαλιλαίας, ὅπου εἶχε προσκληθεῖ καί ὁ ᾽Ιησοῦς μέ τήν Παναγία Μητέρα Του καί τούς πρώτους μαθητές Του. ῎Ετσι ἄλλωστε ἀντιμετωπίζεται καί ὁ γάμος ἀπό τήν ᾽Εκκλησία μας μέσα ἀπό τίς εὐχές τοῦ μυστηρίου. ῞Οτι πρόκειται γιά ἕνα γεγονός πού καλοῦμε τόν Χριστό νά παρευρίσκεται γιά νά εὐλογήσει ἀκριβῶς τή σχέση τοῦ ἄνδρα καί τῆς γυναίκας, συνεπῶς γιά ἕνα γεγονός πού ὑπερβαίνει τά ἀνθρώπινα καί ἀνάγεται σέ μυστήριο. ῞Οπως τό λέει καί ὁ ἀπόστολος: ῾τό μυστήριον τοῦτο μέγα ἐστί, ἐγώ δέ λέγω εἰς Χριστόν καί εἰς τήν ᾽Εκκλησίαν᾽.
2.  ᾽Αλλά ἀκριβῶς ἐδῶ ἀρχίζουμε καί ἐπισημαίνουμε τά αἴτια πού ὁδηγοῦν στό διαζύγιο.
(α) Σ᾽ ἕνα μεγάλο ποσοστό φαίνεται ὅτι καί ἀπό τούς χριστιανούς ἔχει χαθεῖ ἡ ἔννοια τῆς ἱερότητας τοῦ γάμου ὡς μυστηρίου καί ὡς χαρισματικοῦ γεγονότος. Περισσότερο προβάλλεται ὁ γάμος ὡς ἕνα ἁπλό κοινωνικό γεγονός – ὄχι ὅτι δέν εἶναι καί κοινωνικό γεγονός ἀφοῦ εἶναι γεγονός τῆς ᾽Εκκλησίας -, κι ἀκόμη περισσότερο προβάλλεται ὡς ἕνας θεσμός πού θά ἐπισημοποιήσει μία σχέση. ᾽Απόδειξη γι᾽ αὐτό τό ὅτι συνήθως οἱ περισσότεροι μιλοῦν καί γελοῦν κατά τήν ἀκολουθία, ἐπικεντρώνοντας τήν προσοχή τους στό νυφικό καί τό χτένισμα τῆς νύφης, ὅπως καί στήν ἐμφάνιση  τῶν ἄλλων παρευρισκομένων, στά ροῦχα τοῦ γαμπροῦ, στόν φωτογράφο καί τίς σκηνοθετικές του ἱκανότητες. Δέν εἶναι μάλιστα λίγες οἱ φορές πού διαπιστώνει κανείς τήν τραγικότητα, τό ζευγάρι νά εἶναι προσανατολισμένο καθ᾽ ὅλη τή διάρκεια τοῦ γάμου στόν φωτογράφο καί τά νοήματα πού τούς κάνει, προκειμένου νά βγοῦν καλές οἱ φωτογραφίες. ῾Ο γάμος δηλαδή γίνεται γιά τό ζευγάρι καί τούς προσκεκλημένους ὄχι γιά νά προσευχηθοῦν ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, ἀλλά γιά νά ἔχουν νά βλέπουν ἀργότερα τά ἄλμπουμ καί τά dvd, πού σημαίνει ὅτι δέν ζοῦν τό παρόν τῆς εὐλογίας τοῦ Θεοῦ πού τούς δίνεται, ἀλλά τό φαντασιακό μέλλον τῆς εἰκονικῆς τους  πραγματικότητας.
῎Ετσι πρῶτο αἴτιο γιά τά διαζύγια φαίνεται νά εἶναι αὐτή ἀκριβῶς ἡ ἔκπτωση τῆς ἱερότητας τοῦ γάμου, δηλαδή ἡ ἀπιστία τελικῶς στό μυστήριο καί στήν παρουσία τοῦ ἴδιου τοῦ Θεοῦ. Ὁ γάμος, ὅπως εἴπαμε, κατανοεῖται ὡς ἁπλή κοινωνική ἐκδήλωση, συνεπῶς δέν ὑπάρχει ἐκεῖνο τό βάθος τό ὁποῖο θά κρατήσει τό ζευγάρι στίς δυσκολίες πού θά ἀνακύψουν φυσιολογικά στήν πορεία τῆς ἔγγαμης σχέσης τους.
(β) ᾽Αλλά ἐδῶ φτάνει κανείς σέ βαθύτερο ἐπίπεδο καί ψαύει τή ρίζα τῆς ὀδύνης τοῦ χωρισμοῦ. ῾Η ὑποβάθμιση ἤ καί ἡ παντελής διαγραφή τῆς ἱερότητας τοῦ γάμου ὡς ἔκφραση ἀπιστίας κατ᾽ οὐσίαν στόν Χριστό καί τήν ᾽Εκκλησία Του ἀποκαλύπτει τήν κυριαρχία τοῦ ἐγωϊσμοῦ στίς καρδιές τῶν ἀνθρώπων. ῞Οταν ὑποχωρεῖ ἡ πίστη καί ὁ σεβασμός σέ ὅ,τι ὁ Θεός ἔχει καθορίσει, αὐξάνει συνήθως τό ἀνθρώπινο καί ἐγωϊστικό στοιχεῖο. Αὐτό ἄλλωστε δέν μᾶς διδάσκει καί ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ εὐρύτερα γιά τόν χωρισμό ἀνάμεσα σέ ὅλες τίς ἀνθρώπινες σχέσεις; ῾Ο χωρισμός καί ἡ διάσταση μπῆκε ἀνάμεσα στούς ἀνθρώπους, γιατί ἀκριβῶς ὑψώθηκε ὁ ἐγωϊσμός, ἡ ἴδια δηλαδή ἡ ἁμαρτία. Τό θέλημα τοῦ Θεοῦ εἶναι πάντοτε ἡ ἀγάπη καί ἡ ἑνότητα. Γιατί ὁ Θεός εἶναι ἀγάπη. Κάνει κανείς πέρα τόν Θεό καί τό ἅγιο θέλημά Του; Κάνει πέρα τήν ἀγάπη, μέ ἀποτέλεσμα νά ἀναφανεῖ ὅ,τι τήν καταργεῖ: ὁ ἐγωϊσμός καί ἡ ἁμαρτία. Σημειώνει κάπου ὁ μέγας Πατήρ τῆς ᾽Εκκλησίας ἅγιος Βασίλειος, μεταξύ τῶν πολλῶν ἄλλων πού ἔχουν πεῖ καί οἱ ἄλλοι Πατέρες: ῾Διαίρεσις καί διάστασις καί πόλεμος οὐκ ἄν ἦν ἐν ἀνθρώποις, μή τῆς ἁμαρτίας διατεμούσης τήν φύσιν᾽. Δέν θά ὑπῆρχε διαίρεση καί χωρισμός καί πόλεμος στούς ἀνθρώπους, ἄν ἡ ἁμαρτία δέν εἶχε διασπάσει τήν ἀνθρώπινη φύση.   Κι ὁ ἅγιος Χρυσόστομος μᾶς ἀποκαλύπτει τό δαιμονικό στοιχεῖο πού ὑφίσταται στούς χωρισμούς καί τούς πολέμους: ῾Τό ἀλλήλοις πολεμεῖν τόπον ἐστί δοῦναι τῷ διαβόλῳ…Οὐδέποτε γάρ οὕτως ἔχει τόπον ὁ διάβολος ὡς ἐν ταῖς ἔχθραις᾽. Τό πανηγύρι τοῦ διαβόλου βρίσκεται πάντοτε στίς ἔχθρες καί στούς πολέμους. ᾽Εκεῖνος ἔχει πάντοτε τό πρῶτο χέρι σ᾽ αὐτούς.
Κομματιάζεται λοιπόν ἡ ἀνθρώπινη φύση μέ τήν ἁμαρτία, ὁπότε ἐπέρχεται καί ὁ χωρισμός ἀνάμεσα στούς ἀνθρώπους. Κι αὐτό σημαίνει μιλώντας γιά τά διαζύγια ὅτι στήν πραγματικότητα φαίνεται ἡ ἀποτύπωση σ᾽ αὐτά τῆς ἐσωτερικῆς διάσπασης τῶν ἀνθρώπων  καί τοῦ ἐσωτερικοῦ τους διχασμοῦ. Τό διαζύγιο δηλαδή σ᾽ ἕνα ζευγάρι ἀποτελεῖ εἰκόνα τοῦ διαζυγίου πού ἔχει πάρει ὁ ἄνθρωπος ἀπό τόν ἴδιο του τόν ἑαυτό,  συνιστᾶ συνεπῶς συνέχεια  τοῦ διασπασμένου του κόσμου.
Βασικό αἴτιο λοιπόν γιά τά διαζύγια εἶναι ὁ ἐγωϊσμός πού κυριαρχεῖ στίς ζωές τῶν ἀνθρώπων, ὅπου τό ἐ σ ύ  τῆς ἀγάπης δέν ἔχει τήν προτεραιότητα, ἀλά τό  ἐ γ ώ  τῆς ἁμαρτίας, τό ὁποῖο ἀπαιτεῖ τήν ἐξυπηρέτησή του καί τήν ὑποταγή τοῦ ἄλλου σέ αὐτό.
Ὁ Γέροντας Παΐσιος ἐξέφραζε τήν ἀλήθεια αὐτή μέ τόν δικό του ἁπλό ἀλλά καί εὐφυή τρόπο: ῾Γιά νά ὑπάρξει σπίθα, χρειάζεται νά συγκρουστοῦν δύο πέτρες᾽. Δηλαδή γιά νά ὑπάρξει ἡ ἔνταση τοῦ χωρισμοῦ ἔχουν συγκρουστεῖ δύο ἐγωϊσμοί. Χωρίς νά θέλουμε νά εἴμαστε ἀπόλυτοι ἐπ᾽ αὐτοῦ, διότι ὑπάρχουν καί περιπτώσεις, ὅπου φαίνεται τήν εὐθύνη νά ἔχει σχεδόν ἀποκλειστικά ὁ ἕνας ἐκ τῶν δύο συζύγων – μή ξεχνᾶμε ὅτι ὁ ἴδιος ὁ Κύριος μίλησε γιά διαζύγιο ἐκ λόγων μοιχείας – ὅμως τίς περισσότερες φορές ἡ εὐθύνη ἀνήκει καί στούς δύο.
(γ) ῎Ισως πεῖ κανείς: παλαιότερα δέν ὑπῆρχαν ἐγωϊσμοί καί γι᾽ αὐτό δέν εἴχαμε πολλά διαζύγια; Μπορεῖ νά συνέβαινε κι αὐτό, ἀφοῦ οἱ ἄνθρωποι μπορεῖ νά εἶχαν περισσότερη πίστη στόν Θεό, ἀλλά μᾶλλον συνέτρεχαν ἰδιαίτεροι κοινωνικοί λόγοι. Οἱ κοινωνίες ἦταν πιό κλειστές, ἡ χειραφέτηση τῆς γυναίκας ἀλλά καί τοῦ ἄνδρα ὄχι τόσο μεγάλη, τό μορφωτικό ἐπίπεδο ἐπίσης πιό χαμηλό, οἱ προκλήσεις ἀσφαλῶς λιγότερες. Σήμερα, εἶναι πιό εὔκολο νά ζήσει κανείς μόνος του καί γι᾽ αὐτό εἶναι πιό εὔκολο καί νά ἐκφραστεῖ ὁ ἐγωϊσμός μέ πιό ἀπροκάλυπτο τρόπο. Κι αὐτό σημαίνει ὅτι τά λιγότερα διαζύγια τοῦ παρελθόντος δέν ἔδειχναν μεγαλύτερη ἁγιότητα, ἀλλά διατήρηση τῆς συζυγίας καί τῆς οἰκογένειας γιά λόγους περισσότερο οἰκονομικούς καί κοινωνικούς. Τό τί θά πεῖ ὁ κόσμος σ᾽ ἕνα μεγάλο ποσοστό ρύθμιζε τήν πορεία τῶν οἰκογενειῶν.
Καλύτερο αὐτό ἤ χειρότερο; Δέν ξέρουμε. Μπορεῖ σήμερα νά ὑπάρχει ἡ ἐλευθερία ὑπέρβασης μίας ὑποκριτικῆς ζωῆς, σίγουρα ὅμως δέν φαίνεται νά εἶναι καλό γιά τήν ὕπαρξη τῶν παιδιῶν. Παλαιότερα, ἔστω καί γιά λόγους ἀνάγκης, διετηρεῖτο ἡ οἰκογένεια, ὁπότε τά παιδιά μεγάλωναν μέσα σ᾽ ἕνα θεωρούμενο ἀσφαλές πλαίσιο. Σήμερα, ἡ εὐκολία τοῦ διαζυγίου μᾶλλον ἔχει ὀδυνηρό ἀντίκτυπο κυρίως στά παιδιά, τά ὁποῖα ὡς συνήθως εἶναι τά θύματα τοῦ ἐγωϊσμοῦ τῶν μεγάλων. Κι ἴσως ἐδῶ μέ τά παιδιά νά διαπιστώνουμε  καί μία ἄλλη διάσταση ἐγωϊσμοῦ: δέν λαμβάνεται σοβαρῶς ὑπόψη ἡ ψυχολογία τῶν παιδιῶν μέ τήν εὐκολία τῶν διαζυγίων. ῾Η χλιαρότητα τῆς πίστης στόν Θεό, ἡ ἐπιλογή τοῦ ἐγωϊστικοῦ ἀτομιστικοῦ θελήματος, ὁδηγεῖ καί στήν ἀνευθυνότητα τῆς ἀντιμετώπισης τῶν νέων ὑπάρξεων πού ἔχουν ἔλθει στόν κόσμο. ᾽Αγνοοῦν ἄραγε οἱ γονεῖς, ὅταν χωρίς ἰδιαίτερο προβληματισμό ἀποφασίζουν νά χωρίσουν, ὅτι τά παιδιά χρειάζονται καί τούς δύο γονεῖς καί ὅτι ἁπλῶς καί μόνον ἡ ὕπαρξη τῶν παιδιῶν ἀποτελεῖ τή διατράνωση τῆς ἑνότητάς τους; Δέν χρειάζεται νά ἐπιχειρηματολογήσει κανείς γιά τό ὅτι τό κάθε παιδί εἶναι ἕνας ὕμνος στήν πραγματικότητα τῆς συζυγίας καί τῆς ἑνότητας καί ὅτι ἔτσι ὁ χωρισμός ἀποτελεῖ τή μεγαλύτερη παραφωνία.
(δ) Καί τέλος – ὄχι ὅτι ὑπάρχει τέλος σ᾽ αὐτά – ἐκεῖνο πού χωρίς νά εἶναι αἴτιο βοηθάει ὅμως τά μέγιστα στήν αὔξηση τῶν διαζυγίων εἶναι ὁ ταραγμένος καί διεσπασμένος κοινωνικός περίγυρος πού ἀποτυπώνεται συνήθως στά προγράμματα τῶν Μ.Μ.Ε. Τί συνήθως προβάλλουν τά κανάλια μέ ρυθμό σαρωτικό μάλιστα; Τήν ἀπιστία καί τή μοιχεία στίς συζυγικές σχέσεις, τόν ἐγωϊστικό τρόπο ζωῆς, τό ῾φάγωμεν καί πίωμεν, αὔριον γάρ ἀποθνήσκομεν᾽. Σταθερά καί μεθοδικά μπολιάζεται ὁ νεοέλληνας ἀπό ἕναν ἄφρονα τρόοπο ζωῆς, ὁ ὁποῖος τόν ἀπομακρύνει ἀπό ὅ,τι εἶναι γνήσια παραδοσιακό, δηλαδή ἀπό τόν ἐκκλησιαστικό χριστιανικό τρόπο ζωῆς, σνεπῶς καί ἡ αὔξηση τῶν διαζυγίων συνιστᾶ ἕνα μονόδρομο, μία κατάληξη μαθηματικῶς θά ἔλεγε κανείς προδιαγεγραμμένη. ῾Η οἰκονομική κρίση μάλιστα σήμερα πού ἐπιτείνει τή μονομερή στροφή στήν εὐκολία τῆς ψυχαγωγίας τῆς τηλεόρασης, κάνει τόν ἄνθρωπο νά ἀδυνατεῖ νά κλείσει τό κουμπί της καί τόν βυθίζει ναρκωμένο σέ ὅλα τά ἀπόβλητα τοῦ νοσηροῦ μυαλοῦ πολλῶν ἀπό τούς παραγωγούς της.
3. Τί δέον γενέσθαι;
᾽Ανθρωπίνως, δέν μποροῦμε νά εἴμαστε καί πολύ αἰσιόδοξοι. Λογικά, βλέπουμε τά πράγματα νά πηγαίνουν ἀπό τό κακό στό χειρότερο. ᾽Αλλ᾽ ἐκεῖ πού ἀνθρωπίνως δέν ὑπάρχει διέξοδος, ἐκεῖ κατεξοχήν ἐνεργεῖ ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ. ῾῞Οπου ἐπλεόνασεν ἡ ἁμαρτία, ὑπερεπερίσσευσεν ἡ χάρις᾽. Ἡ ἐλπίδα μας εἶναι στόν Θεό. ᾽Εκεῖνος χρησιμοποιεῖ καί τήν ἐλάχιστη καλή ἀφορμή πού τοῦ δίνουμε, γιά νά τήν πολλαπλασιάσει καί νά τή στερεώσει. Καί τέτοιες ἀφορμές εὐτυχῶς ὑπάρχουν. Ἡ εὐαισθητοποίηση πολλῶν πάνω στό ἀδιέξοδο τῶν διαζυγίων, ἡ κινητοποίηση τῶν περισσοτέρων Μητροπόλεων τῆς ᾽Εκκλησίας μέ τίς Σχολές Γονέων πού ἔχουν ἱδρύσει καί ἱδρύουν καί τίς διάφορες πρωτοβουλίες πού παίρνουν γιά τήν οἰκογένεια. Τά βιβλία πού γράφονται πάνω στό θέμα αὐτό. Διάφορες ἐκδηλώσεις πού γίνονται γιά τήν οἰκογένεια κατά καιρούς ἀπό δημόσιους καί ἰδιωτικούς φορεῖς. ῞Ολα αὐτά στοιχειοθετοῦν μία ἐλπίδα, ἀνάβουν μία μικρή φλόγα καλοῦ.  ῾Ο καθένας πού ἔχει τήν καλή διάθεση ἄς πάρει τή μικρή φλόγα, ἄς τή βάλει στήν καρδιά του καί ἄς τή φουντώσει. Ἡ λύση, τό ξαναλέμε, θά ἔλθει μόνον ἀπό τόν Θεό, ὅταν βεβαίως θά Τοῦ δώσουμε δίοδο ἐμεῖς οἱ ἐλάχιστοι ἔστω θεωρούμενοι δικοί Του.
πατήρ – Γεώργιος Δορμπαράκης

ΑΓΙΟΣ ΛΟΥΚΑΣ Ο ΙΑΤΡΟΣ:ΔΕΝ ΑΡΚΟΥΝ ΜΟΝΟ ΤΑ ΚΑΛΑ ΕΡΓΑ


Μεταξύ των ανθρώπων που ζουν γύρω μας υπάρχουν και αυτοί που δεν πιστεύουν στον Θεό και όμως κάνουν πολλά .

Συχνά ακούω την έξης ερώτηση: «Αυτό δεν είναι αρκετό, δεν θα σωθούν αυτοί οι άνθρωποι με τα καλά τους έργα»;

 Πρέπει οπωσδήποτε να δώσω την απάντηση. Όχι, δεν θα σωθούν μόνο με τα καλά έργα. Γιατί δεν θά σωθούν; Γιατί έτσι είπε ό Κύριος και Θεός μας Ιησούς Χριστός, όταν «επηρώτησε… νομικός, πειράζων αυτόν και λέγων. Διδάσκαλε, ποια εντολή μεγάλη εν χω νόμω; ό δέ Ιησούς εφη αύτω’ αγαπήσεις Κύριον τον Θεόν σου εν όλη τη καρδία σου, αυτή εστί πρώτη και μεγάλη εντολή, δευτέρα δε όμοια αύτη’ αγαπήσεις τον πλησίον σου ώς σεαυτόν» (Μτ. 22, 35-39).
Αν η πίστη στον Θεό και η αγάπη προς Αυτόν είναι η πρώτη και η σπουδαιότερη εντολή του νόμου, αν η δεύτερη εντολή για την αγάπη προς τον πλησίον πηγάζει απ’ αυτή την πρώτη, και αν η αγάπη προς τον πλησίον παίρνει την δύναμη της από την αγάπη προς τον Θεό, τότε αυτό σημαίνει, ότι για να σωθεί κανείς πρέπει με όλη την καρδιά του να αγαπήσει τον Θεό, διότι αυτή είναι η πρώτη και η σπουδαιότερη εντολή του νόμου.
Τι σημαίνει σωτηρία; Το να σωθεί κανείς σημαίνει να κληρονομήσει την αιώνια ζωή, να μπει στην Βασιλεία του Θεού και να γίνει κοινωνός αυτής της Βασιλείας! τι είναι η Βασιλεία του Θεού και τι είναι η αιώνια ζωή;
Ό Κύριος και Θεός μας Ιησούς Χριστός είπε στους Εβραίους έναν πολύ θαυμαστό λόγο, ότι όλοι πρέπει να τρώνε τον Επουράνιο Άρτο και ότι ό Επουράνιος αυτός Άρτος είναι η Σάρκα του, την οποία Αυτός δίνει για την σωτηρία του κόσμου και για να ζει ό κόσμος.
«Αμήν αμήν λέγω υμίν, εάν μη φάγητε την σάρκα του Υιού του ανθρώπου και πίητε αυτού το αίμα, ουκ έχετε ζωήν εν εαυτοίς» (Ίω. 6, 53). Ποια ζωή; την ζωή την αιώνια. Δεν θα έχετε την αιώνια ζωή, δεν θα γίνετε κοινωνοί της Βασιλείας του Θεού και δεν θα σωθεί η ψυχή σας. Μπορεί να υπάρχει κάτι πιο ξεκάθαρο απ’ αυτό τον λόγο; Αν δεν πιστεύουμε με όλη την καρδιά μας στον Θεό, αν δεν βαφτιζόμαστε, αν δεν κοινωνούμε του Σώματος και του Αίματος του Χριστού, τότε η σωτηρία για μας δεν υπάρχει.

Βλέπετε, μόνο τα καλά έργα δεν αρκούν για να σωθούμε!
Ξέρουμε ότι και οι άπιστοι κάνουν καλά και δίκαια έργα. Και τότε δημιουργείται η ερώτηση, πώς να κρίνουμε τα καλά έργα που κάνουν οι άπιστοι, ποια είναι η άξια τους; Βέβαια, όλα τα καλά έργα που κάνουν αυτοί οι άνθρωποι έχουν την άξια τους, η οποία είναι μεγάλη. Το δεχόμαστε αλλά πρέπει να ξέρουμε ότι υπάρχει διαφορά μεταξύ των καλών έργων που κάνουν οι άπιστοι και αυτών που κάνουν οι άνθρωποι, οι οποίοι με όλη την καρδιά τους πιστεύουν στον Θεό.
Ποια είναι η διαφορά; η διαφορά είναι η εξής: υπάρχει πλήθος ανθρώπων, πολύ δυνατών ανθρώπων, που θυσίασαν όλα, ακόμα και την ίδια τη ζωή τους, για χάρη του λαού τους. Υπήρχαν πολλοί τέτοιοι άνθρωποι ακόμα και στη δική μας εποχή. Υπήρχαν λοιπόν πολλοί άνθρωποι που έδωσαν τη ζωή τους για το καλό του λαού τους και του δικού τους έθνους.
Υπάρχουν επίσης άνθρωποι που θυσιάζουν τη ζωή τους για χάρη της δικής τους τάξης.
Ποιο είναι το κοινό χαρακτηριστικό όλων αυτών των καλών έργων;
Αυτή η αγάπη τους προς το λαό τους όσο καλή και να είναι, είναι η αγάπη μόνο προς το δικό τους λαό. Και ταυτόχρονα μ’ αυτή υπάρχει και μίσος προς τους ανθρώπους άλλων φυλών και τάξεων. Η αληθινή όμως και γνήσια αγάπη, η ευάρεστη στον Θεό δεν μπορεί να έχει μίσος, αυτή αγκαλιάζει τα πάντα, είναι καθολική.
Χρειάζεται άσκηση, χρειάζεται κόπος, χρειάζεται να αναγκάζουμε τον εαυτό μας να κάνουμε το καλό. Πρέπει να αποστραφούμε το κακό, την οποιαδήποτε αδικία και να στραφούμε στην αλήθεια.
Χρειάζεται αγώνας για να κάνουμε καλά έργα. Μόνο τότε, όταν, με μεγάλες και επίμονες προσπάθειες, καθαρίζουμε την καρδιά μας και έτσι προσελκύουμε τη χάρη του Θεού, τότε, όταν αυτή η χάρη ανάβει στην καρδιά μας την θεία αγάπη, την αγάπη προς όλους τους ανθρώπους, η οποία δεν μισεί κανέναν, μόνο τότε αυτή η αγάπη, μαζί με την πίστη, μας ανοίγει δρόμο προς την Βασιλεία του Θεού.
Λοιπόν, δεν είναι αρκετά μόνο τα καλά έργα και δεν αρκεί μόνο η ηθική, χρειάζεται και η πίστη.
Διότι μόνο η Θρησκεία, μόνο η στον Θεό και η κοινωνία μαζί Του μας δίνει τη δύναμη να κάνουμε γνήσια καλά και ευάρεστα στον Θεό έργα.
Αυτή την δύναμη δεν την δίνει η ηθική και μεγάλο λάθος κάνουν αυτοί που νομίζουν ότι μπορούμε να αντικαταστήσουμε την θρησκεία με κάποια ηθική διδασκαλία.
Πρέπει η θεία χάρη να κατοικήσει στην καρδιά μας για να γίνει αυτή ναός του Παναγίου Πνεύματος. Αμήν.

ΤΟ ΜΥΣΤΙΚΟ (ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ)

Τ Ο   Μ Υ Σ Τ Ι Κ Ο (Χριστουγεννιάτικη ιστορία)

Σχετική εικόνα
π.   Δ η μ η τ ρ ί ο υ   Μ π ό κ ο υ

Προτοῦ ξημερώσει, νύχτα ἀκόμη, ξύπνησε, καθὼς τὸ συνήθιζε, ὁ γέρο-Φιλάγριος. Ἄλλαξε φυτίλι στὸ καντήλι ποὺ τρεμόσβηνε κι ἀνάβοντας δυὸ κεριὰ μπρὸς στὶς εἰκόνες, διάβασε τὶς ἑωθινές του προσευχές, τὸ Μεσονυκτικὸ καὶ τὸν Ὄρθρο.
Ἔφεγγε γιὰ τὰ καλὰ ὅταν τελείωσε. Τράβηξε τὸ ξύλινο πορτόφυλλο ποὺ ἔκλεινε τὸ ἄνοιγμα τῆς σπηλιᾶς καὶ βγῆκε στὸν ἐξώστη, ἕνα φυσικὸ πλάτωμα τοῦ βράχου πάνω ἀπ’ τὸν γκρεμό. Ἀπὸ χαμηλὰ ἀνέβαινε, μόνιμο τραγούδι στ’ αὐτιά του, τὸ βουητὸ τοῦ νεροῦ, καθὼς κυλοῦσε ὁρμητικὰ στὸ φαράγγι. Τὸ καλοκαίρι μόνο ἡσύχαζε, γινόταν φλύαρο μουρμουρητό, μητρικὸ νανούρισμα στὸν ὕπνο του.

Ἡ ἀνατολὴ ρόδιζε στὸ βάθος κι ἕνα ὑπέροχο σύνολο ἁπαλῶν χρωματισμῶν ξεχυνόταν τριγύρω. Τὰ μάτια του μαγεύτηκαν στὴ θέα τῆς αὐγῆς. Φωνὲς πουλιῶν, θροΐσματα φύλλων, γρυλίσματα ἀγριμιῶν, γέμιζαν ὀμορφιὰ τὴν ἄγρια φύση. Πῶς τ’ ἀγαποῦσε ὅλα αὐτά! Φιλάγριος, βλέπεις!
Ἀνάπνευσε τὸν πρωινὸ ἀέρα κι ἕνα κύμα εὐφορίας φούσκωσε τὴν καρδιά του.
«Ὡς ἐμεγαλύνθη τὰ ἔργα Σου, Κύριε…»
«Αἰνεῖτε τὸν Κύριον ἐκ τῆς γῆς… τὰ ὄρη καὶ πάντες οἱ βουνοί, …τὰ θηρία καὶ πάντα τὰ κτήνη, ἑρπετὰ καὶ πετεινὰ πτερωτά…»
Δὲν ἦταν μόνο μιὰ ὄμορφη φθινοπωριάτικη μέρα ἡ σημερινή. Εἶχε κάτι ξεχωριστὸ καὶ γι’ αὐτόν.
Ξαναγύρισε στὸ βάθος τῆς σπηλιᾶς, πῆρε στὰ χέρια του ἕνα μακρὺ ξεφλουδισμένο ξύλο καὶ τό ’φερε ἔξω. Τὸ σήκωσε ψηλὰ καὶ τὸ κοίταξε στὸ φῶς. Ἦταν γεμάτο χαρακιές. Κάθε χαρακιὰ κι ἕνας χρόνος. Πολλὲς χαρακιές, πολλὰ χρόνια!
Χαμογέλασε. Ἔβγαλε τὸν παλιό του σουγιὰ καὶ τράβηξε μιὰ χαρακιὰ ἀκόμα κάτω ἀπ’ τὶς ἄλλες. Ἑκατό!
Σήμερα γινόταν ἑκατὸ χρονῶν! Χαμογέλασε πάλι.
–  Ἦρθε ὁ καιρός!… μουρμούρισε.
Ἀνασύροντας τὶς βαρειὲς κουρτίνες τοῦ χρόνου ἡ μνήμη του ἔτρεξε πολὺ πίσω. Τότε πού, δεκάδες χρόνια πρίν, ἀφήνοντας τὸν κόσμο, ξεκινοῦσε τὸ μακρὺ ταξίδι γιὰ τὸ ἀσκηταριό του.
–  Θὰ ξαναϊδωθοῦμε στὰ ἑκατό μας, ἂν ζοῦμε, εἶπε στὴ δίδυμη μοναδικὴ ἀδελφή του, βλέποντας τὰ δάκρυα στὰ μάτια της, τάχα ἀστειευόμενος γιὰ νὰ κρύψει καὶ τὴ δική του συγκίνηση. Θὰ γιορτάσουμε μαζὶ τὰ ἑκατοστά μας Χριστούγεννα.
Ἐκείνη χαμογέλασε πικρὰ μὲς στὰ δάκρυά της καὶ τὸν φίλησε γιὰ τελευταία φορά…
–  Ἦρθε ὁ καιρός, Μαργαρίτα! ξανάπε καὶ τὰ μάτια του βούρκωσαν. Ποιὸς θὰ τὸ πίστευε! Νὰ ζεῖς ἄραγε;
Ἑτοιμάστηκε, πῆρε τὸ ραβδί του καὶ ξεκίνησε. Περπάτησε μέρες πολλές. Ἄφησε πίσω του βουνὰ καὶ κάμπους, διέσχισε ποτάμια καὶ δάση, πέρασε πολιτεῖες καὶ χωριά. Μὰ ἔβλεπε ἕναν κόσμο ἀγνώριστο. Τεράστια κτίρια, αὐτοκίνητα, φῶτα. Πρωτόγνωρα πράγματα γι’ αὐτόν.
Σὲ μιὰ πράσινη κοιλάδα, ἀνάμεσα σὲ δυὸ βουνά, μιὰ μικρὴ πολιτεία σήμανε τὸ τέρμα τοῦ ταξιδιοῦ του. Ἐδῶ ἦταν ἡ πατρίδα του. Ἀλλαγμένη κι αὐτὴ ἐντελῶς. Προχώρησε σιγὰ γιὰ ’κεῖ ποὺ κάποτε βρισκόταν τὸ σπιτικό τους. Μιὰ πολυκατοικία ὑψωνόταν τώρα στὴ θέση του. Οἱ ἄνθρωποι τὸν κοίταζαν μὲ περιέργεια.
Ρώτησε γιὰ τὴν ἀδελφή του. Εἶχε πεθάνει ἀπὸ χρόνια. Ζοῦσε ὅμως μιὰ κόρη της μὲ τὸν ἄντρα της καὶ τὰ παιδιά τους. Τοῦ ’δειξαν τὸ σπίτι της. Ὁ ἐρημίτης τράβηξε κατακεῖ.
Τὸν δέχτηκαν μὲ χαρά, παρὰ τὴν ἔκπληξη ποὺ δοκίμασαν στὴν ἀπρόσμενη ἐμφάνισή του. Ἡ ἀνεψιά του, μιὰ μεσόκοπη καλοβαλμένη γυναίκα, βάλθηκε φιλότιμα νὰ περιποιηθεῖ τὸν θεῖο της, ποὺ μόνο ἀκουστὰ τὸν εἶχε ἀπ’ τὴ συχωρεμένη μάνα της. Τοῦ παραχώρησε ἕνα δικό του δωμάτιο γιὰ ὅσον καιρὸ θά ’μενε κοντά τους.
Ἀπόμεναν δυὸ βδομάδες γιὰ τὰ Χριστούγεννα…
Ἀπὸ τὴν ἄλλη κιόλας μέρα ὁ γέρο-Φιλάγριος βάλθηκε νὰ ἑτοιμάζεται γιὰ τὴ μεγάλη γιορτή. Νὰ τὴ γιορτάσει, ὅπως ἔπρεπε. Νήστευε, διάβαζε προσευχές, ἔκανε μετάνοιες, τὸ κομποσχοίνι του ἔτρεχε ἀσταμάτητα.
Μά, ἔξω ἀπ’ αὐτόν, κανένας ἄλλος δὲν ἔμοιαζε νὰ περιμένει Χριστούγεννα. Κινοῦνταν ὅλοι διαφορετικά. Εἶχαν γυρίσει στὰ καθημερινά τους. Στὴ δουλειὰ οἱ γονεῖς, στὶς σπουδές τους τὰ παιδιά. Τὸ μεσημέρι μαζεύονταν γιὰ φαγητό, ἀλλὰ καμμιὰ φορὰ συγκεντρώνονταν μόνο τὸ βράδυ. Περνοῦσαν σχεδὸν πλούσια. Εἶχαν τὸν τρόπο τους καὶ τὰ βόλευαν.
Κάτι ὅμως δὲν πήγαινε καλά. Ὁ γέρο-Φιλάγριος τὸ διαισθάνθηκε ἀμέσως, βλέποντας συνέχεια πρόσωπα κουρασμένα γύρω του. Σχεδὸν τρόμαξε, ὅταν εἶδε καὶ στὰ παιδιὰ ἀκόμα μάτια μαραμένα, ἀνέκφραστα. Χωρὶς νὰ σπιθίζει μέσα τους ἡ φλόγα τῆς ζωῆς.
–  Πόσο θὰ πλήττεις μ’ ὅλα αὐτὰ τὰ βαρετὰ ποὺ κάνεις, παππού! τοῦ εἶπε μιὰ μέρα ὁ μικρότερος γιὸς τῆς ἀνεψιᾶς του, ἀφοῦ γι’ ἀρκετὴ ὥρα τὸν παρατηροῦσε νὰ κυλάει τὸ κομποσχοίνι του.
–  Γιατί τὸ λὲς αὐτό, παιδί μου;
–  Μὰ αὐτὸ εἶναι τὸ μόνο ποὺ κάνουμε ὅλοι ἐδῶ πέρα, παππού. Βαριούμαστε! Καὶ πιὸ πολὺ ἐμεῖς τὰ παιδιὰ μὲ τὸ διάβασμα.
Αὐτὸ ἦταν! Ὅλα ἔσβηναν στὴ θαμπὴ ὁμίχλη τῆς ρουτίνας.
Μιὰ θανατερὴ μονοτονία ἔριχνε τὸ καταθλιπτικὸ πέπλο πάνω τους. Κάθε μέρα τὰ ἴδια πράγματα. Ἴδιο πρόγραμμα, ἴδια δουλειά, ἴδιος ρυθμός. Ἴδια, καὶ ὄχι πάντα εὐχάριστα, πρόσωπα. Ἡ ἐπανάληψη, ἀπαράλλαχτα, τοῦ ἴδιου καθημερινοῦ μοτίβου κατάπινε ἀδηφάγα τὴ ζωντάνια τους. Πάνω σὲ ἀγέλαστα, συνοφρυωμένα πρόσωπα μιὰ κάθετη γραμμὴ ἀνάμεσα στὰ μάτια χάραζε τὸ μέτωπο στὰ δυό, ἀποτυπώνοντας τὴν ἔκφραση τοῦ μόνιμα ἀνικανοποίητου ἀνθρώπου.
Καὶ στὴν παραμικρὴ ἀφορμὴ ὅλοι ξεσποῦσαν ἀσυγκράτητα. Κούραση, γκρίνια, ἐκνευρισμός!
Δὲν περνοῦσε μέρα ποὺ νὰ μὴν ἀκούσει ὁ γέρο-μοναχὸς τὸν βαριεστημένο ἀναστεναγμὸ τῆς ἀνεψιᾶς του:
–  Οὔφ! Πῶς ἀντέχω ἀκόμα! Τίποτε εὐχάριστο δὲν ἔχει ἡ ζωή μας. Καμμιὰ ἀλλαγή. Εἶναι τόσο ἄχαρη καὶ μονότονη! Μιὰ κόλαση!
Μιὰ μέρα ὁ γέρο-Φιλάγριος δὲ βάσταξε.
–  Γιατί τὸ λὲς αὐτό, κόρη μου; Ἔγινε κόλαση πιὰ καὶ θλιβερὴ μονοτονία ἡ ἀσίγαστη λαχτάρα τῆς καρδιᾶς νὰ βλέπεις γύρω σου αὐτοὺς ποὺ ἀγαπᾶς; Τὸ ν’ ἀντικρύζουν κάθε πρωὶ τὰ μάτια σου τὸν κόσμο ποὺ σὲ συντροφεύει; Τὸν οὐρανό, τὸν ἥλιο, τὰ πουλιά; Πῶς γίνεται νὰ ζεῖς σὰν κόλαση τὰ δῶρα τοῦ Θεοῦ; Τί θά ’κανες, ἂν ὁ Θεὸς τ’ ἀποτραβοῦσε πίσω;
Τὰ δῶρα τοῦ Θεοῦ; Αὐτὰ ποὺ ἀπόκτησαν μὲ τὸ δικό τους μόχθο μιὰ ὁλόκληρη ζωή;
Θυμήθηκε τὰ λόγια τῆς μάνας της:
«Δὲν εἶναι τίποτε δικό μας. Ἔχουμε μόνο ὅσα θέλει ὁ Θεὸς νὰ ἔχουμε».
Ἔμεινε συλλογισμένη…
Ἡ νύχτα εἶχε προχωρήσει ἀρκετά, ὅταν, ἀποτελειώνοντας ἐπιτέλους τὶς δουλειές της, ἔπεσε ἀποκαμωμένη νὰ κοιμηθεῖ. Ὁ ἄντρας της εἶχε ξαπλώσει ἀπὸ νωρίς. Στὸ διπλανὸ δωμάτιο ἀκουγόταν ἥσυχα ἡ ἀνάσα τῶν παιδιῶν. Μόνο στὸ δωμάτιο τοῦ θείου της ἄναβε ἀκόμα τὸ φῶς.
–  Καϋμένε θεῖε! μουρμούρισε. Πῶς ἀντέχεις ἕναν αἰώνα τὰ ἴδια πράγματα! Ἐγὼ θὰ εἶχα τρελλαθεῖ.
Βυθίστηκε σ’ ἕναν ὕπνο βαθύ…
Ξαφνικὰ τὸ κουδούνισμα τοῦ τηλεφώνου ἔσκισε ἄγρια τὴ νυχτερινὴ ἡσυχία. Τινάχτηκε τρομαγμένη.
–  Ἐμπρός! φώναξε μὲ πνιγμένη φωνή.
–  Ἐλᾶτε γρήγορα! Ἔγινε ἀτύχημα. Ὁ ἄντρας σας μὲ τὸν γιό σας εἶναι στὸ νοσοκομεῖο!
–  Ἀτύχημα; Πότε; Πῶς;
Ἡ γραμμὴ ἔκλεισε πρὶν πάρει καμμιὰ ἀπάντηση. Ντύθηκε ἀλαφιασμένη. Τὸ σπίτι ἦταν ἄνω-κάτω. Μὰ πότε ἔγιναν ὅλα αὐτά; Ἔτρεξε στὸ αὐτοκίνητο. Τὸ κεφάλι της βούιζε, πήγαινε νὰ σπάσει. Ἔτρεμε ὁλόκληρη, τὸ τιμόνι χόρευε στὰ χέρια της.
Πάρκαρε μὲ βιάση στὴν εἴσοδο τοῦ νοσοκομείου χτυπώντας μὲ δύναμη τὸ πίσω αὐτοκίνητο. Οὔτε ποὺ στάθηκε νὰ δεῖ. Ὅρμησε μέσα, ἀλλὰ παντοῦ ἐπικρατοῦσε πανδαιμόνιο. Τὰ ἀσθενοφόρα μπαινόβγαιναν στὴν αὐλὴ τρελλαίνοντας μὲ τὶς σειρῆνες τὸ μυαλό της, ἐνῶ οἱ ψυχρές, γαλαζωπὲς λάμψεις τους ἔσκιζαν σὰν στιλέτα τὴν καρδιά της.
Ἔτρεχε στοὺς ἀχανεῖς διαδρόμους, μὰ τὰ πόδια της ἦταν μολύβι ἀσήκωτο. Ἄρρωστοι, τραυματίες, γεμάτα φορεῖα συνέθεταν τὸ μακάβριο πλάνο. Πουθενὰ ὁ ἄντρας της καὶ τὸ παιδί της. Μὲ τὴν ἀγωνία της ν’ ἀνεβαίνει στὸ ζενίθ, βλέπει ξαφνικὰ δυὸ νοσοκόμους νὰ σπρώχνουν, τρέχοντας σχεδόν, στὸ βάθος τοῦ διαδρόμου τὰ φορεῖα τους. Οἱ τραυματίες εἶχαν τὰ μάτια κλειστά, δεμένα τὰ κεφάλια τους μὲ ματωμένες γάζες. Τῆς φάνηκε πὼς ἦταν οἱ δικοί της.
-Μιὰ στιγμή! Περιμένετε! φώναξε μ’ ὅλη της τὴ δύναμη.
Μὰ οἱ νοσοκόμοι, σὰ νὰ μὴν ἄκουσαν τίποτε, ἔσπρωξαν τὰ περιστρεφόμενα πορτόφυλλα τοῦ χειρουργείου καὶ χάθηκαν πίσω τους. Ἐκεῖνα ἐπέστρεψαν μὲ φόρα φέρνοντάς της κατάμουτρα, σὰν εἰρωνεία, τὴν φαρδειὰ ἐπιγραφή τους:
.
Μὰ ποιὸς λογάριαζε τώρα τέτοια; Τὰ ἔσπρωξε κι αὐτὴ μὲ δύναμη καὶ χύθηκε ὁρμητικὰ ξωπίσω τους. Δὲν πρόλαβε νὰ κάνει βῆμα, ὅταν δυὸ ἀτσαλένιες τανάλιες τὴν κράτησαν ἀκίνητη κι ἕνας πανύψηλος νοσοκόμος τὴν πέταξε στὶς πλάκες τοῦ διαδρόμου. Σωριάστηκε χτυπώντας δυνατὰ στὸ δάπεδο τὸ κούτελό της καί, βγάζοντας μιὰ δυνατὴ κραυγή,… ξύπνησε.
Ναί! Ἦταν μόνο ἕνα ὄνειρο! Ἕνας φριχτὸς ἐφιάλτης!
Ἀνακαθισμένη στὸ κρεβάτι ἀνάσαινε βαριὰ μὲ τὸ πρόσωπο λουσμένο στὸν ἱδρώτα. Τὰ παιδιά, ὁ ἄντρας της, ὅλοι εἶχαν μαζευτεῖ ἀπ’ τὶς φωνές της γύρω της. Βλέποντάς τους νὰ τὴν τριγυρίζουν, ἕνα κύμα ἀγάπης ξεχείλισε ἀπ’ τὴν καρδιά της γιὰ ὅλους. Ὁ γέρο-Φιλάγριος ξεπρόβαλε ἀπὸ τὴν πόρτα. Μόλις τὸν ἀντίκρυσε, ξέσπασε αὐθόρμητα:
–  Ὢ θεῖε! Τί κόλαση νὰ μᾶς πάρει πίσω ὁ Θεὸς τὰ δῶρα του! Τί εὐτυχία ἔχουμε καὶ δὲν τὸ νοιώθουμε!
Χαμογέλασε ὁ γεράκος καλοκάγαθα.
–  Ὑπάρχουν καὶ χειρότερα, παιδί μου. Τὰ δῶρα του εἶναι θαυμάσια καὶ εἶναι σίγουρα φριχτὴ κόλαση νὰ τὰ χάνεις. Μὰ εἶναι ἀσύγκριτα φριχτότερη ἡ κόλαση νὰ χάσεις Ἐκεῖνον ποὺ τὰ δίνει. Τὰ δῶρα του, ὅσο ὑπέροχα κι ἂν εἶναι, δὲν παύουν νά ’ναι μικρὸ μόνο δεῖγμα τῆς ἄρρητης ὀμορφιᾶς Ἐκείνου ποὺ τὰ χαρίζει.
Ἄκουγαν ὅλοι ἀμίλητοι, προσεχτικοί. Ὁ γέροντας συνέχισε:
–  Νοιώθουμε εὐτυχία μὲ τὰ δῶρα του; Ἀνείπωτη ὅμως εὐτυχία θά ’τανε νὰ ἔχουμε Αὐτὸν τὸν ἴδιο! Θὰ ζούσαμε σὰν σὲ παράδεισο! Ποιὸς θά ’νοιωθε ἀνία τότε; Ποιὰ πληκτικὴ μονοτονία θὰ μποροῦσε νὰ εἰσβάλει στὴ ζωή του, ἀκόμα κι ἂν ζοῦσε ἑκατὸ χρόνια σὲ μιὰ σπηλιὰ στὴν ἐρημιά;
–  Αὐτὸ εἶναι λοιπὸν τὸ μυστικό σου, παππού; ρώτησε κάποιος.
–  Ναί, παιδί μου! Ὅταν ἀγαπᾶς, δὲν νοιώθεις πλήξη. Ποτὲ δὲν σοῦ εἶναι βαρετὸ νὰ κάνεις κάτι γιὰ νὰ δείξεις τὴν ἀγάπη σου. Ἀντίθετα, τὸ λαχταρᾶς. Ψελλίσματα λαχτάρας εἶναι καὶ οἱ προσευχές μου. Ἐρωτικὸ τραγούδι, τὰ λόγια της ἀγάπης μου γιὰ Ἐκεῖνον, ποὺ νύχτα-μέρα ἀναζητῶ καὶ λαχταρῶ ἀδιάκοπα νὰ συναντήσω. Πῶς νὰ μπουχτίσω, ὅταν μ’ αὐτὰ τοῦ ἐκφράζω τὴν ἀγάπη μου; Ἡ πλήξη συνοδεύει μόνο τὴν ἀνέραστη ζωή!
Τὴ νύχτα τῶν Χριστουγέννων οἱ καμπάνες γέμισαν τὸν ἀέρα τῆς μικρῆς πόλης μὲ ἤχους γιορτινούς.
Ἐκεῖνα τὰ Χριστούγεννα γιόρτασαν ὅλοι χαρούμενοι. Εἶχαν ξαναβρεῖ ὁ ἕνας τὸν ἄλλον κι ὅλοι μαζὶ τὸν Θεό.
…Κι ὁ γέρο-Φιλάγριος εἶπε πὼς ἦταν τὰ καλύτερά του Χριστούγεννα!…

ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ ΝΑ ΤΟ ΙΔΑΝΙΚΟ ΜΑΣ


του Επισκόπου Φλωρίνης Αυγουστίνου Καντιώτου (†)

«Ουκ αρνησόμεθά σε, φίλη Ορθοδοξία· ου ψευσόμεθά σοι, πατροπαράδοτον σέβας·… εν σοι εγεννήθημεν, εν σοι ζώμεν, και εν σοι κοιμηθησόμεθα· ει δε καλέσοι καιρός, και μυριάκις υπέρ σού τεθνηξόμεθα» (Ιωσήφ Βρυέννιος).

Τι θα πη ιδανικό; Μέσα σε κάθε άνθρωπο, αγαπητοί μου, και στον πιο ατελή, υπάρχει κάποια εικόνα ευτυχίας, ένα όραμα ζωής, ένας σκοπός προς τον οποίο συγκλίνουν όλες οι σκέψεις και ενέργειές του· και σκοπός είνε η ιδέα εκείνη που κυριαρχεί επάνω σε όλες τις άλλες ιδέες και συναισθήματα και αποτελεί τρόπον τινά τον κεντρικό άξονα γύρω απ᾽τον οποίο στρέφεται η ζωή του. Καί όπως ηαξία μιάς λεπτεπίλεπτης μηχανής, π.χ. ενός ρολογιού, εξαρτάται κυρίως από την αντοχή του άξονά του, κάπως έτσι και η αξία της ζωής εξαρτάται κυρίως από την ιδέα εκείνη η οποία κυριαρχεί και ρυθμίζει τη ζωή. Καί όπως υπάρχουν άξονες από φτηνό υλικό και με μικρή αντοχή, που εύκολα σπάζουν, αλλά και άξονες από ανθεκτική ύλη, αδαμάντινοι, άθραυστοι, έτσι υπάρχουν και ιδανικά μικρά και μεγάλα, αδύνατα και ισχυρά, εύθραυστακαί άθραυστα, γήινα και ουράνια, θνητά και αθάνατα.
Καί ποιό είνε το ιδανικό της Ελλάδος; θα ρωτήση κάποιος. Στα τρεις χιλιάδες χρόνια του εθνικού της βίου παρελαύνει μπροστά μας μεγάλη σειρά· Τρωικός πόλεμος, Περσικά, Μέγας Αλέξανδρος, Βυζάντιο και ακρίτες, Παλιγγενεσία, Μακεδονικός αγώνας, Βαλκανικοί πολεμοι, Αλβανικό έπος. Πάνω όμως από τα εθνικά είνε τα πανανθρώπινα, και πάνω από τα ανθρώπινα είνε τα θεία, και πάνω από τα εγκόσμια είνε τα ουράνια και αθάνατα. Απ᾽ τα ομηρικά χρόνια μέχρι τη Μεγάλη Ιδέα, που εδόνησε και τη γενεά των πατέρων μας με το «Πάλι με χρόνια με καιρούς, πάλι δικά μας θα ᾽νε», αναζητούμε το τέλειο. Πού λοιπόν καταλήγουμε; Από όλα όσα προβάλλονται ως ιδανικά, εκείνο που αξίζει να γίνη το ιδανικό της Ελλάδος, ο πολικός της αστέρας, είνε η Ορθοδοξία.
Αυτή η Ορθοδοξία, που τόσο υποτιμάται σήμερα από κάποιους «μορφωμένους», συγκεντρώνει όλα τα γνωρίσματα του υψίστου αγαθού και ανταποκρίνεται στα βαθύτερα αιτήματα του λαού μας. Αυτή έχει το αληθινό νέκταρ και την αμβροσία. Αυτή κρατάει τον Άρτο που μπορεί να θρέψη και να χορτάση τον ανθρωπο υλικά και πνευματικά, σε αντίθεσι με τα «κεράτια» (Λουκ. 15,16), με τα οποία προσπαθούν άλλοι να χορτάσουν την πεινασμένη ανθρωπότητα. Αυτή δείχνει τον ουρανό ως την αιώνια πατρίδα και αυτή πάλι με τα υπέροχα διδάγματά της για ελευθερία, αδελφότητα, αγάπη και δικαιοσύνη μπορεί να βοηθήση τον άνθρωπο να στήση την ιδανική πολιτεία .
Στην πολιτεία αυτή το ελατήριο της ιδιοτελείας θ᾽ αντικατασταθή με το ελατήριο της αγάπης που θυσιάζεται για τους άλλους, με πρότυπο τον Θεάνθρωπο, ο οποίος «ουκ ήλθε διακονηθήναι, αλλα διακονήσαι και δούναι την ψυχήν αυτού λύτρον αντί πολλών» (Ματθ. 20,28). Ζωηρή εικόνα της πολιτείας αυτής μας έδωσαν οι πρώτοι Χριστιανοί· μιάς πολιτείας στην οποία, όπως λέει ο αθάνατος Χρυσόστομος, ο ιδιοτελής και καταραμένος λόγος «αυτό είνε δικό μου» κι «αυτό δικό σου» είχε καταργηθή κι αντικατασταθή με το «άπαντα κοινά» (Πραξ. 4,32) . Ναί, μόνο η Ορθοδοξία, η οποία στην ιδεώδη ζωή των μοναχικών αδελφοτήτων των πρώτων αιώνων πραγματοποίησε το κοινόβιο, το εκούσιο κοινόβιο, και εγκαθίδρυσε επάνω στη γη αγγελικό πολίτευμα , αυτή και σήμερα, η Ορθοδοξία η «περι βεβλημένη τον ήλιον» (Απ. 12,1) , ως πανανθρώπινο ιδανικό, μπορεί να συγκινήση όχι μόνο το δικό μας έθνος αλλά ολόκληρη την ανθρωπότητα, και να νικήση και να θριαμβεύση πάνω απ᾽ όλα τα λεγόμενα διεθνή και οικουμενικά συνθήματα.
Αλλά να εξηγούμεθα, Έλληνες αδελφοί. Όταν λέμε ότι η Ορθοδοξία πρέπει να γίνη τό ιδανικό του έθνους μας, δεν εννοούμε νά τήν κάνουμε μέσο το οποίο να χρησιμοποιήσουμε εμείς οι Έλληνες για εθνική και πολι-τική εκμετάλλευσι και να καταντήσουμε ορθοδοξοκάπηλοι ανάμεσα στα έθνη, όπως έγινε δυστυχώς στην τσαρική Ρωσία. Έχοντας εμείς οι Έλληνες ως ιδανικό τού έθνους την Ορθοδοξία, όχι ως μέσο αλλά ως σκοπό προς τον οποίο πρέπει να συγκλίνουν όλες οι ενέργειές μας, πρέπει να είμαστε απέναντι στα άλλα έθνη ειλικρινείς και ανιδιο-τελείς απόστολοι του Ορθοδόξου χριστιανισμού.
Ειλικρινείς και ανιδιοτελείς, όπως ήταν οι απόστολοι του Κυρίου, που δεν πήγαν στα έθνη για να κηρύξουν το μεγαλείο της πατρίδας τους, του Ισραήλ, αλλά πήγαν για να κηρύξουν «Ιησούν Χριστόν, και τούτον εσταυρωμένον» (Α΄ Κορ. 2,2) και με το καθαρό και αμιγές απόκάθε εθνικιστική ιδέα κήρυγμα να σώσουνψυχές· διά της σωτηρίας των ψυχών προσέφεραν την υψίστη υπηρεσία στην πάσχουσα ανθρωπότητα, μέσα στην οποία οι σωζόμενοι γίνονταν η ζύμη της αναμορφώσεως και αναπλάσεως του αρχαίου κόσμου. Τα αμαρτωλά«εγώ», ατομικά και ομαδικά, πρέπει, κατά το παράδειγμα του αποστόλου Παύλου, να νικώνται και να εξαφανίζωνται μπροστά στην Ορθοδοξία, και αυτή να κυριαρχή στις σκε-ψεις και τις ενέργειές μας. Αυτή και μόνη διά της φωτεινής διδασκαλίας και του υποδειματικού βίου μας να προβάλλεται στα μάτια όλων προς δόξαν Θεού. Καί όταν τέτοιες είνεοι διαθέσεις της καρδιάς μας υπέρ της Ορθοδοξίας, τότε θα χαιρώμαστε όταν και άλλα έθνη κηρύττουν με λόγια και με έργα την Ορθοδοξία και σημειώνουν μεγ λύτερη κι απόμάς επίδοσι στο κήρυγμά της.
Γιατί η Ορθοδοξία δεν είνε είδος μονοπωλίου της Ελληνικής φυλής· είνε οικουμενική ιδέα και ζωή, στην οποία καλούνται όλα τα έθνη να συμμετάσχουν ισότιμα γύρω από την κοινή τράπεζα του ουρανίου Πατρός. Στο μεγαλειώδες σχέδιο της Θείας Προνοίας να κηρυχθή η χριστιανική πίστι σε όλοτόν κόσμο όπως αυτή διατηρήθηκε αναλλοί-ωτη μέσα στην Ορθοδοξία, η πατρίδα μαςμπορεί να προσφέρη μεγάλες υπηρεσίες. Όχιμόνο γιατί το Ευαγγέλιο είνε γραμμένο στην ελληνική γλώσσα και απ᾽ αυτήν μεταφράστηκε σε χίλιες και πλέον γλώσσες και διαλέκτους ,όχι μόνο γιατί οι περισσότεροι από τους μεγάλους πατέρες και διδασκάλους στα ελληνικά έγραψαν τα αθάνατα συγγράμματά τους, αλλά και γιατί παιδιά της Ελλάδος, στενοχωρούμενα από τη φτώχεια που συνοδεύει την Ελλάδα, έχουν βγη από την πατρίδα τους και βρίσκονται σκορπισμένα και στις πέντε ηπείρους. Πού πάνω στη γη δεν βρίσκεται Έλληνας; Γύρω στα δύο εκατομμύρια είνε οι Έλληνες του εξωτερικού. Συμπαγείς Ελληνικές κοινότητες με ωραίους ναούς βρίσκονται στα μεγαλύτερα αστικά κέντρα του νέουκόσμου. Έλληνες υπηρετούν στα ιστορικά πατριαρχεία της Ανατολής.
Έλληνες και μέχρι την Κορέα και την Ιαπωνία και τη Νότιο Αφρική και τα νησιά των Φιλιππίνων. Αν στίςκαρδιές όλων αυτών των Ελλήνων του εξωτε-ρικού ανεζωογονείτο η φλόγα της Ορθοδοξίας,τότε η Ορθοδοξία θα διαδιδόταν και θα δοξαζόταν στον κόσμο διά των Ελλήνων· και αν δοξαζόταν, θ᾽ αντιδόξαζε αυτούς που την δόξα-σαν με μια δόξα άφθαρτη και αιώνια. Ποιά δοξα μεγαλύτερη απ᾽ αυτήν θα μπορούσε να φιλοδοξήση η φυλή μας;Από μακρινές χώρες, στις οποίες οι κάτοικοι ζούν «εν χώρα και σκιά θανάτου» (Ησ. 9,2 = Ματθ. 4,16.Λουκ. 1,79) , έρχονται συγκινητικά μηνύματα που μας προσκαλούν σε πνευματική βοήθεια. Διότι και μέχρι σ᾽ αυτούς φτάνει η φήμη της Ορθοδοξίας.
Αλλά εδώ είνε το σπουδαιότατο ερώτημα. Είμαστε άραγε προετοιμασμένοι για μία τε-τοια παγκόσμια αποστολή; Έχουμε κάνει τήνΟρθοδοξία κανόνα της ζωής μας, ιδανικό του έθνους μας; Μπορούμε να προβάλουμε τήνπατρίδα μας ως πρότυπο Ορθοδόξου κράτους, η μήπως η Ορθοδοξία μας εξαντλείτα ιστήν τήρησι μερικών εξωτερικών τύπων, σέεορτές και πανηγύρια κοσμικού μάλλον παράθρησκευτικού χαρακτήρος;
Αδελφοί Έλληνες! Η Ορθοδοξία, να η όντως ΜΕΓΑΛΗ ΙΔΕΑ, ασυγκρίτως ανώτερη από την εθνική μας Μεγάλη ιδέα. Ιδέα καθαρμένη από φθαρτά στοιχεία, υψηλή, καθολική, αιωνία, που είνε προωρισμένη να βασιλεύση. Αυτής της Ορθοδοξίας ας γίνουμε ταπεινοί υπηρέτες, φρουροί, αγωνισταί και στρατιώτες, για να συμβασιλεύσουμε δι᾽ αυτής όντως και εμείς. Σύνθημά μας ας είνε oι εμπνευσμένοι λόγοι του ήρωα της Ορθοδοξίας σοφού Ιωσήφ Βρυεννίου·
«Ουκ αρνησόμεθά σε, φίλη Ορθοδοξία· ου ψευσόμεθά σοι, πατροπαράδοτον σέβας·..εν σοι εγεννήθημεν, εν σοι ζώμεν, και εν σοι κοιμηθησόμεθα· ει δε καλέσοι καιρός,και μυριάκις υπέρ σού τεθνηξόμεθα»